ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D716
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1868 /2012)
27 Oκτωβρίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 12, 28, 30, 35 και 146 του Συντάγματος
ΔΑΝΑΗ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ
Αιτήτρια
και
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού,
Καθ'ων η Αίτηση
----------------------------
Χρ. Χριστάκης, για την αιτήτρια
Δ.Εργατούδη, (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια επιδιώκει δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να κρίνουν ένοχη την αιτήτρια για αριθμό πειθαρχικών αδικημάτων (ως το παράρτημα Α) και να της επιβάλουν την ποινή της επίπληξης ήταν άκυρη και/ή παράνομη. Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 12.9.2012.
Συγκεκριμένα οι καθ΄ων η αίτηση μέσω επιστολής του Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης (για (Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης) ημερ. 4.9.2012 ανάφεραν σ΄αυτήν ότι καλείται «για συνοπτική εκδίκαση πειθαρχικής υπόθεσης» με βάση το άρθ.71(ι) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο του 1969-2011 για εξέταση κατηγοριών για:
«1. Απρεπή συμπεριφορά προς τους συναδέλφους σας:
1.1. Eπανειλημμένα εξυβρίσατε συναδέλφους σας ενώπιον των μαθητών κατά τη σχολική χρονιά 2010-2011
1.2. Χρησιμοποιήσατε απρεπείς χαρακτηρισμούς εναντίον συναδέλφων σας τον Οκτώβριο 2010 κατά την προετοιμασία των ενδοσχολικών εορτασμών.
2. Παράλειψη ή άρνηση εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσεως σας:
2.1 ΄Αρνηση συνεργασίας με τους συναδέλφους σας για τη διαμόρφωση του Αναλυτικού Προγράμματος και του προγράμματος χρήσης της Αίθουσας Πολλαπλής Χρήσης στην αρχή της σχολικής χρονιάς 2010-2011.
2.2. Παράλειψη εκτέλεσης των καθηκόντων σας, κατά τη διάρκεια μαθήματος, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της μαθήτριας Παπάκη Ελισάβετ.
2.3 ΄Αρνηση εκτέλεσης του test αντοχής στους μαθητές το Μάρτιο 2011.»
Δυνάμει του πρακτικού που αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ημερ. 12.9.2012 (Παράρτημα IV επί της ένστασης) αφού παρατίθεται η διαδικασία και επαναλαμβάνεται το κατηγορητήριο ως άνω, όπως επίσης και οι αναφορές σε αποσπάσματα από τεκμήρια - καταθέσεις μαρτύρων - ο Γενικός Επιθεωρητής κ.Αντωνίου στον οποίο και είχε ανατεθεί η συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης, κατέληξε να αποφασίσει ότι η αιτήτρια είναι ένοχη για τα αδικήματα 1.1, 1.2 και 2.1 ενώ την απάλλαξε για τις κατηγορίες 2.2 και 2.3. Αφού της γνωστοποιήθη η απόφαση αυτή και της εξηγήθηκε η διαδικασία για την επιβολή της ποινής δυνάμει του άρθρου 71 Μέρος 2 του Νόμου περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (10/69 ως τροποποιήθηκε), δίδοντας της την ευκαιρία να ακουστεί και αφού ακούστηκε η ίδια και ο δικηγόρος της, της επιβλήθηκε η ποινή της επίπληξης για τα πιο πάνω πειθαρχικά αδικήματα για τα οποία ευρέθη ένοχη.
Η αιτήτρια είναι καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής και εργάζεται σε δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα και κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν στο Γυμνάσιο Πέρα Χωρίου Νήσου (σχολικό έτος 2010-2011).
Ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού με βάση τις εξουσίες που του παρέχει το άρθ.70 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος του 1969 ως έχει τροποποιηθεί, διόρισε τον κ.Π.Παντελή, επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, ως ερευνώντα λειτουργό για τη διεξαγωγή έρευνας εναντίον της αιτήτριας «για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος», κατόπιν καταγγελίας εναντίον της δυνάμει 3 επιστολών 17.5.2011, 31.5.11 και 23.6.11.
Η πρώτη επιστολή - καταγγελία ημερ. 17.5.2011 υπογράφεται από τον καθηγητικό Σύλλογο του πιο πάνω Γυμνασίου και δι΄αυτής «προβάλλεται» συμπεριφορά και στάση της αιτήτριας επί το ότι «δεν συνεργάζεται με τους συναδέλφους της». Η επιστολή 23.6.2011 υπογράφεται ειδικά από 3 καθηγητές φυσικής αγωγής η οποία και παραπέμπει στην πρώτη επιστολή με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα κακής συμπεριφοράς της αιτήτριας.
H επιστολή 31.5.2011 υπογράφεται από το Διευθυντή του Σχολείου κ.Δαυίδ με την οποία ζητείται μετάθεση της αιτήτριας με επισήμανση συγκεκριμένων προβλημάτων της συμπεριφοράς της.
Στις 23.6.2011 αποστέλλει επίσης επιστολή ο Σύνδεσμος Γονέων του Γυμνασίου, στηρικτική των θέσεων του σχολείου.
Ο εν λόγω ερευνών λειτουργός προχώρησε στην έρευνα του την οποία και ολοκλήρωσε συντάσσοντας σχετική έκθεση ημερ. 15.9.2011.
Στις δύο πρώτες σελίδες της έκθεσης γίνεται λεπτομερής αναφορά στις πιο πάνω επιστολές - καταγγελίες.
Στη συνέχεια καταγράφεται λεπτομερώς η εργασία του Ερευνώντος Λειτουργού που περιλαμβάνει την άμεση γνωστοποίηση του διορισμού του στην αιτήτρια (επιστολή 1.8.11) και τη λήψη 13 καταθέσεων με επίδοση τους στην αιτήτρια καθώς και κλήση της να απαντήσει (επιστολή 1.9.2011) καθώς και κατάθεση της ίδιας της αιτήτριας (ημερ. 9.9.11).
Ο Ερευνών Λειτουργός καταλήγει στα συμπεράσματα του με βάση τις καταθέσεις των μαρτύρων απορρίπτοντας τη θέση της αιτήτριας.
Στη συνέχεια ακολουθείται η διαδικασία που προανέφερα, δηλαδή της συνοπτικής πειθαρχικής εκδίκασης και της έκδοσης της επίδικης απόφασης από τον Γενικό Επιθεωρητή κ.Αντωνίου διορισθέντα για τη συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης.
Η αιτήτρια προβάλλει διάφορους λόγους ακυρότητας τους οποίους αναλύει στην αγόρευση ως εξής:
α. απουσία διορισμού και/ή μη νόμιμος διορισμός του Ερευνώντα Λειτουργού.
β. εσφαλμένη και υπό πλάνη διαδικασία.
γ. γενικότητα και αοριστία της έρευνας και του πορίσματος - ασάφεια τελικού κατηγορητηρίου (σελ.5-21) της αγόρευσης του κ.Χριστάκη)
δ. αναιτιολόγητη και χωρίς δέουσα έρευνα η προσβαλλόμενη απόφαση (21 μέχρι τέλος της ιδίας αγόρευσης)
Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση αρνείται τις θέσεις της αιτήτριας προβάλλοντας τις δικές της εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές και πραγματικές θέσεις.
Θα εξεταστούν στη συνέχεια οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρότητας.
α Λόγος:
Επί του πρώτου λόγου θεωρώ εντελώς αβάσιμη τη θέση της αιτήτριας. Ο διορισμός του Ερευνώντα Λειτουργού ήταν νόμιμος (βλ. απόφαση της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με την οποία διόρισε τον κ. Π. Παντελή ως ερευνώντα λειτουργό Παράρτημα Α επί της αγόρευσης των καθ΄ων η αίτηση) καθώς επίσης αντίγραφο της πράξης εκχώρησης εξουσιών του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού που απορρέουν από τους περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμους για την πειθαρχική δίωξη εκπαιδευτικών λειτουργών στη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου, (Παράρτημα Β επί της ίδιας αγόρευσης).
β Λόγος
Η αιτήτρια επί αυτού του λόγου προβαίνει σε μία «πολυεπίπεδη» αναφορά σε λανθασμένους συνδυασμούς άρθρων του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου στην προσπάθεια να καταδείξει εσφαλμένη διαδικασία. Κρίνω ότι η ίδια η εισήγηση είναι εν πολλοίς συγχυστική. Δεν φαίνεται να έχει βάση ούτε αυτή η εισήγηση.
Η αρμόδια αρχή αποφάσισε το διορισμό ερευνώντος λειτουργού και διέταξε την έρευνα αναφορικά με την πιθανή διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος δυνάμει του άρθρου 70(β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου. Σύμφωνα δε με την επιφύλαξη του άρθρου 70(β) για τον τρόπο της έρευνας, μέχρις ότου εκδοθούν Κανονισμοί, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Μέρους Ι του Δεύτερου Πίνακα και είναι τις διατάξεις αυτές που εφάρμοσε ο ερευνών λειτουργός.
Στην πράξη η διαδικασία που ακολουθείται στην έρευνα είναι η ίδια είτε για παραπτώματα που εκδικάζονται συνοπτικά και εφαρμογή έχει η παράγραφος (α) του άρθρου 70, είτε για παραπτώματα που εκδικάζονται από την ΕΕΥ και ο διορισμός του ερευνώντος λειτουργού έχει γίνει δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 70, όπως στην παρούσα περίπτωση. Ως εκ τούτου δεν έχουν παρά σχηματική σημασία οι σχετικές αιτιάσεις της αιτήτριας.
Ο ερευνών λειτουργός ολοκλήρωσε την έρευνά του και η έκθεσή του μαζί με όλα τα σχετικά Τεκμήρια παραπέμφθηκαν από την αρμόδια αρχή στο Γενικό Εισαγγελέα για γνωμοδότηση σύμφωνα με την παράγραφο 6 του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου.
Ο Γενικός Εισαγγελέας δυνάμει των εξουσιών και/ή αρμοδιοτήτων που του χορηγούνται από την παράγραφο 7 του Δεύτερου Πίνακα, συμβούλευσε την αρμόδια αρχή ότι μπορούν να διατυπωθούν κατηγορίες εναντίον της Αιτήτριας και ακολούθως η αρμόδια αρχή προέβη στη διατύπωση των κατηγοριών, όπως προκύπτει ανωτέρω. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε στην Παπαφώτη ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302 ο Γενικός Εισαγγελέας έχει απλώς συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό ρόλο. Εν πάση περιπτώσει δεν παρατηρείται παρέκκλιση από τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ειδικά των άρθρων 70 και επόμενα. (βλ. ειδικά το άρθ.71 που αφορά τη συνοπτική εκδίκαση αδικημάτων, και εν προκειμένω αφού αφορά ακριβώς αδικήματα του πρώτου Πίνακα)
γ Λόγος
Είναι φανερό ότι αυτός ο λόγος αποτελεί το κύριο πυρήνα των θέσεων της αιτήτριας ειδικά ως προς την πτυχή για γενικό και αόριστο κατηγορητήριο θέση που εξέφρασε και δια του δικηγόρου της όταν κλήθηκε να δώσει τις θέσεις της στην επίδικη διαδικασία.
Είναι όντως πάγια αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα με άτομο που διώκεται ποινικά. (βλ. Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1839) και Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690. Όπως δε τονίστηκε στην Παπασάββας ν. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 3 Α.Α.Δ. 115 καμία κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί σε άτομο για ποινικό ή πειθαρχικό παράπτωμα έξω από το πλαίσιο της ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας προσαρμοσμένης στις διατάξεις του ΄Αρθρου 12 του Συντάγματος.
Όπως έχω ήδη αναφέρει ευθύς εξ αρχής εστιάστηκε η διαδικασία με συγκεκριμένες καταγγελίες και παράπονα. Όμως ο πυρήνας της εξέτασης των θέσεων της αιτήτριας για την αοριστία και γενικότητα των κατηγοριών δεν μπορεί να γίνει εκτός του πλαισίου της επιστολής ημερ. 4.9.2012 στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, καθώς και στην ίδια τη διαδικασία που έλαβε χώραν ως αντανακλάται από το πρακτικό, τεκμ.IV. Όπως αμφίδρομα προκύπτει, οι καταθέσεις των μαρτύρων κατά πάντα χρόνο βρίσκονταν στην κατοχή και της αιτήτριας. Επίσης η αιτήτρια έχει γίνει κοινωνός και της προηγηθείσας διαδικασίας, εκ της έκθεσης του ερευνώντος λειτουργού. Οι κατηγορίες για τις οποίες εν τέλει βρέθηκε ένοχη προσδιορίζονται σε απρεπή συμπεριφορά προς τους συναδέλφους της αιτήτριας με δύο τρόπους είτε την επανειλημμένη εξύβριση αυτών ενώπιον μαθητών κατά τη σχολική χρονιά 2010-2011 είτε τη χρήση απρεπών χαρακτηρισμών εναντίον συναδέλφων της, τον Οκτώβρη του 2010 κατά την προετοιμασία των ενδοσχολικών εορτασμών. Επίσης αναφορικά με το αδίκημα της παράλειψης ή άρνησης ή εκτέλεσης καθηκόντων συγκεκριμενοποιείται αυτή η παράλειψη ή η άρνηση ως άρνηση συνεργασίας με τους συναδέλφους της για τη διαμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος και του προγράμματος χρήσης της αίθουσας πολλαπλής χρήσης στην αρχή της σχολικής χρονιάς 2010-2011. (Για τις δύο άλλες κατηγορίες δεν θα ασχοληθώ εφόσον η αιτήτρια έχει αθωωθεί). Σίγουρα έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν διαπιστώνεται πολλαπλότητα κατηγοριών. Εκείνο που θα πρέπει να εξεταστεί είναι εάν υπάρχει γενικότητα και αοριστία στο κατηγορητήριο τέτοια που να εμπόδιζε την αιτήτρια να υπερασπίσει τον εαυτό της. Παρατηρώ από τη διαδικασία ότι όταν ο συνήγορος της αιτήτριας επικαλέστηκε το αόριστο των κατηγοριών ο κ.Αντωνίου διάβασε συγκεκριμένα αποσπάσματα από τις καταθέσεις μαρτύρων που έτσι κι΄αλλιώς ήταν στη διάθεση της αιτήτριας και του δικηγόρου της.
Είναι γεγονός ότι το κατηγορητήριο δεν περιέχει τις ίδιες τις ύβρεις που κατ΄ισχυρισμόν η αιτήτρια εκστόμισε εναντίον συναδέλφων της. Επίσης δεν περιέχονται οι απρεπείς χαρακτηρισμοί της κατηγορίας 1.2. Οπότε και τίθεται το ερώτημα αν αυτό θα πρέπει να είναι καταλυτικό ως προς την αντιμετώπιση του κατηγορητηρίου ως άκυρου.
Το σημαντικό κατά την κρίση μου είναι ότι υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των αναφερομένων στο κατηγορητήριο και του Νόμου που δημιουργεί τα αδικήματα (δηλ.πρώτος πίναξ αδικήματα 4 και 6). Το ελάχιστο δυνατό δίνεται με τρόπο προσδιοριστικό των αδικημάτων. Η παροχή περαιτέρω λεπτομερειών θα ήταν επιθυμητή όμως με δεδομένο ότι η αιτήτρια είχε υπόψη της το βάθρο των κατηγοριών ως εκ του μαρτυρικού υλικού δεν κρίνω ότι έχουν παραβλαφτεί οποιαδήποτε δικαιώματα της, ως προς την υπεράσπιση της. Το ζητούμενο είναι αυτό. Και όπως στην υπόθεση Παπασάββα (ανωτέρω) τονίστηκε, είναι προσαρμογή προς το ΄Αρθρο 12 του Συντάγματος που δέον να υπάρχει ως προς την πειθαρχική διαδικασία. Οι μαρτυρίες ομιλούν για συγκεκριμένα περιστατικά που ανάγονται στις σχετικές κατηγορίες. Θα δώσω στη συνέχεια κάποια παραδείγματα. Στην κατάθεση του καθηγητή Μιχαήλ Σπύρου γίνεται αναφορά στην αμφισβήτηση της αιτήτριας ως προς την υπογραφή του ενώπιον της επιθεωρήτριας ενώ γίνεται επίσης αναφορά σε κατ΄επανάληψη προσβλητικούς χαρακτηρισμούς της προς τον ίδιο και τους συναδέλφους του ενώπιον μελών της διευθυντικής ομάδας. Στην κατάθεση του καθηγητή Κυριάκου Βασιλειάδη επίσης γίνεται αναφορά σε κατ΄επανάληψη εξύβριση του από την αιτήτρια ενώπιον μαθητών. Στη δε κατάθεση του καθηγητή κ.Λεβόν Καζαντζιάν αναφέρθηκε ότι το πρόσωπο αυτό άκουσε την αιτήτρια να αμφισβητήσει την υπογραφή του Μιχαήλ Σταύρου στο απουσιολόγιο και να λέει ότι ο διευθυντής πλαστογράφησε την υπογραφή του. Επίσης αναφέρθηκε σε απρεπείς χαρακτηρισμούς εναντίον τους ενώπιον και άλλων καθηγητών. Επίσης στην κατάθεση του Κυριάκου Τριλλίδη μαθητή γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη συμπεριφορά της αιτήτριας προς τον κ.Σταύρου. Στην κατάθεση της κας.Ελένης Γεωργίου, καθηγήτριας, γίνεται περιγραφή περιστατικού κατά το οποίο η ίδια έγινε δέκτης απρεπών χαρακτηρισμών εναντίον της από την αιτήτρια, μετά από παράπονο της πρώτης για την έλλειψη προγραμματισμού της αιτήτριας ως προς την απουσία μαθητών για τους σχολικούς εορτασμούς. Στην κατάθεση της κας.Νικολέττας Δημητριάδου, καθηγήτριας επαγγελματικού προσανατολισμού, γίνεται επίσης αναφορά σε συμπεριφορά της αιτήτριας όταν η τελευταία επέτρεψε σε μαθητές να γνωρίζουν για διαφορά μεταξύ καθηγητών «διότι μιλούσε, απειλούσε και φώναζε μπροστά στους μαθητές εναντίον των συναδέλφων της γυμναστών», προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στη μαθητική κοινότητα. Η Ελένη Κωνσταντίνου, μαθήτρια, αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια μαθήματος η αιτήτρια ανέφερε στους μαθητές ότι οι υπόλοιποι γυμναστές δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Μάλιστα αναφέρθηκε στο ότι η αιτήτρια είπε στους μαθητές ότι οι άλλοι γυμναστές τους παραπλάνησαν.
Ως προς την κατηγορία 2.1 γίνεται επίσης αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία από καταθέσεις που αφορούσαν την άρνηση της να εκτελέσει άμεσα καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί αμφισβητώντας οδηγίες με αποτέλεσμα και πάλι την αναστάτωση στο σχολείο. Υπήρξε ανάγκη παρέμβασης της επιθεωρήτριας για τη διαμόρφωση των προγραμμάτων και ως η ίδια η επιθεωρήτρια κατέθεσε ότι με συνεχείς παραινέσεις της προς την αιτήτρια επιτυγχάνετο η συνεργασία της, η οποία όμως είχε προσωρινό χαρακτήρα.
΄Εχοντας υπόψη τις λεπτομέρειες που προέκυψαν από το όλο υλικό της υπόθεσης στο οποίο η αιτήτρια όχι μόνο είχε πρόσβαση αλλά πρόκειτο για έγγραφα που είχε στην κατοχή της, κατά πάντα χρόνο, έχοντας κιόλας νομική εκπροσώπηση δεν βρίσκω ότι υπήρξε γενικότητα και αοριστία του κατηγορητηρίου τέτοιας μορφής που να οδηγεί σε ακυρότητα του.
δ Λόγος
Θα συμφωνήσω με την κα.Εργατούδη ότι παρά το σύντομο της αιτιολόγησης αυτή είναι υπαρκτή και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, ειδικά έχοντας υπόψη το υπάρχον μαρτυρικό υλικό, συγκεκριμένων μαρτύρων για τους οποίους γίνεται ad hoc επισήμανση αφού στο πρακτικό, τεκμ.IV αναφέρονται αριθμητικά τα τεκμήρια - καταθέσεις. Με αυτό τον τρόπο κοινοποιούνται τα στοιχεία εκείνα τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο της στοιχειοθέτησης των αδικημάτων. Το εν λόγω πρακτικό δεν αποκόπτεται από τα στοιχεία του φακέλου. Αντίθετα σαφώς και συγκεκριμένα γίνεται αναφορά σ΄αυτά. Με αυτό τον τρόπο κρίνω ότι υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση κατόπιν δέουσας έρευνας. Κατά τα λοιπά είναι νομολογιακά εδραιωμένο το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία έχει προβεί το αρμόδιο όργανο (Ρ.Ι.Κ. ν. Κοντεμενιώτη (2003)3 Α.Α.Δ. 52 και Παπαχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 97)
Ενόψει των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη πράξη επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1,200 έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.