ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D734
(Υπόθεση αρ. 1017/2012)
4 Νοεμβρίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΕΤΑΞΥ:
ΒΑΘΟΥΛΑΣ ΠΑΝΑΓΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Αιτήτριας
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Α. Αγγελίδης, για την αιτήτρια
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση
Aλ. Κληρίδης, για το ενδ. μέρος
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια αποβλέπει σε ακύρωση απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερ. 7.5.2012, με την οποίαν το ενδιαφερόμενο μέρος (ΕΜ) Ζήνωνας Κληρίδης προήχθη στη μόνιμη θέση Λειτουργού Παραγωγικότητας Α΄, Κέντρο Παραγωγικότητας (στο εξής η Θέση).
Η διαδικασία για την πλήρωση της Θέσης - Θέση Προαγωγής στην Κλ. Α11(ii) - η οποία παρέμενε κενή για πάνω από πέντε χρόνια, ενεργοποιήθηκε κατόπιν σχετικού διαβήματος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ, ημερ. 12.3.2012.
Η ΕΔΥ επιλήφθηκε του θέματος στις 7.5.2012 και κατά την εν λόγω συνεδρία καθόρισε τους πέντε προάξιμους υποψηφίους, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και οι διάδικοι ως κατέχοντες τη θέση του Λειτουργού Παραγωγικότητας.
Στη συνέχεια η ΕΔΥ, αφού έκρινε ότι όλοι οι προάξιμοι υποψήφιοι διέθεταν το προβλεπόμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα - Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σχετικό με τις δραστηριότητες του Κέντρου Παραγωγικότητας σε θέματα που σχετίζονται με τις δραστηριότητες του Κέντρου Παραγωγικότητας ή μεταπτυχιακό δίπλωμα του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διευθύνσεως - έλαβε τη σύσταση του Διευθυντή του Κέντρου Παραγωγικότητας (στο εξής ο Διευθυντής), ο οποίος ανέφερε τα ακόλουθα:
«Από τους υπηρετούντες Λειτουργούς Παραγωγικότητας, κατέχουν το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόν της πενταετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στη θέση Λειτουργού Παραγωγικότητας οι λειτουργοί Ευριπίδου Σοφία, Κληρίδης Ζήνωνας, Αντωνιάδου - Παναγή Βαθούλα, Στυλιανού Ανδρέας και Χριστοδούλου Χριστιάνα.
Από τους πιο πάνω Λειτουργούς, οι Ευριπίδου Σοφία και Αντωνιάδου - Παναγή Βαθούλα έχουν βαθμολογηθεί από το 2008 ως το 2011 «Εξαίρετες» και στα οκτώ σημεία αξιολόγησης. Οι Λειτουργοί Κληρίδης Ζήνωνας, Στυλιανού Ανδρέας και Χριστοδούλου Χριστιάνα παρουσιάζουν μειωμένη αξιολόγηση σε ένα σημείο για το έτος 2009.
Όσον αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας, η διαφορά των υπαλλήλων οφείλεται στην ημερομηνία γέννησης και είναι, ως εκ τούτου, πολύ οριακή, αφού και οι πέντε υποψήφιοι προσλήφθηκαν στη μόνιμη θέση Λειτουργού Παραγωγικότητας την ίδια ακριβώς ημερομηνία.
Όλοι οι προαναφερθέντες λειτουργοί είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου σε θέματα που σχετίζονται με τις δραστηριότητες του Κέντρου Παραγωγικότητας, που σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης θεωρείται πλεονέκτημα. Οι Κληρίδης και Στυλιανού διαθέτουν ένα επιπλέον μεταπτυχιακό δίπλωμα έκαστος, ενώ η Ευριπίδου διαθέτει επαγγελματικό προσόν, αφού είναι «Μember of The Association of Chartered Certified Accountants».
Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και είμαι ενήμερος για την προσφορά και αποδοτικότητά τους, καθώς και για τις δυνατότητές τους. Προκειμένου να προβώ σε συστάσεις, έχω διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους τους και έχω μελετήσει τους Προσωπικούς και Υπηρεσιακούς φακέλους τους.
Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τα νομολογημένα κριτήρια στο σύνολό τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης, καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτήν συστήνω για προαγωγή στη θέση Λειτουργού Παραγωγικότητας Α' τον Κληρίδη Ζήνωνα, ο οποίος κατέχει όλα τα απαιτούμενα προσόντα, καθώς και το πλεονέκτημα, και υπερτερεί έναντι των υπολοίπων υποψηφίων σε προσόντα, αφού είναι κάτοχος και δεύτερου σχετικού μεταπτυχιακού προσόντος, με εξαίρεση τον Στυλιανού Ανδρέα, ο οποίος επίσης διαθέτει πρόσθετο προσόν, υστερεί όμως, έστω και πολύ οριακά, σε αρχαιότητα. Όσον αφορά τη μειωμένη αξιολόγηση του υπό αναφορά υπαλλήλου σε ένα σημείο για το έτος 2009, αυτό δεν μειώνει, κατά την άποψή μου, τη συνολική αξία ικανότητα και απόδοσή του».
Η πιο πάνω σύσταση υιοθετήθηκε από την ΕΔΥ και αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία της απόφασης της για επιλογή του ΕΜ, όπως αποκαλύπτει το ακόλουθο απόσπασμα του σκεπτικού της:
«Επιλέγοντας τον Κληρίδη Ζήνωνα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός υπερέχει έναντι όλων σε αρχαιότητα, με βάση την ημερομηνία γέννησης, διαθέτει το πλεονέκτημα, όπως και οι υπόλοιποι υποψήφιοι, και σ' ότι αφορά τα προσόντα, ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει, αφού διαθέτει, πέραν των απαιτουμένων, και επιπρόσθετο προσόν, το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, του αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα. Η Επιτροπή σημείωσε ότι επιπρόσθετο προσόν, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, διαθέτει και ο υποψήφιος Στυλιανού Ανδρέας, καθώς και η Ευριπίδου Σοφία, η οποία είναι «member of the Association of Chartered Certified Accountants″, αυτοί όμως υστερούν σε αρχαιότητα, ενώ οι υποψήφιες Αντωνιάδου - Παναγή Βαθούλα και Χριστοδούλου Χριστιάνα, που επίσης υστερούν σε αρχαιότητα, δεν διαθέτουν επιπλέον προσόν. Σ' ότι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, για τα οποία υπάρχουν αξιολογήσεις για όλους τους υποψηφίους, ο επιλεγείς είναι ισότιμος με τους άλλους υποψηφίους. Επιπλέον, ο επιλεγείς διαθέτει και την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή, που συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων».
Η αιτήτρια προώθησε την προσφυγή της στη βάση ουσιαστικά δύο λόγων ακύρωσης. Ο πρώτος, ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει και είναι αναιτιολόγητη και, ο δεύτερος, ότι συντρέχουν λόγοι ακυρότητας λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, αλλά και πλάνης κατά τη στάθμιση των επί μέρους κριτηρίων εκ μέρους της ΕΔΥ. Συγκεκριμένα, σ΄ ό,τι αφορά τον πρώτο λόγο, είναι η θέση της αιτήτριας ότι ο Διευθυντής αγνόησε αβάσιμα και αυθαίρετα την υπέρ της διαφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις με σκοπό να «προστατεύσει» το ΕΜ που υστερούσε στο συγκεκριμένο κριτήριο. Σημειώνεται ότι η διαφορά που επικαλείται η αιτήτρια αφορά ένα «εξαίρετος» περισσότερο, στο σύνολο των βαθμολογιών της περιόδου 2008 - 2011.
Σύμφωνα με την αιτήτρια, η οριακή διαφορά που είχε έναντι του ΕΜ δεν ήταν χωρίς σημασία και θα έπρεπε να προσμετρήσει προς όφελος της λόγω του ισοπεδωτικού τρόπου αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι γενικά εμφανίζονται ως εξαίρετοι (Θεοδότου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 535/2002, ημερ. 12.5.2004, Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 654/2001 ημερ. 19.11.2002 και Κατσελλή v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585). Παρά τη σημασία όμως της εν λόγω διαφοράς, υπέβαλε, οι καθ΄ ων η αίτηση δεν αναφέρθηκαν σ΄ αυτή η οποία της προσέδιδε υπεροχή σε αξία έναντι του ΕΜ και κατά συνέπεια ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης.
H εισήγηση της αιτήτριας, όπως και η νομολογία που επικαλείται, δεν αντικατοπτρίζει την κρατούσα επί του θέματος νομική θέση. Σε σειρά πρόσφατων αποφάσεων, η Ολομέλεια επεσήμανε ότι μικρές διαφοροποιήσεις στις αξιολογήσεις συνιστούν οριακές διαφορές οι οποίες δεν προσδίδουν υπεροχή αλλά αντίθετα αναδεικνύουν ουσιαστικά ισοδύναμους υποψηφίους (βλ. Θεοδότου v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 1, Πατσαλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 738, Δημοκρατία v. Γεωργίου κ.ά. (2012) 3 A.A.Δ. 311, Αττάς κ.ά. v.Δημοκρατίας (Aρ.2) (2012) 3 Α.Α.Δ. 438). Χαρακτηριστικά στην Πατσαλίδης (ανωτέρω) τονίστηκε ότι η διαφορά στην αξιολόγηση των υπαλλήλων σε 3 έως 5 «Εξαίρετος» σε μια πενταετία δεν προσδίδουν σε αυτόν που έχει τα περισσότερα «Εξαίρετος» υπεροχή στην αξία έναντι των υπολοίπων, αλλά απλώς πρέπει οι υπάλληλοι να θεωρούνται ισοδύναμοι. Παράλληλα υποδείχθηκε ότι η ορθή αντιμετώπιση του θέματος είναι να εξετάζεται η γενική εικόνα ενός υποψηφίου και όχι να γίνεται αριθμητική φόρμουλα για να φανεί ποιος έχει τα περισσότερα «Εξαίρετος».
Στην παρούσα περίπτωση ο Διευθυντής, στη δεύτερη παράγραφο της σύστασης του, δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη διαφορά του ενός «Εξαίρετος» στο σύνολο των βαθμολογιών, σημειώνοντας ότι η αιτήτρια είχε βαθμολογηθεί από το 2008 ως το 2011 «Εξαίρετη» και στα οκτώ σημεία αξιολόγησης και ότι το ΕΜ παρουσιάζει «μειωμένη αξιολόγηση σε ένα σημείο για το έτος 2009». Νοουμένου δε ότι διαφορά αυτής της φύσης δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει κατά τη νομολογία ουσιώδη υπεροχή, η εικόνα της βαθμολογημένης αξίας των υποψηφίων, όπως παρουσιάστηκε από τον Διευθυντή, είναι ορθή και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της αιτήτριας δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η αιτήτρια θέτει επίσης γενικότερο ζήτημα αιτιολογίας της σύστασης, ισχυριζόμενη ότι αυτή περιορίζεται στην αναπαραγωγή των στοιχείων των φακέλων και ότι εμπεριέχει προσπάθεια αναβάθμισης της προτίμησης του Διευθυντή προς το ΕΜ λόγω της αναφοράς του στο επιπλέον μεταπτυχιακό δίπλωμα που αυτό κατείχε και του οποίου η σχετικότητα δεν έχει αιτιολογηθεί. Η βαρύτητα που αποδόθηκε στο επιπρόσθετο προσόν του ΕΜ, υπέβαλε, ήταν υπέρμετρη και με αυτή παραγκωνίσθηκε η υπεροχή της στην αξία, αλλά και η υπέρτερη πείρα της.
Οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Από την εξέταση των φακέλων διαπιστώνεται ότι τα όσα ανέφερε ο Διευθυντής υποστηρίζονται πλήρως από το περιεχόμενο των φακέλων. Ο Διευθυντής είχε να επιλέξει μεταξύ δύο υποψηφίων οι οποίοι ήταν ισοδύναμοι στο κριτήριο της αξίας.
Σε σχέση δε με το στοιχείο της αρχαιότητας, δεδομένου ότι και οι δύο είχαν διοριστεί στη θέση του Λειτουργού Παραγωγικότητας την ίδια ημερομηνία (1.8.06), το ΕΜ προηγείτο με βάση την ημερομηνία γέννησης του, στοιχείο οριακής σημασίας - όπως ορθά διευκρινίστηκε από τον Διευθυντή - το οποίο όμως δεν παύει να αποτελεί ένα εκ του νόμου αναγνωρισμένο διαφοροποιητικό στοιχείο.
Αναφορικά με την πείρα που διεκδικεί η αιτήτρια λόγω της υπηρεσίας της ως έκτακτη λειτουργός από 1.6.2005, έχει νομολογηθεί ότι η πείρα, για να έχει βαρύτητα ως παράγοντας που επηρεάζει τις προαγωγές, πρέπει να απορρέει από την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης (βλ. Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112).
Εν τέλει ο Διευθυντής επέλεξε και σύστησε το ΕΜ, το οποίο κατά την άποψη του υπερτερούσε έναντι των υπολοίπων στο κριτήριο των προσόντων αφού διέθετε δύο μεταπτυχιακά τα οποία σχετίζονταν με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Πρόκειται για το Μaster in Business Administration, Cyprus International Institute of Management (2006), το οποίο κάλυπτε το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα και, επιπλέον, το Master of Science in Human Resource Management and Organizational Behaviour του οποίου η σχετικότητα προκύπτει ευθέως από τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Στη βάση των πιο πάνω δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το μεμπτό στο μέρος αυτό της σύστασης του Διευθυντή. Οι λόγοι της προτίμησης του για το ΕΜ δίδονται με σαφήνεια και σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις της Θέσης στις οποίες επίσης γίνεται αναφορά. Η κατοχή από το ΕΜ ενός επιπρόσθετου μεταπτυχιακού, το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία του προσέδιδε υπεροχή στο κριτήριο των προσόντων και καθιστούσε αποτελεσματικότερη την εκτέλεση την καθηκόντων της Θέσης δεν μπορούσε να παραγκωνιστεί, χωρίς μάλιστα οποιοδήποτε αντιστάθμισμα από την πλευρά της αιτήτριας (βλ. Χρυσοστόμου v. E.E.Y. (1989) 3(E) A.A.Δ. 3186, Δημοκρατία v. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473 και Δημοκρατία v. Μιχαηλίδου διαχειρίστρια της περιουσίας Μιχαηλίδη (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 871). Τα πρόσθετα προσόντα, όπως λέχθηκε στη Δημοκρατία κ.ά. v. Aσσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, όταν σχετίζονται με τα καθήκοντα της θέσης, παρέχουν πλεονέκτημα στον κάτοχο τους για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, εάν δε αυτός δεν επιλεγεί θα πρέπει να δίδονται λόγοι που να τα αντισταθμίζουν.
Ένα άλλο σκέλος της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας αφορά στο ότι ο Διευθυντής όφειλε να εξηγήσει γιατί δεν περιορίστηκε στη δική του γνώση και στο περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων των υποψηφίων και χρειάστηκε να διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους τους, χωρίς μάλιστα να αποκαλύπτει το περιεχόμενο αυτών των διαβουλεύσεων. Επιπρόσθετα υποστηρίζει ότι η άμεσα προϊσταμένη της κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν είχε ενημερωθεί ούτε ερωτηθεί για οτιδήποτε σχετικό από τον Διευθυντή για σκοπούς σύστασης και συνεπώς η ΕΔΥ αποδεχόμενη τη σύσταση λειτούργησε κάτω από πλάνη. Επικαλείται προς τούτο το περιεχόμενο επιστολής της Ανώτερης Λειτουργού Παραγωγικότητας προς το δικηγόρο της ημερ. 22.7.2013 η οποία επιβεβαιώνει τον πιο πάνω ισχυρισμό.
Η πιο πάνω θέση προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου - κατόπιν σχετικής άδειας - ως μαρτυρία υπό μορφήν ένορκης δήλωσης της Ανώτερης Λειτουργού, ενώ ο Διευθυντής, επίσης ενόρκως, δήλωσε ότι οι ισχυρισμοί της Ανώτερης Λειτουργού δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ότι ο ίδιος είχε διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους, με τους οποίους εξάλλου είχε καθημερινή επαφή και ενημέρωση αναφορικά με την εξέλιξη των έργων, την εκτέλεση των καθηκόντων και την επαγγελματική απόδοση των υποψηφίων.
Το θέμα των διαβουλεύσεων του Διευθυντή με τους προϊσταμένους, μολονότι δεν προβλέπεται στο Νόμο, έχει απασχολήσει τη νομολογία και έχει τύχει της επιδοκιμασίας της. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η Ολομέλεια υπέδειξε στη Λύωνας κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 2038 ότι ο Διευθυντής δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, ή ακόμα να είναι προϊστάμενος, για ορισμένο χρονικό διάστημα πριν προβεί σε συστάσεις. Ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνα του μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές. Όπως είναι η περίπτωση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί σε συστάσεις. Περαιτέρω, στη Γεωργιάδου v. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2480 επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι η αποκάλυψη των απόψεων των προϊσταμένων δεν είναι απαραίτητη:
«Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά».
Δεν υπάρχει λοιπόν υποχρέωση καταγραφής των πληροφοριών που αντλήθηκαν από τους προϊσταμένους, ούτε και υποχρέωση αποκάλυψης των ονομάτων τους και ενόψει τούτου τα όσα υπέβαλε η αιτήτρια σε σχέση με το θέμα των διαβουλεύσεων του Διευθυντή δεν βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία. Διατηρούσε εν προκειμένω ο Διευθυντής τη δυνατότητα, καθ' οιονδήποτε χρόνο, να αποταθεί σε οποιονδήποτε προϊστάμενο λειτουργό για σκοπούς άντλησης πληροφοριών για έναν υπάλληλο. Όπως διατηρούσε και τη δυνατότητα να βασιστεί αποκλειστικά στη δική του κρίση και η περαιτέρω εξέταση του θέματος, κατά πόσο δηλαδή ο Διευθυντής έλαβε ή όχι τις απόψεις της Ανώτερης Λειτουργού για την αιτήτρια για να υποβάλει τη σύστασή του, καθίσταται επουσιώδης και θεωρητική. Νοουμένου δε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι ο Διευθυντής είχε σχηματίσει άποψη για την αιτήτρια από γενικότερη ενημέρωση που ελάμβανε αρμοδίως από την προϊσταμένη σε οποιοδήποτε χρόνο μέσα στα πλαίσια της ιεραρχικής δομής του τμήματος και μέσω της καθημερινής επαγγελματικής επαφής τους, όπως ανέφερε ο ίδιος στην ένορκη δήλωση του και όπως είναι αναμενόμενο να γίνεται, ο λόγος ακύρωσης περί πάσχουσας σύστασης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια, επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς της αναφορικά με την αιτιολογία και τη στάθμιση των διαφόρων κριτηρίων, στρέφει τα πυρά της εναντίον και της απόφασης της ΕΔΥ. Ισχυρίζεται συναφώς ότι η ΕΔΥ δεν διενήργησε ξεχωριστή έρευνα και αποδέχτηκε ως δεσμευτική την πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, χωρίς να αιτιολογήσει την κατάληξη της ότι το ΕΜ ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος. Επιμένει δε ότι αγνοήθηκε η υπεροχή της σε αξία και πείρα, με αποτέλεσμα να λειτουργήσει υπό ουσιώδη πλάνη και ότι δόθηκε αναιτιολόγητα υπέρμετρη βαρύτητα στο πρόσθετο προσόν του ΕΜ αλλά και εσφαλμένη σημασία στην ηλικιακή του αρχαιότητα.
Οι πλείστες των πιο πάνω εισηγήσεων ήδη εξετάστηκαν και όπως διαπιστώθηκε παρέμειναν ατεκμηρίωτες. Ως προς την επάρκεια της έρευνας, προκύπτει από το πρακτικό της επίδικης απόφασης ότι η ΕΔΥ εξέτασε κάθε σχετικό στοιχείο, μεταξύ των οποίων τους προσωπικούς φακέλους, τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα προσόντα των υποψηφίων. Το αντικείμενο του επιπρόσθετου προσόντος του ΕΜ, το οποίο θεωρήθηκε ως σχετικό, όπως και το θέμα της προηγούμενης απασχόλησης της αιτήτριας πάνω σε έκτακτη βάση, ήταν ενώπιον της ΕΔΥ ως μέρος των προσωπικών φακέλων στους οποίους παραπέμπει η επίδικη απόφαση.
Η ηλικιακή αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, παρά την οριακή της σημασία αποτελούσε ένα εκ του Νόμου μετρήσιμο στοιχείο το οποίο νόμιμα μπορούσε να συνυπολογιστεί (βλ. Αλευρά κ.ά. v. Hρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85).
Τέλος, σ΄ ότι αφορά την αιτιολογία, η ΕΔΥ σημείωσε ότι οι διάδικοι ήταν ισότιμοι σε αξία, ότι το ΕΜ υπερείχε σε προσόντα και αρχαιότητα λόγω ηλικίας και ότι επιπλέον διέθετε τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.
Τα πιο πάνω στοιχεία στα οποία και παραπέμπει η απόφαση παρέχουν τα ερείσματα της ορθότητας της. Το ΕΜ ήταν ισάξιο της αιτήτριας στις υπηρεσιακές εκθέσεις, υπερείχε στα προσόντα, είχε ένα, έστω οριακό, προβάδισμα αρχαιότητας λόγω ηλικίας και διέθετε τη σύσταση του Διευθυντή, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της προσφυγής.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος με €1.300 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ