ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D705
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 300/2015)
22 Οκτωβρίου 2015
[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
2. ΛΑΝΑ ΑΜΠΟΥ ΑΛ. ΤΑΧΕΡ
Αιτητές
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ Δ/ΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ΄ ων η αίτηση
_____________________
Ρ. Βραχίμης, για τους αιτητές.
Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Ο αιτητής αρ. 1 (εν τοις εφεξής «ο αιτητής») είναι Έλληνας υπήκοος γεννηθείς το 1974. Στη Δημοκρατία αφίχθηκε στις 5.4.2002 και έλαβε άδεια παραμονής και εργασίας ως ιερέας στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Το 2003 τον ακολούθησε η επίσης Ελληνίδα υπήκοος τότε σύζυγός του. Παρέμειναν στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς Ευρωπαίου πολίτη.
Στις 31.7.2012 ο αιτητής καταδικάστηκε, μετά από παραδοχή του, από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας-Αμμοχώστου, σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, με ισχύ από 12.4.2012, για τα αδικήματα της εισαγωγής και κατοχής, όπως και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι κάνναβης συνολικού βάρους 2 κιλών και 980 γραμμαρίων. Το Κακουργιοδικείο είχε λάβει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής δύο άλλες εκκρεμείς υποθέσεις εναντίον που αφορούσαν αδικήματα απάτης και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, δόλιας συναλλαγής, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και άλλα συναφή.
Στις 14.11.2014, ενώ εξέτιε την ποινή του και αφού είχε λάβει διαζύγιο από την προαναφερθείσα σύζυγό του, τέλεσε γάμο με γυναίκα από το Κουβέιτ, η οποία είχε προηγουμένως, την 1.8.2014, πολιτογραφηθεί ως Κυπρία υπήκοος.
Στις 25.2.2015 αποφυλακίστηκε - αφού έτυχε χάριτος για το ¼ της ποινής του - και αυθημερόν συνελήφθη και απελάθηκε στην Ελλάδα με βάση τα προσβαλλόμενα τώρα διατάγματα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν στις 24.2.2015, δυνάμει των άρθρων 29(1) και 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν. 107(Ι)/2007 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»).
Ρητή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης περιέχεται σε επιστολή του Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών (εν τοις εφεξής «το Τμήμα») προς τον αιτητή, ημερομηνίας 24.2.2015, με επισυνημμένη σχετική έκθεση, στην οποία σημειώνεται ότι οι αρμόδιες αρχές έκριναν πως η προσωπική του συμπεριφορά αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ως εκ της προαναφερθείσας καταδίκης του. Σημειώνεται, επίσης στην έκθεση, πως, παρά το γεγονός ότι είχε συμπληρώσει χρονικό διάστημα δέκα ετών παραμονής στη Δημοκρατία, κρίθηκε ότι η περίπτωση του εμπίπτει στους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση (Τεκμήριο 15 στην Ένσταση).
Πέραν των στοιχείων αυτών αιτιολογίας, στο διοικητικό φάκελο εντοπίζεται σημείωμα με εισηγήσεις διοικητικής λειτουργού του Τμήματος προς τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος, ημερομηνίας 17.2.2015 (Τεκμήριο 13 στην Ένσταση) στο οποίο γίνεται αναφορά στις θέσεις του αιτητή αναφορικά με τις προσωπικές του περιστάσεις και τους δεσμούς του με την Κύπρο ως ακολούθως:
«Όσον αφορά στους δεσμούς του με τη Δημοκρατία όπως προανάφερα είναι νυμφευμένος με Κύπρια εκ πολιτογραφήσεως με την οποία νυμφεύθηκε, ενώ ήταν στη φυλακή, στις 14/11/2014. Η δε πρώην σύζυγος και το παιδί του μένουν εκτός Δημοκρατίας. Οι δε γονείς του έχουν αποβιώσει. Επιπλέον διαθέτει περιουσία στην Κύπρο (2 κατοικίες και 1 χωράφι) για την απόκτηση της οποίας, ως φαίνεται, έχει συνάψει δάνειο στο οποίο είναι εγγυητές Κύπριοι πολίτες. Όπως δήλωσε σκοπός του μετά την αποφυλάκισή του είναι να ξοφλήσει τα δάνεια και να αποδεσμεύσει τους εγγυητές καθότι έχει καταχωρημένη ποινική υπόθεση εναντίον Κυπρίων που του οφείλουν χρηματικά ποσά και η παρουσία του στο Δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας είναι αναγκαία. Δεν θέλει να απελαθεί διότι η οικογένειά του, η περιουσία του και οι υποχρεώσεις του απέναντι σε ανθρώπους που τον εμπιστεύτηκαν υπογράφοντας ως εγγυητές είναι Κύπριοι πολίτες, δεν έχει δεσμούς με την Ελλάδα και τυχόν απόφαση απέλασης θα φέρει πρόβλημα στην οικογένειά του αλλά και στους εγγυητές και στα χρωστούμενα που εκδικάζονται."
Παρά ταύτα, η εν λόγω διοικητική λειτουργός, αφού αναφέρθηκε στην υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Land Baden-Wurthemberg v. Τσακουρίδη, C-145/09, κατέληξε σε εισήγηση για απέλασή του, με το εξής σκεπτικό:
«Θεωρώ ότι οι αξιόποινες πράξεις που έχει διαπράξει είναι σοβαρότατες και υπάρχει κίνδυνος υποτροπής καθότι αποφάσισε για οικονομικούς λόγους να επιδοθεί στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, αδιαφορώντας για τα προβλήματα που δημιουργεί η διακίνηση αυτή στα εξαρτώμενα άτομα.
Επιπλέον, το γεγονός της ύπαρξης και άλλων ποινικών υποθέσεων εναντίον του δείχνει ότι δεν ήταν σε θέση να σεβαστεί την κρατούσα έννομη τάξη. Θεωρώ επίσης ότι το ιδιωτικό συμφέρον του δικαιώματος εισόδου και διαμονής του στη Δημοκρατία λόγω της διάρκειας νόμιμης διαμονής του, δεν υπερισχύει του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος το οποίο συνίσταται στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας που έχει σχέση με τη διακίνηση ναρκωτικών.»
Τα παράπονα, τώρα, του αιτητή εστιάζονται κατά πρώτον στον ισχυρισμό ότι η διοίκηση προέβη σε πλημμελή έρευνα και ανεπαρκή αιτιολογία και ειδικότερα ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι συνεργάσθηκε πλήρως με την αστυνομία, όχι μόνο κατονομάζοντας αλλά και δίδοντας μαρτυρία εναντίον του προσώπου στο οποίο ανήκαν τα ναρκωτικά και περιπλέον ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη τις οικογενειακές του περιστάσεις όπως διαμορφώθηκαν μετά το γάμο του. Είναι περαιτέρω η θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου, είναι προϊόν πλάνης, κακής πίστης, κατάχρησης εξουσίας κ.ο.κ. Η ουσία είναι ότι επικαλείται εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 29 επ. του Νόμου που θέτουν περιορισμούς στο δικαίωμα εισόδου και στο δικαίωμα διαμονής, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.
Σύμφωνα με το άρθρο 29(3)(α), κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 29(3)(β) του Νόμου, οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄εαυτών λόγους για επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα εισόδου και διαμονής. Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Kristian Bekefi κ.α. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις 42/2013-45/2013, ημερομηνίας 8.9.2015:
«Προηγούμενη καταδίκη μπορεί να ληφθεί υπόψιν, μόνο στο βαθμό που στοιχειοθετείται από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη, τέτοια προσωπική συμπεριφορά η οποία να συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης. Η υποχρεωτική και αυτόματη απέλαση, βάσει τεκμηρίου ως εκ της προηγούμενης καταδίκης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν και να συνεκτιμάται δεόντως η προσωπική του συμπεριφορά ή ο κίνδυνος για τη δημόσια τάξη, δεν επιτρέπεται (C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri). Οι σχετικές αρχές συνοψίζονται ως ακολούθως στο σύγγραμμα Cases and Materials on EU Law, Stephen Weatherill, 8th Edition, σελ. 435:
«Measures taken on grounds of public policy or public security shall comply with the principle of proportionality and shall be based exclusively on the personal conduct of the individual concerned. Previous criminal convictions shall not in themselves constitute grounds for taking such measures.
The personal conduct of the individual concerned must represent a genuine, present and sufficiently serious threat affecting one of the fundamental interests of society. Justifications that are isolated from the particulars of the case or that rely on considerations of general prevention shall not be accepted.»
Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι κατά βάσιν το κριτήριο για επίκληση της έννοιας της δημόσιας τάξης, δεν είναι οι προηγούμενες καταδίκες από μόνες τους, αλλά η ενεστώσα συμπεριφορά του πολίτη της Ένωσης και το κατά πόσον τέτοια συμπεριφορά αποτελεί πραγματική και επαρκώς σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.»
Το άρθρο 30 του Νόμου προσδιορίζει τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια αρχή για σκοπούς απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, ως ακολούθως: η περίοδος διαμονής του ενδιαφερομένου προσώπου στη Δημοκρατία, η ηλικία του, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και η οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.
Ο βαθμός ενσωμάτωσης δεν αποτελεί απλώς κριτήριο που συνυπολογίζεται, αλλά, υπό τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, επαυξάνει την προστασία κατά της απέλασης, προς υλοποίηση της αρχής ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταξη των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους στο κράτος μέλος υποδοχής, τόσο μεγαλύτερη προστασία πρέπει να τους παρέχεται από το ενδεχόμενο απέλασης. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 30(2), η αρμόδια αρχή δεν δύναται να λάβει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης κατοικίας στην επικράτεια της Δημοκρατίας, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 30(3) τέτοια απόφαση είναι επιτρεπτή, προκειμένου για άτομα που έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα τουλάχιστον έτη στη Δημοκρατία ή είναι ανήλικοι, μόνο για επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Τσακουρίδη, αποφασίστηκε ότι η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών από συμμορίες εμπίπτει στην έννοια «δημόσια τάξη» και ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας που οφείλεται στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών από συμμορίες, είναι δυνατόν να καλύπτεται από την έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας», ώστε να δικαιολογείται το μέτρο απέλασης του πολίτη της Ένωσης που διέμενε στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα προηγούμενα δέκα έτη.
Όμως, στην ίδια απόφαση επαναλήφθηκε ότι το μέτρο απέλασης πρέπει να βασίζεται σε ατομική εξέταση της συγκεκριμένης περίπτωσης και δεν ικανοποιείται από «επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας», παρά μόνο αν είναι αναγκαίο, λόγω της εξαιρετικής σοβαρότητας της απειλής, για την προστασία των συμφερόντων που επιδιώκει να διασφαλίσει, υπό την προϋπόθεση ότι ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο αυστηρά μέτρα, αν ληφθούν υπόψη η διάρκεια της διαμονής του πολίτη της Ένωσης του κράτους μέλους υποδοχής και ιδιαίτερα οι σοβαρές συνέπειες που μπορεί να έχει ένα τέτοιο μέτρο για τους πολίτες της Ένωσης που έχουν ενταχθεί ουσιαστικά στο κράτος μέλος υποδοχής.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι η αναγκαία εξαιρετική σοβαρότητα της επαπειλούμενης προσβολής της δημόσιας ασφάλειας εκτιμάται με γνώμονα, μεταξύ άλλων, το βαθμό συμμετοχής στην εγκληματική δραστηριότητα και ενδεχομένως τον κίνδυνο υποτροπής και πρέπει να σταθμίζεται έναντι του κινδύνου ματαίωσης της κοινωνικής επανένταξης του πολίτη της Ένωσης στο κράτος στο οποίο είναι ουσιαστικά ενταγμένος.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η επιβληθείσα ποινή, που όπως εν προκειμένω ήταν ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως ένα από τα στοιχεία του συνόλου των παραγόντων, χωρίς να συνεπάγεται, άνευ ετέρου, τη λήψη απόφασης για απέλαση.
Υποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι κατά την αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα και ειδικότερα το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Τέλος, αποφασίστηκε ότι για να εκτιμηθεί αν η σχεδιαζόμενη επέμβαση είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό, πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη η φύση και η σοβαρότητα του εγκλήματος που διέπραξε ο ενδιαφερόμενος, η διάρκεια της διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής, το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη διάπραξη του εγκλήματος, η συμπεριφορά του κατά το διάστημα αυτό, καθώς και το πόσο ισχυροί είναι οι κοινωνικοί, πολιτιστικοί και οικογενειακοί δεσμοί με το κράτος μέλος υποδοχής.
Προτού προχωρήσω στα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης θα πρέπει να διευκρινίσω ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας παρέπεμψε, δεν είναι ευθέως βοηθητικές, όπως είναι η υπόθεση Τσακουρίδη, εφόσον αφορούσαν περιπτώσεις προσώπων που δεν είχαν κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία. Στην υπόθεση Florin Ion ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 833/2012, ημερομηνίας 29.11.2013, τούτο καταγράφεται ρητώς στην απόφαση. Έτι περαιτέρω, στην υπόθεση Svetoslav Stoyanov ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 718/2012, ημερομηνίας 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, πέραν της αναφοράς ότι ο αιτητής δεν είχε δεσμούς με τη Δημοκρατία, σημειώθηκε χαρακτηριστικά ότι είχε μόνο την εργασία του «για την οποία και προφανώς ήρθε στην Κύπρο και η οποία τον ενέπλεκε σε αδικήματα και παράνομες ενέργειες» (παράνομη εργοδότηση σε ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας και μέλος φατρίας η οποία ήταν αναμεμειγμένη σε διάπραξη διαφόρων εγκληματικών ενεργειών όπως εμπρησμοί, τραυματισμοί, εκβιασμοί, παροχή προστασίας, ξυλοδαρμοί κ.α.). Κανένα δεσμό δεν είχε με τη Δημοκρατία και ο αιτητής στην περίπτωση της υπόθεσης Anghel Viorel ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1064/2012, ημερομηνίας 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D338, στην οποία απελάθηκε, χωρίς να ασκηθεί ποινική δίωξη, μετά που συνελήφθη ως ύποπτος για διάπραξη σοβαρών και βίαιων εγκλημάτων μεταξύ φατριών και με υπόνοιες για διασύνδεση με πενταπλό φόνο.
Εν προκειμένω, αποτέλεσε κοινό τόπο ότι ο αιτητής είχε διαμονή στην Κύπρο κατά τα προηγούμενα δέκα τουλάχιστον έτη, με αποτέλεσμα να τυγχάνει της αυξημένης προστασίας του άρθρου 30(3) του Νόμου και η απέλασή του να είναι επιτρεπτή μόνο για επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας.
Από τα όσα κοινοποιήθηκαν στον αιτητή ως αιτιολογία και γενικότερα από όσα φαίνονται στο φάκελο ως αιτιολογικά στοιχεία, προκύπτει ότι η αναφορά σε κίνδυνο υποτροπής τέθηκε σε συνάρτηση με τις πράξεις που οδήγησαν στην ποινή και μόνο, χωρίς να διερευνηθεί περαιτέρω και να ληφθεί υπόψη η μεταγενέστερη συμπεριφορά του, παρά το ότι ενώπιον της διοίκησης υπήρχε επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 9.10.2014, με τον ισχυρισμό ότι είχε καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας σε ποινική υπόθεση εναντίον του συναυτουργού του και εισαγωγέα των ναρκωτικών στην Κύπρο (Τεκμήριο 10 στην Ένσταση). Ήδη, στην απόφαση του Κακουργιοδικείου είχε καταγραφεί ότι ο αιτητής ήταν απλώς μεταφορέας των ναρκωτικών που ανήκαν σε άλλο πρόσωπο, το όνομα του οποίου ο αιτητής είχε αποκαλύψει στην αστυνομία.
Αυτή η πτυχή δεν απασχόλησε και έτσι δεν έχει εξηγηθεί η πιθανολόγηση υποτροπής επί της οποίας, κατ΄ουσίαν, βασίστηκε η απόφαση για απέλαση, σε συνάρτηση με τη μετέπειτα θετική συμπεριφορά του αιτητή. Όταν η διοίκηση επικαλείται επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, αναμένεται, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Τσακουρίδη, να στοιχειοθετεί όχι μόνο ότι υπάρχει προσβολή της δημόσιας ασφάλειας, αλλά και ότι η προσβολή αυτή είναι ιδιαιτέρως σοβαρή. Τούτο αποκλείει οποιαδήποτε γενικολογία και, αντιθέτως, επιβάλλει θετική και συγκεκριμένη στοιχειοθέτηση. Αναμενόταν, συνεπώς, να διερευνηθεί και να αξιολογηθεί η όλη συμπεριφορά του αιτητή, περιλαμβανομένης της μεταγενέστερής του στάσης, ώστε να γίνουν συγκεκριμένες διαπιστώσεις και σε περίπτωση που αυτές θα κατέληγαν σε απέλαση, να δοθεί αιτιολογία που να εξηγεί κατά συγκεκριμένο τρόπο γιατί η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή, δεδομένου και του περιορισμένου βαθμού εμπλοκής του στην εγκληματική δραστηριότητα, συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης, εάν όντως συνεργάσθηκε με την αστυνομία και την έννομη τάξη σε βαθμό που να δώσει μαρτυρία εναντίον του ιδιοκτήτη των ναρκωτικών. Η διερεύνηση αυτής της πτυχής και η αιτιολόγηση της ήταν ανεπαρκής.
Οι αιτητές εισηγούνται περαιτέρω ότι ανεπαρκής διερεύνηση διαπιστώνεται και σε σχέση με τις οικογενειακές τους περιστάσεις. Η σύζυγος του αιτητή 1, αιτήτρια 2, είναι μητέρα δύο ανήλικων παιδιών από προηγούμενο γάμο, των οποίων έχει τη φύλαξη, φροντίδα και γονική μέριμνα από κοινού με τον πατέρα τους, πρώην σύζυγό της. Υπ΄αυτές τις περιστάσεις είναι η θέση των αιτητών ότι θα αναγκαστούν να διαλύσουν το γάμο τους εφόσον η αιτήτρια αρ. 2 δεν μπορεί να εγκαταλείψει την επιμέλεια και φροντίδα των ανήλικων παιδιών της. Αυτή η συγκεκριμένη πτυχή δεν απασχόλησε τη διοίκηση.
Τέτοια συγκεκριμένα στοιχεία δεν φαίνεται να τέθηκαν στις διάφορες παραστάσεις στις οποίες προέβαινε ο αιτητής (Τεκμήριο 8, Τεκμήριο 9, Τεκμήριο 10, Τεκμήριο 12 στην Ένσταση), οι οποίες αναφέρονται κυρίως στο γεγονός ότι ο αιτητής διατηρεί δάνεια με εγγυητές Κύπριους πολίτες και αγωγές και περιουσία στην Κύπρο. Όμως, όπως φαίνεται στην προαναφερθείσα εισήγηση (Τεκμήριο 13), ο αιτητής είχε θέσει το πρόβλημα που θα ανέκυπτε για την οικογένειά του. Παρά ταύτα, το ζήτημα δεν φαίνεται να διερευνήθηκε περαιτέρω με τη διοίκηση να περιορίζεται στη γενικόλογη αναφορά περί υπερίσχυσης του δημοσίου συμφέροντος. Αυτό όμως ήταν το ζητούμενο το οποίο θα έπρεπε να προκύψει ως το αποτέλεσμα της εξισορρόπησης των αντικρουομένων συμφερόντων υπό το πρίσμα των κριτηρίων που θέσπισε, ως άνω, η νομολογία. Τέτοια διεργασία ελλείπει, τόσο ως έρευνα όσο και ως αιτιολογία.
Αντί επαρκούς διερεύνησης και αιτιολογίας, εισηγούνται οι αιτητές, διαπιστώνεται το παράδοξο να υπάρχει στο φάκελο της υπόθεσης επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ημερομηνίας 20.2.2015 προς τον Πρέσβη Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα, η οποία αναφέρεται στην απέλαση του αιτητή. Καταγράφεται ότι η απέλαση έχει προγραμματιστεί στις 25.2.2015 και ότι ο αιτητής θα αποφυλακιστεί εκείνη την ημέρα και αυθημερόν θα συλληφθεί βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του Υπουργείου Εσωτερικών. Εκλαμβάνεται έτσι, από την Υπηρεσία, ως δεδομένη η απόφαση του Τμήματος για την απέλαση, η οποία όμως ελήφθη στις 24.2.2015. Θα μπορούσε, βεβαίως, η επιστολή εκείνη να είχε την έννοια του προγραμματισμού τη αναμονή απέλασης, από την άλλη όμως, θα μπορούσε να δημιουργήσει εικόνα προειλημμένης απόφασης, αποκλειομένης της δέουσας έρευνας, τουλάχιστον, ως η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, οι επίδικες πράξεις ακυρώνονται με €1300 έξοδα υπέρ των αιτητών, πλέον ΦΠΑ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π