ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ξένια Ευγενίου (κα), για Ανδρέα Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή. ΄Ελενα Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-11-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΑΠΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1348/2010, 11/11/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D746

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1348/2010)

 

11 Νοεμβρίου, 2015

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΑΠΙΟΥ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

Ξένια Ευγενίου (κα), για Ανδρέα Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

΄Ελενα Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Μαρία Σπανού (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Επιτροπή»), αποφάσισε την πλήρωση της θέσης Πρώτου Αρχιτέκτονα στο Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, (η «θέση»).  Προς τούτο, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.6.2009, η υπ' αρ. 797 γνωστοποίηση, με την οποία καλούνταν οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν τις αιτήσεις τους μέχρι 6.7.2009.  Μέσα στην ταχθείσα προθεσμία υποβλήθηκαν επτά αιτήσεις, οι οποίες εστάλησαν, καθηκόντως, από το Γραμματέα της Επιτροπής, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων, (ο «Γενικός Διευθυντής»), για τις συστάσεις της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, της οποίας ήταν Πρόεδρος.

 

Στις 10.3.2010, ο Γενικός Διευθυντής διαβίβασε στην Επιτροπή την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία συστήνονταν προς επιλογή τέσσερις υποψήφιοι, οι οποίοι ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.  Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγονταν ο αιτητής Ανδρέας Αγαπίου και το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρούλα Φλωρίδου.  Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής εξετάστηκε από την Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 13.4.2010, κατά την οποία αποφασίστηκε να κληθούν οι τέσσερις συστηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υποψήφιοι σε ατομική προφορική εξέταση στις 15.6.2010, στην παρουσία και του Γενικού Διευθυντή, όπως και έγινε.

 

Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης των τεσσάρων υποψηφίων, ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοσή τους και, αφού σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, αποχώρησε.  Υπό το φως των σχετικών κρίσεών του, ακολούθησε η αξιολόγηση της απόδοσης και η σύγκριση των υποψηφίων από την Επιτροπή, η οποία προχώρησε σε συνεκτίμηση των στοιχείων που είχε ενώπιόν της, για επιλογή του καταλληλοτέρου.  Πέραν από τις κρίσεις του Γενικού Διευθυντή, έλαβε υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων, σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, συμπεριλαμβανομένου και του προβλεπόμενου πλεονεκτήματος, τα στοιχεία των αιτήσεών τους, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών τους εκθέσεων, καθώς, επίσης, την απόδοσή τους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση.  Κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε, γενικά, των άλλων υποψηφίων και, αφού έκρινε ότι ήταν το πλέον κατάλληλο, αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στη θέση, από 15.7.2010, πρόταση την οποία αυτό αποδέχτηκε.  Η σχετική προαγωγή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 23.7.2010, με την υπ' αρ. 828 γνωστοποίηση.

 

Ο αιτητής αντέδρασε στην απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, καταχωρώντας την παρούσα προσφυγή, την οποία προώθησε στη βάση των πιο κάτω λόγων ακύρωσης:-

 

(α)   Πάσχουν η διαδικασία και η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

(β) Παραγνωρίστηκε, χωρίς ειδική αιτιολογία, η, από μέρους του, κατοχή του πλεονεκτήματος, τα πρόσθετα ακαδημαϊκά του προσόντα, που ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, καθώς και η υπεροχή του σε πείρα και αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

 

(γ)   Πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή· και

 

(δ)  Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, δόθηκε δε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση.

 

Αντίθετη, βεβαίως, είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους, οι οποίοι, από κάθε άποψη, υπεραμύνονται της ορθότητας και της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προτού εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης, προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που εγείρει το ενδιαφερόμενο μέρος.  Αυτό ισχυρίζεται ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την προαγωγή του, καθότι εσφαλμένα κρίθηκε προσοντούχος, αφού δε διέθετε την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας δεκαετή, τουλάχιστο, μεταπτυχιακή πείρα στην εκπόνηση σχεδίων και στην επίβλεψη και εκτέλεση αρχιτεκτονικών και οικοδομικών έργων.

 

΄Οπως, πολύ ορθά, υποδεικνύει η συνήγορος του αιτητή στην απαντητική της αγόρευση, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109, η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στην παρούσα διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι στην αμφισβήτηση της κρίσης της Επιτροπής, η οποία, τελικά, αποφάσισε την προαγωγή του.  Ο αιτητής, επισημαίνει, κρίθηκε προσοντούχος, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο μέρος, με το να αμφισβητεί τα προσόντα του, πλήττει, ουσιαστικά, και τη δική του προαγωγή.  Υπό το φως, λοιπόν, της σχετικής νομολογίας και των πιο πάνω διαπιστώσεων, η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται η εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, προβάλλεται η θέση ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παραβίασε τις πρόνοιες του άρθρου 34(4) και (6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, εφόσον δεν τηρήθηκαν οι προθεσμίες που τάσσονται σε αυτό, το οποίο, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, προβλέπει τα εξής:-

 

«(4)  Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέρχεται στη συνέχεια μέσα σε δύο εβδομάδες και φροντίζει όπως οι υποψήφιοι υποβληθούν σε γραπτή ή προφορική εξέταση ή και στις δύο, τηρουμένων των διατάξεων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας.  Τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, όταν αποφασιστεί να διεξαχθεί τέτοια εξέταση, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας:

 

......................................................................................................

 

(6)  Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους και κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των υποψηφίων τους οποίους συστήνει για επιλογή:

 

Νοείται ότι, η Συμβουλευτική Επιτροπή ολοκληρώνει το έργο της εντός έξι μηνών από την ημέρα λήψης των αιτήσεων και αν αυτό δεν καταστεί δυνατόν ενημερώνει σχετικά το Γραμματέα της Επιτροπής και εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν στη μη τήρηση του χρονικού πλαισίου των έξι μηνών.»

 

 

 

Στο σημείο αυτό, σχετικά με το θέμα που εξετάζεται, είναι χρήσιμο να παρατεθούν τα πιο κάτω αδιαμφισβήτητα γεγονότα:  Οι καθ' ων η αίτηση απέστειλαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή τις αιτήσεις των υποψηφίων στις 27.7.2009 και αυτή συνήλθε σε συνεδρία στις 25.8.2009, σχεδόν ένα μήνα αργότερα.  Οι υποψήφιοι κλήθηκαν σε προφορική εξέταση ενώπιόν της στις 7.10.2009 και η έκθεσή της υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 10.3.2010.  Είναι πρόδηλο, λοιπόν, αφού, άλλωστε, δεν υπάρχει διαφωνία επί αυτού, ότι δεν τηρήθηκαν οι προθεσμίες που αναφέρονται στα εδάφια, ανωτέρω, του άρθρου 34.  Είναι δε η θέση του αιτητή ότι οι εν λόγω προθεσμίες είναι επιτακτικές και, συνεπώς, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να επιτύχει.  ΄Οπως πολύ ορθά υποστηρίζουν οι καθ' ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, οι υπό αναφορά προθεσμίες δεν είναι επιτακτικού χαρακτήρα.  Πρόκειται για προθεσμίες ενδεικτικής, παρά ανατρεπτικής φύσεως, αφού κάτι τέτοιο δεν προνοείται ρητά στα εδάφια (4) και (6) του άρθρου 34.  Σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 11(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), σύμφωνα με τις οποίες οι προθεσμίες που τάσσονται για την έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός εάν ρητά προνοείται ότι αυτές είναι ανατρεπτικές.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Pharment Ltd (2011) 3 Α.Α.Δ. 1 και, συγκεκριμένα, στο πιο κάτω απόσπασμα, στη σελίδα 5:-

 

«Η μη τήρηση των χρονικών προθεσμιών από τη διοίκηση, δεν έχει τις ίδιες συνέπειες όπως στην περίπτωση του διοικούμενου.  Η μη τήρηση από το διοικούμενο οδηγεί σε στέρηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων του, ενώ η μη τήρηση από τη διοίκηση δεν επιφέρει αυτόματα ακυρότητα της απόφασης (Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181).»

 

 

 

Στα πλαίσια του εξεταζόμενου λόγου ακύρωσης, υποστηρίζεται, περαιτέρω, από μέρους του αιτητή, ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν παράνομη.  Το μέλος αυτής Ανδρέας Λαμπριανού, μετά την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης και την καταγραφή της γενικής εντύπωσης για τον κάθε υποψήφιο, ξεχωριστά, ως προς την απόδοσή του σε αυτήν, αφυπηρέτησε και η περαιτέρω διαδικασία, μέχρι και την τελική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, διεξάχθηκε με μόνο τα εναπομείναντα τέσσερα μέλη της, τον Πρόεδρο και τρεις άλλους.  ΄Οπως γίνεται εισήγηση, το συγκεκριμένο μέλος έπρεπε να αντικατασταθεί, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 32(1)(β) του Ν. 1/1990, τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπρεπε να ήταν πέντε.  Οι καθ' ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος αντέκρουσαν τον ισχυρισμό αυτό.  Με το εδάφιο (8), που προστέθηκε στο άρθρο 32 του Ν. 1/1990[1] και ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, καθορίζεται ρητά πως, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 158(Ι)/1999[2], εφόσον τηρούνται οι διατάξεις του εδαφίου (4) του εν λόγω άρθρου 32,  η νομιμότητα της συγκρότησης οποιασδήποτε Συμβουλευτικής Επιτροπής και η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας δεν επηρεάζονται από το θάνατο, την παραίτηση, την αφυπηρέτηση, την απουσία ή άλλο κώλυμα μέλους της, σε οποιοδήποτε, μάλιστα, στάδιο της διαδικασίας.

 

Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι το εδάφιο (4) του άρθρου 32 δεν μπορεί να συνδεθεί με την εξεταζόμενη περίπτωση.  Αφορά στον τρόπο επιλογής των μελών Συμβουλευτικής Επιτροπής, «λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος».  Πρόκειται για προφανές λάθος.  Αντί του εδαφίου (4), έπρεπε να γίνεται αναφορά στο εδάφιο (5) του εν λόγω άρθρου του Νόμου, που αφορά στην απαρτία, (βλ. Χριστιάνα Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1297/2008 και 1340/2008, 18.11.2011.

 

Κεντρικό άξονα του επόμενου λόγου ακύρωσης συνιστά η θέση ότι η Επιτροπή παραγνώρισε το πλεονέκτημα που κατέχει ο αιτητής, χωρίς να δώσει ειδική και/ή επαρκή αιτιολογία.  Σημειώνεται ότι ο αιτητής, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, κατέχει το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, μεταπτυχιακό προσόν σε κλάδο της Αρχιτεκτονικής, (παράγραφος 3(5)).

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση των συνηγόρων των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους, οι οποίοι, με αναφορά σε νομολογία και παραπομπή στο σχετικό πρακτικό της Επιτροπής, υποστηρίζουν ότι το συγκεκριμένο πλεονέκτημα δεν αγνοήθηκε από την Επιτροπή.  Αντίθετα, αυτή, καθοδηγούμενη από σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος, από μόνη της, δεν μπορούσε να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, η οποία υπερείχε έναντι του αιτητή, τόσο κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση («εξαίρετη» και «πάρα πολύ καλός», αντίστοιχα).  Επιπλέον, το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και υπερτερούσε, επίσης, σε αξία.

 

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι, όταν παραγνωρίζεται υποψήφιος που κατέχει το πλεονέκτημα, το διορίζον όργανο έχει υποχρέωση να παρέχει ειδική αιτιολόγηση για την ενέργειά του.  Η συγκεκριμένη αρχή αποκρυσταλλώθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, στη σελίδα 7:-

 

«Αφετηρία της ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία - έκτοτε - έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στη Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως, όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετο προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι' αυτή του την απόφαση.  Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής.  Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής.  Στην Δημοκρατία κ.ά. ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της ολομέλειας) επισημαίνεται ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.»

 

 

 

Να σημειωθεί πως, τόσο στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά., όσο και στην υπόθεση Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, έχει κριθεί ότι η καλύτερη απόδοση των ενδιαφερομένων μερών στην προφορική συνέντευξη δε συνιστά παράγοντα ικανό να εκτοπίσει την κατοχή του πλεονεκτήματος από το διεκδικητή μιας θέσης· πόσο μάλλον στην παρούσα περίπτωση, όπου η διαφορά μεταξύ του «εξαίρετου» και του «πάρα πολύ καλού» έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία ως οριακή, (βλ. Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Δημοκρατία ν. Σπανού (2011) 3 Α.Α.Δ. 267).

 

Εσφαλμένη, όμως, ήταν και η εκτίμηση της Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει οριακά έναντι του αιτητή σε αξία.  Από τους φακέλους των υπηρεσιακών τους εκθέσεων της τελευταίας πενταετίας προ του ουσιώδους χρόνου (2005 - 2009), προκύπτει ότι και οι δύο βρίσκονται στο ίδιο εξαίρετο επίπεδο, εκτός από ασήμαντες διακυμάνσεις, της τάξεως του ενός «εξαίρετα», οι οποίες, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν προσδίδουν οποιαδήποτε υπεροχή, (βλ. Πατσαλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 738 και Αττάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 3 Α.Α.Δ. 8).

 

Αναφορικά, τώρα, με την υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σύσταση του Γενικού Διευθυντή, τα όσα έχουν προαναφερθεί καταδεικνύουν ότι αυτή έπασχε και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ειδική και πειστική αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος.

 

Υπό το φως, λοιπόν, των πιο πάνω, κρίνεται ότι η παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή, για τους λόγους που δόθηκαν, αποτελεί πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής.  Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει και, ως εκ τούτου, δεν καθίσταται αναγκαίο να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης.

 

Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει, η δε προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσεται άκυρη, δυνάμει του ΄Αρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Επιπρόσθετα, επιδικάζεται ποσό €1.200,00, πλέον Φ.Π.Α., ως έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

                                                          Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                                   Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] Βλ. Ν. 31(Ι)/2004.

 

[2]        «20. - (1)  Για να είναι νόμιμο ένα συλλογικό όργανο πρέπει να είναι συγκροτημένο από όλα τα πρόσωπα που καθορίζει ο νόμος.  

 

         (2)  Η ύπαρξη κενής θέσεως λόγω θανάτου ή παραίτησης ενός μέλους δεν επιτρέπει τη νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου, εκτός αν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά.» 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο