ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Harpreet Singh ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 393
Latif Anam ν. Aναθεωρητικής Aρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 533
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D681
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 226/2012)
14 Οκτωβρίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 6(1)/2000 & 146
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RASHA AHMED FATHY MOHAMED GAD,
Aιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
----------------------
Νικόλας Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Μαρία Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η αιτήτρια αφίχθηκε νόμιμα στην Κύπρο από την Αίγυπτο στις 22.4.2004 με άδεια παραμονής ως επισκέπτρια για δύο εβδομάδες. Υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 25.5.2004 δηλώνοντας ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω της βάφτισης της ως Χριστιανή στις 9.7.2002 και της πίεσης και των απειλών που δέχονταν, τόσο η ίδια όσο και οι αδελφές και η μητέρα της, επειδή είχαν αποστατήσει από το Ισλάμ. Η αιτήτρια προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου, πιστοποιητικό βάφτισης της, αντίγραφο της ταυτότητας της, πιστοποιητικό γέννησης της, πιστοποιητικό γάμου των γονιών της, πιστοποιητικό εξετάσεων από Πανεπιστήμιο στο Κάϊρο, έκθεση από το διαδίκτυο από τον Οργανισμό Egyptian Initiative for Personal Rights (EIPR), αντίγραφο συμβολαίου εργασίας της στο Θρησκευτικό Τηλεοπτικό Σταθμό SAT7 και επιστολή από την Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Λεμεσό.
Στις 17.11.2008 διεξήχθη συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, κατά την διάρκεια της οποίας ισχυρίστηκε ότι οι αρχές έμαθαν ότι ασπάστηκε τον Χριστιανισμό και παρακολουθούσαν τα τηλεφωνήματα της. Στην Αίγυπτο αντιμετώπιζαν προβλήματα με τους Μουσουλμάνους συγγενείς και ήταν δύσκολο να συνεχίσουν να ζουν εκεί, αφού μεγάλωναν από μικρές ως Χριστιανές χωρίς όμως να εξασκούν ελεύθερα τον Χριστιανισμό. Πήγαιναν εκκλησία και έκαναν προσευχή κρυφά από τον πατέρα τους. Στα «χαρτιά» ήταν Μουσουλμάνες εξαιτίας του πατέρα τους. Η ίδια βαφτίστηκε σε ηλικία 24 ετών εκμεταλλευομένη την απουσία του πατέρα της στην Αμερική. Αντιμετώπιζε προβλήματα και στην εργασία της λόγω της χριστιανικής της πίστης, από την οποία αναγκάστηκε να σταματήσει. Οι συγγενείς του πατέρα της, ο οποίος είναι Μουσουλμάνος, ήθελαν να την παντρέψουν με έναν ξάδελφο της Μουσουλμάνο, δεν υπέστη όμως οποιαδήποτε σχετική πίεση από τον πατέρα της. Επίσης, μια μέρα όταν τέλειωσε την εργασία της, την περίμενε ένας ξάδελφος της Μουσουλμάνος μαζί με δυο άλλα άτομα, την έβαλαν σε ταξί και την προειδοποίησαν για τις συνέπειες απόσπασης από το Ισλάμ. Μετά από λίγο την πήραν στο σπίτι της. Εάν δεν έφευγε από την Αίγυπτο, θα έφτανε στο σημείο που θα αναγκαζόταν να ζει ως Μουσουλμάνα. Δήλωσε πως δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της. Δεν μπορούσε όμως να ζήσει εκεί στη βάση μόνο «των χαρτιών» («just based on papers»). H ίδια δεν είχε διωχθεί προηγουμένως, αλλά είχε ακούσει ιστορίες για δίωξη των Χριστιανών.
Ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης, εντοπίζοντας αρκετές αντιφάσεις στα λεγόμενα της αιτήτριας, συγκρίνοντας τα και με τα όσα ανέφερε η αδελφή της, η οποία επίσης υποβλήθηκε σε συνέντευξη ως αιτήτρια πολιτικού ασύλου. Δημιουργήθηκαν αμφιβολίες κατά πόσο η πίστη της αιτήτριας ήταν ανυπόκριτη αφού, όπως κρίθηκε από τον λειτουργό, οι απαντήσεις της ως προς βασικές πτυχές του Χριστιανισμού δεν ήταν ικανοποιητικές. Δεν αμφισβητήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση ότι οι Χριστιανοί στην Αίγυπτο διώκονται, επειδή όμως η αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη, δεν έγινε δεκτό ότι η ίδια είχε διωχθεί. Το αίτημα απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου με την αιτιολογία ότι δεν τεκμηριώθηκε «προσφυγικό αίτημα» στη βάση των άρθρων 3 και 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2009 (στο εξής «ο Νόμος»), ούτε βάσιμος φόβος δίωξης, «καθώς και περίπτωση να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της», ώστε να δικαιούται η αιτήτρια συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του Νόμου.
Μετά την απόρριψη του αιτήματος της, η αιτήτρια άσκησε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία επίσης απορρίφθηκε. Με την ιεραρχική προσφυγή η αιτήτρια μέσω της δικηγόρου της, ανέλυσε εκτεταμένα τον ισχυρισμό της για παραβίαση των διαδικασιών εξέτασης της αίτησης της, όπως αυτές προνοούνται στο Νόμο, στην Οδηγία 2005/85/ΕΚ και στο Εγχειρίδιο της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων (παρ. 199, 201) κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές «Guidelines on International Protection: Religion-Based Refugee Claims under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees». Επισύναψε στην προσφυγή της δημοσίευμα στην ιστοσελίδα των Ηνωμένων Εθνών με τίτλο «Egypt: Τreatment of Christians and availability of state protection» (Μarch 2007-January 2007), καθώς και διαδικτυακό άρθρο με τίτλο «Egypt: Islamic lawyers urge death sentence for convert» με αναφορές, παράλληλα, σε αποσπάσματα από το Middle East Forum και ABC Νews, για να υποστηρίξει ότι οι Χριστιανοί απειλούνται από την τρομοκρατία Μουσουλμάνων και ότι η αιγυπτιακή κυβέρνηση αλλά και η αστυνομία αρνούνται να τους προστατεύσουν, ενώ εφαρμόζουν πολιτική διακρίσεων εναντίον τους και περιορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Επίσης τόνισε ότι η ίδια φοβάται να επιστρέψει λόγω δίωξης της από φανατικούς Μουσουλμάνους, αλλά και από την ιδία την οικογένεια της, από τους οποίους οι αιγυπτιακές αρχές δεν είναι πρόθυμες να την προστατεύσουν.
Η αιτήτρια στρέφεται εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερομηνίας 28.11.2011, την οποία ισχυρίζεται ότι παρέλαβε στις 5.12.2011. Στις γραπτές αγορεύσεις της αναλύονται συνοπτικά τα ακόλουθα νομικά σημεία που εγείρονται στην αίτηση της:
1. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, να διασταυρωθεί η αξιοπιστία των ισχυρισμών της αιτήτριας με την αξιοπιστία της αδελφής της, είναι εσφαλμένη, διότι ο λειτουργός ήταν αναρμόδιος να εξάξει τελικό συμπέρασμα αξιοπιστίας. Η αρμοδιότητα του περιοριζόταν στην υποβολή εισήγησης προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών.
2. Εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι συγκρούσεις μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών είναι μέρος της κατάστασης που επικρατεί στην Αίγυπτο, διότι δεν πρόκειται περί συγκρούσεων αλλά για καλά οργανωμένες επιθέσεις Μουσουλμάνων εναντίον Χριστιανικών εκκλησιών.
3. Το συμπέρασμα των καθ' ων η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε φόβο δίωξης εξαιτίας της χριστιανικής πίστης της ιδίας, της αδελφής και της μητέρας της είναι λανθασμένο, αφού η επιστροφή της συνιστά παρακινδυνευμένη και επικίνδυνη πράξη.
4. Ως τελευταίο λόγο ακύρωσης προβάλλεται το γεγονός του γάμου της αιτήτριας με Κύπριο την 1.12.2012. Ο λόγος αυτός δεν συναρτάται με τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης και δεν θα εξεταστεί. Οι καθ΄ων η αίτηση ασφαλώς δεν είχαν αυτό το γεγονός υπόψη τους στις 28.11.2011, όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού ο γάμος ετελέσθη την 1.2.2012, ήτοι μετά τον ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή χρόνο.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι ο αρμόδιος λειτουργός, ως όφειλε, αξιολόγησε όλα τα σημεία της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και, συνεπώς, αναφορικά με το θέμα της αξιοπιστίας της αιτήτριας, προβαίνοντας σε σχετική εισήγηση, ενώ το τελικό συμπέρασμα λήφθηκε από μέλος της Επιτροπής της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων το οποίο υιοθέτησε την εισήγηση. Επικαλούνται την γενική αρχή ότι το δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου, αλλά διενεργεί έλεγχο άκρων ορίων διακριτικής ευχέρειας και υποστηρίζουν γενικά ότι η περίπτωση της αιτήτριας εξετάστηκε σύννομα και δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη ως προς το συμπέρασμα ότι ήταν αναξιόπιστη, το οποίο αιτιολογήθηκε πλήρως. Ως προς τον λόγο που αναλύεται υπό την παρ. 3 ανωτέρω, θεωρούν ότι πρόκειται για αόριστο ισχυρισμό, ανεπίδεκτο εξέτασης, αφού η αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία ή έγγραφα για να τον υποστηρίξει.
Το Δικαστήριο, όπως κατ' επανάληψη έχει λεχθεί, περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν προχωρεί περαιτέρω, σε έλεγχο δηλαδή σκοπιμότητας (βλ. Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393· Latif ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533 και Ince ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609).
Έχοντας κατά νου τις εκατέρωθεν θέσεις, όπως σφαιρικά αναπτύχθηκαν μέσω της δικογραφίας και των αγορεύσεων, αλλά και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, κρίνω ότι η προσφυγή της αιτήτριας πρέπει να πετύχει στην βάση των λόγων ακύρωσης που αναφέρονται σε πλάνη λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με την τεκμηρίωση της προσωπικής δίωξης της αιτήτριας ως λόγο που την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα της καθώς και στην έλλειψη αιτιολογίας.
Είναι νομολογημένο ότι εναπόκειται στον αιτητή να πείσει ότι υπήρξε θύμα πολιτικής ή άλλης δίωξης στη χώρα του ώστε να πληροί, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, τις προϋποθέσεις για την παραχώρηση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή την παροχή του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και/ή του καθεστώτος της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους (βλ. Υπόθεση αρ. 1875/08, William Crisantha Mal Francis Karumaratha v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.3.2010 και το Εγχειρίδιο (πιο πάνω), από το οποίο προκύπτει ότι ο αιτητής οφείλει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια για να θεμελιώσει πειστικά την αφήγηση του).
Ως τέτοιο βάσιμο ή δικαιολογημένο φόβο καταδίωξης στην έννοια του άρθρου 3 του Νόμου που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την ιδιότητα της αιτήτριας ως πρόσφυγα, δεν ορίζεται μόνο η απειλή θανάτου ή σωματικής βίας από συγγενικά της πρόσωπα, αλλά και οι διακρίσεις/προβλήματα στον χώρο εργασίας της και ο εξαναγκασμός της σε παραίτηση, καθώς και η παρακολούθηση των τηλεφωνημάτων της από τις Αρχές, γεγονότα που η ίδια η αιτήτρια επικαλέστηκε, και η αποστέρηση της θρησκευτικής ελευθερίας ή η παρεμπόδιση των ατομικών της δικαιωμάτων. Καθοδηγητική για τη διαπίστωση του βάσιμου φόβου είναι η παράγραφος 14 του «Guidelines on International Protection: Religion-Based Refugee Claims under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees[1]». (βλ. Υπόθεση αρ. 61/2006, Sheyfallah Μozafar Sarmadi v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.4.2007).
Στην προκειμένη περίπτωση οι καθ' ων η αίτηση, παρά το ότι αποδέχθηκαν ότι οι Χριστιανοί διώκονται στην Αίγυπτο ως κατεξοχήν μουσουλμανική χώρα, δεν διερεύνησαν περαιτέρω την τρέχουσα κατάσταση και το βαθμό διώξεων ή περιορισμών που αυτοί υφίστανται, ώστε να διακριβώσουν και την βασιμότητα των ισχυρισμών της αιτήτριας αλλά περιορίστηκαν στο να θεωρήσουν ότι η αιτήτρια, λόγω σοβαρών αντιφάσεων και αναξιοπιστίας, δεν τεκμηρίωσε προσωπικό φόβο δίωξης, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, οφείλει η διοίκηση να διερευνήσει και στο πλαίσιο της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα καταγωγής.
Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τα σημεία στα οποία βασίστηκε η επίδικη απόφαση ως σημεία που έπλητταν την αξιοπιστία της αιτήτριας, όπως αυτά καταγράφονται στην επίδικη απόφαση:
Ø Η προσφεύγουσα εγκατέλειψε τη χώρα της νόμιμα χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της, και με καθυστέρηση δυο χρονών μετά που ισχυρίστηκε ότι είχε βαπτιστεί Χριστιανή και επίσημα ασπάστηκε το Χριστιανισμό.
Ø Οι συγκρούσεις μεταξύ Μουσουλμάνων και της μειονότητας των Χριστιανών είναι μέρος της γενικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της προσφεύγουσας. Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν δικαιολογεί προσωπική δίωξη της προσφεύγουσας, ακόμα και σε περίπτωση που η προσφεύγουσα είναι πράγματι Χριστιανή.
Ø Η ίδια η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι από νεαρή ηλικία μέχρι και που εγκατέλειψε τη Κύπρο το 2004 σε ηλικία 24 ετών, ασκούσε τη Χριστιανική της πίστη μαζί με τη μητέρα της και τις δύο αδελφές της, παρόλο που η πίστη τους στο Χριστιανισμό είχε έλθει εις γνώση του μουσουλμάνου πατέρα τους και άλλων μουσουλμάνων συγγενών τους.
Ø Η μητέρα της ακόμη συνεχίζει να διαμένει στην Αίγυπτο και δεν έχει γίνει οποιαδήποτε αναφορά από την προσφεύγουσα ή την αδελφή της στο ότι η μητέρα τους αντιμετωπίζει φόβο δίωξης εξαιτίας της Χριστιανικής της πίστης.
Ø Ακόμη και μετά τη βάπτιση της το 2002, όπου επίσημα ασπάστηκε το Χριστιανισμό, η προσφεύγουσα συνέχισε να διαμένει στην Αίγυπτο και να ασκεί την πίστη της μέχρι το 2004 όπου εγκατέλειψε τη χώρα της.
Ø Η ίδια η προσφεύγουσα παραδέχτηκε ότι προσωπικά ουδέποτε έχει διωχθεί στη χώρα της, απλά άκουσε ιστορίες για Χριστιανούς (ερυθρό 59χ3).
Ø Το μοναδικό περιστατικό που διηγήθηκε η προσφεύγουσα αναφορικά με το τι της έχει συμβεί συγκεκριμένα και σε προσωπικό επίπεδο, και ως λόγους που συνέλαβαν στο να εγκαταλείψει τη χώρα της, είναι το περιστατικό όπου ο ξάδελφος της προσπάθησε να την απαγάγει. Το εν λόγω περιστατικό δεν έγινε αποδεκτό ούτε ήταν ικανοποιητικό για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ότι διατρέχει φόβο δίωξης, αφού κρίθηκε αναξιόπιστο. Όπως έχει αναφερθεί και λεπτομερώς στην ανάλυση των σημείων αναξιοπιστίας, για το συγκεκριμένο περιστατικό, άλλα δήλωσε η προσφεύγουσα στην αίτηση της για διεθνή προστασία, άλλα διηγήθηκε κατά τη συνέντευξη της, και άλλα διηγήθηκε η αδελφή της προσφεύγουσα αναφορικά με το ίδιο περιστατικό.»
Ως προς το πρώτο σημείο, η αιτήτρια εξήγησε ότι λόγω της Χριστιανής μητέρας της μεγάλωσε ως Χριστιανή (από την ηλικία των 15 ετών εξασκούσε την πίστη μόνη της) και μόνο στα χαρτιά ήταν Μουσουλμάνα εξαιτίας της αντίδρασης του πατέρα της. Ανέφερε επίσης ότι πάντα ήταν η πρόθεση τους να φύγουν από την Αίγυπτο, όπως και έπραξαν όταν αποφοίτησαν. Σε ερωτήσεις για το τι συνέβη στην περίοδο των δυο χρόνων που μεσολάβησαν από την βάφτιση της μέχρι την φυγή της, απάντησε ως εξής:
«What was happening during this period?
The same thing. My colleagues felt that I was not doing what Muslims did. Especially when was Ramadan period when I was not fasting. There was a work mate he knew that my mother was Christian and he told the others that maybe this is the reason I was acting like that. The manager at work was a strict Mulsim and he asked some girls there to find out to check my handbag. I lost my small bible and some other papers. I complained and he told me that I will give these papers to the police because he didn΄t know to whom they belonged to. At that time I left. After a few months my father came back and my relatives started to push him to convince him to get married to my cousin. At that time we were obliged to leave Egypt. Since we were young we had the intention to leave. And we did after we got graduated.
What was the situation at home during this period? Anybody knew that you got baptized?
There were no problems at home because my father was away. Only my family knew and we got some freedom and even the relatives realized that we go to the church they started put pressure on us. The four years that my father was away we practiced Christianity freely but not with the other relatives. When my father was back we lost out freedom again.»
Τα πιο πάνω εξηγούν ικανοποιητικά γιατί πήρε δυο χρόνια μετά τη βάπτιση τους για να φύγουν από την Αίγυπτο - η αιτήτρια και η αδελφή της - ότι, ουσιαστικά, η επιστροφή του πατέρα τους από τις ΗΠΑ μαζί με την κοινωνική καταπίεση από τους συγγενείς επιδείνωσαν την κατάσταση. Περαιτέρω, οι καθ΄ ων η αίτηση θεώρησαν ότι το γεγονός ότι απέκτησε νόμιμο διαβατήριο και ότι εγκατέλειψε νόμιμα, μέσω αεροδρομίου, τη χώρα της, κλονίζει την αξιοπιστία της ως προς το ότι είχε ασπαστεί τον Χριστιανισμό και αντιμετώπιζε φόβο δίωξης (βλ. σελ. 4, παρ. 2 της απόφασης). Παρατηρώ ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, δεν της υποβλήθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ερώτηση σχετικά με αυτό, αλλά ανέφερε γενικά ότι στα χαρτιά ήταν πάντα Μουσουλμάνα, ασκούσε κρυφά τον Χριστιανισμό και δεν ήταν σίγουρη αν το γνώριζαν οι αρχές του αεροδρομίου. Τα πιο πάνω δεν συναρτήθηκαν με το συμπέρασμα της αξιοπιστίας, ενώ θα μπορούσαν να εξηγήσουν το νόμιμο της φυγής της αιτήτριας από την Αίγυπτο.
Ως προς το δεύτερο σημείο, τα έγγραφα που η αιτήτρια έθεσε ενώπιον των καθ' ων η αίτηση δεν μιλούσαν για μια γενική κατάσταση συγκρούσεων αλλά για οργανωμένες διώξεις των Χριστιανών από Μουσουλμάνους λόγω της πίστης τους και για επαπειλούμενες ποινές λόγω του Νόμου του Ισλάμ. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο διοικητικό φάκελο που να υποστηρίζει την εκδοχή των καθ' ων η αίτηση ότι οι συγκρούσεις μεταξύ Μουσουλμάνων και της μειονότητας των Χριστιανών είναι μέρος της γενικής κατάστασης που επικρατεί στην Αίγυπτο, ούτε έγινε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα. Η μόνη έρευνα που έγινε αφορούσε στο περιεχόμενο της Βίβλου (Παράρτημα 6). Όπως ορθά επισημαίνει η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η γενική κατάσταση δεν τεκμηριώνει από μόνη της προσωπική δίωξη, στην προκείμενη περίπτωση όμως οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να συνεκτιμήσουν τα προσωπικά περιστατικά της αιτήτριας (καταπίεση στην εξάσκηση της θρησκείας, εκφοβισμός στην εργασία, παρακολούθηση τηλεφώνων, αντιδράσεις και απειλές συγγενών), τα οποία σε συνδυασμό με την γενικότερη κατάσταση, θα μπορούσαν ενδεχομένως να τεκμηριώσουν προσωπική δίωξη.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί επίσης ότι με τον τρόπο που καταλήγει το δεύτερο πιο πάνω σημείο, φαίνεται να αμφισβητείται ακόμη και το γεγονός ότι η αιτήτρια είναι Χριστιανή, ενώ το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της απόφασης. Αυτό που αμφισβητήθηκε με βάση τις γνώσεις/απαντήσεις της για τον Χριστιανισμό είναι το ανυπόκριτο της πίστης της.
Στρεφόμενη στο τρίτο σημείο, δεν γίνεται αντιληπτό πώς αυτό πλήττει την αξιοπιστία της αιτήτριας, αφού η ίδια διευκρίνισε ότι ασκούσε τη χριστιανική της πίστη κρυφά (γεγονός που διασταυρώθηκε κατά τους καθ' ων η αίτηση με την εκδοχή της αδελφής της). Εξάλλου αναφέρθηκε διεξοδικά στις αντιδράσεις των συγγενών της καθώς και σε συγκεκριμένα περιστατικά με τον πατέρα της που ενώ απείλησε να τους καταγγείλει στην Αστυνομία, τελικά δεν το έκανε.
Ως προς το περιστατικό που ανέφερε η αιτήτρια αναφορικά με προσωπική της δίωξη, η επισήμανση των καθ' ων η αίτηση ότι ήταν το μόνο που ανέφερε ως λόγο που συνέβαλε στο να εγκαταλείψει τη χώρα της, δεν ευσταθεί αφού η αιτήτρια κατά τη συνέντευξη της μίλησε και για άλλα γεγονότα, όπως τη δυσμενή μεταχείριση της και τον εξαναγκασμό της σε παραίτηση από την εργασία της, την παρακολούθηση τηλεφώνων και την περίπτωση φίλου της που ήταν Χριστιανός άλλα μεταστράφηκε στο Ισλάμ (ερυθρό 61,4χ). Επίσης, από μια απλή ανάγνωση του περιστατικού, όπως η αιτήτρια το διηγήθηκε στην αίτηση και κατά τη συνέντευξη της, δεν εντοπίζεται τέτοια αντίφαση που να δικαιολογεί την μη αποδοχή του. Στην αίτηση της, η αιτήτρια πιο συνοπτικά είπε ότι ένας Μουσουλμάνος ξάδελφος της κανόνισε για την απαγωγή της με τη βοήθεια Ισλαμιστών, ενώ στη συνέντευξη της διευκρίνισε ότι ο ξάδελφος της την περίμενε έξω από το χώρο της εργασίας της με ταξί, μαζί με δύο άλλους, και ενώ της είπε ότι θα την έπαιρνε στο σπίτι της, ξαφνικά οδήγησε το ταξί μακριά από το σπίτι της και την προειδοποίησε για τις συνέπειες της αποστασίας από το Ισλάμ. Μετά την πήρε στο σπίτι της.
Υπό το φως των πιο πάνω, φαίνεται ότι κανένας από τους λόγους για τους οποίους είχε πληγεί η αξιοπιστία της αιτήτριας, σύμφωνα με τον αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, δεν ευσταθεί. Όλοι οι λόγοι ένας προς ένα, είτε ελέγχονται ως βασιζόμενοι σε ανακριβή συμπεράσματα και ελλιπή στοιχεία, ή είναι αποτέλεσμα πεπλανημένης ερμηνείας δεδομένων. Το γεγονός των αντιφάσεων με την συνέντευξη της αδελφής της αιτήτριας, θα μπορούσε, ενόψει και των εξηγήσεων που πρόβαλε στην ιεραρχική της προσφυγή, να αποτελέσει αντικείμενο νέας συνέντευξης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, πράγμα που δεν έγινε.
Οι καθ' ων η αίτηση, περαιτέρω, δεν αποδέχθηκαν τα οποιαδήποτε έγγραφα που προσκόμισε η αιτήτρια, με την αιτιολογία ότι αυτά έχουν μόνο υποστηρικτικό χαρακτήρα, αφού η εξέταση τους γίνεται υπό το φως της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της και η ίδια κρίθηκε αναξιόπιστη (βλ. σελ. 8 της προσβαλλόμενης απόφασης). Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η έκθεση του Οργανισμού EIPR (ερυθρά 57-46). Παρόλο που τα συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία αφορούν στην γενικότερη αντιμετώπιση των Χριστιανών στην Αίγυπτο, είναι τα μόνα που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο, αφού ούτε ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ούτε ο λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων προέβησαν σε οποιαδήποτε άλλη έρευνα για το θέμα, εντούτοις, δεν έγιναν αποδεκτά επειδή είχαν υποστηρικτικό μόνο χαρακτήρα. Η διοίκηση αντιφατικά ωστόσο αποδέχθηκε ότι πράγματι οι Χριστιανοί της Αιγύπτου διώκονται. Εύλογα δε εγείρεται το ερώτημα, εφόσον δεν έγιναν αποδεκτά τα έγγραφα, πάνω σε ποια βάση οδηγήθηκε η διοίκηση σε αυτό το συμπέρασμα.
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη ως προς την αξιοπιστία της αιτήτριας.
Συμπερασματικά υιοθετώ τα όσα ανέφερε ο Κληρίδης, Δ. στην Yπόθεση αρ. 1138/08, Sheyfallah Μozafar Sarmadi v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 17.12.2009, τα οποία βρίσκουν και εδώ εφαρμογή:
«Σαν κατακλείδα, θα παρατηρήσω τα εξής: Από τη μια είναι ορθό όπως αιτήματα για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, ιδιαίτερα για λόγους προσηλυτισμού σε μια θρησκεία άκρως αντιρρήσιμη στη χώρα του αιτούντα, προσεγγίζονται με ιδιαίτερη προσοχή, ακόμα και καχυποψία. Όμως ενώ η προσπάθεια θα πρέπει πάντα να είναι η ενδελεχής και δίκαιη διερεύνηση κάθε σχετικού στοιχείου που παρέχεται ή που δυνατόν εύλογα να εξασφαλισθεί, δεν θα πρέπει η καχυποψία να μεταφράζεται σε βεβαιότητα ανειλικρίνειας, αν δεν συντρέχουν προς τούτο καλοί και ισχυροί λόγοι, όχι απλές αμφιβολίες που τυχόν προέρχονται από φαινομενικές μικροαντιφάσεις σε μια συνέντευξη.»
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] 14. Εach claim requires examination on its merits on the basis of the individual΄s situation. Relevant areas of enquiry include the individual profile and personal experiences of the claimant, his or her religious belief, identity and/or way of life, how important this is for the claimant, what effect the restrictions have on the individual, the nature of his or her role and activities within the religion, whether these activities have been or could be brought to the attention of the persecutor and whether they could result in treatment rising to the level of persecution. In this context, the well-founded fear "need not necessarily be based on the applicant΄s own personal experience". What, for example, happened to the claimant΄s friends and relatives, other members of the same religious group, that is to say to other similarly situated individuals, "may well show that his [or her] fear that sooner or later he [or she] also will become a victim of persecution is well-founded". Mere membership of a particular religious community will normally not be enough to substantiate a claim to refugee status. As the UNHCR Handbook notes, there may, however, be special circumstances where mere membership suffices, particularly when taking account of the overall political and religious situation in the country of origin, which may indicate a climate of genuine insecurity for the members of the religious community concerned.