ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Τσούντα Παναγιώτης Φοίβου ν. Νίκης Χρίστου Δημητριάδη (2014) 1 ΑΑΔ 413, ECLI:CY:DOD:2014:2
PREZAS & ANOTHER ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 2525
Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 145
Medcon Construction Co. Ltd και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλου (2002) 3 ΑΑΔ 441
Δημοτικό Συμβούλιο Δήμου Πάφου ν. Όλγας Ελευθέριου Κορακίδου (2014) 3 ΑΑΔ 87, ECLI:CY:AD:2014:C237
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D740
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1465/2012)
11 Νοεμβρίου, 2015
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΟΚΚΙΝΟΤΡΙΜΙΘΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Κλεάνθους (κα), για τους Καθ' ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακόλουθη θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι, η πράξη και/η απόφαση του καθ' ου η αίτηση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 16.7.12 την οποίαν έλαβε γνώση ο αιτητής στις 30.8.12, αναφορικά με την απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας του αιτητή, αρ. τεμ. 410, Φ/Σχ. 0/2 - 220 - 391, Τμήμα 9 που ευρίσκεται στο χωριό Κοκκινοτριμιθιά για την εγγραφή δημόσιου δρόμου, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη εννόμου αποτελέσματος».
Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης του τεμαχίου αρ. 410, Φ/Σχ. 2-220-391, στην Κοκκινοτριμιθιά, μέρος του οποίου αποφασίστηκε από το Κοινοτικό Συμβούλιο Κοκκινοτριμιθιάς (στο εξής «το Συμβούλιο»), όπως απαλλοτριωθεί για τη διάνοιξη και εγγραφή αγροτικού δρόμου και περαιτέρω ανάπτυξη της Βιομηχανικής Ζώνης.
Για το σκοπό αυτό, το Συμβούλιο, ως η Απαλλοτριώνουσα Αρχή, προέβη στη δημοσίευση της σχετικής Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 20.5.2011.
Εναντίον της πιο πάνω γνωστοποίησης, η οποία τοιχοκολλήθηκε σε περίοπτα μέρη (σωματεία, καφενεία) της κοινότητας, ο αιτητής, ο οποίος ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή του Επάρχου Λευκωσίας ημερομηνίας 23.12.2011, υπέβαλε ένσταση μέσω δικηγόρου. Η ένσταση, η οποία είχε ως αποδέκτη τον Έπαρχο Λευκωσίας και παραλήφθηκε στις 31.1.2012, κοινοποιήθηκε στη συνέχεια στον Αν. Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, το Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λευκωσίας και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου.
Κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 6.3.2012, το Συμβούλιο ομόφωνα απέρριψε την ένσταση για το λόγο ότι «θεωρείται αναγκαία η απαλλοτρίωση για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας δηλ. την κατασκευή δημιουργία νέου οδικού δικτύου για την καλύτερη ανάπτυξη της γύρω περιοχής».
Η απόφαση του Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στον Έπαρχο και ακολούθως τέθηκε ενώπιον της αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής η οποία, αφού εξέτασε το ζήτημα, υιοθέτησε την άποψη του Συμβουλίου και προχώρησε στη δημοσίευση του επίδικου Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, καθώς και σχετικού Διατάγματος Επίταξης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27.4.2012.
Αρκετούς μήνες αργότερα, ο αιτητής πληροφορήθηκε, μέσω επιστολής του Επάρχου, ημερομηνίας 9.10.2012, ότι η ένστασή του εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, καθώς και για τους λόγους της απόφασης της Επιτροπής.
Ο αιτητής, ο οποίος στο μεταξύ προχώρησε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 25.9.2012, υποστηρίζει ότι έλαβε για πρώτη φορά πλήρη γνώση της απόρριψης της ένστασής του και της έκδοσης του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, μέσω μιας συστημένης επιστολής των εκτιμητών των καθ' ων η αίτηση, για σκοπούς διακανονισμού της αποζημίωσης, ημερομηνίας 16.7.2012, την οποία παρέλαβε στις 30.8.2012.
Παρά το ότι δεν έχει τεθεί αντίθετος ισχυρισμός, σημειώνεται ότι η προσφυγή του αιτητή, η οποία στρέφεται ουσιαστικά εναντίον του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στις 27.4.2012, θεωρείται, υπό τις περιστάσεις, ως εμπροθέσμως ασκηθείσα.
Όπως είναι νομολογιακά αποδεκτό, σε τέτοιες περιπτώσεις, η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον αιτητή η απόρριψη της ένστασής του εναντίον της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης και όχι από την ημερομηνία δημοσίευσης του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης (βλ. Kapartis and Another v. Republic (1986) 3 CLR 2525).
Επιδιώκοντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής υποστηρίζει ότι αυτή:
(α) Λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο και βρίσκεται σε αντίθεση με το Άρθρο 122 του Συντάγματος,
(β) Πάσχει, λόγω παράνομης σύνθεσης του Συμβουλίου και μη τήρησης άρτιων πρακτικών από το Συμβούλιο και την Υπουργική Επιτροπή,
(γ) Παραβιάζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος,
(δ) Στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Εγείρεται, από πλευράς αιτητή, ζήτημα αρμοδιότητας του Συμβουλίου να προβαίνει σε απαλλοτρίωση, δεδομένης της θεμελιώδους συνταγματικής διάταξης του Άρθρου 23.4, που ορίζει ότι ιδιοκτησία μπορεί να απαλλοτριωθεί από τη Δημοκρατία, από Δημοτική Αρχή, από Κοινοτική Συνέλευση υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων που υπόκεινται στην αρμοδιότητα της Κοινοτικής Συνέλευσης και, επίσης, από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό κοινής ωφέλειας, προς τα οποία έχει παραχωρηθεί τέτοιο δικαίωμα από το Νόμο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή παρέπεμψε στην πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Καλομοίρα Σωκράτους Μανέντζου v. Kοινοτικού Συμβουλίου Κάμπου κ.ά., Υπόθεση Αρ. 997/2010, ημερομηνίας 10.5.2011, προς υποστήριξη της θέσης του ότι μόνο οι Δημοτικές Αρχές έχουν δικαίωμα απαλλοτρίωσης και ότι τα Κοινοτικά Συμβούλια δεν περιλαμβάνονται στα νομικά πρόσωπα για τα οποία γίνεται λόγος στα Άρθρο 23.4 και 122 του Συντάγματος. Συνακόλουθα, συνεχίζει η εισήγηση, οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχουν εξουσία να προβαίνουν σε απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας.
Οι καθ΄ων οι αίτηση παραπέμπουν στις πρόνοιες των άρθρων 62 και 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99, ως έχει τροποποιηθεί), οι οποίες παρέχουν στα Κοινοτικά Συμβούλια, κατόπιν απόφασης που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών τους, την εξουσία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας για την πραγματοποίηση «οποιουδήποτε σκοπού δημόσιας ωφέλειας που εμπίπτει στις εξουσίες τους».
Το εγειρόμενο ζήτημα έχει εξεταστεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v. Kαλομοίρας Σωκράτους κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 78/2011 κ.ά., ημερομηνίας 25.6.2015, (που αποτελεί την έφεση που είχε ασκηθεί στην υπόθεση Καλομοίρα Σωκράτους Μανέτζου), η οποία ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση στη Μανέτζου.
Όπως αποφάνθηκε το Εφετείο με αναφορά σε ελληνικά και κυπριακά θεωρητικά συγγράμματα:
«Σε συμφωνία με τις θέσεις της Εφεσείουσας Δημοκρατίας, κρίνεται ότι οι πρωτόδικες αποφάσεις που έχουν ταυτόσημη αιτιολογία, εφόσον η μια ακολούθησε την άλλη, παρερμήνευσαν την έννοια του ‟νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου", όπως αυτή απαντάται στο Άρθρο 23.4 του Συντάγματος, το οποίο έχει ως εξής:
‟4.Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας δύναται ν΄ απαλλοτριωθεί αναγκαστικώς υπό της Δημοκρατίας ή υπό της δημοτικής αρχής, ως και υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής και μόνον εις βάρος προσώπων ανηκόντων εις την αντίστοιχον κοινότητα, ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας, προς ους έχει παραχωρηθή τοιούτον δικαίωμα υπό του νόμου και δη μόνον:
..................".
Πρόδηλο είναι από τη συνήθη γραμματική ερμηνεία των λέξεων που χρησιμοποιούνται σε νομοθετικό κείμενο (και το Σύνταγμα είναι το υπέρτατο νομοθέτημα στην εσωτερική τουλάχιστον νομική δομή της Δημοκρατίας, τηρουμένης βεβαίως της Ευρωπαϊκής διάστασης), ότι οι λέξεις ‟ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας", οριοθετούν περιπτώσεις απαλλοτρίωσης ανεξάρτητες και αυτόνομες από εκείνες που μνημονεύονται προηγουμένως και αναφέρονται στη Δημοκρατία, τις δημοτικές αρχές και τις Κοινοτικές Συνελεύσεις ως δικαιούμενες να προβούν σε απαλλοτρίωση. Το προσθετικό ‟ως επίσης" δεν αφήνει αμφιβολία για τη δυνατότητα νομικών προσώπων να διενεργούν απαλλοτριώσεις.
Το επόμενο ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι η έννοια του «νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου». Η πρώτη οφειλόμενη παρατήρηση είναι ότι κατά το Άρθρο 23.4, για να έχει δικαίωμα απαλλοτρίωσης το νομικό αυτό πρόσωπο πρέπει να του παρέχεται η ανάλογη εξουσία υπό Νόμου. Η προϋπόθεση αυτή ασφαλώς ικανοποιείται εφόσον όντως το άρθρο 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου αρ. 86(Ι)/99, ρητά προβλέπει δικαίωμα στα κοινοτικά συμβούλια να απαλλοτριώνουν ακίνητη ιδιοκτησία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο εκείνο. Με την προϋπόθεση βεβαίως ότι είναι για την πραγματοποίηση σκοπού δημοσίας ωφέλειας, όπως απαιτείται, άλλωστε, μεταξύ άλλων, και από το εδάφιο 4(α) του Άρθρου 23.
Όσον αφορά το τι εστί ‟νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου"........
...............................
Έπεται επομένως ότι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που αναφέρονται στο Άρθρο 23.4 έχουν αυθύπαρκτη νομική έννοια και ουδόλως ήταν αναγκαίο να προστρέξουν τα πρωτόδικα Δικαστήρια προς αναζήτηση της έννοιας τους στο Άρθρο 122 του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό δεν ορίζει τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Η σχετική εκεί αναφορά εμπεριέχεται στον ορισμό ‟δημόσια υπηρεσία", την έννοια και εμβέλεια της οποίας έχει σκοπό να καθορίσει το Άρθρο, το οποίο εμπίπτει στο ευρύτερο ‟Μέρος VII - Περί της Δημοσίας Υπηρεσίας" του συντάγματος, κάτω από το Κεφάλαιο Ι, Γενικές Διατάξεις. Ο όρος ‟δημόσια υπηρεσία" στο Άρθρο 122, έχει αποκλειστικά σκοπό να ορίσει τι σημαίνει δημόσια υπηρεσία, δηλαδή, υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και, εξαιρουμένων του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, περιλαμβάνει υπηρεσία στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου και τον Οργανισμό Ηλεκτρισμού Κύπρου. Η φράση που εμπεριέχεται στη συνέχεια ‟.και παρ΄ οιωδήποτε ετέρω νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ... ιδρυομένοις προς το δημόσιον συμφέρον υπό νόμου, των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι ηγγυημένα υπό της Δημοκρατίας..." δεν επιλύει το πρόβλημα. Η έννοια του ‟ετέρω" σαφώς και περιορίζεται από τους προηγηθέντες κατονομαζόμενους οργανισμούς, αλλά ο σκοπός ολόκληρου του Άρθρου 122 εξαντλείται στα περί της Δημόσιας Υπηρεσίας και δεν επεκτείνεται στην τοπική αυτοδιοίκηση, που και άλλο σκοπό εξυπηρετεί και άλλο ορισμό έχει».
Η πιο πάνω απόφαση, με την οποία παραμερίζεται η πρωτόδικη κρίση στη Μανέντζου, εκθεμελιώνει και την εισήγηση του αιτητή περί αναρμοδιότητας του Συμβουλίου να προσχωρήσει στην επίδικη απαλλοτρίωση στην παρούσα περίπτωση.
Η αρμοδιότητα των Κοινοτικών Συμβουλίων, μέσα στα όρια που τους παρέχει ο Ν.86(1)99, απορρέει από το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος και από την ίδια τη φύση τους ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, διακριτών από τους υπόλοιπους κρατικούς φορείς, αρχές και συνελεύσεις που διαλαμβάνονται ρητά στο Άρθρο 23.4, όπως επεξηγήθηκε στο πιο πάνω παρατεθέν απόσπασμα της απόφασης της Ολομέλειας.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας των καθ΄ων η αίτηση να προχωρήσει σε απαλλοτρίωση ακινήτου περιουσίας απορρίπτεται.
Με δεδομένη την αρμοδιότητα του Συμβουλίου να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία απαλλοτρίωσης του επίδικου τεμαχίου αρ. 410, προέχει η εξέταση του ισχυρισμού περί πάσχουσας σύνθεσής του κατά τη συνεδρία της 6.3.2012 κατά την οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε η ένσταση του αιτητή.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν.86(Ι)/99:
«11.-(1) Κάθε Συμβούλιο αποτελείται από-
(α) Τον κοινοτάρχη, που είναι ο πρόεδρος αυτού,
(β) τα μέλη, που είναι:
(i)..............................
(iii) για κοινότητες με αριθμό εγγεγραμμένων εκλογέων πέραν των 700, οκτώ μέλη.
(2)..............................................
(4) Ένα από τα μέλη του Συμβουλίου θα είναι ο αναπληρωτής κοινοτάρχης, που θα είναι και ο αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου και θα αντικαθιστά τον πρόεδρο σε περίπτωση κωλύματός του. Ο αναπληρωτής κοινοτάρχης εκλέγεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του άρθρου 40 του παρόντος Νόμου.»
Από το απόσπασμα των πρακτικών του Συμβουλίου, που επισυνάπτεται στην αγόρευση των αιτητών, προκύπτει ότι, κατά τη συνεδρία της 6.3.2012 (Αρ. Συνεδρίας 4/2012), παρίσταντο ο Κοινοτάρχης ως Πρόεδρος, ο Αναπληρωτής Κοινοτάρχης και άλλα επτά μέλη, ενώ σημειώνονται επίσης ως «παρευρισκόμενοι» άλλα δύο πρόσωπα, και συγκεκριμένα, ο Ανδρέας Κρασιάς - Γραμματέας του Συμβουλίου, και ο Σοφούλης Σοφοκλέους - Τεχνικός/Υδραυλικός του Συμβουλίου.
Η θέση του αιτητή είναι ότι, εφόσον δε διαπιστώνεται από τα πρακτικά ο σκοπός της συμμετοχής του πιο πάνω Τεχνικού /Υδραυλικού στη συνεδρία και, κυρίως, το κατά πόσο είχε αποχωρήσει σε οποιοδήποτε στάδιο, η παρουσία του παραβίασε το άρθρο 21 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99, ως έχει τροποποποιηθεί) και κατέστησε παράνομη τη σύνθεση του Συμβουλίου κατά τη λήψη της επίδικης απόφασής του.
Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι, κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία, το Συμβούλιο δεν έλαβε οποιαδήποτε απόφαση σε σχέση με την επίδικη απαλλοτρίωση, αλλά ασχολήθηκε μόνο με την εξέταση της ένστασης του αιτητή. Η απόφαση για την απαλλοτρίωση μέρους του τεμαχίου του αιτητή, λήφθηκε, όπως υποστηρίζουν, σε προγενέστερη συνεδρία, στις 11.3.2010, κατά την οποία το Συμβούλιο ήταν νόμιμα συγκροτημένο.
Συνεπώς, κατά το σκεπτικό τους, όταν στις 6.3.2011 το Συμβούλιο επιλήφθηκε της ένστασης, «είχε ήδη συντελεστεί η διοικητική πράξη για να προχωρήσει η διαδικασία της απαλλοτρίωσης». Ως εκ τούτου, η παρουσία ενός μη εξουσιοδοτημένου προσώπου στην εν λόγω συνεδρία του, χωρίς μάλιστα αυτό να λάβει μέρος στη συζήτηση, δεν αποβαίνει μοιραίο ως προς τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης.
Στο άρθρο 21 του Ν.158(Ι)/99, στο οποίο καθορίζονται τα πλαίσια της νομιμότητας της σύνθεσης ενός συλλογικού οργάνου, αναφέρονται τα εξής:
«21.- (1) Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στη ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών.
(2) Δεν συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης».
Στην παρούσα περίπτωση, το πρόβλημα εστιάζεται στην παρουσία του Τεχνικού/Υδραυλικού του Συμβουλίου, ως παριστάμενου στη συνεδρία της 6.3.2011. Αντίθετα προς ότι υποστηρίχθηκε από τους καθ' ων η αίτηση, η συνεδρία αυτή ήταν σημαντική ως προς το ό,τι ακολούθησε, εφόσον κατά την ημερομηνία εκείνη εξετάστηκε και απορρίφθηκε η ένσταση του αιτητή κατά της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η έγκριση της Υπουργικής Επιτροπής και η δημοσίευση του σχετικού Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στις 27.4.2012, ως η κατάληξη αυτής της σύνθετης διοικητικής ενέργειας.
Το γεγονός ότι δεν προκύπτει από τα πρακτικά ο λόγος της παρουσίας του Τεχνικού/Υδραυλικού, ούτε και η έκταση της εμπλοκής του στη συζήτηση, δε διαφοροποιεί τα δεδομένα.
Στην πρόσφατη απόφαση Δημοτικό Συμβούλιο Πάφου v. Όλγας Ελευθερίου Κορακίδου, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 29/2010, ημερομηνίας 2.4.2014, η Ολομέλεια επιβεβαίωσε την υπάρχουσα νομολογία ότι, ακόμα και η απλή παρουσία τρίτων κατά τη λήψη διοικητικής απόφασης από συλλογικό όργανο, επενεργεί καταλυτικά στην εγκυρότητα της:
«Σύμφωνα με τη γενική αρχή που διέπει τη σύνθεση των συλλογικών οργάνων, όπως η εν λόγω αρχή διαμορφώθηκε από τη νομολογία, ελληνική και κυπριακή, η συμμετοχή στη συνεδρία ενός τέτοιου διοικητικού οργάνου, προσώπου, έστω και ενός ξένου προς τη νόμιμη συγκρότηση του, επηρεάζει άμεσα το νόμιμο της συγκρότησης του και καθιστά τις αποφάσεις του άκυρες λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. (Μedcon Construction Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 441). Ακόμα και απλή παρουσία τρίτων στη λήψη απόφασης, επενεργεί καταλυτικά στην εγκυρότητα της (Πανεπιστήμιο Κύπρου v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145). Η αυστηρή αυτή προσήλωση της νομολογίας στον κανόνα που κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 21 του Νόμου 158(Ι)/99 και γενικά στο σύνολο των κανόνων του διοικητικού δικαίου που οδήγησαν στη διαμόρφωση της εν λόγω γενικής αρχής, αποσκοπεί, αφενός στην προστασία του αρμοδίου οργάνου από την οποιαδήποτε παρέμβαση, οσοδήποτε απομακρυσμένη και αν φαίνεται και αφετέρου στην προστασία του διοικούμενου διότι εξασφαλίζουν τη διερεύνηση της υπόθεσης που τον αφορά από τα πράγματι αρμόδια σώματα. Δεν βλέπουμε πώς είναι δυνατό να υπάρχει περιθώριο απόκλισης από την εν λόγω αρχή, επειδή οι συνεδριάσεις είναι δημόσιες».
Εν προκειμένω, η απουσία σαφούς ενδείξεως στα πρακτικά περί αποχώρησης του «παρευρισκόμενου» Υδραυλικού/Τεχνικού του Συμβουλίου, πριν από τη διαβούλευση για τη λήψη της απόφασης επί της ένστασης του αιτητή, κατέστησε τη σύνθεση του Συμβουλίου πάσχουσα, ως παραβιάζουσα το άρθρο 21 του Ν.158(Ι)/99 και τη νομολογία.
Το διάταγμα απαλλοτρίωσης είναι η τελική πράξη και, κατά συνέπεια, η μόνη εκτελεστή πράξη και προσβάλλεται βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η Έκδοση, 1992, σελίδα 253:
«Οι δικονομικές συνέπειες της σύνθετης διοικητικής ενέργειας αφορούν τους όρους του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, μόνο η τελική διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί, αν και παραδεκτώς συμπροσβάλλεται και συνελέγχεται η νομιμότητα των προπαρασκευαστικών πράξεων.»
Έχοντας υπόψη ότι η εξέταση και έκδοση απόφασης επί της ένστασης του αιτητή αποτελούσε τυπική προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, η παρανομία που εντοπίζεται στη σύνθεση του Συμβουλίου συμπαρασύρει σε ακυρότητα και το διάταγμα απαλλοτρίωσης που ακολούθησε.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.300, πλέον ΦΠΑ, έξοδα υπέρ του αιτητή. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ