ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D662
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 202/2012)
8 Oκτωβρίου, 2015
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΚΑΣΑΠΗ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
Θ. Κουσπή (κα), για την αιτήτρια.
E. Παπαγεωργίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το ενδιαφερόμενο μέρος.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 17.11.2011, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερ. 23.12.2011, με την οποία προήγαγαν την Αντιγόνη Παπουτέ (ΕΜ) στη μόνιμη θέση εξεταστή, Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη από 15.12.2011.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στις 10.10.2011 συνεδρίασε κατόπιν πρότασης της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, για την πλήρωση μιας μόνιμης κενωθείσας θέσης εξεταστή, Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επισήμου Παραλήπτη και αποφάσισε, επειδή επρόκειτο για θέση προαγωγής, να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της σε ημερομηνία που θα οριζόταν στην παρουσία του Εφόρου Εταιρειών και Επισήμου Παραλήπτη.
Κατά τη συνεδρία της ημερ. 17.11.2011, η ΕΔΥ, αφού πρώτα έκρινε ότι προάξιμες είναι μόνο οι δύο υποψήφιες, αιτήτρια και ΕΜ, με βάση τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, σύμφωνα με τη σημείωση (α) του σχεδίου υπηρεσίας, στη συνέχεια παρέστη ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης, ο οποίος και σύστησε το ΕΜ, ως το πλέον κατάλληλο για προαγωγή.
Ακολούθως η ΕΔΥ, λαμβάνοντας υπόψη τα τρία καθιερωμένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και συνεκτιμώντας τα, καθώς και τη σύσταση υπέρ του ΕΜ, κατέληξε ότι το ΕΜ υπερείχε της αιτήτριας, επιλέγοντας την ως την πλέον κατάλληλη για προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.12.2011.
H αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη και/ή προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και/ή το Νόμο, καθότι πεπλανημένα και χωρίς τη διεξαγωγή επαρκούς έρευνας, έκρινε ότι δεν υπήρχε υποψήφιος που κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα της παραγράφου 1(α)(ιι), του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης και αντ΄ αυτού, θεώρησε αιτήτρια και ΕΜ ως τις μόνες υποψήφιες για τη θέση, με βάση τη σημείωση (α) του σχεδίου υπηρεσίας.
Υποβάλλει, ότι η ίδια κατείχε την απαιτούμενη από την παράγραφο 1(α)(ιι) του σχεδίου υπηρεσίας «δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεεταστή (Κλ. Α4-Α7(ΙΙ)), από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7», με αποτέλεσμα, να μην μπορεί εν προκειμένω, ως έκρινε η ΕΔΥ, να τύχει εφαρμογής η παράγραφος (α) της σημείωσης του σχεδίου υπηρεσίας: διορίστηκε στη θέση «εξεταστή» την 1.7.2001, η οποία στις 18.7.2003 μετονομάστηκε σε «βοηθό εξεταστή, Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επισήμου Παραλήπτη», σύμφωνα με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ.9) του 2003 (Ν. 39(ΙΙ)/2003). Δεν διορίστηκε λοιπόν η αιτήτρια με νέα πράξη και/ή προήχθη και/ή αποσπάστηκε στη θέση του βοηθού εξεταστή. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται για νέα θέση αυτόνομη και/ή ανεξάρτητη από αυτή του «εξεταστή». Πρόκειται για μετονομασία της θέσης, η οποία δεν είναι δυνατόν να διαφοροποιήσει το καθεστώς της θέσης ή να μεταβάλει τη μισθολογική κατάσταση, την υπηρεσιακή ή τη διάρκεια της υπηρεσίας της. Συνεπώς, καταλήγει, ότι πληροί τις πρόνοιες της παραγράφου 1(α)(ιι), του σχεδίου υπηρεσίας, σε αντίθεση με το ΕΜ: συμπλήρωσε κατά τον ουσιώδη χρόνο μόλις περίπου 9 χρόνια στη θέση βοηθού εξεταστή, με αποτέλεσμα να μην ήταν επιτρεπτή η καταφυγή της ΕΔΥ στις πρόνοιες της παραγράφου (α) της σημείωσης, ώστε να τη θεωρήσει ως υποψήφια.
Οι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση και του ΕΜ, απορρίπτοντας τις ανωτέρω θέσεις της αιτήτριας, υποστηρίζουν, παραπέμποντας στο σχέδιο υπηρεσίας, ότι η παράγραφος 1(α)(ιι) απαιτεί δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία μόνο στη θέση «βοηθού εξεταστή», χωρίς αναφορά στην προηγούμενη θέση βοηθού εξεταστή, σε αντίθεση με τη σημείωση (β) του σχεδίου υπηρεσίας, η οποία ρητώς αναφέρεται σε «προηγούμενη θέση εξεταστή» ή και σε θέση βοηθού εξεταστή (νέα θέση). Εν όψει τούτου, υποβάλλουν, ότι ούτε η αιτήτρια ούτε το ΕΜ, ήταν υποψήφιες με βάση την παράγραφο 1(α)(ιι) του σχεδίου υπηρεσίας. Ορθά λοιπόν κρίθηκε από την ΕΔΥ ότι είναι προσοντούχες με βάση τη σημείωση (β), εφόσον και οι δύο διάδικοι κατείχαν οκταετή συνολικά υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή ή και στην προηγούμενη θέση εξεταστή. Πρόκειται, ισχυρίζονται, περί δύο ξεχωριστών θέσεων. Η μια θέση ήταν προηγούμενη (παλαιά) θέση εξεταστή στην οποία διορίστηκαν οι δύο διάδικοι και ίσχυε μέχρι την 18.7.2003 και η άλλη θέση ήταν η νέα θέση βοηθού εξεταστή που υφίσταται από το 18.7.2003 και εντεύθεν. Αν το σχέδιο υπηρεσίας, υποστηρίζουν, θεωρούσε ότι η νέα θέση βοηθού εξεταστή ήταν η ίδια με την παλαιά θέση εξεταστή, δεν θα υπήρχε αναφορά στη σημείωση για δύο θέσεις «βοηθού εξεταστή» και «εξεταστή», αλλά θα υπήρχε αναφορά μόνο σε μια θέση «βοηθού εξεταστή». Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία υποβάλλουν ότι η απόφαση της ΕΔΥ και η ερμηνεία που έδωσε στο σχέδιο υπηρεσίας ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης για να θεωρείται κάποιος προσοντούχος θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να πληροί τα κατωτέρω προσόντα:
«Απαιτούμενα προσόντα:
(1)(α)(ι) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister at Law), Οικονομικά, Εμπορικά, Λογιστική, Διοίκηση Επιχειρήσεων
(Σημ.: Ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο) και
(ιι) δεκαετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ΙΙ)), από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.
Σημείωση:
Μέχρι καταργήσεως της θέσης βοηθού εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ΙΙ)) σύμφωνα με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (αρ.4) του 2009, αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με τα στην παράγραφο (1) πιο πάνω απαιτούμενα προσόντα, μπορούν να προαχθούν και οι πιο κάτω υπάλληλοι:
(α) οι κατέχοντες τα στο (1)(α)(ι) πιο πάνω προσόντα, με οκταετή τουλά χιστον συνολική υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ΙΙ)) ή/και στην προηγούμενη θέση εξεταστή, από την οποία τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7»
Η υποψηφιότητα των διαδίκων κρίθηκε στη βάση της σημείωσης (α) του σχεδίου υπηρεσίας, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Η Επιτροπή ασχολήθηκε με τον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων και έκρινε ότι προάξιμες είναι οι υποψήφιες με αύξοντες αριθμούς 5 και 6 του καταλόγου αρχαιότητας, με βάση τη σημείωση (α) του σχεδίου υπηρεσίας, που προνοεί για πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα θέματα που προνοούνται στην παράγραφο 1(α)(ι) του σχεδίου υπηρεσίας, και οκταετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ΙΙ)) ή/και στην προηγούμενη θέση εξεταστή, από την οποία τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7. Περαιτέρω, οι δύο υποψήφιες διαθέτουν πιστοποιητικό επιτυχίας στα θέματα που προνοούνται στην παράγραφο (2) του σχεδίου υπηρεσίας.»
Όπως προκύπτει από την επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερ. 28.1.2004 προς το ΕΜ, η θέση «εξεταστή» που κατείχε μετονομάστηκε σε «βοηθό εξεταστή», σύμφωνα με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (αρ.9) του 2003, Ν 39(ΙΙ)/2003, ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 18.7.2003.
Προκύπτει, ότι εφόσον η μετονομασία της θέσης έγινε μέσω του Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού του 2003, η υπηρεσία σε προηγούμενη θέση, εδώ στη θέση «εξεταστή», πριν αυτή μετονομαστεί σε «βοηθό εξεταστή», αναγνωρίζεται ως υπηρεσία στη μετονομασθείσα νέα θέση, με αποτέλεσμα να μη θεωρηθεί ότι η αιτήτρια πληρούσε την απαιτούμενη από την παράγραφο 1(α)(ιι) δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ΙΙ)), από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλ.Α7.
Στη βάση των ανωτέρω, θεωρώ ότι η ΕΔΥ χωρίς τη διεξαγωγή οποιασδήποτε περαιτέρω έρευνας και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, δεν έλαβε υπόψη της την ανωτέρω υπηρεσία της αιτήτριας που φαίνεται ότι την καθιστούσε ως τη μόνη υποψήφια για προαγωγή στην επίδικη θέση και αντ' αυτού, θεώρησε και τις δύο διαδίκους προσοντούχους στη βάση της σημείωσης (α).
Έχοντας πάντα κατά νου ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας αποτελεί αποκλειστική ευθύνη και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47), θεωρώ ότι η ανωτέρω απόφαση της ΕΔΥ να θεωρήσει τις υποψήφιες ως προσοντούχες με βάση τη σημείωση (α), το ολιγότερο μπορεί να κριθεί ότι λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε περαιτέρω δέουσα έρευνα: Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, 156-157:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, ο βαθμός και η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168 αναφέρθησαν και τα ακόλουθα:
«Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους (Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 147). Αν δε το σχέδιο υπηρεσίας χρήζει ερμηνείας, εναπόκειται στο ίδιο το διορίζον όργανο να το ερμηνεύσει. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όπου η δοθείσα από το διορίζον όργανο ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452, 2476).
Με δεδομένο το λεκτικό της §1(α)(ιι), του σχεδίου υπηρεσίας, και την επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερ. 28.1.2004 και τη μετονομασία της από θέση «εξεταστή», σε «βοηθό εξεταστή» δυνάμει του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (Αρ. 9) του 2003, Ν. 39(ΙΙ)/2003, 18.7.2003, η τοποθέτηση των καθ΄ ων είναι αόριστη και ασαφής και δεν υποστηρίζει την επίδικη απόφαση. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους (Συμεωνίδου (ανωτέρω)).
Η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση πάσχει και υπόκειται σε ακύρωση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας που οδηγεί σε ουσιώδη πλάνη και λόγω ασαφούς αιτιολογίας (Πάντη ν. ΣΑΛΑ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1089).
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή για τους λόγους που έχω διατυπώσει ανωτέρω επιτυγχάνει με €1.300 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται.
/ΦΚ Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.