ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D637
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2789/2013)
29 Σεπτεμβρίου, 2015
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28, 29 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ROMEO REX S. SALVACION,
Αιτητής,
KAI
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Σ. Αργυρού, για τον Αιτητή.
Τ. Ιακωβίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα του διατάγματος απέλασης που εκδόθηκε εναντίον του στις 31.5.2013.
Ο αιτητής είναι υπήκοος των Φιλιππινών, ο οποίος αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 16.7.1993, για να εργαστεί ως μάγειρας-γκαρσόνι. Του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι 15.12.1994, η οποία, κατόπιν διαδοχικών αιτήσεων, ανανεώθηκε μέχρι τις 19.2.1998. Στο μεταξύ, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Λευκωσίας με ομοεθνή του και απέκτησαν δύο παιδιά. Κατόπιν νέων αιτήσεων ανανεώθηκε η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας του σε διάφορες ημερομηνίες, με ισχύ μέχρι 19.3.2005. Στις 5.4.2005 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Λόγω της εξέτασης της αίτησής του, το Τμήμα τον ενημέρωσε ότι θα μπορούσε να του παραχωρηθεί παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του, νοουμένου ότι θα προσκομίσει σφραγισμένο συμβόλαιο εργασίας από το Τμήμα Εργασίας, χωρίς όμως αυτός να αποταθεί. Στις 19.12.2008 συνελήφθη για παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, η εκτέλεση των οποίων αναστάληκε και, ακολούθως, ακυρώθηκαν στις 23.12.2008 και δόθηκαν οδηγίες όπως διευθετήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία. Ο αιτητής και πάλι δεν αποτάθηκε και στις 13.9.2011 εντοπίσθηκε να εργάζεται παράνομα, συνελήφθηκε, καταχωρήθηκε εναντίον του ποινική υπόθεση και στις 30.5.2013, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για το αδίκημα της παράνομης απασχόλησης σε χρηματικό πρόστιμο. Στις 15.11.2012 απορρίφθηκε η αίτησή του για πολιτογράφηση.
Στις 31.5.2013 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία του γνωστοποιήθηκαν με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας και στις 6.6.2013 ο αιτητής απελάθηκε στη χώρα του.
Στη βάση του γεγονότος ότι ο αιτητής έχει ήδη απελαθεί και, συνεπώς, έχει εκτελεστεί η επίδικη απόφαση, η Δημοκρατία εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή παρέμεινε άνευ αντικειμένου. Σύμφωνα με την εισήγηση της συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση, η προσφυγή έχει χάσει το αντικείμενό της και το Δικαστήριο δεν απαιτείται να ασκήσει την αναθεωρητική του δικαιοδοσία, παρά μόνο σε περίπτωση όπου υπάρχουν ζημιογόνες επιπτώσεις που προκύπτουν ευθέως από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, με το βάρος απόδειξης να παραμένει στους ώμους του αιτητή. Στην προκείμενη περίπτωση, εισηγείται η συνήγορος, δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά ο αιτητής και, συνεπώς, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Είναι γεγονός ότι μετά την καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής και ενώ εκκρεμούσε αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ο αιτητής απελάθηκε στη χώρα του. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από την οικογένεια του και συνεπώς εξακολουθεί να έχει αντικείμενο η προσφυγή, λόγω ύπαρξης προσωπικού, άμεσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντός του.
Ο αιτητής προβάλλει ως λόγους ακύρωσης ότι (α) υπάρχει παράβαση διατάξεων του Συντάγματος ή Νόμου ή/και της Ευρωπαικής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (β) έλλειψη δέουσας έρευνας (3) έλλειψη δέουσας αιτιολογίας (4) μεροληπτική, εκδικητική και δυσμενής έναντι του αιτητή στάση και (5) πλάνη περί τα πράγματα.
Στην γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση ο αιτητής υπέστη τεράστια ζημιά αφού απώλεσε αναγκαία εισοδήματα, έχει απομακρυνθεί από την οικογένεια του κατά παράβαση του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Ευρωπαικής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Όπως ορθά υποδεικνύεται στην αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση, ο αιτητής ουσιαστικά επικαλείται λόγους για τους οποίους δε θα έπρεπε να υπάρξει απόρριψη του αιτήματος για πολιτογράφησή του. Η απόφαση όμως με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αποτελεί άλλη ξεχωριστή διοικητική πράξη, η οποία θα έπρεπε να προσβληθεί με ξεχωριστή προσφυγή. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει μόνο το διάταγμα απέλασης και όχι την προηγούμενη απόφαση για πολιτογράφηση, η οποία, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, ουδέποτε του γνωστοποιήθηκε. Η απόφαση αυτή φαίνεται από τον διοικητικό φάκελο να έχει αποσταλεί στην τελευταία διεύθυνση του αιτητή και δεν μπορεί να αποτελέσει επίδικο θέμα στην παρούσα προσφυγή το κατά πόσο του απεστάλη ή όχι η εν λόγω απορριπτική απόφαση.
Εν παση περιπτώσει, το Τμήμα ενημέρωσε τον αιτητή στις 30.11.2006 ότι μπορούσε να του παραχωρηθεί παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του νοουμένου ότι θα προσκόμιζε σφραγισμένο συμβόλαιο εργασίας από το Τμήμα εργασίας, χωρίς όμως αυτός να ανταποκριθεί. Ακόμα και μετά τη σύλληψή του για παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, το 2008 και ακολούθως στις 23.12.2008, δόθηκαν οδηγίες όπως ο αιτητής διευθετήσει την παραμονή του και αυτός πάλι δεν αποτάθηκε. Βέβαια ο αιτητής επικαλείται ότι τα γεγονότα ήταν διαφορετικά και πως ήταν εγγεγραμμένος στις κοινωνικές ασφαλίσεις ότι εργαζόταν. Όμως στις 30.5.2013, ο αιτητής παραδέχθηκε τόσο την κατηγορία της παράνομης απασχόλησης όσο και αυτήν της παράνομης παραμονής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σε νομολογία του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που αντιστοιχεί στο Άρθρο 15 του Συντάγματος, προς υποστήριξη της εισήγησης του ότι στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε παράβαση των προνοιών αυτών.
Οι υποθέσεις στις οποίες με παρέπεμψε ο συνήγορος, ήτοι στην Maslow v. Austria 1683/2003, Boulif v. Switzerland 54273/2000 και Uner v. Holland 18.10.2006, αφορούσαν περιπτώσεις όπου οι αιτητές ήταν πρόσωπα, τα οποία είχαν αυτοτελή δικαιώματα παραμονής στις χώρες εκείνες και τα οποία πρόσωπα ήταν δεδομένο πως θα παρέμεναν στις χώρες στις οποίες είχαν νόμιμο δικαίωμα παραμονής, με αποτέλεσμα να διακόπτονται οι οικογενειακοί δεσμοί του μέλους της οικογενείας που είχε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα, με το μέλος της οικογένειας που δεν είχε τέτοιο δικαίωμα.
Στην προκείμενη περίπτωση όμως η σύζυγος και τα παιδιά του αιτητή δεν έχουν οποιοδήποτε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο.
Σύμφωνα δε και με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Σύμβαση ισχύει όπου το μέλος της οικογένειας που ανήκει σε συμβαλλόμενο κράτος, δεν έχει δικαίωμα σύμφωνα με το νόμο του κράτους του αλλοδαπού, να τον συναντήσει στη χώρα του και να ζήσει εκεί (βλ. Abdulkader Majed v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1099/2009, ημερομηνίας 7.2.2011).
Το Άρθρο 32 του Συντάγματος αναγνωρίζει δικαίωμα στη Δημοκρατία να ρυθμίζει ζητήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής των αλλοδαπών στην επικράτειά του περιέχει και το γνώρισμα της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας (Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης (βλ. Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224). Το τεκμήριο της καλόπιστης στάσης της διοίκησης παραμένει έγκυρο μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Ένδειξη της καλόπιστης στάσης της διοίκησης στην παρούσα περίπτωση αποτελεί το γεγονός ότι σε δύο περιπτώσεις, αφότου έληξε η άδεια παραμονής του αιτητή, δόθηκε σ΄αυτόν η δυνατότητα να προβεί στα αναγκαία διαβήματα για να εξασφαλίσει παράταση.
Ο αιτητής, με βάση τα γεγονότα, είχε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι της 19.3.2005 και η αίτηση του για πολιτογράφηση απορρίφθηκε στις 15.11.2012. Κατέστη συνεπώς απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 υποκείμενος σε απέλαση, με βάση το άρθρο 14(1) του Νόμου. Με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται η απόρριψη του αιτήματος του για πολιτογράφηση. Αυτό που προσβάλλει ο αιτητής με την προσφυγή του είναι το διάταγμα απέλασής του. Συνεπώς το καθεστώς του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη παραμένει άθικτο και εκτός των επιδιώξεων του αιτητή με βάση την παρούσα προσφυγή.
Αναφορικά με την επικαλούμενη έλλειψη έρευνας από μέρους της διοίκησης, οι εισηγήσεις του αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και θεωρώ ότι και αυτός ο λόγος ακύρωσης ουσιαστικά αναφέρεται στην απόφαση της διοίκησης να απορρίψει το αίτημα του για πολιτογράφηση. Εν πάση περιπτώσει, σε συνάρτηση με την υπό εξέταση διοικητική πράξη, τα στοιχεία τω φακέλων δεν δικαιολογούν αυτόν το λόγον ακύρωσης.
Η επίδικη απόφαση στηρίζεται στο ότι ο αιτητής έχει καταστεί παράνομος μετανάστης δυνάμει των προνοιών τωου άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Η αιτιολογία μπορεί να είναι λακωνική και να συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Στην προκείμενη περίπτωση, τα στοιχεία των φακέλων υποστηρίζουν επαρκώς την αιτιολογία της απόφασης.
Η κατ΄ ισχυρισμό μεροληπτική εκδικητική και δυσμενής στάση της διοίκησης, με αναφορά στη συμπεριφορά των αστυνομικών που τον συνέλαβαν, δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία, έτσι ώστε να μπορεί να εξεταστεί. Και αυτό πέραν του ότι για να είχε οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση μία τέτοια στάση, θα έπρεπε να σχετιζόταν με την λήψη της επίδικης απόφασης και όχι, ενδεχόμενα με την εκτέλεση του διατάγματος κράτησης.
Τέλος, ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή περί πλάνης περί τα πράγματα, ευσταθεί. Το γεγονός ότι ο αιτητής, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, εργαζόταν το 2006 δεν καθιστά την εργοδότηση και παραμονή του νόμιμη. Ο αιτητής δεν επικαλείται οποιοδήποτε στοιχείο που προσκόμισε στους καθ΄ων για να δικαιολογήσει την νόμιμη παραμονή του. Άλλωστε ο ίδιος παραδέχθηκε το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης και παραμονής.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1,200 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ