ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Θ. Κουσπή, για την Αιτήτρια. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-10-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΛΕΝΗ ΠΑΡΟΥΤΣΗ ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 5700/2013, 30/10/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D725

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                       (Υπόθεση Αρ. 5700/2013)

                                                           

   30 Οκτωβρίου, 2015

 

[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΕΛΕΝΗ  ΠΑΡΟΥΤΣΗ,

                                                                                                    Αιτήτρια,

 

ΚAI

 

                      ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                 

                 Καθ' ης η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Θ. Κουσπή, για την Αιτήτρια.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την

  Καθ' ης  η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: H αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 11.4.2013, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής, ημερομηνίας 16.4.2013, και με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή της εναντίον της απόρριψης της αίτησής της για συμπερίληψή της στον Ειδικό Κατάλογο Διοριστέων Εκπαιδευτικών για Άτομα με Αναπηρίες (ειδικότητα Δασκάλων).

 

H αιτήτρια κατάγεται από την Ελλάδα και διαμένει μόνιμα στην Κύπρο. Είναι πτυχιούχος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στις 2.11.2011 υπέβαλε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων Δασκάλων.

 

Ακολούθως, με επιστολή της ημερομηνίας 25.11.2011, απηύθυνε προς την Επιτροπή αίτημα εγγραφής στους ειδικούς καταλόγους εκπαιδευτικών με αναπηρίες, δυνάμει του περί Πρόσληψης Ατόμων με Αναπηρίες στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 2009 (Ν.146(Ι)/2009) - (στο εξής «ο Νόμος»), επικαλούμενη μειωμένη όραση και επισυνάπτοντας τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά.

 

Σύμφωνα με το σχετικό πιστοποιητικό νοσηλείας του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γ. Γεννηματάς», το οποίο επιβεβαιώνεται και από γνωμάτευση ιδιώτη Οφθαλμίατρου, η αιτήτρια πάσχει από «εκφυλιστική αλλοίωση της ωχράς κηλίδας τύπου Stargardt σε αμφοτέρους τους οφθαλμούς. Η οπτική οξύτητα ανέρχεται μόλις σε 1/20 με διόρθωση, μη διορθουμένη περαιτέρω. Η κατάσταση της ασθενούς είναι μόνιμη, δεν επιδέχεται βελτίωση και πρέπει να υπαχθεί στα άτομα με ειδικές ανάγκες».

 

Τα πιο πάνω πιστοποιητικά διαβιβάστηκαν από την Επιτροπή στην Διευθύντρια του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, για το σκοπό παραπομπής και αξιολόγησή τους από Ειδική Πολυθεματική Επιτροπή (ΕΠΕ), σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου.

 

Η ΕΠΕ αξιολόγησε την αιτήτρια στις 8.2.2012 με βάση σχετικό «Πρωτόκολλο Αξιολόγησης», το οποίο στηρίζεται στη Διεθνή Ταξινόμηση της Λειτουργικότητας, της Αναπηρίας και της Υγείας (ΙCF, International Classification of Functioning, Disability and Health) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

 

Σύμφωνα δε με την γνωμοδότησή της, η αιτήτρια ενέπιπτε στον ορισμό της έννοιας «άτομο με αναπηρίες» του άρθρου 2 του Νόμου, λόγω της πιστοποιημένης πάθησής της και ότι ήταν κατάλληλη για διορισμό στη θέση Δασκάλας ή για άλλες ομοειδείς θέσεις.

 

Η πιο πάνω έκθεση της ΕΠΕ κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, η οποία κάλεσε την αιτήτρια σε προσωπική συνέντευξη στις 5.3.2012. Μετά το πέρας της συνέντευξης, η Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση της αιτήτριας, σημειώνοντας ότι «το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει δεν την καθιστά σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα άτομα που είναι εγγεγραμμένα στον πίνακα διοριστέων Δασκάλων».

 

Ακολούθως, στις 15.6.2012, η αιτήτρια, το όνομα της οποίας δεν είχε συμπεριληφθεί στον ειδικό κατάλογο διοριστέων  εκπαιδευτικών (Δασκάλων) με αναπηρία, του Φεβρουαρίου 2012, υπέβαλε ένσταση, ζητώντας την επανεξέταση του αιτήματός της, η οποία εξετάστηκε από την Επιτροπή στις 22.8.2012 και απορρίφθηκε. Όπως αναφερόταν σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 23.8.2012, που της απεστάλη, «η Επιτροπή αξιολογώντας όλα τα ενώπιον της στοιχεία, περιλαμβανομένης της προσωπικής συνέντευξης, έκρινε ότι η αναπηρία σας δεν μειώνει ουσιωδώς τη δυνατότητα εξεύρεσης κατάλληλης απασχόλησης».

 

Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε με προσφυγή και ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ως αποτέλεσμα νομικής πλάνης (βλ. Ελένη Παρουτσή v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1449/2012, ημερομηνίας 14.3.2014, ECLI:CY:AD:2014:D192).

 

Στο μεταξύ, η αιτήτρια υπέβαλε στις 10.10.2012 νέο αίτημα εγγραφής στον ειδικό κατάλογο διοριστέων εκπαιδευτικών με αναπηρίες (ειδικότητα Δασκάλων) του Φεβρουαρίου 2013, υποστηρίζοντας, με βάση νέα ιατρική γνωμάτευση του Οφθαλμολογικού Ινστιτούτου Laser Vision, ότι το πρόβλημά της επιδεινώθηκε και ζητώντας την επανεξέτασή της.

 

Η Επιτροπή, αφού κάλεσε εκ νέου την αιτήτρια σε συνέντευξη στις 13.12.2012, κατά την οποία η αιτήτρια υποστήριξε ότι η όρασή της είχε σημειώσει περαιτέρω μείωση, σε βαθμό που καθιστούσε απαραίτητη τη χρήση συνοδού για σκοπούς άσκησης των καθηκόντων της ως δασκάλα, απέρριψε και πάλι το αίτημα στις 14.12.2012, με το ακόλουθο αιτιολογικό:

 

«Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τα νέα ιατρικά πιστοποιητικά που έφερε η Παρούτση, αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση της διότι μέσα στο πλαίσιο εξέτασης της, διαπίστωσε ότι η αιτήτρια δεν κρίνεται κατάλληλη για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του Δασκάλου σύμφωνα με τον περί Πρόσληψης Ατόμων με Αναπηρίες στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμο Ν.146(Ι)/2009».

 

Με βάση την πιο πάνω απόφαση, η αιτήτρια δε συμπεριλήφθηκε στον ειδικό κατάλογο διοριστέων εκπαιδευτικών με αναπηρία του  Φεβρουαρίου 2013, με αποτέλεσμα να καταχωρήσει νέα ένσταση στις 6.3.2013, η οποία απορρίφθηκε από την Επιτροπή κατ' επίκληση του αιτιολογικού της απόφασης της 14.12.2012.

 

Η απόρριψη της ένστασης κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με σχετική επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής, ημερομηνίας 16.4.2013, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Η αιτήτρια προβάλλει τους ακόλουθους λόγους, προς ακύρωση της επίδικης απόφασης:

(α) αντίκειται στο Νόμο (Ν.146(Ι)/2009) και είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας,

(β) δεν είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη, και,

(γ) λήφθηκε κατά παράβαση τύπου και διαδικασίας.

         

Στη γραπτή της αγόρευση, η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας υποστηρίζει ότι οι καθ'ων η αίτηση, κατά τη διαδικασία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν έλαβαν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της αιτήτριας και τη γνωμάτευση της ΕΠΕ, με αποτέλεσμα να καταλήξουν κάτω από συνθήκες πλάνης στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν ήταν κατάλληλη για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Επικαλείται, ειδικότερα, η αιτήτρια τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις πρόσληψης ατόμων με αναπηρίες σε θέσεις απασχόλησης και εισηγείται ότι το εύρημα της καθ' ης η αίτηση ότι δεν ήταν κατάλληλη για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης παρέμεινε ατεκμηρίωτο.

 

Επιπρόσθετα, με δεδομένη την αντίθετη γνωμάτευση των ειδικών της ΕΠΕ, η επίδικη απόφαση με την οποία υιοθετήθηκε ουσιαστικά η αντίθετη άποψη, θα έπρεπε να συνοδεύεται από ειδική αιτιολογία - στοιχείο που απουσιάζει παντελώς τόσο από το ίδιο το σώμα της απόφασης, όσο και από το διοικητικό φάκελο.

 

Η καθ΄ης η αίτηση απαντά στα πιο πάνω, υποστηρίζοντας ότι η γνωμοδότηση της ΕΠΕ δεν ήταν δεσμευτική για την Επιτροπή, η οποία διατηρούσε την εξουσία διεξαγωγής δικής της έρευνας, όπως και έπραξε, καλώντας την αιτήτρια σε προσωπική συνέντευξη. Όπως εισηγείται, περαιτέρω, το γεγονός ότι η αιτήτρια ενέπιπτε στον ορισμό του «ατόμου με αναπηρίες», δε δημιουργούσε από μόνο του δέσμια υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου να την εντάξει στο σχετικό κατάλογο διοριστέων.

 

Το άρθρο 3 του Νόμου καθορίζει ειδικές διατάξεις για την πρόσληψη ατόμων με αναπηρίες, εφόσον ικανοποιούνται σωρευτικά τα πιο κάτω αντικειμενικά κριτήρια:

 

«(α) κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα της υπό πλήρωση θέσης απασχόλησης

 

(β) επιτυγχάνουν σε τυχόν απαιτούμενες για τη θέση απασχόλησης   γραπτές ή/και προφορικές εξετάσεις

 

(γ) κρίνονται κατάλληλα για την εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση   θέσης απασχόλησης από το αρμόδιο διορίζον όργανο, το  οποίο υποχρεούται για το σκοπό αυτό, να λαμβάνει υπόψη και την έκθεση της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 6.»

 

Η σύσταση της ΕΠΕ και η διαδικασία αξιολόγησης της αναπηρίας και καταλληλότητας ενός υποψηφίου ρυθμίζονται στα άρθρα 5 και 6 του Νόμου ως ακολούθως:

 

«5.-(1) Για σκοπούς αξιολόγησης και διαπίστωσης ότι ένα άτομο είναι άτομο με αναπηρίες και για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, το Τμήμα συστήνει, με βάση ετήσιους καταλόγους ειδικών επαγγελματιών στον τομέα της υγείας που εγκρίνει ο Υπουργός, ειδική πολυθεματική επιτροπή, είτε πάνω σε ετήσια βάση είτε/και κατά περίπτωση, ανάλογα και με τις ανάγκες των διοριζόντων οργάνων, οι διαδικασίες και οι κανόνες λειτουργίας της οποίας καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς που θεσπίζονται από το Τμήμα και εγκρίνονται από τον Υπουργό.

 

(2)............................».

 

«6.-(1) Με την αίτησή του για πρόσληψη σε θέση απασχόλησης ή όταν του ζητηθεί από το διορίζον όργανο ή από την ειδική πολυθεματική επιτροπή, ο υποψήφιος υποβάλλει, πέραν από τα κατά τα άλλα απαιτούμενα σύμφωνα με τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης απασχόλησης πιστοποιητικά, πρωτότυπα πιστοποιητικά των θεραπόντων ιατρών του στα οποία περιγράφεται το είδος και η κατάσταση της αναπηρίας του.

 

(2) Το διορίζον όργανο, αφού εξετάσει την αίτηση ή τα ενώπιον του στοιχεία για πρόσληψη και διαπιστώσει ότι ο υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα, παραπέμπει την αίτηση ή/και όλα τα σχετικά στοιχεία του υποψήφιου στο Τμήμα, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τυχόν προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να του διαβιβασθεί η έκθεση της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής.

 

(3) Το Τμήμα διαβιβάζει την αίτηση ή/και όλα τα σχετικά στοιχεία και παραπέμπει τον υποψήφιο στην ειδική πολυθεματική επιτροπή, η οποία αξιολογεί κατά πόσο ο υποψήφιος είναι άτομο με αναπηρίες κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, καθώς και την καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των προβλεπόμενων καθηκόντων της θέσης απασχόλησης.

 

(4) Η ειδική πολυθεματική επιτροπή μετά την αξιολόγηση του υποψηφίου, συντάσσει έκθεση αναφορικά με την αναπηρία και την καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των καθηκόντων της θέσης απασχόλησης, η οποία διαβιβάζεται μέσω του Τμήματος εντός της τυχόν υποδεικνυόμενης προθεσμίας, στο διορίζον όργανο.

 

Νοείται ότι η ειδική πολυθεματική επιτροπή δύναται να αξιολογεί τον υποψήφιο αναφορικά με την καταλληλότητά του να ασκήσει καθήκοντα ομοειδή με αυτά της θέσης απασχόλησης για την οποίαν αρχικά αξιολογείται, και σε τέτοια περίπτωση η έκθεση της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής, η οποία δυνατό να προβλέπει διάρκεια ισχύος της, διατηρείται στο Τμήμα το οποίο τη διαβιβάζει στο εκάστοτε διορίζον όργανο όποτε αυτό ζητείται, για σκοπούς πρόσληψης του υποψηφίου σε θέση απασχόλησης ομοειδών καθηκόντων, χωρίς να απαιτείται σε τέτοια περίπτωση η εκ νέου αξιολόγηση του υποψηφίου προσώπου από την ειδική πολυθεματική επιτροπή».

 

Στην παρούσα περίπτωση, η αιτήτρια παραπέμφθηκε  στην ΕΠΕ, στη σύνθεση της οποίας συμμετείχε ειδικός χειρούργος οφθαλμίατρος, φυσιοθεραπεύτρια και ένας εκπρόσωπος του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες.

 

Η ΕΠΕ, αφού αξιολόγησε την κατάσταση της αιτήτριας, κατέληξε ότι αυτή ενέπιπτε στην έννοια του όρου «άτομο με αναπηρίες», σύμφωνα με το Νόμο, γιατί, όπως σημειώθηκε στη γνωμοδότησή της, «πάσχει από την Νόσο Starqard. ΔΑΟ και έχει πάρα πολύ χαμηλή όραση ΔΟ: 1/10 ΑΟ: 1/20». Έκρινε δε την αιτήτρια ως κατάλληλη για διορισμό στη θέση Δασκάλας, με την παρατήρηση ότι «πιθανό να χρειαστεί βοηθό».

 

Το ιατρικό σκέλος του πορίσματος της ΕΠΕ αναφορικά με την πάθηση και την οπτική ικανότητα της αιτήτριας συνέπιπτε με τα ευρήματα και τα πιστοποιητικά των ειδικών ιατρών που είχαν προσκομιστεί από την αιτήτρια στην αίτησή της.

 

Έχοντας ενώπιόν της την πιο πάνω έκθεση της ΕΠΕ, η Επιτροπή κάλεσε την αιτήτρια σε προφορική συνέντευξη, το περιεχόμενο της οποίας, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό που επισυνάπτεται στην ένσταση, αφορούσε γενικόλογα ζητήματα, όπως τον τόπο διαμονής της, το κατά πόσο είχε έλθει σε επαφή με τη Σχολή Τυφλών και αν ελάμβανε οποιαδήποτε επιδόματα ή είχε αποταθεί στην υπηρεσία για τους ανέργους. Επίσης, κατά πόσο είχε εργαστεί ως εκπαιδευτικός στην Ελλάδα και κατά πόσο ετύγχανε εκεί εφαρμογής ο Νόμος της ποσόστωσης για τους αναπήρους.

 

Με βάση το πιο πάνω «πλαίσιο εξέτασης», όπως το χαρακτήρισε στα πρακτικά της,  η Επιτροπή «διαπίστωσε» ότι η αιτήτρια δεν ήταν κατάλληλη για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του Δασκάλου, επικαλούμενη αορίστως, «σύμφωνα με τον περί Πρόσληψης Ατόμων με Αναπηρίες στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμο Ν.146(Ι)/2009».

 

Η πιο πάνω κατάληξη της Επιτροπής ευρίσκεται σε αντίθεση με το πόρισμα των ειδικών της ΕΠΕ, καθώς επίσης και με την προηγούμενη απόφαση της ίδιας της Επιτροπής, ημερομηνίας 5.3.2012, όπου, κάτω από τα ίδια περίπου δεδομένα, κατέληξε ότι «το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει δεν την καθιστά σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα άτομα που είναι εγγεγραμμένα στον πίνακα διοριστέων Δασκάλων».

 

Όπως αναφέρεται ρητά στο άρθρο 3(γ) του Νόμου, πιο πάνω, το διορίζον όργανο «υποχρεούται, ., να λαμβάνει υπόψη και την έκθεση της ειδικής πολυθεματικής επιτροπής που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 6». Συνεπώς, το γεγονός ότι το διορίζον όργανο είναι αυτό που λαμβάνει την τελική απόφαση, δε σημαίνει ότι, χωρίς οποιανδήποτε εξήγηση, μπορεί να παραγνωρίζει τη σχετική έκθεση της ΕΠΕ, η οποία προνοείται ρητά από το Νόμο. Σε περιπτώσεις όπως στην παρούσα, όπου η άποψη της Επιτροπής βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με το σχετικό εύρημα του οργάνου στο οποίο ο νομοθέτης εναπόθεσε το καθήκον γνωμοδότησης αναφορικά με την καταλληλότητα υποψηφίου με αναπηρία να ασκήσει τα καθήκοντα συγκεκριμένης θέσης, η ειδική αιτιολογία για την απόκλιση καθίσταται, εκ των πράγματων, επιτακτική.

 

Η νομολογία έχει ήδη αποδοκιμάσει παρόμοια τακτική της Επιτροπής να αγνοεί αναιτιολόγητα τη γνώμη της ΕΠΕ σε τρεις πρόσφατες πρωτόδικες αποφάσεις. Πρόκειται για τις αποφάσεις Αθανάσιος Νάκας v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1091/2011 κ.ά., ημερομηνίας 11.1.2013, Ελένη Παρούτση v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1449/2012, ημερομηνίας 14.3.2014, ECLI:CY:AD:2014:D192 και Στυλιανή Έλληνα v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 897/2012, ημερομηνίας 21.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D46. Η τελευταία έχει εφεσιβληθεί με την Αναθεωρητική Έφεση 27/14, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.

 

Στην Παρούτση  v. Δημοκρατίας (πιο πάνω), με την οποία η αιτήτρια, όπως ήδη λέχθηκε, είχε αμφισβητήσει την εγκυρότητα της πρώτης απορριπτικής  απόφασης της Επιτροπής, το θέμα τέθηκε ως εξής:

 

«Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου το άτομο με αναπηρίες διαπιστώνεται δηλαδή κρίνεται, μετά από αξιολόγηση από την Ειδική Πολυθεματική Επιτροπή, όπως προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του Νόμου, ως άτομο που έχει ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό , που μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εξεύρεσης και διατήρησης κατάλληλης απασχόλησης. Παρά τη διαπίστωση της ΕΠΕ ότι η αιτήτρια είναι τέτοιο πρόσωπο, η καθ' ης η αίτηση, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ‟η αναπηρία σας δεν μειώνει ουσιωδώς τη δυνατότητα εξεύρεσης κατάλληλης απασχόλησης". Δηλαδή η καθ' ης η αίτηση ενήργησε ως Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, ‟εξέτασε" την αιτήτρια στην προαναφερόμενη συνέντευξη και αποφάσισε ότι η γνωμοδότηση της ΕΠΕ για την αιτήτρια ήταν εσφαλμένη. Προς τούτο δεν δίνει ούτε ειδική αλλά ούτε και οποιαδήποτε αιτιολογία.

 

Θεωρώ ότι, υπό τις περιστάσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και είναι προϊόν πλάνης περί το νόμο. Συμφωνώ απόλυτα με τα όσα ανέφερε ο αδελφός δικαστής Κραμβής σε παρόμοια περίπτωση, στην υπόθεση Νάκας v. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1091/11 και 1479/11, ημερ. 11.1.2013. Δεν παραγνωρίζω ότι στην πιο πάνω υπόθεση η καθ' ης η αίτηση δεν κάλεσε τον αιτητή σε συνέντευξη, όμως κατά την εκτίμηση μου, η συνέντευξη στην οποία κλήθηκε η αιτήτρια στην παρούσα υπόθεση ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής (επιστημονική) έρευνα αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της συγκεκριμένης οφθαλμολογικής αναπηρίας της αιτήτριας».

 

Συμφωνώ με τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, τα οποία ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση. Δεδομένης της αντίθετης γνωμοδότησης της ΕΠΕ, η κατάληξη της Επιτροπής ότι η αιτήτρια δεν ήταν κατάλληλη για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, διαπιστώνεται ότι είναι αναιτιολόγητη και ότι δεν υποστηρίζεται από τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με €1,300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ΄ ης η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. 

 

 

                                                      Κ. Σταματίου,

                                                                Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο