ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D735
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1031/2013
4 Νοεμβρίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Αιτητή
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Ευσταθίου (κα), για τον Αιτητή
Λ. Ουστά (κα), για τους Καθ' ων η αίτηση
Βρ. Χατζηχάννας, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος
_ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση απόφασης της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (στο εξής η ΕΔΥ) ημερ. 24.1.2013, με την οποία - κατόπιν επανεξέτασης - προήχθη στη θέση του Πρώτου Λειτουργού του Τμήματος Γεωργίας (στο εξής η Θέση) ο Κώστας Κωνσταντίνου (ΕΜ) αναδρομικά από 1.8.2010, αντί του ιδίου.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση έχουν σε συντομία ως ακολούθως:-
Με απόφαση της ΕΔΥ ημερ. 30.6.2010 προήχθη στη Θέση - θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής - το ΕΜ από 1.8.2010. Απόφαση που ακυρώθηκε μετά από προσφυγή του αιτητή, ο οποίος ήταν υποψήφιος για προαγωγή στη Θέση, για δύο λόγους. Ο πρώτος, λόγω πλάνης και έλλειψης έρευνας αναφορικά με πρόσθετο προσόν του αιτητή - Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Διεύθυνση/Δημόσια Διοίκηση - και, ο δεύτερος, λόγω πάσχουσας σύστασης της Διευθύντριας του Τμήματος Γεωργίας (στο εξής η Διευθύντρια) και εσφαλμένων εκτιμήσεων σε σχέση με την αξιολόγηση και απόδοση των διαδίκων κατά την προφορική εξέταση (βλ. Αλεξάνδρου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1376/2010 ημερ. 28.12.12).
Η ΕΔΥ, ως είχε υποχρέωση, προέβη σε επανεξέταση πλήρωσης της Θέσης υπό το πρίσμα της ακυρωτικής απόφασης. Η κρίσιμη συνεδρία έλαβε χώρα στις 24.1.2013 και κατ΄ αυτή, η ΕΔΥ, σημείωσε εξ αρχής ότι ο αιτητής διέθετε επιπρόσθετο προσόν επιπέδου Μaster σχετικό με τα καθήκοντα της Θέσης. Στη συνέχεια αποφάσισε ότι για σκοπούς επανεξέτασης θα θεωρούσε έγκυρη και θα ελάμβανε υπόψη την αξιολόγηση και απόδοση των υποψηφίων, όπως αυτή είχε διατυπωθεί κατά την αρχική διαδικασία και σύμφωνα με την οποία ο αιτητής είχε κριθεί ως «Σχεδόν Εξαίρετος» και το ΕΜ ως «Εξαίρετος». Με προαποφαισθέντα τα δύο αυτά ζητήματα, η ΕΔΥ έλαβε τη σύσταση της Διευθύντριας, η οποία σύστησε το ΕΜ χωρίς αιτιολογία - δυνατότητα που της παρέχεται από το άρθρο 34(9)[1] του Ν.1/1990 - και στη συνέχεια προέβη σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου.
Μεταξύ των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν ήταν έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της Θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων, η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση της αρχικής διαδικασίας και η σύσταση της Διευθύντριας.
Καταλήγοντας στην εκ νέου επιλογή του ΕΜ η ΕΔΥ κατέγραψε το ακόλουθο αιτιολογικό:
«Επιλέγοντας τον Κωνσταντίνου Κώστα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Πολύ καλός από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ως Εξαίρετος από την πλειοψηφία της Επιτροπής και, επιπλέον διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Διευθύντριας.
Σε σύγκριση με τον Αλεξάνδρου Κυριάκο, που δεν επιλέγηκε, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο Κωνσταντίνου Κώστας αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από την πλειοψηφία της Επιτροπής κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Διευθύντριας, που ο Αλεξάνδρου δεν διαθέτει. Περαιτέρω ο Κωνσταντίνου Κώστας υπερέχει σε αρχαιότητά κατά δύο έτη και οκτώ μήνες στην παρούσα θέση, στοιχείο στο οποίο όμως δόθηκε μικρή βαρύτητα, καθότι πρόκειται για πλήρωση θέσης Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος Γεωργίας. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο Αλεξάνδρου διαθέτει, πέραν των απαιτούμενων προσόντων (το πανεπιστημιακό του δίπλωμα που έχει διπλή αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ ως πανεπιστημιακό δίπλωμα και ως μεταπτυχιακό δίπλωμα), και επιπρόσθετο μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διεύθυνσης (έχει αναγνωριστεί από το ΚΥΣΑΤΣ με ημερομηνία 12.7.11 ως τίτλος ισότιμος με μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master), το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα, είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Η Επιτροπή, παρατήρησε, όμως, ότι ο Κωνσταντίνου ο οποίος επιλέγηκε, σε αντιστάθμισμα, διαθέτει, πέραν των απαιτούμενων προσόντων, και εκπαίδευση στο εξωτερικό άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, Diploma in International Course in Farm Mechanization, National Agriculture College, Ολλανδία, επιπλέον, όμως, έχει υπέρ του και τη σύσταση της Διευθύντριας».
Ο αιτητής αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση της ΕΔΥ για διάφορους λόγους, οι οποίοι αναπτύσσονται από κοινού και περιλαμβάνουν εισηγήσεις για παραβίαση δεδικασμένου, ουσιώδη πλάνη σε σχέση με προσόν του ΕΜ διπλή χρήση του ίδιου προσόντος, πάσχουσα σύσταση και μη νόμιμη αιτιολογία.
Προέχει, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως (βλ. Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1590, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Eπιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314) η εξέταση του λόγου που αφορά στην παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης, με τον οποίο συμπλέκονται ουσιαστικά και οι υπόλοιπες επί μέρους εισηγήσεις.
Είναι θέση του αιτητή ότι η ΕΔΥ, κατά την επανεξέταση, παρόλο που αναγνώρισε ότι το μεταπτυχιακό του δίπλωμα αποτελούσε «επιπρόσθετο προσόν επιπέδου Master σχετικό με τα καθήκοντα της Θέσης», δεν προέβη στην ανάλογη και νομολογιακά επιβεβλημένη στάθμιση του. Ούτε απέδωσε σ' αυτό ουσιώδη βαρύτητα, όπως είχε υποδειχθεί στην ακυρωτική απόφαση. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, υπέβαλε, η γενικόλογη αναφορά της ΕΔΥ περί «ανάλογης βαρύτητας» δεν αποκαλύπτει τη σημασία που εν τέλει αποδόθηκε στο πρόσθετο προσόν που ο αιτητής κατείχε από το διορίζον όργανο.
Περαιτέρω, όπως το θέτει ο αιτητής, ήταν ανεπίτρεπτη η επίκληση από την ΕΔΥ της εκπαίδευσης του ΕΜ στην Ολλανδία ως αντιστάθμισμα του πρόσθετου προσόντος του. Και αυτό καθότι το εν λόγω δίπλωμα ήταν απαιτούμενο προσόν με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της Θέσης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε, έγινε διπλή χρήση του ίδιου προσόντος το οποίο προσμέτρησε και ως απαραίτητο και ως πρόσθετο, χειρισμός που έχει αποδοκιμαστεί από τη νομολογία και αποκαλύπτει ότι στην παρούσα περίπτωση η ΕΔΥ λειτούργησε κάτω από συνθήκες πλάνης περί τα πράγματα (βλ. Παρέλλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 4(Β) Α.Α.Δ. 1432).
Τρίτο σκέλος της εισήγησης του αιτητή, για παραβίαση του δεδικασμένου, τίθεται η επίκληση από την ΕΔΥ της ψηλότερης αξιολόγησης του ΕΜ στην προφορική εξέταση, θέμα για το οποίο ο ακυρωτικός Δικαστής είχε ήδη αποφανθεί ότι δεν συνιστούσε ουσιώδη διαφορά και ότι δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να κλίνει υπέρ αυτού την πλάστιγγα.
Επιπρόσθετα από τα πιο πάνω, σύμφωνα με τον αιτητή, η παραβίαση του δεδικασμένου επεκτείνεται και στη σύσταση της Διευθύντριας, η οποία αν και δεν υποστηρίζεται από αιτιολογία, φαίνεται και πάλι ότι δεν λαμβάνει υπόψη το μεταπτυχιακό του προσόν όπως είχε διαπιστωθεί στην ακυρωτική απόφαση. Συνεπώς και η νέα σύσταση βρισκόταν σε διάσταση με τα στοιχεία των φακέλων και γι' αυτό το λόγο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την ΕΔΥ ως έρεισμα της επιλογής του ΕΜ.
Με βάση το σύνολο των πιο πάνω ισχυρισμών η καταληκτική εισήγηση του αιτητή είναι ότι παραγνωρίστηκε το πρόσθετο προσόν του χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε νόμιμο αντιστάθμισμα.
Αντίθετη είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση οι οποίοι ισχυρίζονται ότι κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ συμμορφώθηκε πλήρως με την ακυρωτική απόφαση. Η επιχειρηματολογία τους, ουσιαστικά, εξαντλείται στην παράθεση αυτούσιας της προσβαλλόμενης απόφασης, την οποία συνοδεύουν με το καταληκτικό σχόλιο ότι από το περιεχόμενο της συνάγεται η τήρηση τόσο του δεδικασμένου, όσο και των νομολογιακών αρχών που καθορίζουν την βαρύτητα του πρόσθετου προσόντος (βλ. Πούρος κ.ά. v. Xατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 380).
Παρόμοιους ισχυρισμούς, με εκτενέστερη ανάλυση, προβάλλει και ο δικηγόρος του ΕΜ, ο οποίος πρόσθεσε ότι η ερμηνεία του εκάστοτε Σχεδίου Υπηρεσίας αποτελεί καθήκον του διορίζοντος οργάνου, ότι η άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είναι δεσμευτική για την ΕΔΥ και ότι το ΕΜ υπερείχε του αιτητή σε προσόντα και αρχαιότητα και ως εκ τούτου και σε πείρα, ενώ είχε προς όφελος του και τη σύσταση της Διευθύντριας η οποία, μολονότι αναιτιολόγητη, ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.
Έχω εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, σύνοψη της οποίας εκτίθεται ανωτέρω. Η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση, μη επαναλαμβάνουσα τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης και προβαίνουσα στην έκδοση νέας σε αντικατάσταση αυτής που ακυρώθηκε, είναι δεδομένη. Όταν το διοικητικό όργανο επανεξετάζει το θέμα, η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση. Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. Η δέσμευση που δημιουργεί το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο τα κριθέντα από το Δικαστή σημεία δικαίου. Δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώθηκε και τον οποίον η διοίκηση δεν μπορεί να επαναλάβει κατά την έκδοση της δεύτερης πράξης (βλ. Δήμητρα Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως Έναντι της Διοικήσεως (ανατύπωση) 1988, σελ. 83).
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, δηλαδή εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση του και τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (οperative findings) είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα δεν δημιουργούν δέσμευση. Το διοικητικό όργανο όμως έχει υποχρέωση να τα ακολουθήσει, εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση (βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Χατζηλουκά v. Δημοκρατίας (2001) 3 (B) Α.Α.Δ. 643).
Με βάση τις πιο πάνω γενικές αρχές και δεδομένου ότι ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα (βλ. Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Ναζίρης v. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38) θα πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσον η ΕΔΥ κατά τη διεργασία που αποτυπώθηκε στο αιτιολογικό της (πιο πάνω) έχει παραβιάσει το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 28.12.2012, ανέφερε μεταξύ άλλων και τα πιο κάτω:
(α) Για το θέμα του πρόσθετου προσόντος του αιτητή και της εκπαίδευσης του ενδιαφερόμενου μέρους:
«Δεν αιτιολογείται η κρίση της Ε.Δ.Υ. (όπως αυτή αναπαράγεται στη σελ.9 της γραπτής αγόρευσης των καθ' ων), ότι το μεταπτυχιακό προσόν είναι ‟πιστοποιητικό" και όχι ‟δίπλωμα" και ότι αυτό προέρχεται από Ανώτερο και όχι Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα και δεν είναι επιπέδου Master.
Υπάρχει λοιπόν ουσιώδης πλάνη της Ε.Δ.Υ. και έλλειψη σχετικής δέουσας έρευνας. Η Ε.Δ.Υ. όφειλε να διερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα, (Κύπρος Πετρίδης v. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 308/09, ημερ. 15.3`.2011). Αυτή η πλάνη επηρέασε την όλη διαδικασία εφόσον στην πορεία, η Ε.Δ.Υ. δεν προσμέτρησε το πρόσθετο προσόν ως δίπλωμα ισότιμο με Master, αλλά ως πιστοποιητικό μη επιπέδου Master. Εξ ου και δεν απέδωσε σ΄αυτό ουσιώδη βαρύτητα εφόσον έκρινε ότι ‟δεν μπορεί να προσδώσει στον κάτοχο του ουσιώδη υπεροχή έναντι του επιλεγέντα".
Μετέπειτα, έναντι αυτού, η Ε.Δ.Υ. αντιστάθμισε την ολιγόμηνη εκπαίδευση στο εξωτερικό του ενδιαφερόμενου μέρους ως άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Πέραν του ότι η ολιγόμηνη εκπαίδευση του ενδιαφερόμενου μέρους (την οποίαν και δεν καθορίζει επακριβώς ποια είναι), έπρεπε να συγκριθεί με ό,τι η Ε.Δ.Υ. πεπλανημένα θεώρησε ως ‟πιστοποιητικό" του αιτητή, η Ε.Δ.Υ. προέβη και στο λάθος να θεωρήσει το δίπλωμα του αιτητή ως μη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ παρατηρείται ότι η παρ. 2 των Σχεδίων Υπηρεσίας σαφώς προβλέπει ότι ο Πρώτος Λειτουργός Γεωργίας βοηθά το Διευθυντή στην οργάνωση και διοίκηση του Τμήματος.».
(β) Για τη σύσταση της Διευθύντριας:
«Είναι προφανές ότι και η Διευθύντρια, συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος περιέπεσε σε λάθος διότι (i) . και (ii) δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη το πρόσθετο προσόν του αιτητή. Η σύσταση της Διευθύντριας ενόψει του ότι η θέση ήταν πρώτου διορισμού δεν ήταν ανάγκη να ήταν αιτιολογημένη, κατά το άρθρο 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άμεμπτη, αν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ίσοι στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών, η δε αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους λήφθηκε υπόψη από την ίδια την Ε.Δ.Υ. ως έχουσα ‟μικρή βαρύτητα", λόγω της θέσης που είναι υψηλά στην ιεραρχία. Το πρόσθετο, όμως προσόν του αιτητή δεν σταθμίστηκε ορθά και επομένως αποτελεί εικασία πως η Ε.Δ.Υ., αν είχε υπόψη της την ορθή διάσταση του θέματος, θα αποφάσιζε, έχοντας υπόψη τη διαχρονική νομολογία ότι πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν, αλλά σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης πρέπει να σταθμίζεται ανάλογα ως τέτοιο ούτε δίδοντας σ΄αυτό έκδηλη υπεροχή, ούτε όμως και εντελώς οριακή ως να μην είχε σχέση με τα καθήκοντα.».
(γ) Για τη διαφορά του επιπέδου αξιολόγησης των διαδίκων στην προφορική εξέταση:
«Από την άλλη, η διαφορά στην προφορική ενώπιον της Ε.Δ.Υ. απόδοση των υποψηφίων μόνο οριακή μπορεί να χαρακτηριστεί στη βάση της σχετικής νομολογίας . Πράγματι, το ‟εξαίρετος" με το ‟σχεδόν εξαίρετος" που αποδόθηκαν από την Ε.Δ.Υ. στο ενδιαφερόμενο μέρος και τον αιτητή, αντίστοιχα, δεν παραπέμπει σε τέτοια ουσιώδη διαφορά που να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, ιδιαιτέρως υπό το φως της αντίθετης θέσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (‟πάρα πολύ καλός" για τον αιτητή, έναντι ‟πολύ καλός" για το ενδιαφερόμενο μέρος), η οποία βεβαίως και αυτή είναι οριακή, δείχνοντας έτσι την υποκειμενικότητα της όλης προφορικής αξιολόγησης έναντι των αντικειμενικών στοιχείων».
Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι στην κρινόμενη περίπτωση τα λειτουργικά ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν τα ακόλουθα:
(1) Η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι το πρόσθετο προσόν του αιτητή δεν ήταν επιπέδου Master και ότι δεν ήταν σχετικό, ήταν αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα πλάνης λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.
(2) Η εκπαίδευση του ΕΜ στο εξωτερικό θα έπρεπε να τύχει σύγκρισης με το πρόσθετο προσόν του αιτητή.
(3) Η σύσταση της Διευθύντριας δεν ήταν το αποτέλεσμα ορθής στάθμισης του πρόσθετου προσόντος του αιτητή κα συνακόλουθα δεν ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων εφόσον ο συστηνόμενος δεν υπερείχε στα υπόλοιπα αντικειμενικά κριτήρια (αξία - αρχαιότητα).
(4) Η διαφορά της αξιολόγησης των διαδίκων στην προφορική εξέταση ήταν οριακή και δεν μπορούσε να αποτελέσει ουσιώδες στοιχείο υπεροχής του ΕΜ.
Το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι υπήρξε συμμόρφωση μόνο σε σχέση με την πρώτη διαπίστωση του ακυρωτικού Δικαστηρίου, σε ότι αφορά την αναγνώριση από την ΕΔΥ ότι το πρόσθετο προσόν του αιτητή ήταν επιπέδου Master και ότι ήταν άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της Θέσης. Ωστόσο, στη συνέχεια σημείωσε ότι το ΕΜ διέθετε «σε αντιστάθμισμα» και εκπαίδευση στο εξωτερικό άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της Θέσης, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε σύγκριση της συγκεκριμένης εκπαίδευσης και του Master του αιτητή.
Σύμφωνα με τη νομολογία η Ε.Δ.Υ. οφείλει να εξετάζει με προσοχή ένα έκαστο των ακαδημαϊκών προσόντων των υποψηφίων, να κρίνει κατά πόσον είναι συναφή με τα καθήκοντα της Θέσης και αν ναι, κατά πόσον προσδίδουν ή όχι υπεροχή στον ένα ή τον άλλο υποψήφιο (βλ. Νικολαΐδης v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 325). Στη Φραγκουλίδου v. Χριστοδούλου κ.ά. (2011) 3(Α) 85 αποφασίστηκε ότι είναι αναγκαία η σύγκριση των πρόσθετων προσόντων προκειμένου να διαπιστώνεται ποιος από τους υποψήφιους κατέχει τα πλέον σχετικά με τη Θέση, ενώ στην Παπαντωνίου v. Ρ.Ι.Κ. (2012) 3 Α.Α.Δ. 305 υποδείχθηκε ότι η απόφαση επιλογής του καταλληλότερου για προαγωγή θα πρέπει να περιέχει γνήσια σύγκριση των υποψηφίων.
Στην παρούσα περίπτωση, η ΕΔΥ, παρά τη σχετική δικαστική υπόδειξη, δεν προέβη στη αναγκαία συγκριτική στάθμιση, επιμένοντας στη γενικόλογη επίκληση της εκπαίδευσης του ΕΜ ως «αντιστάθμισμα» του μεταπτυχιακού προσόντος του αιτητή. Σημείωσε επίσης η ΕΔΥ ότι ο επιλεγείς είχε αξιολογηθεί σε υψηλότερο του αιτητή επίπεδο κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και επιπλέον είχε υπέρ του και τη σύσταση της Διευθύντριας η οποία, όπως ήδη λέχθηκε, δεν υποστηριζόταν από αιτιολογία. Με το να λάβει όμως υπόψη και να προτάξει τα πιο πάνω στοιχεία ως μέρος της αιτιολογίας της, η ΕΔΥ, έχει ενεργήσει κατά τρόπο αντίθετο προς την κρίση του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος υπέδειξε σαφώς ότι με δεδομένο το ισοζύγιο των καθιερωμένων κριτηρίων ούτε η σύσταση αυτής της μορφής, ούτε και η οριακή διαφορά στην προφορική εξέταση συνιστούσαν ουσιώδεις παράγοντες υπεροχής του ΕΜ.
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι οι χειρισμοί σε σχέση με την εκπαίδευση του ΕΜ στην Ολλανδία, η επίκληση της σύστασης και η αναφορά στο «υψηλότερο επίπεδο» αξιολόγησης στην προφορική εξέταση ως στοιχείων υπεροχής του ΕΜ, ουσιαστικά ανατρέπουν τα αποφασισθέντα και συνιστούν λόγο ακυρότητας λόγω παράβασης του δεδικασμένου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος, με €1.400 πλέον ΦΠΑ προς όφελος του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 34.- (9) Στη συvέχεια η Επιτρoπή, αφoύ λάβει δεόvτως υπόψη της τηv έκθεση της Συμβoυλευτικής Επιτρoπής, τo περιεχόμεvo όλωv τωv αιτήσεωv πoυ υπoβλήθηκαv, τo περιεχόμεvo τωv Πρoσωπικώv Φακέλωv και τωv Φακέλωv τωv Ετήσιωv Υπηρεσιακώv Εκθέσεωv όλωv τωv υπoψηφίωv oι oπoίoι είvαι δημόσιoι υπάλληλoι, τις συστάσεις τoυ Πρoϊστάμεvoυ τoυ oικείoυ Τμήματoς και τηv απόδoση τωv υπoψηφίωv κατά τηv πρoφoρική εξέταση, πρoβαίvει στηv επιλoγή τoυ καταλληλότερoυ υπoψηφίoυ:
Νοείται ότι, όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου:
Νoείται περαιτέρω ότι η Επιτρoπή μπoρεί vα μηv επιλέξει καvέvα από τoυς υπoψηφίoυς, αv κατά τηv κρίση της καvέvας από αυτoύς δεv είvαι κατάλληλoς για διoρισμό ή πρoαγωγή.