ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D657
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 96/2013)
6 Οκτωβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Σοφοκλέους (κα), για τον Αιτητή.
Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Φ. Καμένος για Α. Μαρκίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 11.12.12 να προαγάγει από 1.1.13 τον Ιωάννη Μιχαηλίδη (ΕΜ) στη θέση Τεχνικού Επόπτη ή Ανώτερου Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία, Άδειες Διάβασης) Κλίμακα Α10-Α11+2 ή Α10-Α11-Α12, Επιχειρησιακή Μονάδα Δικτύων-Γραφείο Περιφέρειας Πάφου, αντί του αιτητή.
Υποψήφιοι ήταν το ΕΜ και ο αιτητής. Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού (η «Επιτροπή Επιλογής») συνεδρίασε στις 14.10.2011 και εισηγήθηκε ως κατάλληλους για προαγωγή και τους δύο υποψήφιους. Η εισήγηση της πιο πάνω Επιτροπής Επιλογής υποβλήθηκε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για Θέματα Προσωπικού στις 24.9.2012 η οποία αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει για προαγωγή το ΕΜ. Οι καθ' ων η αίτηση στη συνεδρία τους ημερ. 11.12.2012 αποφάσισαν ομόφωνα την προαγωγή του ΕΜ στην επίδικη θέση.
Λόγοι ακύρωσης
Ο αιτητής προβάλλει ως πρώτο λόγο ακύρωσης πως η απόφαση των καθ' ων η αίτηση είναι άκυρη και/ή παράνομη επειδή στηρίχθηκε και/ή έλαβε υπόψιν πάσχουσα σύσταση η οποία είναι προϊόν πλάνης και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και/ή είναι αναιτιολόγητη.
Κατά την εισήγηση, η διαπιστωθείσα από τους καθ' ων η αίτηση βαθμολογική υπεροχή του αιτητή έναντι του ΕΜ κατά 3A έπρεπε να ληφθεί υπόψη αφού το βασικό κριτήριο για προαγωγή-διορισμό είναι η αξία (Ηλία Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3Α ΑΑΔ 560) σύμφωνα δε με τη νομολογία ακόμα και η οριακή διαφορά σε βαθμολογημένη αξία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (Κατερίνα Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 654/01, ημερ. 19.11.2002, Λουκία Θεοδότου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 535/02, ημερ. 12.5.2004, Γιαννούλα Κατσελλή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 68/05, ημερ. 18.12.2007, Ασιήκαλλης ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 143/07, ημερ. 4.9.2008, Αττά κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 866/04 κ.α., ημερ. 19.3.2008, Παναγιώτης Παυλίδης ν. Δήμου Στροβόλου, Υπόθ. Αρ. 133/06, ημερ. 21.3.2008, Χατζημάρκου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1262/07 κ.α., ημερ. 22.10.2009).
Ενόψει ακριβώς της υπεροχής του αιτητή σε αξία, υπερέχει, ως ο αιτητής ισχυρίζεται, ταυτόχρονα και σε πείρα εφόσον η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας αλλά εξαρτάται και από την αξία του καθενός (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112 και Ιωάννου ν. ΑΗΚ (1998) 3 ΑΑΔ 624).
Σύμφωνα με τον αιτητή, η κατά ένα χρόνο και έξι μήνες οριακή υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, ήταν περιθωριακής σημασίας παράγοντας κρίσης ο οποίος ενόψει της υπεροχής του ΕΜ σε αξία, προσόντα, πείρα, ικανότητα και απόδοση, δεν μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της επιλογής του ΕΜ.
Ο αιτητής εισηγείται πως πέραν των μη απαιτούμενων συναφών προσόντων τα οποία τόσο ο Διευθυντής και η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής κατέγραψαν ως διαπιστώσεις, υπάρχουν άλλα τρία προσόντα (σχετική επιστολή Ανώτερου Μηχανικού της ΑΗΚ για εκπαίδευση προσωπικού σε θέματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, Δίπλωμα Εσωτερικού Ελεγκτή, Τιμητικό Δίπλωμα Καλύτερου Οδηγού) τα οποία αν και βρίσκονταν στους φακέλους, εν τούτοις δεν καταγράφηκαν είτε στη σύσταση του Διευθυντή είτε στις εισηγήσεις των Επιτροπών είτε και στην ίδια την τελική απόφαση. Περαιτέρω, άλλες δύο επιστολές ημερ. 27.2.2006 και 11.10.2012 αντίστοιχα, από δύο διαφορετικούς Διευθυντές, κάνουν μνεία στην εξαίρετη προσφορά του αιτητή για την ανάπτυξη και χρήση λογισμικού προγράμματος για το τμήμα στο οποίο αναφέρεται η επίδικη θέση γεγονός που καταδεικνύει την εξαίρετη προσφορά του αιτητή στην Υπηρεσία του. Ούτε αυτές οι επιστολές καταγράφηκαν.
Είναι η θέση του αιτητή πως συγκρινόμενα τα πιο πάνω με τα μη απαιτούμενα προσόντα του ΕΜ, καταδεικνύεται πως του αιτητή είναι υπέρτερα. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της υπεροχής του αιτητή σε αξία και προσόντα έναντι του ΕΜ, η υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα ήταν περιθωριακής σημασίας παράγοντας κρίσης και δεν έπρεπε να ληφθεί ουσιωδώς υπόψη. Από μόνη της δε δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο. Εξάλλου, κατά τον αιτητή, έστω και αν η υπέρ του διαφορά σε αξία θεωρηθεί οριακή, είναι πιο σημαντική από τη συμβολική διαφορά του ΕΜ σε αρχαιότητα και ως εκ τούτου λαμβάνεται υπόψη.
Περαιτέρω, η σύσταση του Διευθυντή, παρόλο ότι δεν απαιτείτο να ήταν αιτιολογημένη, αντιμάχεται τα στοιχεία των φακέλων και συνεπώς πάσχει. Η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται επίσης με τη σύσταση του άμεσα ιεραρχικά προϊστάμενου - Διευθυντή του αιτητή η οποία αποτελεί στοιχείο των φακέλων και σύμφωνα με την οποία η απόδοση του αιτητή κρίθηκε εξαιρετική και ο ίδιος κατάλληλος για προαγωγή στην επίδικη θέση. Επίσης, η σύσταση αναπαράγει απλώς τα στοιχεία των φακέλων χωρίς να επισημαίνει τις ιδιαίτερες ιδιότητες του κάθε υποψηφίου που κατά τη γνώμη του ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες της υπό πλήρωση θέσης, κατά παράβαση της Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695.
Κατά την εισήγηση, ο Διευθυντής υπό νομική πλάνη απέδωσε βαρύνουσα σημασία στην οριακή υπεροχή του ΕΜ έναντι του αιτητή σε αρχαιότητα ενώ η εν λόγω οριακή υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα δεν μπορούσε να υπερσκελίσει την υπεροχή του αιτητή έναντι του ΕΜ σε αξία, αν αυτή ήθελε κριθεί οριακή από το Δικαστήριο. Υπό πλάνη ο Διευθυντής έκρινε επίσης ότι το ΕΜ υπερέχει σε πείρα ως εκ της υπεροχής του σε αρχαιότητα αφού ο αιτητής υπερέχει σε πείρα (λόγω αξίας) έναντι του ΕΜ. Η δε αξία των υποψηφίων έπρεπε να αποτιμηθεί όχι μόνο με βάση τις ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων ετών, αλλά με βάση τα πρόσθετα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων στα οποία ο αιτητής υπερέχει.
Για τους ίδιους πιο πάνω λόγους πάσχει, σύμφωνα με τον αιτητή, και η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και ως εκ τούτου καθίσταται άκυρη. Ενώ πάσχει επίσης επειδή έλαβε ουσιωδώς υπόψη την πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή. Εν τέλει συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η προσβαλλόμενη απόφαση για την έκδοση της οποίας λήφθηκαν υπόψη τόσο η πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή όσο και η πάσχουσα σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής υπέρ του ΕΜ αλλά και για τους ίδιους λόγους για τους οποίους τόσο η σύσταση του Διευθυντή όσο και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής είναι τρωτές. Σύμφωνα με τον αιτητή, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί χωρίς τη δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα να έχει εμφιλοχωρήσει νομική και πραγματική πλάνη η οποία επηρέασε ουσιωδώς την απόφαση των καθ' ων η αίτηση για την επιλογή του ΕΜ αντί του αιτητή ο οποίος ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος, με αποτέλεσμα αυτή να είναι παράνομη και αναιτιολόγητη.
Από την άλλη, οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν τη θέση ότι η κατά 3Α υπεροχή του αιτητή δεν είναι έκδηλη υπεροχή στο βαθμό που να καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση τρωτή. Εφόσον, κατά τον ισχυρισμό, έχει νομολογιακά κριθεί ότι οριακή διαφορά στη βαθμολογημένη αξία καθιστά υποψήφιους ισοδύναμους στην αξία, θα ήταν παράλογο μετέπειτα να προσδοθεί περαιτέρω βαρύτητα στην πείρα, ως ο αιτητής θεωρεί, με κριτήριο τα 3Α στα οποία ο αιτητής υπερέχει και να αγνοείται πλήρως το γεγονός ότι υπερέχει σε πείρα το ΕΜ. Η υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα, η οποία δεν είναι οριακή, οι υπέρ του συστάσεις του Γενικού Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής προσθέτουν σημαντικά στην αξία του ΕΜ όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων γεγονός που καθιστά και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή νόμιμη και αιτιολογημένη. Η δε οριακή διαφορά υπέρ του αιτητή σε βαθμολογημένη αξία και οι αποφάσεις οι οποίες παρατίθενται δεν εξισώνονται με άμεσο λόγο ακύρωσης της οποιασδήποτε προαγωγής απλά και μόνο ο αιτητής υπερτερεί σε βαθμολογημένη αξία έναντι του ΕΜ ιδίως όταν το ΕΜ υπερτερεί συνολικά στα κριτήρια προαγωγής. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε κατά την εισήγηση, άσκηση πρωτογενούς κρίσης από το Δικαστήριο. Ούτε και στοιχειοθετείται, κατά την εισήγηση, υπεροχή του αιτητή στο κριτήριο της πείρας, καθότι τα μέρη είναι ισοδύναμα στο κριτήριο της αξίας, στη δε αρχαιότητα υπερέχει έκδηλα το ΕΜ. Στα μη απαιτούμενα προσόντα του αιτητή, τα οποία συνεκτιμήθηκαν, δόθηκε η δέουσα σημασία ενώ από μόνα τους τα προσόντα αυτά δεν θεμελιώνουν έκδηλη υπεροχή, αντιθέτως συνιστούν παράγοντα οριακής σημασίας. Εν πάση περιπτώσει οι βεβαιώσεις και τα διπλώματα του αιτητή δεν σχετίζονται με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης η οποία αφορά ηλεκτρολογία.
Με παραπομπή στις Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2011) 3 ΑΑΔ 273 και Πατσαλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 738, το ΕΜ επιχειρηματολογεί υπέρ της ισότητας των μερών σε αξία, όπως αυτή προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις τους, ενόψει της χωρίς ουσιαστική σημασία υπεροχή του αιτητή έναντι του ΕΜ κατά 3A τα τελευταία έξι χρόνια. Στο κριτήριο επίδοση-απόδοση, στη βάση του Κανονισμού 23(2) της ΚΔΠ 291/86, καθώς και τα συναφή κριτήρια «ζήλος για εργασία», «αξιοπιστία» και «πρωτοβουλία» οι δύο υποψήφιοι είναι ίσοι. Ενώ σε αρχαιότητα, στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, υπερέχει το ΕΜ. Μάλιστα κατά 18 μήνες όταν αρχαιότητα 11 μηνών κρίθηκε ως επαρκής για να προσθέσει στην αξία υποψηφίου (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410 και Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164). Ως προς την πείρα, το ΕΜ επισημαίνει ότι ως παράγοντας που επηρεάζει τις προαγωγές, για να είναι αποφασιστικής σημασίας πρέπει να είναι πείρα που αποκτήθηκε κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης (Γλαύκος Καριόλου κ.α. ν. ΚΟΤ, Υποθ. Αρ. 1513/08 κ.α., ημερ. 31.1.2011). Πρόκειται περί υπεροχής σε πείρα μεταξύ ισάξιων υποψηφίων οπότε εφόσον η πείρα προσμετρά στην αξία, εν προκειμένω, το ΕΜ υπερέχει έναντι του αιτητή. Τα δε επισυνημμένα στη γραπτή αγόρευση του αιτητή προσόντα στερούνται συνάφειας με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Η σύσταση του προϊσταμένου επαυξάνει την αξία του υποψηφίου. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, κατά το ΕΜ, δεν υπήρξε πλάνη στην προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, δεν έχει διαφανεί έκδηλη υπεροχή του αιτητή ώστε να θεωρηθεί ότι οι καθ' ων η αίτηση υπερέβηκαν τα ακραία όρια της διακριτικής τους ευχέρειας και η οποία να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των υποψηφίων ώστε να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Αλεξανδρίδου ν. ΚΟΤ (1980) 3 ΑΑΔ 360, Χ"Σάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 ΑΑΔ 76).
Η κατάληξη
Σύμφωνα με τον Καν. 23(2) της ΚΔΠ 291/86, οι προαγωγές αποφασίζονται με βάση την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα, τα προσόντα σε συσχετισμό με το εκάστοτε σε ισχύ σχέδιο υπηρεσίας και την επίδοση κάθε υποψηφίου. Στο εν λόγω εδάφιο προδιαγράφεται ότι η σειρά με την οποία αναφέρονται τα κριτήρια αυτά τα οποία καθορίζονται ως «παραδεδεγμένα κριτήρια», δεν καθορίζει με οποιονδήποτε τρόπο ιεράρχηση, αξιολόγηση ή υπέρτερη βαρύτητα οποιουδήποτε των κριτηρίων έναντι του άλλου.
Εν προκειμένω, σε βαθμολογημένη αξία υπερέχει ο αιτητής κατά 3Α τα τελευταία έξι χρόνια τα οποία λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς προαγωγής. Τα προσόντα του αιτητή έχουν χαρακτηριστεί ως αξιόλογα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Τα προσόντα του ΕΜ καταγράφονται αλλά δεν χαρακτηρίζονται κατ' ανάλογο τρόπο, γεγονός το οποίο φανερώνει την αναγνώριση από τους καθ' ων η αίτηση της υπεροχής του αιτητή σε προσόντα. Τα όσα ο αιτητής χαρακτηρίζει ως «πρόσθετα προσόντα» τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη παρατηρώ, κατ' αρχήν, ότι δεν πρόκειται για επιτυχία σε εξετάσεις αλλά μία βεβαίωση των καθ' ων η αίτηση σύμφωνα με την οποία ο αιτητής εκπαιδεύει προσωπικό στη χρήση της Microsoft Office, ένα πιστοποιητικό παρακολούθησης μιας σειράς μαθημάτων για εσωτερικό έλεγχο καθώς και τιμητική διάκριση για τον καλύτερο οδηγό της περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου για τη δεύτερη εξαμηνία του 1996. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον αιτητή, δεν λήφθηκαν υπόψη δύο συγχαρητήριες επιστολές από δύο διαφορετικούς Διευθυντές των καθ' ων η αίτηση ημερ. 27.2.2006 και 11.10.2012 αντίστοιχα. Ανάλογη όμως συγχαρητήρια επιστολή υπάρχει και στο φάκελο του ΕΜ (ημερ. 17.9.2009) και δεν έγινε αναφορά ούτε σε αυτήν.
Δεν είναι βεβαίως για το Δικαστήριο να ασκήσει πρωτογενή κρίση και να προβεί σε αξιολόγηση της συνάφειας ή μη των πιο πάνω «προσόντων» οπότε δεν θα σχολιάσω την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση και του ΕΜ πως πρόκειται περί μη συναφών προσόντων. Η δε μη ρητή αναφορά των καθ' ων η αίτηση στα πιο πάνω δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη καθότι, όπως ο αιτητής παρατηρεί, βρίσκονταν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση οι οποίοι κατέγραφαν στα διάφορα στάδια της διαδικασίας τα προσόντα των μερών τα οποία αποκτήθηκαν κατόπιν εξετάσεων και όχι τις απλές παρακολουθήσεις μαθημάτων, τις βεβαιώσεις για την άσκηση καθηκόντων και τις συγχαρητήριες επιστολές των προϊσταμένων των υποψηφίων.
Η εισήγηση του αιτητή πως η υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα είναι οριακή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Στις υποθέσεις Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), αναγνωρίστηκε ότι αρχαιότητα 11 μόνο μηνών ήταν επαρκής για να προσθέσει νομίμως στην αξία του υποψηφίου. Σημαντική, θεωρήθηκε αρχαιότητα δεκαοκτώ μηνών στις υποθέσεις Ζήση Καλλένου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1280/07, ημερ. 23.2.2010 και Κυριάκος Παρτάσης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1617/07, ημερ. 9.12.2008.
Ούτε και μπορεί να γίνει δεκτή η θέση του αιτητή πως ενόψει της υπεροχής του κατά 3Α στα έξι χρόνια που λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς προαγωγής, υπερέχει και σε πείρα έναντι του ΕΜ. Η υπεροχή αυτή σε βαθμολογημένη αξία δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί οριακή (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 ΑΑΔ 403) ώστε οι δύο υποψήφιοι να καθίσταται περίπου ίσοι. Η δε πείρα προσμετράται στη βάση της αρχαιότητας μεταξύ ισάξιων υποψηφίων. Πείρα εννοείται ότι αποκτά σημασία όταν αυτή έχει αποκτηθεί στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση όπως η περίπτωση του ΕΜ (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Ακκελίδου κ.ά. ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 3 ΑΑΔ 278).
Έχοντας συνεπώς υπόψη ότι η οριακή υπεροχή του αιτητή σε αξία και η αναγνωρισθείσα υπεροχή του σε μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα δεν προσδίδουν έκδηλη υπεροχή, θεωρώ πως η επιλογή του ΕΜ ως καταλληλότερου υποψήφιου για την επίδικη θέση ενόψει της αρχαιότητάς του στην αμέσως προηγούμενη της υπό πλήρωση θέση και η συνεπαγόμενη υπεροχή στο αυτοτελές, στη βάση των κανονισμών, κριτήριο της πείρας ήταν, κάτω από τα δεδομένα, εύλογη. Η σύσταση του Διευθυντή δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, η δε σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και η εν τέλει επιλογή του ΕΜ από τους καθ' ων η αίτηση ήταν καθόλα νόμιμες.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ