ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D720
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση αρ. 865/2014)
29 Οκτωβρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΝΑ ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
(ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ),
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Η αιτήτρια παρουσιάζεται προσωπικά.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια χειριζόμενη την υπόθεση της προσωπικά ήγειρε την παρούσα προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 28.5.2014 με την οποία κρίθηκε ότι υπήρχε εκ μέρους των καθ΄ ων και προς όφελος της αιτήτριας υπερπληρωμή ύψους €4.107,40 ζητώντας από αυτή να επικοινωνήσει με αρμόδια λειτουργό του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Πάφου ώστε να διευθετήσει τον τρόπο αποπληρωμής του εν λόγω ποσού.
Η θέση της αιτήτριας, όπως προκύπτει από τις σύντομες χειρόγραφες αγορεύσεις της, αλλά και από την ίδια τη χειρόγραφη αίτηση ακυρώσεως, εξαντλείται στο ότι η εν λόγω απόφαση των καθ΄ ων λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι ουδέποτε έλαβε από τον πατέρα των παιδιών της οποιοδήποτε ποσό διατροφής. Θεωρεί επίσης ότι οι καθ΄ ων παραπλανούν το Δικαστήριο αναφέροντας γεγονότα τα οποία δεν ισχύουν, προβάλλοντας ταυτόχρονα τον ισχυρισμό ότι η ίδια είχε ενημερώσει το αρμόδιο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου ότι είχε εκδοθεί υπέρ της διάταγμα διατροφής το οποίο όμως ουδέποτε έλαβε στην πράξη.
Η θέση των καθ΄ ων είναι ότι υπήρξε πλήρης έρευνα εκ μέρους τους αναφορικά με τα όλα δεδομένα της αιτήτριας, τα οποία και παραθέτουν με λεπτομέρεια τόσο στην ένσταση, όσο και στην αγόρευση τους. Συγκεκριμένα γίνεται λόγος ότι η αιτήτρια είναι μητέρα τριών ανηλίκων παιδιών εκ των οποίων τα δύο πρώτα αποκτήθηκαν εκτός γάμου, ενώ τον Οκτώβριο του 2012, τέλεσε γάμο με Κύπριο με τον οποίο απέκτησε και το τρίτο της παιδί. Το ιστορικό της παροχής δημοσίου βοηθήματος στην αιτήτρια αποκαλύπτει ότι αυτή αιτήθηκε βοήθημα από τις 18.12.2007, το οποίο τότε απερρίφθη διότι ο τότε συμβίος και πατέρας των δύο παιδιών της βρισκόταν σε πλήρη απασχόληση και είχε και την ευθύνη συντήρησης τους. Νέα αίτηση που υπέβαλε στις 5.9.2008, λόγω ανεργίας και εγγραφής της αιτήτριας στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης, εξετάστηκε δεόντως με επίσκεψη κατ΄ οίκον της αρμοδίας λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών με αποτέλεσμα να εγκριθεί μερικώς η παροχή δημοσίου βοηθήματος για ορισμένες περιόδους χρόνου, δεδομένου ότι η αιτήτρια δεν ήταν συνεπής στις εγγραφές της στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης. Στο δημόσιο βοήθημα που εγκρίθηκε συμπεριελήφθη και ποσό €340 ως επίδομα ενοικίου για την παραμονή της αιτήτριας μαζί με τα παιδιά της σε οικία που ανήκε στους γονείς της, στη βάση χαρτοσημασμένου ενοικιαστηρίου εγγράφου που είχε προσκομίσει.
Σε μεταγενέστερες επισκέψεις της αιτήτριας σε λειτουργό των Κοινωνικών Υπηρεσιών διαφάνηκε ότι αυτή απασχολείτο πλήρως σε εργοληπτική εταιρεία από 15.1.2010, ενώ στις 8.4.2009 της είχε μεταβιβαστεί το ½ της οικίας στην οποία διέμενε και για την οποία της καταβαλλόταν επίδομα ενοικίου. Η αιτήτρια φάνηκε ότι δεν ενημέρωνε έγκαιρα τους καθ΄ ων για την αλλαγή των κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων της και ως εκ τούτου το δημόσιο βοήθημα αναθεωρήθηκε και από 1.3.2010 μειώθηκε ανάλογα. Παράλληλα από 15.3.2010 διαφάνηκε ότι υπήρχε υπερπληρωμή ύψους €4.136,67 με αποτέλεσμα να κατακρατείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες μηνιαίως ποσό €150.
Την 1.3.2011, λόγω παύσης της αιτήτριας από την εργασία της, το δημόσιο βοήθημα αυξήθηκε και ποσό €1.840 που αφορούσε αναδρομικά επιδόματα κρατήθηκε για μείωση της υπερπληρωμής. Τον Οκτώβριο του 2011, λόγω τέλεσης γάμου με Κύπριο, το δημόσιο βοήθημα της αιτήτριας αυξήθηκε και πάλι λόγω του ότι ο σύζυγος της ήταν άνεργος. Από νέα επίσκεψη αρμοδίου λειτουργού στις 21.3.2014 στο χώρο διαμονής της αιτήτριας, διαφάνηκε ότι αυτή λάμβανε ποσό διατροφής ύψους €300 για τα δύο παιδιά της, χωρίς να ενημερώσει τους καθ΄ ων ως όφειλε με βάση τη νομοθεσία. Ως εκ τούτου υπολογίστηκε νέο ποσό υπερπληρωμής ύψους €5.400 που αφορούσε το ποσό των διατροφών που έλαβε για τη χρονική περίοδο 1.10.2012-31.3.2014. Το δημόσιο βοήθημα επίσης αναθεωρήθηκε και μειώθηκε εφόσον από την 1.6.2012 με βάση τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας, οποιοδήποτε ποσό διατροφής υπολογίζεται ως εισόδημα για σκοπούς παροχής δημοσίου βοηθήματος. Στις 6.5.2014 διαπιστώθηκε περαιτέρω ότι η αιτήτρια το 2012 παρακολούθησε μαθήματα της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρωπίνου Δυναμικού έχοντας λάβει το ποσό των €800 χωρίς να ενημερώσει τους καθ΄ ων με αποτέλεσμα να υπολογιστεί και νέα υπερπληρωμή ύψους €800.
Την 1.5.2014, οι καθ΄ ων τερμάτισαν το δημόσιο βοήθημα λόγω πλήρους εργοδότησης του συζύγου της αιτήτριας. Μετά τη διακοπή αυτή παρέμεινε υπόλοιπο υπερπληρωμής €4.107,40 για το οποίο η αιτήτρια ενημερώθηκε με σχετική επιστολή που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη. Η απόφαση αυτή των καθ΄ ων εδράζεται, όπως αναφέρεται στην ίδια την επιστολή, στην υπερπληρωμή που έγινε κατά την περίοδο 1.10.2012 μέχρι Μάρτιο του 2014 και για τον Αύγουστο του 2012. Κατά το τελευταίο αυτό χρονικό διάστημα, η αιτήτρια είχε λάβει, όπως προαναφέρθηκε, το ποσό των €800 από την Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, ενώ για την προηγηθείσα περίοδο 1.10.2013-Μάρτιο του 2014, λάμβανε εισόδημα €300 μηνιαίως από διατροφή. Και για τα δύο εισοδήματα η αιτήτρια είχε παραλείψει να ενημερώσει τους καθ΄ ων και επομένως έχοντας υπόψη ήδη ότι είχε κρατηθεί μέρος των δικαιωμάτων της αιτήτριας έναντι της υπερπληρωμής, η υπερπληρωμή μειώθηκε στο προαναφερθέν ποσό των €4.107,40 το οποίο λήφθηκε παράτυπα και θα πρέπει να επιστραφεί στο κράτος σύμφωνα με το άρθρο 13(1) των περί Δημοσίων Βοηθημάτων Νόμων 2006-2013.
Είναι πρόδηλο ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι δεόντως αιτιολογημένη και αποτελεί το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Δέουσα έρευνα με βάση γνωστή νομολογία διαπιστώνεται όταν η διοίκηση λαμβάνει υπόψη κάθε τι αναγκαίο για να καταλήξει στην απόφαση της και δεν παραλείπει να λάβει υπόψη οτιδήποτε το οποίο είναι σχετικό με την ενώπιον της υπόθεση. Η έκταση και η μορφή της έρευνας ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης όπως έχει αναφερθεί, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Ράφτης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 345 και Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447.
Περαιτέρω, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο διενέργειας της έρευνας εφόσον η απόφαση της διοίκησης κριθεί ότι ήταν ευλόγως επιτρεπτή στο σύνολο των γεγονότων και εντός των ορίων κίνησης της διοίκησης στη βάση του διαθέσιμου υλικού, (Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339), ενώ θέματα τεχνικής εκτίμησης παραμένουν κατ΄ εξοχήν ζητήματα που ανήκουν στην ίδια τη διοίκηση και είναι συναφώς ανέλεγκτα που δεν υποκαθίστανται από το Δικαστήριο εφόσον δεν διαπιστώνεται κακόπιστη ενέργεια εκ μέρους της, η δε απόφαση της διοίκησης δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113).
Η αιτήτρια τόσο στην αρχική της αγόρευση, όσο και στην απαντητική, επισυνάπτει έγγραφα για να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι ουδέποτε έλαβε διατροφή από τον τέως σύζυγο της. Στην αρχική της αγόρευση επισυνάπτει ένορκη δήλωση του Ανδρέα Παύλου από την Έμπα που έγινε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 23.1.2015 ότι δεν πληρώνει οποιοδήποτε ποσό διατροφής στην πρώην σύζυγο του γιατί δεν έχει χρήματα και είναι άνεργος εδώ και δύο χρόνια. Στην απαντητική της αγόρευση επισυνάπτει επιστολή ημερ. 23.7.2015 προς την ίδια από τον Βοηθό Υπαστυνόμο Κυριάκου του Κεντρικού Σταθμού Πάφου ως προς το ότι εκκρεμούν πέντε εντάλματα διατροφών εναντίον του εν λόγω Ανδρέα Παύλου για διάφορους μήνες και έτη αρχίζοντας από τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2014 μέχρι και τον Ιούνιο του 2015. Εξηγείται εκεί ότι τα πέντε εντάλματα παραμένουν ανεκτέλεστα διότι δεν εντοπίζεται ο οφειλέτης και δεν έχουν βρεθεί στοιχεία που να βοηθούν στην ανεύρεση του.
Είναι φανερό ότι και τα δύο προαναφερθέντα έγγραφα είναι μεταγενέστερα της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, ούτε ήσαν ενώπιον της διοίκησης όταν αυτή εξέταζε τα στοιχεία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη πράξη. Επομένως δεν είναι δυνατόν να έχουν οποιαδήποτε επίπτωση επί της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, ούτε και το αναθεωρητικό Δικαστήριο δικαιούται με οποιοδήποτε τρόπο να θεωρήσει τα στοιχεία αυτά ως αλλοιώνοντα τα ενώπιον της διοίκησης, τότε, δεδομένα.
Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Ρουξάνδρα Αριστείδου ν. Υπουργού Εργασιας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 783/2012, ημερ. 25.9.2013, ο περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμος αρ. 95(Ι)/2006, ως τροποποιήθηκε, καθορίζει τους δικαιούχους δημοσίου βοηθήματος στη βάση αυστηρών κριτηρίων ώστε να μην γίνονται πληρωμές σε άτομα που δεν δικαιούνται κρατική βοήθεια. Μεταξύ των ορισμών περιέχεται στο άρθρο 2 και η έννοια του «εκούσια άνεργου», ως το πρόσωπο εκείνο το οποίο επίμονα αρνείται εργασία που είναι ικανό να εκτελέσει ή αν ήδη απασχολείται επί πλήρους ή μερικής βάσεως, αρνείται νέα πιο προσοδοφόρα εργασία ή συμπληρωματική εργασία ή αρνείται να παρακολουθήσει σειρά μαθημάτων για σκοπούς εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Δυνάμει του άρθρου 3(10)(α), δεν παρέχεται δημόσιο βοήθημα για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής απασχολείται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία, ενώ δυνάμει της υποπαραγράφου (β), δεν δικαιούται σε βοήθημα για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής εκούσια παραμένει άνεργος ή εκούσια υποαπασχολείται ή αρνείται να παρακολουθήσει πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης.
Επομένως, όταν διαπιστώνεται από τη διοίκηση υπερπληρωμή, η διοίκηση δικαιούται να προβεί σε επανεξέταση των πληρωμών ώστε ο δικαιούχος να μη λαμβάνει οτιδήποτε πέραν από τα ποσά που δικαιούται. Μάλιστα, αποτελεί καθήκον της διοίκησης να φροντίζει για την πίστη και αυστηρή εφαρμογή των κριτηρίων του Νόμου έτσι ώστε η αναθεώρηση των ποσών να στοχεύει ως θέμα δημόσιας τάξης στην αναζήτηση τυχόν υπερπληρωμών. Ιδιαίτερα όταν διαπιστώνεται παραπλάνηση ή παράλειψη αποκάλυψης ή απόκρυψη στοιχείων από το διοικούμενο εφόσον αποτελεί υποχρέωση του διοικούμενου να μην παραπλανεί ή να αποκρύπτει δεδομένα ως αποτέλεσμα των οποίων λαμβάνει δημόσιο χρήμα που δεν δικαιούται. Η ανατροπή της προηγουμένως εκτιμηθείσας κατάστασης από τη διοίκηση προς όφελος του διοικούμενου στη βάση παραπλάνησης ή απόκρυψης αποτελεί τότε υποχρέωση της διοίκησης (Σολωμού ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 169 και Στέλλα Αρέστη ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 325/2011, ημερ. 30.11.2012). Η όποια πάροδος του χρόνου, που εδώ δεν υπάρχει, δυνατόν να δημιουργήσει κώλυμα στη διοίκηση για την εκ υστέρων αναζήτηση των οφειλομένων, νοουμένου όμως ότι ο πολίτης έλαβε τα χρήματα καλόπιστα. Στον Π.Δ. Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 5η έκδ. παρ. 390-391, αναφέρεται ότι αν συντρέχει δόλος του ιδιώτη ή αν πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξης, τότε είναι δυνατή η προς όφελος του ιδιώτη ανατροπή της παράνομης πραγματικής κατάστασης που δημιουργήθηκε και έγινε ανεκτή για πάροδο χρόνου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €700 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ