ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANANDA MARGA LTD. ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 2583
MOYO & ANOTHER ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 1203
Mushtaq ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1479
Eddine Mahmood Hussein Alaa ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 561
THADD CORREIA κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1582/2008, 22 Ιουλίου 2010
FLORIN ION ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 833/2012, 29/11/2013
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D719
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5746/2013)
29 Οκτωβρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MUHYEDDIN ADNAN MUHYEDDIN SHKUNTANA,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Α. Κλαΐδη (κα), γι΄ αυτήν Μ. Λοΐζου (κα), για τον Αιτητή.
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, Ιορδανός υπήκοος, μόλις αφίχθηκε στη Δημοκρατία ως επισκέπτης στις 5.9.1996, με διαφορετικό όνομα, διέπραξε το αδίκημα της κλεπταποδοχής και καταδικάστηκε από Δικαστήριο σε εικοσαήμερη φυλάκιση, με αποτέλεσμα να απελαθεί στη χώρα του στις 7.11.1996 δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα δε στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων μεταναστών.
Στις 12.4.1997, ο αιτητής επανήλθε στη Δημοκρατία με άλλο όνομα και διαβατήριο, αλλά συνελήφθη ως απαγορευμένος μετανάστης και απελάθηκε εκ νέου στις 22.4.1998. Αργότερα όμως ο αιτητής και η Τουρκοκύπρια σύζυγος του με την οποία απέκτησε τρία τέκνα, παρουσιάστηκαν στο κλιμάκιο της ΥΑΜ Λάρνακας στις 5.8.2009 για διευθέτηση της παραμονής του ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδας, έχοντας εισέλθει παράνομα στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων με στοιχεία ως το όνομα του επί της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως και με άλλο διαβατήριο. Συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης εισόδου και σε σχετική ποινική υπόθεση καταδικάστηκε σε ποινές προστίμου.
Μετά από δύο διαδοχικές αιτήσεις στις 28.8.2008 και 15.9.2009 για παραμονή του στη Δημοκρατία, η πρώτη εκ των οποίων απορρίφθηκε, η δε δεύτερη παρέπεσε λόγω ύπαρξης διαφορετικών διοικητικών φακέλων ως προς το άτομο του, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση στις 18.11.2011 για άδεια παραμονής και εργασίας, αλλά απερρίφθη στις 2.5.2013 ως απαγορευμένος μετανάστης και με βεβαρημένο ποινικό μητρώο και ιστορικό παραμονής. Στην απόφαση αυτή αναφέρθηκε ότι θα έπρεπε να διευθετούσε την άμεση αναχώρηση του από τη Δημοκρατία, ενώ παρατηρήθηκε ότι η ενότητα της οικογένειας του θα μπορούσε να διατηρηθεί στη χώρα καταγωγής του. Συνάγεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ότι η σύζυγος του είναι επίσης Ιορδανή με Κυπριακή όμως υπηκοότητα.
Αυτή την πράξη της 2.5.2013 προσβάλλει ο αιτητής ως άκυρη και στερουμένη εννόμων αποτελεσμάτων με κύρια επιχειρηματολογία την παραβίαση του δικαιώματος οικογενειακής ζωής, την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, της αρχής της ελεύθερης εγκατάστασης και κυκλοφορίας σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και παράβαση του δικαιώματος ακρόασης.
Η προσφυγή είναι άνευ ερείσματος. Κατ΄ αρχάς πρέπει να διευκρινιστεί ότι υπάρχει σύγχυση από πλευράς του συνηγόρου του αιτητή ως προς την προσβαλλόμενη πράξη. Αυτή δεν αφορά σε καμιά περίπτωση στα μεταγενεστέρως εκδοθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης και τα οποία κατά την αγόρευση της Δημοκρατίας, αλλά και κατά την παράγραφο 11 της ένστασης της, διευκρινίζεται ότι δεν εκτελέσθηκαν λόγω μη εντοπισμού του αιτητή. Ορθά επομένως η συνήγορος των καθ΄ ων στην αγόρευση της υιοθετεί τη θέση ότι τα διατάγματα αυτά δεν έχουν εξωτερικευθεί ώστε να αποκτήσουν οποιανδήποτε υπόσταση παραμένοντας έτσι internum της διοίκησης. Επομένως, κακώς αναλώθηκε χρόνος στις αγορεύσεις εκατέρωθεν για το θέμα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης από τη στιγμή που η προσβαλλόμενη πράξη αφορά τη μη ανανέωση της διαμονής του αιτητή και της άδειας εργασίας του στη Δημοκρατία.
Έχοντας περαιτέρω εξετάσει όλα τα δεδομένα και στοιχεία στην ένσταση και το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις, προβάλλει ως αναντίλεκτο γεγονός ότι ο αιτητής ουδέποτε νομίμως απέκτησε άδεια παραμονής και εργασίας από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας. Από την αρχή της άφιξης του στη Δημοκρατία δημιούργησε προβλήματα καταχρώμενος της άδειας επισκέπτη που είχε λάβει (σχετικό και το Παράρτημα 2 στην ένσταση). Απελάθηκε για να επανέλθει με άλλο όνομα και διαβατήριο για να συλληφθεί και να απελαθεί εκ νέου (δέστε και το Παράρτημα 5 στην ένσταση). Επανήλθε στις 20.8.2008 ζητώντας άδεια για σκοπούς εργασίας και παραμονής με την Κυπρία σύζυγο του, αλλά απερρίφθη λόγω απόλυσης του από τον εργοδότη του, ως δείχνει το Παράρτημα 10 στην ένσταση. Με αυτό, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή του ημερ. 29.1.2009, πληροφόρησε τον αιτητή ότι η αίτηση του δεν μπορούσε να εγκριθεί λόγω του γεγονότος ότι η εργοδότηση του με την εταιρεία Hellenic Distributors Ltd είχε τερματισθεί στις 12.9.2008, τρεις εβδομάδες μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
Όταν υπέβαλε και πάλι αίτηση για άδεια παραμονής και εργασίας στις 18.11.2011, αυτή απερρίφθη με την προσβαλλόμενη πράξη με αναφορά στο γεγονός ότι ήταν απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(ι)(κ) και (λ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 λόγω «previous deportation, illegal entry and illegal stay». Η βάση απόρριψης του νέου αιτήματος για παραμονή και εργασία έχει ορθή αναφορά στα γεγονότα. Επομένως, η διοίκηση είχε υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και δεδομένα του αιτητή έτσι ώστε όταν άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια απορρίπτοντας την αίτηση, να μην ελέγχεται εκ των υστέρων, για οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα. Όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τον αιτητή, περιλαμβανομένης και της συζύγου του ως Κύπριας πολίτιδας, λήφθηκαν υπόψη.
Ο αιτητής, ως αλλοδαπός δεν έχει αυτόνομο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. Πόσο μάλλον όταν έχει καταδικαστεί από Ποινικό Δικαστήριο για διαφορετικές αξιόποινες πράξεις σε δύο περιπτώσεις. Δεδομένου ότι η αίτηση αντιμετωπίζεται από τη διοίκηση καλόπιστα, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Πλούσια είναι η νομολογία στο ζήτημα (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, Ananda Marga v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479 και Eddine v. Δημοκρατίας, (2005) 4 Α.Α.Δ. 561). Το δικαίωμα της Δημοκρατίας, όπως και κάθε κυρίαρχης χώρας, επιτρέπει στις διοικητικές αρχές να αποδέχονται ή όχι, ανάλογα με τις συνθήκες και τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης, την είσοδο αλλοδαπών στο έδαφος της ή να ανανεώνουν ή να ακυρώνουν δοθείσες άδειες παραμονής.
Όπως έχει αναφερθεί μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Florin Ion v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά., υπόθ. αρ. 833/2012, ημερ. 29.11.2013, η σχετική νομοθεσία προβλέπει ότι η καταδίκη σε ποινικό αδίκημα δικαιολογεί τη διευθύντρια να εκδώσει διάταγμα κράτησης και απέλασης ή να μην ανανεώσει άδεια παραμονής. Η εμπλοκή του αιτητή σε έκνομες ενέργειες στη βάση των οποίων ακολουθεί καταδίκη και μάλιστα ποινή φυλάκισης, δείχνει τη σοβαρότητα της παράνομης συμπεριφοράς ενός ατόμου.
Η βάση του αιτητή περί του λανθασμένου της άσκησης του διοικητικού μέτρου που έλαβε η Δημοκρατία ως ερχόμενου σε αντίθεση με τον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο αρ. 7(Ι)/2007, δεν είναι ορθή. Όπως αντίθετα εισηγείται η κα Ιακωβίδου στη γραπτή της αγόρευση, για να αντλεί οποιοδήποτε ευεργέτημα ο αιτητής από τον εν λόγω Νόμο, θα πρέπει πρώτα να καταδείξει ότι εμπίπτει στις πρόνοιες του.
Ο Νόμος με το άρθρο 2, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ως πολίτη της Ένωσης κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλου από τη Δημοκρατία, το δε άρθρο 4 προδιαγράφει το πεδίο εφαρμογής του Νόμου αφορώντα σε οποιοδήποτε πολίτη της Ένωσης, ο οποίος αφίκνυται ή διαμένει στη Δημοκρατία καθώς και στα μέλη της οικογένειας του ανεξαρτήτως ιθαγένειας που τον συνοδεύουν κατά τη μετάβαση του στη Δημοκρατία ή που αφίκνυνται στη Δημοκρατία για να τον συναντήσουν. Όπως έχει λεχθεί και στην απόφαση 1. Thadd Correia κ. ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1582/2008, ημερ. 22.7.2010, ο Νόμος εφαρμόζεται μόνο σε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφόσον ο αιτητής είναι πολίτης τρίτης χώρας, όπως ήταν και η περίπτωση στην υπόθεση εκείνη όπου ο αιτητής 1 ήταν Καναδικής καταγωγής, ο Νόμος δεν μπορεί να του προσδώσει οποιαδήποτε δικαιώματα.
Ο Νόμος έχει μεταφέρει στην Κυπριακή έννομη τάξη τα προνοούμενα από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2004/38/ΕΚ και δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση όπου ο πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιθυμεί να διαμείνει στο κράτος μέλος του οποίου είναι εν πάση περιπτώσει υπήκοος. Εκείνο στο οποίο στοχεύει ο Νόμος είναι στην ελεύθερη διακίνηση πολιτών της Ένωσης σε άλλες χώρες μέλη της Ένωσης. Αυτό είναι σαφές και από το άρθρο 3 του Νόμου στο οποίο καθορίζεται ο σκοπός του, ήτοι, αναφορικά με τους όρους και διατυπώσεις που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στη Δημοκρατία από τους πολίτες της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε σε σχέση με την Κύπρια σύζυγο του αιτητή πολίτη της Δημοκρατίας διότι δεν είναι εκείνη η οποία έχει μετεγκατασταθεί από άλλη χώρα της Ένωσης στη Δημοκρατία, ούτε και ήταν εν πάση περιπτώσει αιτήτρια προς επίρρωση οποιουδήποτε σχετικού δικαιώματος της.
Είναι περαιτέρω σαφές από τη νομολογία ότι τόσο το Κεφ. 105, όσο και ο Νόμος αρ. 7(Ι)/2007, επιβεβαιώνουν το δικαίωμα του κράτους στην έκφραση της κυριαρχίας του, ακόμη και στην περίπτωση των κοινοτικών υπηκόων εφόσον οι διάφορες ρυθμίσεις τους, επιτρέπουν τον περιορισμό της εισόδου και της παραμονής είτε αλλοδαπών, είτε κοινοτικών υπό το φως της συνδρομής ορισμένων προϋποθέσεων. Το γεγονός ότι η σύζυγος του αιτητή είναι πολίτης της Δημοκρατίας δεν καθιστά αυτόματα την παραμονή του αιτητή δικαιωματική, ο οποίος εν πάση περιπτώσει έχει υποπέσει, όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε διάφορες παράνομες πράξεις ούτως ώστε δικαιολογημένα η διοίκηση να έχει ασκήσει την ευχέρεια της εναντίον της ανανέωσης της άδειας παραμονής του. Από δε τη στιγμή που διαπιστώνεται παράνομη συμπεριφορά δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα αναλογικότητας, όπως προτείνει ο αιτητής. Δεν εναπόκειται στο αναθεωρητικό Δικαστήριο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, να ελέγξει το πεδίο εφαρμογής της αναλογικότητας εφόσον η διοίκηση ενεργεί καλόπιστα και στη βάση των προηγούμενων καταδικών του αιτητή.
Στο ζήτημα αποκτά και σημασία η θέση της διοίκησης ότι η σύζυγος του αιτητή είναι ομοεθνής του, το δε ζεύγος ζούσε για χρόνια στην Ιορδανία. Η θέση αυτή δεν τυγχάνει αμφισβήτησης από τον αιτητή. Επομένως, η καταγραφείσα στο Σημείωμα 18 ημερ. 20.8.2009 θέση της διοίκησης, ότι εφόσον η οικογένεια διέμενε στην Ιορδανία μέχρι το 2008, αφού η Τουρκοκύπρια σύζυγος του αιτητή είναι ομοεθνής του, απέκτησε δε την Κυπριακή υπηκοότητα λόγω καταγωγής, δεν θεωρείται ότι θα υπήρχε πρόβλημα να διαμένουν στην Ιορδανία, αφού ο αιτητής είναι παράνομος μετανάστης, δικαιολογεί την απόφαση άρνησης ανανέωσης της περιόδου παραμονής, μεταξύ άλλων, και, διότι «... the unity of your family can be preserved in your country of origin.».
Ούτε και τίθετο θέμα προηγούμενης ακρόασης εφόσον ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης να μην ανανεώσει την άδεια με μόνη προϋπόθεση την καλόπιστη εξέταση της αίτησης.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ