ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D766
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1059/2015)
19 Νοεμβρίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΤΣΑΣ,
Aιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
----------------------
Αχιλλεύς Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ»), που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 13.8.2015, με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα για περίοδο ενός μηνός, ήτοι από 13.8.2015 μέχρι 12.9.2015.
Ο αιτητής κατά πάντα ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και ήταν ο Εκτελεστικός Ιατρικός Διευθυντής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και του Νοσοκομείου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ΙΙΙ στην Λευκωσία (ΝΑΜ ΙΙΙ). Στις 28.1.2015 ο τότε Υπουργός Υγείας ανέθεσε στον Δρα Κούτρα, Διευθυντή της Πνευμονολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Λάρνακας, να διεξάγει πειθαρχική έρευνα για ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων, έρευνα για την οποία ο αιτητής τέθηκε σε τρίμηνη διαθεσιμότητα, από 12.2.2015 μέχρι 11.05.2015. Οι πέντε διευρυνόμενες υποθέσεις ήταν οι ακόλουθες:
(1) Η υποβολή καταγγελιών για την παρουσία στο Νοσοκομείο Λευκωσίας και τις παρεμβάσεις του Δρα Γαβριήλ Καουτζάνη, πρώην καρδιοχειρουργού στη Δημόσια Υπηρεσία, με τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής δεν έλαβε τα δέοντα μέτρα για εξάλειψη των αντιδεοντολογικών φαινομένων που παρουσιάζονταν προς όφελος συγκεκριμένου ιατρικού κέντρου.
(2) Οι ενέργειες του αιτητή ως εκτελεστικού διευθυντή του Μακάρειου Νοσοκομείου, σε σχέση με τη μετάκληση του ιδιώτη παιδοχειρουργού Δρα Ζ. Ζαχαρίου.
(3) Ο χειρισμός του αιτητή στην εκτέλεση/παρακολούθηση συμβάσεων για τη χρήση των καφετεριών του Νοσοκομείου Λευκωσίας και του Μακάρειου Νοσοκομείου, καθώς και του Σιακόλειου Εκπαιδευτικού Κέντρου Υγείας.
(4) Η δημιουργία και λειτουργία Παιδοκαρδιολογικής Κλινικής στο Μακάρειο Νοσοκομείο.
(5) Η έγκριση και πληρωμή των υπερωριών των ιατροδικαστών του Νοσοκομείου Λευκωσίας.
Αφού ολοκληρώθηκε η έρευνα από τον ερευνώντα λειτουργό, στις 30.4.2015 υπέβαλε το πόρισμα του σύμφωνα με το οποίο δεν μπορούν να τεκμηριωθούν οποιεσδήποτε πειθαρχικές ευθύνες από πλευράς του αιτητή. Το πόρισμα, με το οποίο συμφώνησε και η αρμόδια αρχή, υποβλήθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με επιστολή του Υπουργού Υγείας ημερομηνίας 4.5.2015, για γνωμοδότηση (σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 7 του Μέρους 1 του Δεύτερου Παρατήματος του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/1990). Εν τω μεταξύ ο αιτητής ενημερώθηκε από την ΕΔΥ, με επιστολή ημερομηνίας 5.5.2015, ότι η πειθαρχική έρευνα ολοκληρώθηκε και η έκθεση υποβλήθηκε για μελέτη στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και κατά συνέπεια η διαθεσιμότητα του τερματιζόταν από 5.5.2015.
Ακολούθως ο Γενικός Εισαγγελέας εκτίμησε ότι η έρευνα που προηγήθηκε ήταν ανεπαρκής και εκτός της νενομισμένης διαδικασίας. Όπως ανέφερε σε σχετική επιστολή του ημερομηνίας 9.6.2015 προς τον Υπουργό Υγείας, προκειμένου να δώσει γνωμοδότηση «θα πρέπει η έρευνα να επαναληφθεί με άλλο ερευνώντα λειτουργό και ενδεχόμενα να πρέπει να γίνει έρευνα για την κάθε καταγγελία ξεχωριστά».
Στη συνέχεια, το Υπουργικό Συμβούλιο με αποφάσεις του ημερομηνίας 14.7.2015 και 22.7.2015, όρισε δυνάμει του άρθρου 81(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/1990 τους Γενικούς Διευθυντές Στέλιο Χειμώνα (Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού), Γιώργο Γεωργίου (Γενική Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων), Κωνσταντίνο Νικολαίδη (Υπουργείο Εσωτερικών) και Αλέκο Μιχαηλίδη (Υπουργείο Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων) ως ερευνώντες λειτουργούς για διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων από τον αιτητή. Οι έρευνες αφορούσαν σε τέσσερις από τις πέντε υποθέσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Ο Υπουργός Υγείας, ως αρμόδια αρχή, με επιστολή του ημερομηνίας 6.8.2015, ζήτησε από τoν Πρόεδρο της ΕΔΥ όπως ο αιτητής τεθεί άμεσα σε διαθεσιμότητα για λόγους δημοσίου συμφέροντος, «σύμφωνα με το άρθρο 85(1)(β) (sic) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 έως 2014», επισυνάπτοντας και σχετική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.8.2015. Η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 6.8.2015, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε να εξετάσει θέμα διαθεσιμότητας, με βάση την εισήγηση της αρμόδιας αρχής. Με επιστολή της, ημερομηνίας 6.8.2015, ενημέρωσε τον αιτητή σχετικά, πληροφορώντας τον επίσης για τη δυνατότητα υποβολής ένστασης εντός τεσσάρων εργασίμων ημερών. Ο αιτητής υπέβαλε αναλυτικά τις θέσεις του στην ΕΔΥ με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 12.8.2015.
Η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 13.8.2015 αποφάσισε την διαθεσιμότητα του αιτητή για ένα μήνα από την ίδια ημέρα, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Ο εμπλεκόμενος υπάλληλος, εναντίον του οποίου άρχισε η πειθαρχική διαδικασία, κατέχει τη θέση Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, την ανώτερη θέση στο Τμήμα, και κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού και με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αποσπάστηκε για να εκτελεί καθήκοντα Εκτελεστικού Διευθυντή, τόσο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όσο και του Μακάρειου Νοσοκομείου. Ως εκ τούτου, κατέχει μια σημαντική θέση με πολύ σημαντικές εξουσίες και αρμοδιότητες και, κατά συνέπεια, μεγάλη επιρροή και εξουσία επί των διαδικασιών και επί του προσωπικού που εργάζεται στις Ιατρικές Υπηρεσίες. Οι υπό διερεύνηση υποθέσεις, όπως αναφέρεται στις επιστολές που στάληκαν στους Ερευνώντες Λειτουργούς, αφορούν σημαντικά θέματα, όπως η παρέμβαση του ιδιώτη ιατρού Γαβριήλ Καουτζιάνη σε ασθενείς του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, παράκαμψη των διαδικασιών σε σχέση με τη μετάκληση του ιδιώτη Παιδοχειρουργού Δρα Ζ. Ζαχαρίου, παρατυπίες και παραλείψεις που άπτονται της ασφάλειας του κτιρίου του Μακάρειου Νοσοκομείου, παρατυπίες στην έγκριση της πληρωμής υπερωριών των ιατροδικαστών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Τα ζητήματα αυτά άπτονται της ορθής λειτουργίας των Νοσοκομείων και της ποιότητας των παρεχομένων ιατρικών υπηρεσιών, της ασφάλειας του προσωπικού, των ασθενών και των επισκεπτών, αλλά και των συμφερόντων του δημοσίου.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τη φύση και σοβαρότητα των υποθέσεων που τελούν υπό διερεύνηση, τη θέση που κατέχει ο υπάλληλος και τις σημαντικές εξουσίες που αυτή συνεπάγεται, καθώς και τη δυνατότητα ή πιθανότητα επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας, αφού αναμένεται να καταθέσουν, μεταξύ άλλων, και υφιστάμενοί του, και το γεγονός ότι θα απαιτηθεί να ληφθούν καταθέσεις, να εξασφαλιστούν τα διάφορα αναγκαία έγγραφα, οι υπηρεσιακοί φάκελοι και γενικά το αναγκαίο μαρτυρικό υλικό, το οποίο αναμένεται να είναι μεγάλο σε όγκο, έκρινε ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για να τεθεί ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα.
[..]
Η Επιτροπή, επιπρόσθετα και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, σημείωσε ότι η φύση και σοβαρότητα των υπό διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων, η θέση που κατέχει ο υπάλληλος και η διάσταση που έχει πάρει η υπόθεση εμπεριέχουν την πιθανότητα να τρωθεί το κύρος και η εικόνα των Ιατρικών Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, αλλά και της Δημόσιας Υπηρεσίας γενικότερα.
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στο παρόν στάδιο, δεν κρίνεται η ενοχή του υπαλλήλου, αλλά κατά πόσον εξυπηρετείται ή όχι το δημόσιο συμφέρον με την τυχόν απόφασή της για διαθεσιμότητά του, σεβόμενη πλήρως το τεκμήριο της αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι έλαβε τη σχετική απόφαση στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της και με αποκλειστικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και δεν επηρεάστηκε και δεν επηρεάζεται από τις όποιες παρεμβάσεις, δηλώσεις ή άλλα σχόλια. Θεωρεί δε ότι η απόφαση για διαθεσιμότητα του υπαλλήλου είναι δικαιολογημένη από το σύνολο των στοιχείων που έλαβε υπόψη.»
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται από τον αιτητή, έχουν συνοπτικά ως εξής:
1) Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς ο χρόνος διαθεσιμότητας να συσχετιστεί με οποιοδήποτε τρόπο με τον χρόνο που είναι αναγκαίος για την περάτωση της διερεύνησης της πειθαρχικής έρευνας.
2) Δεν αιτιολογήθηκαν επαρκώς ούτε εξειδικεύθηκαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, ούτε εξηγείται γιατί υπάρχει ανάγκη διασφάλισης στοιχείων και μαρτύρων που χρήζουν προστασίας δεδομένου ότι έχει διεξαχθεί ήδη έρευνα επί των στοιχείων αυτών.
3) Η δεύτερη πειθαρχική έρευνα ξεκίνησε από τις 17.7.15, δηλαδή ένα μήνα πριν από την επίδικη απόφαση διαθεσιμότητας του αιτητή, προσδίδοντας στην απόφαση τιμωρητικό χαρακτήρα.
4) Συνιστά κακή άσκηση διακριτικής εξουσίας και κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας.
5) H προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατά τρόπο που να τίθεται σε διαθεσιμότητα για δεύτερη φορά για την ίδια πειθαρχική διαδικασία και μετά που ο αιτητής είχε ενημερωθεί ότι η πειθαρχική έρευνα εναντίον του ολοκληρώθηκε.
6) Ελήφθη, παρά το γεγονός ότι για τα συγκεκριμένα γεγονότα διεξήχθη πειθαρχική δίωξη εναντίον του αιτητή και εκδόθηκε αθωωτικό πόρισμα από τον ερευνώντα λειτουργό.
7) Ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 12 του Συντάγματος και του άρθρου 74 του Ν.1/90.
8) Είναι αντίθετη στις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.
Οι λόγοι ακύρωσης 2-4 αναπτύχθηκαν με κοινή επιχειρηματολογία, όπως και οι λόγοι 5-8 ανωτέρω. Προκρίνεται η εξέταση των λόγων ακύρωσης 2-4. Στο επίκεντρο του ισχυρισμού του αιτητή ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, όπως αυτός αναπτύχθηκε από το συνήγορό του, βρίσκεται η θέση ότι δεν εξειδικεύεται το δημόσιο συμφέρον της αποφυγής επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας, που είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο δημόσιος υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα κατά τη διερεύνηση πειθαρχικών αδικημάτων. Τα κριτήρια για τη διαθεσιμότητα, όπως τέθηκαν στη νομολογία[1], είναι εξαιρετικά αυστηρά. Εν προκειμένω, εισηγείται ο αιτητής, οι αναφορές της ΕΔΥ και του Υπουργού Υγείας για κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων τέθηκαν χωρίς να συνδέονται με το ιστορικό της υπόθεσης και την προηγούμενη έρευνα σε σχέση με την οποία είχε ήδη τεθεί ο αιτητής σε τρίμηνη διαθεσιμότητα, στα πλαίσια της οποίας είχαν καταθέσει οι μάρτυρες ή και εκφράσει τις απόψεις τους. Εξάλλου, δεν απασχόλησε καθόλου το γεγονός ότι από την έναρξη της πειθαρχικής έρευνας (17.7.2015) μέχρι να ζητηθεί η εκ νέου διαθεσιμότητα του αιτητή υπήρξε καθυστέρηση ενός μηνός, χρόνος κατά τον οποίο ο αιτητής θα μπορούσε να είχε επηρεάσει μάρτυρες και να παραποιήσει στοιχεία. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ παρενθετικά ότι όλα αυτά τα θέματα είχαν τεθεί στην ένσταση του αιτητή προς την ΕΔΥ πριν ληφθεί η επίδικη απόφαση.
Από την άλλη πλευρά, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι η απόφαση για διαθεσιμότητα αποτελεί νέα διοικητική πράξη και δεν πρέπει να συνδέεται με την προηγούμενη πειθαρχική έρευνα. Οι συνδεόμενες με την προηγούμενη πειθαρχική έρευνα αναφορές του αιτητή ανεπίτρεπτα, κατά την εισήγηση της, εγείρονται στα πλαίσια εξέτασης της νομιμότητας της παρούσας νέας απόφασης για διαθεσιμότητα. Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επέβαλαν τη διαθεσιμότητα του αιτητή καταγράφονται στα πρακτικά της ΕΔΥ και έχουν αιτιολογηθεί δεόντως. Υπογράμμισε ιδιαίτερα με παραπομπή σε σχετικά αποσπάσματα από τα πρακτικά, ότι οι υποθέσεις που τελούν υπό διερεύνηση αφορούν σημαντικά ζητήματα που άπτονται της ορθής λειτουργίας των νοσοκομείων και της ποιότητας των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών καθώς και της ασφάλειας των ασθενών, του προσωπικού και των επισκεπτών, ενώ ο αιτητής, ως εκ της θέσης του, έχει μεγάλη επιρροή και εξουσία επί των διαδικασιών και του προσωπικού που εργάζεται στις Ιατρικές Υπηρεσίες. Τις θέσεις και εισηγήσεις της υποστήριξε με εκτενή αναφορά στη νομολογία που πραγματεύεται το ζήτημα του δημοσίου συμφέροντος και των αποδεκτών κριτηρίων που δικαιολογούν το μέτρο της διαθεσιμότητας.
Απαντώντας στη θέση του αιτητή ότι ενόψει της έρευνας που ήδη διεξήχθη η διαθεσιμότητα του θα έπρεπε να εξεταστεί σε σχέση με τον όγκο του μαρτυρικού υλικού, την αποτίμηση των στοιχείων που απέμειναν να εξεταστούν και το χρόνο που χρειάζεται για την περάτωση της περαιτέρω έρευνας, η συνήγορος υποστήριξε ότι πρόκειται για μια ιδιόμορφη περίπτωση στην οποία η προηγούμενη έρευνα δεν ήταν επαρκής, είχε σοβαρές παραλείψεις, οι οποίες εντοπίστηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και στα πλαίσια της δεν είχε συλλεχθεί οποιοδήποτε μαρτυρικό υλικό. Συνεπώς, υπήρχε ρεαλιστικό ενδεχόμενο επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της διαδικασίας και των μαρτύρων, εφόσον η διαδικασία συλλογής μαρτυρικού υλικού και εξέτασης υπηρεσιακών φακέλων ξεκινούσε, ουσιαστικά, με τον διορισμό νέων ερευνόντων λειτουργών ως νέα έρευνα, ενώ το χρονικό διάστημα της διαθεσιμότητας του αιτητή του ενός μηνός συσχετίστηκε πλήρως με τον απαιτούμενο χρόνο για την περάτωση της.
Σε ό,τι αφορά την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος από το Υπουργείο Υγείας, η οποία οφειλόταν αφενός στην μεταξύ του Γενικού Εισαγγελέα και Υπουργού αλληλογραφία και αφετέρου στον διορισμό νέου Υπουργού Υγείας, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η καθυστέρηση δεν αναιρεί τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που διαπίστωσε η ΕΔΥ κατά τον ουσιώδη χρόνο, σημειώνοντας παράλληλα ότι προκύπτει από το άρθρο 85 πως η διαθεσιμότητα μπορεί να επιβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης.
Η διαθεσιμότητα διέπεται από το άρθρο 85 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, το οποίο προνοεί:
«85.-(1) Αν διαταχθεί έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 81, εναντίον κάποιου υπαλλήλου ή με την έναρξη αστυνομικής έρευνας με σκοπό την ποινική δίωξη εναντίον του, η Επιτροπή μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο κατά τη διάρκεια της έρευνας και σε τέτοια περίπτωση ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Α), εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Β):
Νοείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις μήνες.
(1Α) Αν η Επιτροπή προτίθεται να θέσει τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα τον ενημερώνει για την πρόθεσή της αυτή και ταυτόχρονα τον καλεί, αν επιθυμεί, να υποβάλει, εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών, γραπτές παραστάσεις και αφού τις μελετήσει, αν υποβληθούν, αποφασίζει ευθύς αμέσως κατά πόσο θα θέσει η μη τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα.
(1Β)(α) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δε θα επηρεαστεί με οποιονδήποτε τρόπο η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, να θέσει αμέσως τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα δυνάμει του εδαφίου (1), χωρίς να προβεί στις ενέργειες που αναφέρονται στο εδάφιο (1Α), παρέχοντας ταυτόχρονα στον υπάλληλο αυτό το δικαίωμα να υποβάλει, αν το επιθυμεί, το αργότερον εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την ημέρα της επίδοσης της απόφασής της, γραπτή ένσταση για την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.
(β) Σε περίπτωση που υποβληθεί ένσταση δυνάμει της παραγράφου (α), η Επιτροπή, αφού μελετήσει τους λόγους που περιέχονται σ' αυτήν αποφασίζει ευθύς αμέσως κατά πόσο θα διατάξει τη συνέχιση ή τον τερματισμό της διαθεσιμότητας και αν η Επιτροπή τερματίσει τη διαθεσιμότητα του υπαλλήλου αυτός επανακτά, από την ημέρα έναρξης της διαθεσιμότητας, όλες τις εξουσίες και τα ωφελήματα που αναστάληκαν δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.»
Προκύπτει με σαφήνεια από τις πιο πάνω διατάξεις ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας, στα πλαίσια της ιδίας πειθαρχικής διαδικασίας, δεν μπορεί να υπερβεί χρονικά τους τρεις μήνες, παρά μόνο με παράταση και υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχει σοβαρός λόγος.
Τίθεται το ερώτημα αν η επίδικη διαθεσιμότητα του αιτητή προέκυψε στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας που άρχισε τον Ιανουάριο 2015 με ερευνώντα λειτουργό τον Δρα Κούτρα ή αν πρόκειται για εκ νέου διαθεσιμότητα στα πλαίσια νέας πειθαρχικής διαδικασίας. Σημειώνεται συναφώς ότι η πρόταση της αρμοδίας αρχής προς την ΕΔΥ για διαθεσιμότητα του αιτητή, έγινε στη βάση του άρθρου 85(1)(β) του Ν. 1/90 - προφανώς εννοώντας το άρθρο 85(1Β)(β) - το οποίο προβλέπει για τον τερματισμό ή συνέχιση διαθεσιμότητας, γεγονός που υποδηλώνει ότι η αρμόδια αρχή θεωρούσε ότι επρόκειτο για την ίδια πειθαρχική διαδικασία.
Όπως προκύπτει από τους Κανονισμούς που αναφέρονται στην έρευνα πειθαρχικών παραπτωμάτων (Δεύτερος Πίνακας του Ν.1/1990 (άρθρο 81(2)(β)), η πειθαρχική έρευνα ολοκληρώνεται με τη λήψη από την αρμόδια αρχή της διατυπωθείσας από τον Γενικό Εισαγγελέα κατηγορίας και τη διαβίβαση της στον Πρόεδρο της ΕΔΥ, μαζί με όλα τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στο Γενικό Εισαγγελέα (βλ. Στέλιος Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 841/2008, ημερομηνίας 28.2.2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, η προκαταρκτική πειθαρχική διαδικασία εναντίον του αιτητή δεν είχε ολοκληρωθεί στις 30.4.2015 με το πόρισμα και την έκθεση του Δρα Κούτρα, αθωωτική ως προς την απόδοση οποιωνδήποτε πειθαρχικών ευθυνών στον αιτητή. Η προηγηθείσα μάλιστα έρευνα κρίθηκε ανεπαρκής και ελλιπής με αποτέλεσμα να χρειάζεται η εκ νέου διενέργεια της, εφόσον δεν παρείχε ασφαλή βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς την στοιχειοθέτηση οποιασδήποτε πειθαρχικής ευθύνης.
Τίποτα λοιπόν δεν εμπόδιζε την αρμόδια αρχή, εφόσον η πειθαρχική διαδικασία εναντίον του αιτητή που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2015 δεν είχε ολοκληρωθεί, να διενεργήσει εκ νέου ξεχωριστή έρευνα σε σχέση με τις τέσσερεις υποθέσεις, με άλλους, μάλιστα, ερευνώντες λειτουργούς. Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι δεν τίθεται θέμα παραβίασης των δικαιωμάτων του αιτητή σε δίκαιη δίκη ή παραβίασης του άρθρου 12 του Συντάγματος λόγω δεύτερης πειθαρχικής δίωξης για τα ίδια γεγονότα. Ούτε ασφαλώς είχε αθωωθεί ο αιτητής κατόπιν του πορίσματος του Δρα Κούτρα, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής και/ή παραβίασης του άρθρου 74 του Ν. 1/1990, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής.
Η θέση δε του αιτητή ότι κακώς η αρμόδια αρχή υιοθέτησε τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα για νέα έρευνα, εξ΄ υπαρχής, για το λόγο ότι η αρμοδιότητα του περιορίζεται, με βάση τον Καν. 7 του Δεύτερου Πίνακα του Ν.1/1990, στη διατύπωση κατηγορίας, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Ούτε ο Νόμος 1/1990, ούτε η γενική εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα κατά το Άρθρο 113.1 του Συντάγματος, ο οποίος ως νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας δύναται να παρέχει οποιεσδήποτε συμβουλές ή γνωματεύσεις προς οποιοδήποτε όργανο της Δημοκρατίας, εμπόδιζαν την εισήγηση εκ μέρους του για εξ υπαρχής έρευνα.
Δεν διαλανθάνει της προσοχής του Δικαστηρίου η θέση του συνηγόρου του αιτητή, με αναφορά στην υπόθεση Ανδρέας Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1720/11, ημερομηνίας 29.3.2013, ότι η εκ νέου διαθεσιμότητα του αιτητή παραβιάζει το άρθρο 85(1) του Ν.1/1990. Στην υπό αναφορά υπόθεση, κρίθηκε ότι η εκ νέου διαθεσιμότητα του εκεί αιτητή παραβίαζε τον Καν. 47(1) του περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 53/1989), διότι η συνέχιση της διαθεσιμότητας του για περαιτέρω περίοδο τριών μηνών μόνο με παράταση της αρχικής διαθεσιμότητας μπορούσε να επιτευχθεί και όχι με απόφαση για νέα διαθεσιμότητα. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν νοείται, ασφαλώς, «παράταση διαθεσιμότητας» αν δεν υπάρχει έγκυρη απόφαση «διαθεσιμότητας» σε ισχύ παρέχουσα λόγο και έρεισμα για παράταση της διαθεσιμότητας, (βλ. Ανδρέας Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 269/2012, ημερομηνίας 9.4.2013). Εν προκειμένω, η τρίμηνη διαθεσιμότητα του αιτητή στη βάση της προηγούμενης απόφασης διαθεσιμότητας είχε τερματιστεί από 5.5.2015.
Η εφαρμογή του σκεπτικού του Δικαστηρίου στην Ανδρέας Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1720/11, με το οποίο δεν διαφωνώ, θα οδηγούσε σε ακύρωση της επίδικης απόφασης, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί άλλος λόγος ακύρωσης. Ωστόσο, θεωρώ ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση εκείνη στη βάση των γεγονότων της, καθότι η επίδικη διαθεσιμότητα αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση νέας έρευνας από άλλους ερευνώντες λειτουργούς, ενώ στην υπό αναφορά υπόθεση επρόκειτο για τη συνέχιση της ίδιας πειθαρχικής έρευνας από τον ίδιο ερευνώντα λειτουργό.
Θεωρώ όμως ότι η νέα απόφαση διαθεσιμότητας στα πλαίσια της εξ υπαρχής έρευνας και η διάρκεια της, δεν μπορούσε να ιδωθεί αυτοτελώς και χωρίς να ληφθεί υπόψη η περίοδος διαθεσιμότητας στην οποία είχε ήδη τεθεί ο αιτητής με σκοπό τη διερεύνηση των ίδιων υποθέσεων. Παρόλο που το ζήτημα αυτό τέθηκε εμφαντικά στην ένσταση/επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερομηνίας 12.8.2015, η ΕΔΥ δεν συσχέτισε ούτε φαίνεται να έλαβε καθόλου υπόψη την προηγούμενη τρίμηνη διαθεσιμότητα του αιτητή και το όποιο υλικό, στοιχεία και μαρτυρία είχαν ληφθεί στα πλαίσια της προηγούμενης έρευνας, ώστε να προσδιορίσει την αναγκαιότητα και τη διάρκεια της εκ νέου διαθεσιμότητας του αιτητή. Περιορίστηκε μόνο στο ακόλουθο σχόλιο:
«Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Δικηγόρου του υπαλλήλου για δεύτερη έρευνα, η Επιτροπή σημειώνει ότι το θέμα αποτελεί αρμοδιότητα της αρμόδιας αρχής, την οποία άσκησε με τη συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα. Εν πάση περιπτώσει, απάντηση επί του θέματος κατά πόσον ολοκληρώθηκε ή όχι η αρχική έρευνα δίδεται στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα με στοιχεία Γ.Ε. Αρ. Φακ. 50(Π)/1990/Ν.20/Υ559.»
Το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ τα όσα ανέφερε η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, με αφορμή την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, ότι δηλαδή η προηγηθείσα έρευνα δεν απέδωσε οτιδήποτε, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως επιγενόμενη αιτιολογία, αφού κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν πρωτογενή κρίση του Δικαστηρίου.
Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν ανακαλέσει την προηγούμενη πειθαρχική διαδικασία, ούτε ασφαλώς την προηγούμενη τρίμηνη διαθεσιμότητα του αιτητή, προκειμένου να προχωρήσουν σε νέα απόφαση διαθεσιμότητας. Όφειλαν επομένως, καθορίζοντας το χρόνο της επίδικης διαθεσιμότητας, να αιτιολογήσουν την απόφαση τους, σε σχέση με τη διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία είχε ήδη τεθεί ο αιτητής και τον τρόπο που ο χρόνος αυτός είχε αξιοποιηθεί. Εξάλλου, ο οποιοσδήποτε κίνδυνος επηρεασμού της έρευνας δεν θα μπορούσε να αξιολογηθεί χωρίς αναφορά στο όποιο υλικό και στοιχεία είχαν προκύψει από την προηγούμενη διερεύνηση.
Η νομολογία υπαγορεύει ότι το δημόσιο συμφέρον πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά έτσι που να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο (βλ. Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221, Seco Ltd v. Σ.Α.Λ., Α.Ε. 2188/1.7.98, Κυνηγού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2111/18.6.98 και Ζίττης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2616 και 2622/14.4.2000). Κατά τον έλεγχο των γεγονότων και της κρίσης της διοίκησης ως προς το τί συνιστά δημόσιο συμφέρον το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά με την δική του άποψη αυτή της διοίκησης.
Στην προκειμένη περίπτωση το δημόσιο συμφέρον που υποστηρίζει την νέα απόφαση διαθεσιμότητας, όφειλε να συναρτηθεί και με τον διαρρεύσαντα χρόνο της πειθαρχικής έρευνας και της τρίμηνης διαθεσιμότητας στην οποία είχε ήδη τεθεί ο αιτητής.
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης αιτιολογίας και ενδεχόμενης πλάνης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1]Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959 και Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579.