ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Μιχαηλίδου, Δέσπω Γ. Καραπατάκης, για τον αιτητή. Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-09-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Α/ΛΟΧ. 1140 ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 261/2012, 3/9/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D571

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αρ. Υπόθεσης:  261/2012)

 

 

3 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Α/ΛΟΧ. 1140 ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

                                                                                     Αιτητής,

 

- ΚΑΙ -

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

                                                                                  Καθ΄ων η αίτηση.

---------

 

 

Γ. Καραπατάκης, για τον αιτητή.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας Κύπρου, ημερομηνίας 5.12.2011, Τόμος L1, Αύξων Αρ. 49, με την οποία προήχθησαν στη θέση Υπαστυνόμου από τις 5.12.2011 τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ): Χαράλαμπος Δημητρίου, Παντελής Κωμοδρόμος, Νικόλαος Κουσεττής, Χρυστάλλα Χριστοφίδου, Μαρίνος Χριστοδούλου και Μαρία Νικολάου.

 

Κατ΄ εφαρμογήν του Καν. 6 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (ΚΔΠ 214/2004), όπως τροποποιήθηκαν (στο εξής οι Κανονισμοί),ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης διόρισε Επιτροπή Αξιολόγησης (στο εξής η Επιτροπή), για την αξιολόγηση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στην Αστυνομία και Πυροσβεστική Υπηρεσία στο βαθμό του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου.  Kατ΄ ακολουθίαν της διαδικασίας του Καν. 7, ετοιμάστηκε κατάλογος όλων των υποψηφίων για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας, τον οποίο η Επιτροπή υπέβαλε με τα έντυπα αξιολόγησης, στον πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων. 

 

Η Επιτροπή Ενστάσεων, μετά από την εξέταση όλων των υποβληθεισών ενστάσεων, κατάρτισε κατάλογο με τη σειρά βαθμολογίας των 101 υποψηφίων για προαγωγή, αριθμός τετραπλάσιος των κενών θέσεων (Καν. 7(7)), τον οποίο και υπέβαλε στο Συμβούλιο Κρίσης.  Στον προαναφερθέντα κατάλογο, ο αιτητής ήταν τέταρτος στη σειρά, με συνολική βαθμολογία 60,90, ενώ τα ΕΜ Νικολάου, Χριστοδούλου, Χριστοφίδου, Κουσεττής, Κωμοδρόμος, Δημητρίου 48ος, 52ος, 54ος, 58ος, 65ος και 66ος, με βαθμολογία 58,65, 58,60, 58,60, 58,40, 58,40, 58,40 αντιστοίχως. Όλοι οι υποψήφιοι του καταλόγου κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσης (στο εξής το Συμβούλιο), με ανώτατο όριο βαθμολογίας τις 7 μονάδες και με βαθμολόγηση 0,50 μονάδες για κάθε ένα από τα κριτήρια: ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθησης, αυτοελέγχου, εμφάνισης και εντύπωσης ως προς την κρίση του κάθε υποψηφίου.  Για ένα έκαστο των κριτηρίων, γνώσης πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων, η βαθμολόγηση ήταν 2,5 μονάδες (Καν. 9(4)(γ)).

 

Το Συμβούλιο, αφού συνυπολόγισε τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την εξέταση των σχετικών ενστάσεων και τη βαθμολογία, όπως προέκυψε από την προσωπική συνέντευξη, κατάρτισε «τελικό πίνακα», με τα στοιχεία όλων των υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας.  Με βάση την τελική βαθμολογία του Συμβουλίου, ο αιτητής κατετάγη στην 33η θέση με 63,43 μονάδες, ενώ τα ΕΜ Μ. Χριστοδούλου, Χ. Δημητρίου, Ν. Κουσεττής, Χρ. Χριστοφίδου, Μ. Νικολάου και Π. Κωμοδρόμος κατέλαβαν την 4η, 8η, 15η, 16η, 18η και 20η θέση συγκεντρώνοντας 65,50, 64,40, 64,20, 64,20, 64,15, 64,10 αντιστοίχως.

 

Ο τελικός πίνακας, μαζί με τη σχετική έκθεση του Συμβουλίου και όλα τα σχετικά έγγραφα, υποβλήθηκαν στον Αρχηγό Αστυνομίας ο οποίος, αφού έλαβε υπόψη στο σύνολο τους όλα τα στοιχεία των υποψηφίων, σύμφωνα με τον Καν. 9(7) των Κανονισμών, τις εκθέσεις και αξιολογήσεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου, τις πρόνοιες του άρθρου 17 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν. 73(1)/2004, όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής ο Νόμος), ως επίσης και τις πρόνοιες του Καν. 3 των Κανονισμών και σημειώνοντας ότι ακολούθησε πιστά τη σειρά επιτυχίας καθώς και την αρχαιότητα, σε περίπτωση ισοβαθμίας υποψηφίων, αποφάσισε την προαγωγή 22 υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και τα έξι ΕΜ. 

 

Η απόφαση εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας ημερομηνίας 5.12.2011.

 

Με τον πρώτο ακυρωτικό λόγο, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής πάσχει: η δοθείσα βαθμολογία στα ΕΜ από την Επιτροπή, ως προς το κριτήριο της αξίας, είναι πλήρως αναιτιολόγητη κατά παράβαση των Καν. 7(2) και 7(5), όπως αναιτιολόγητη είναι και η βαθμολογία που έδωσαν τα μέλη της Επιτροπής.

 

Παραπέμποντας τόσο στο προϊσχύον δίκαιο (ΚΔΠ 52/89, Καν. 6(2)(3)) όσο και στο ισχύον δίκαιο (ΚΔΠ 214/2004, Καν. 7(2), (5)), επιχειρεί να καταδείξει, ότι με βάση το ισχύον δίκαιο, επιβάλλεται ρητά όπως αφενός, η βαθμολογία του κάθε μέλους της Επιτροπής να είναι αιτιολογημένη και αφετέρου, όπως η Επιτροπή αιτιολογημένα αξιολογεί τους υποψηφίους με βάση το κριτήριο της αξίας, συμπληρώνοντας αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έντυπο αξιολόγησης, με αιτιολογημένη απόφαση, ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, παραπέμπουν λεπτομερειακά στην όλη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και τα σχετικά για κάθε υποψήφιο για προαγωγή έντυπα, για να υποστηρίξουν το αιτιολογημένο της απόφασης.

 

Ο Καν. 7 προβλέπει για τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, σχετικές με την υπό κρίση περίπτωση οι παράγραφοι (2) και (5) του Καν.7:

«7(2) Η Επιτροπή Αξιολόγησης μελετά τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία καθώς και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, των τεσσάρων τελευταίων ετών, των υποψηφίων και αιτιολογημένα τους αξιολογεί με βάση το κριτήριο της αξίας, ως ακολούθως:

.....................

(5) Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπληρώνει αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έντυπο αξιολόγησης με αιτιολογημένη απόφαση, όπως το έντυπο του Παραρτήματος Α΄, αντίγραφο του οποίου παραδίδει στον Αστυνομικό Διευθυντή ή στο Διοικητή Μονάδας όπου υπηρετεί ο αξιολογούμενος και ετοιμάζει κατάλογο όλων των υποψηφίων για προαγωγή, κατά σειρά βαθμολογίας, τον οποίο υποβάλλει μαζί με τα έντυπα αξιολόγησης στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων.  Ο κατάλογος αναρτάται από τον Αστυνομικό Διευθυντή/Διοικητή Μονάδας σε όλες τις Αστυνομικές Διευθύνσεις και Μονάδες ταυτόχρονα:

Νοείται ότι η βαθμολογία του αξιολογούμενου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των πέντε μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης και ο Πρόεδρος της Επιτροπής μεριμνά ώστε η βαθμολογία κάθε μέλους να είναι αιτιολογημένη.»

 

Προκύπτει ρητά, ότι ο Καν. 7(2) και (5), επιβάλλει αιτιολογημένη αξιολόγηση από την Επιτροπή, παράλληλα προς την πρόνοια για τις μονάδες που κατά ανώτατο όριο μπορούν να δοθούν. Οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτάσσουν το νομότυπο της διαδικασίας: το κάθε μέλος της Επιτροπής κατέγραψε ξεχωριστά τη βαθμολογία του για κάθε υποψήφιο, σε βοηθητικό έντυπο, το οποίο και υπέγραφε.  Η δε βαθμολογία όλων των μελών της Επιτροπής καταγραφόταν σε άλλο βοηθητικό έντυπο, οπότε και εξαγόταν ο μέσος όρος της βαθμολογίας για τα σημεία βαθμολόγησης, Καν. 7(2)(α) και (β) (i) (iii).  Ακολούθως, ο μέσος όρος της βαθμολογίας  μεταφερόταν στο έντυπο αξιολόγησης (Καν. 7(5)).  Έτσι, η συνολική βαθμολογία του κάθε υποψηφίου, αποτελείτο από το άθροισμα όλων των στοιχείων του εντύπου αξιολόγησης, στο οποίο και καταγραφόταν η αιτιολογία της απόφασης. 

 

Διαπιστώνω ότι η Επιτροπή απλώς συμπλήρωσε το προβλεπόμενο έντυπο αποδίδοντας μονάδες στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για κάθε στοιχείο, άνευ ετέρου. Το αυτό εντοπίζεται και στο βοηθητικό έγγραφο, αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης όπως χαρακτηρίζεται, που συμπλήρωσε κάθε μέλος της Επιτροπής.  Ενώ στο πάνω μέρος του σχετικού εντύπου υπάρχει η ένδειξη «αιτιολόγηση βαθμολογίας», το μέρος αυτό παρέμεινε κενό.  Η ένδειξη αναφέρεται σε αιτιολόγηση όπως προκύπτει από τη μελέτη του φακέλου, του ατομικού δελτίου και των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης των τεσσάρων τελευταίων ετών του υποψηφίου, ως και από τη συμβουλή του άμεσα προϊστάμενου του, με αποσιωπητικά.  Με κανένα τρόπο όμως η καταγραφή των πηγών δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε αιτιολόγηση.  Έχουμε συνεπώς, καταφανή εξ αντικειμένου έλλειψη της αιτιολογίας για την επίμαχη βαθμολογία.  Η σχετική ένδειξη στο βοηθητικό έντυπο παρέμεινε κενή και δεν υπάρχει τίποτε που να παρέχει τη δυνατότητα διακρίβωσης της επίμαχης αιτιολογίας, με συνέπεια την αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου.

 

Στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 324/10, 25.7.2012, υπό Κωνσταντινίδη, Δ., ανάλογη περίπτωση αντιμετωπίστηκε ομοίως:

«Κατά τον Κανονισμό 7(2) και (5) η αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης πρέπει να  είναι αιτιολογημένη.  Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπλήρωσε προβλεπόμενο έντυπο και απέδωσε μονάδες μέχρι του ανώτερου προβλεπόμενου ορίου για  κάθε στοιχείο.  Χωρίς, όμως, οτιδήποτε άλλο.  Το ίδιο και στο βοηθητικό έγγραφο, αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης όπως χαρακτηρίζεται, που συμπληρώθηκε ξεχωριστά από το καθένα από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης.  Στο κάτω μέρος του υπάρχει η ένδειξη «αιτιολόγηση βαθμολογίας», η οποία όμως παρέμεινε κενή.  Αυτή η ένδειξη αναφέρεται σε αιτιολόγηση «από μελέτη του προσωπικού φακέλου, του ατομικού δελτίου και των Ετήσιων Εκθέσεων Αξιολόγησης των τεσσάρων τελευταίων ετών του υποψηφίου, ως και από τη συμβουλή του άμεσα προϊστάμενου του», με αποσιωπητικά, ασφαλώς προς καταγραφή της εξήγησης.  Όμως, εν πάση περιπτώσει, με κανένα τρόπο η καταγραφή των πηγών δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε αιτιολόγηση.  Σημειώνω δε πως δεν έχει συζητηθεί ως ξεχωριστό θέμα η δυνατότητα, σε σχέση με την αξιολόγηση της αξίας, συνυπολογισμού τέτοιων πηγών πέραν των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης.  Ο λόγος των μονάδων που δόθηκαν και συναφώς των διαφοροποιήσεων που εμφανίζονται, παρέμεινε άγνωστος με ευθεία συνέπεια την αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου

 

Άμεσα σχετική με το ζήτημα είναι και η υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, 489, όπου η ακολουθητέα διαδικασία, ως προς τις ιδιαίτερες βαθμολογίες, δεν απεκάλυπτε τους λόγους καθορισμού τους:

«O εφεσίβλητος υπέβαλε ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση σε συγκεκριμένους τομείς γνώσης και αξίας αφήνει αγεφύρωτο το κενό στην αιτιολόγηση της γενικής αξιολόγησης. Αντίθετα, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε, όπως μπορούμε να συνοψίσουμε τις θέσεις του, ότι η επίδοση ή ο βαθμός επάρκειας  των υποψηφίων στο γνωσιολογικό, νοητικό και ατομικό πεδίο, αιτιολογεί την τελική κρίση του σώματος. Παραστατικά, ένας υποψήφιος που κρίνεται πολύ καλός στους πέντε τομείς που εξειδικεύονται, δικαιολογημένα αξιολογείται ως πολύ καλός. Οι επί μέρους κρίσεις συνιστούν αιτιολογία της γενικής κρίσης. Δεν συμφωνούμε. Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ' εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης. δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επι μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.»

 

Για το ίδιο ζήτημα άμεσα σχετική και η απόφαση της Ολομέλειας Αντώνης Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 456.

 

Όπως κατ΄ επανάληψη έχει νομολογηθεί, όπου ο Νόμος απαιτεί αιτιολογία αυτή πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης ως συστατικό της στοιχείο και αποτελεί όρο για την τελείωση της.  Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 142, Τουραπή ν. Οδυσσέως κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 581, 583:

«Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η ρητή απαίτηση για αιτιολόγηση καθιστά την αιτιολόγηση ουσιώδη τύπο της πράξης (Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298). Σε μια τέτοια περίπτωση η αιτιολογία θα πρέπει να περιέχεται ρητά στο σώμα της πράξης, χωρίς να είναι αρκετό να περιέχεται στο φάκελο (Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134).»

 

Συνεπώς διαπιστώνεται καταφανής έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης της Επιτροπής, στο έντυπο αξιολόγησης και έλλειψη αιτιολογίας της βαθμολογίας κάθε μέλους της, κατά παράβαση του Καν. 7(2) και (5).

 

Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η γενική εντύπωση του Συμβουλίου αναφορικά με την απόδοση του και των ΕΜ κατά την προσωπική συνέντευξη, είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση του Καν. 9(4)(β).  Με δεδομένο ότι η προσωπική συνέντευξη κατέστη το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής, ήταν πλέον και επ΄ αυτού επιβεβλημένο να δοθεί αιτιολογία.

 

Η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποβάλλει, ότι η βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης είναι αιτιολογημένη, παραπέμποντας στο έντυπο αξιολόγησης προς ενίσχυση της θέσης της.

 

Από τη θεώρηση της βαθμολογίας του Συμβουλίου και των προνοιών του Καν. 9(4)(β) και αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή επιτυγχάνει:

«(β) Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται.»

 

Με βάση το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων (βαθμολογία επιτροπής εξέτασης ενστάσεων, βαθμολογία Συμβουλίου και τελικός κατάλογος συστηνόμενων υποψηφίων), προκύπτει η καθοριστική σημασία της βαθμολογίας του Συμβουλίου για την τελική κατάταξη τους στον ανωτέρω πίνακα, με αποτέλεσμα η απαίτηση του Καν. 9(4)(β) για αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο, να καθίσταται επιτακτικότατη.  Αντ' αυτού, υπάρχει μόνο αριθμητική αποτίμηση, ενώ ελλείπουν συγκεκριμένα σχόλια ή παρατηρήσεις.

 

Όταν απαιτείται από το Νόμο ή την κανονιστική διάταξη ρητή αιτιολογία, εδώ της γενικής εντύπωσης για την απόδοση υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, αναπόφευκτα εννοείται πως δεν μπορεί να εξισώνονται οι βαθμολογίες με την αιτιολογία.  Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 167/10, 25.7.2012 και Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2327/06, 15.5.2008.

Η έλλειψη εξηγήσεων που να δικαιολογούν, εν προκειμένω, τη βαθμολογία που δόθηκε από την Επιτροπή, καθώς και η έλλειψη αιτιολόγησης της βαθμολογίας των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη, αφήνει χωρίς έρεισμα τον πίνακα συστηνόμενων που καταρτίστηκε με αναφορά στο ύψος της τελικής βαθμολογίας του κάθε υποψηφίου, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.

 

Στοιχειοθετούνται κατά τα ανωτέρω λόγοι ακυρότητας.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1.400 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται.

 

                                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο