ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.7) (1993) 1 ΑΑΔ 793
Iancu Alexandrina (2011) 1 ΑΑΔ 2024
Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152
Pernell Geoffrey Michael John και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1998) 2 ΑΑΔ 177
Eυθυμίου Nεόφυτος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 28
Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1179
Σάντης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 3321
Λοίζου Ζωνιά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1079/2001, 11 Δεκεμβρίου 2002
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D607
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Aρ.: 1626/2011)
16 Σεπτεμβρίου, 2015
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΜΕΣΩ ΔΙΟΙΚΗΤΗ 287 ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Ηλιάδου (κα) για Ιωάννη Μοδίτη, για τον Αιτητή.
Κυρ. Σταυρινός, ανώτερος δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός του όπλου Πεζικού του Στρατού Ξηράς της Δημοκρατίας, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων της Ελλάδος. Από τις 9.8.2010 μέχρι τις 15.4.2011 φοιτούσε στο βασικό τμήμα της Σχολής Πεζικού της Ελλάδας. Στις 28.2.2011, κατά τη διάρκεια της τελευταίας έγγραφης εξέτασης στην τακτική πολέμου, συνελήφθη από τον αξιωματικό επιτηρητή του τμήματος, να συμβουλεύεται ιδιόχειρες σημειώσεις για να απαντήσει στο υπό εξέταση θέμα, με αποτέλεσμα το μηδενισμό του. Στις 28.2.2011 ο αιτητής κλήθηκε από το Τμήμα Βασικής Εκπαίδευσης, Σχολή Πεζικού, σε διοικητική απολογία, για πράξη η οποία συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3(α)(2γ) του άρθρου 32 του σχετικού Κανονισμού 5-7, Οργανισμός Σχολής Πεζικού. Ο διοικητής της Σχολής Πεζικού μετά τη λήψη της απολογίας του αιτητή, με αιτιολογημένη απόφαση του ημερ. 4.3.2011, τον τιμώρησε με 5ήμερη φυλάκιση. Στη συνέχεια η Σχολή με επιστολή προς τη Διεύθυνση Προσωπικού του ΓΕΕΦ, ημερ. 4.3.2011, απέστειλε απόσπασμα ημερήσιας διαταγής της Σχολής, ενημερώνοντας σχετικά για την επιβληθείσα στον αιτητή ποινή. Η Διεύθυνση Προσωπικού του ΓΕΕΦ, με επιστολή της προς τη Σχολή Πεζικού, ημερ. 28.5.2011 απάντησε, ότι αρμόδιος για να εξετάσει τη διάπραξη του παραπτώματος, στο οποίο είχε υποπέσει ο αιτητής, ήταν ο διοικών αξιωματικός του και στην προκειμένη περίπτωση ο Α/ΓΕΕΦ, οπότε και ζητήθηκε να της υποβληθεί σχετική έκθεση γεγονότων.
Πολύ αργότερα ο αιτητής, με απόφαση του Υπουργού Άμυνας ημερ. 4.8.2011 τοποθετήθηκε στο 287 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού. Η διεύθυνση προσωπικού του ΓΕΕΦ με επιστολή της στο διοικητή του 287 Μ/ΚΤ Π ημερ. 6.9.2011, εξέθεσε τα γεγονότα και κάλεσε το διοικητή να ενεργήσει σύμφωνα με τις πρόνοιες των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Ο διοικητής του 287 Μ/ΚΤ Π με διαταγή του ημερ. 15.9.2011, κάλεσε τον αιτητή σε διοικητική απολογία. Έκρινε ότι από τα στοιχεία της προσωπικής έρευνας που διενήργησε, προέκυψε πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Μετά την απολογία του αιτητή ο διοικητής του 287 Μ/ΚΤ Π, βρήκε τον αιτητή ένοχο στη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος και με επιστολή του ημερ. 26.9.2011, τον τιμώρησε με 4ημερη κράτηση, ποινή που κρίθηκε ως επαρκής.
Αντίθετη ήταν η άποψη της 1ης Μεραρχίας Πεζικού η οποία έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή ήταν ανεπαρκής πλην δεν την αύξησε. Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς με επιστολή της ΔΙΠΡΟ/ΓΕΕΦ προς το διοικητή του 287 ημερ. 11.11.2011 επαύξησε τελικά την ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή σε 10ήμερη φυλάκιση.
Είναι στην απόληξη για επαύξηση της ποινής που ο αιτητής καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο την υπό κρίση προσφυγή επιζητώντας (α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του διοικητή του Μηχανοκίνητου Τάγματος Πεζικού ημερ. 26.9.2011, είναι άκυρη και παράνομη και (β) Δήλωση ότι η απόφαση του Αρχηγού ΓΕΕΦ ημερ. 7.9.2011, με την οποία υποβλήθηκε επαύξηση της ποινής 4ήμερης κράτησης σε ποινή 10ήμερης φυλάκισης, είναι επίσης άκυρη. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι δεν έχει εγερθεί προδικαστική ένσταση ότι το αιτητικό (α) της αίτησης ακύρωσης δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης εφόσον η εκεί προσβαλλόμενη πράξη έχει απωλέσει την εκτελεστότητα της με τη συγχώνευση της στην τελική πράξη που προσβάλλεται με το αιτητικό (β), δηλαδή την απόφαση του Αρχηγού ΓΕΕΦ ημερ. 7.9.2011 με την οποία επαυξήθηκε η ποινή, εν τούτοις το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως επιβάλλεται να εξετάσει το ζήτημα. Σύνθετη διοικητική ενέργεια συνεπάγεται τη συγχώνευση των προηγηθεισών εκτελεστών πράξεων με αποτέλεσμα να ακυρώνονται και οι προηγηθείσες πράξεις, εφόσον διαπιστώνεται ακυρότητα στην τελική. Είναι δε δυνατόν κατά πάντα χρόνο και κατά την εξέταση της τελικής πράξης, αν διαπιστωθούν πλημμέλειες σε προηγούμενες πράξεις, να συμπαρασύρουν σε ακυρότητα την τελική (Αγαθαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 120 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου Κυριάκου (1988) 3 Α.Α.Δ. 261). Ως εκ των ανωτέρω η μόνη εκτελεστή πράξη της οποίας τη νομιμότητα καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο, είναι η απόφαση ημερ. 7.9.2011.
Ο αιτητής επικαλείται σειρά λόγων για την ακύρωση της πιο πάνω επιβληθείσας πειθαρχικής ποινής. Κατά πρώτον, ως αντίθετη με το Νόμο και ειδικότερα, του κανονισμού 4(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964. Αλλά και του Κανονισμού 6: ο αιτητής τιμωρήθηκε από αναρμόδιο Διοικητή τάγματος και/ή Αρχηγό Εθνικής Φρουράς για πράξεις που ήδη τιμωρήθηκε από τον αρμόδιο κατά τον αιτητή αξιωματικό, δηλαδή το διοικητή της Σχολής Πεζικού στην Χαλκίδα που ήταν και ο μόνος αρμόδιος να εξετάσει το πειθαρχικό παράπτωμα. Επικαλείται και πάλι τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς ο αιτητής, για να εισηγηθεί ότι αρμόδιος για την επιβολή πειθαρχικής ποινής είναι ο διοικητής της εκάστοτε μονάδας του αξιωματικού που προβαίνει στο πειθαρχικό παράπτωμα, γεγονός που οδηγεί σε νομική και πραγματική πλάνη εφόσον οι καθ΄ ων η αίτηση θεώρησαν εσφαλμένα ότι το παράπτωμα ενέπιπτε στην αρμοδιότητα τους, με αποτέλεσμα τα όσα έλαβαν χώρα να πάσχουν και συνακόλουθα η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή. Κατά δεύτερον και πλέον ουσιαστικό: οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις και αποφάσεις παραβιάζουν τις αρχές της χρηστής διοίκησης και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον με αυτές επιβάλλεται για το ίδιο παράπτωμα, διπλή τιμωρία, από το διοικητή της Σχολής Πεζικού στην Χαλκίδα και από τους καθ΄ ων η αίτηση στην Κύπρο.
Οι καθ΄ ων η αίτηση επικαλούνται το Πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργείου Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την εκπαίδευση αξιωματικών-υπαξιωματικών του Στρατού της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Σχολή Εθνικής Άμυνας, στις Σχολές Πολέμου και άλλων και σε άλλα στρατιωτικά σχολεία της Ελληνικής Δημοκρατίας και ειδικότερα, του Άρθρου 5.2 του Πρωτοκόλλου σύμφωνα με το οποίο:
«Το εκπαιδευόμενο στρατιωτικό προσωπικό του «Αποστέλλοντος Μέρους» κατά το διάστημα της εν λόγω εκπαίδευσης παραμονής του, θα υπόκειται στη νομοθεσία και στη δικαιοδοσία του «Δεχόμενου Μέρους», θα συμμορφώνεται δε προς τους κανονισμούς και τις διαταγές των Κέντρων και Σχολών στις οποίες εκπαιδεύεται.»
Και στο άρθρο 5.5:
«Δικαίωμα επιβολής πειθαρχικών ποινών στους εκπαιδευόμενους θα έχει το «Αποστέλλον Μέρος» κατόπιν έγγραφης ενημέρωσής του από το «Δεχόμενο Μέρος». Στους εκπαιδευόμενους δεν μπορεί να ανατίθενται άλλα καθήκοντα, πλην εκείνων που συνδέονται με την εκπαίδευση.»
Ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει τη θέση ότι το Πρωτόκολλο δεν μπορεί να υπερισχύει των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Ουδέποτε κυρώθηκε με Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας και συνεπώς δεν μπορεί να υπερισχύει των Πειθαρχικών Κανονισμών που υπέχουν ουσιαστική ισχύ Νόμου, θέμα το οποίο δεν ηγέρθηκε με την αίτηση: η απόφαση δεν στηρίζεται στο Πρωτόκολλο, καμιά δε αναφορά δεν γίνεται σ΄ αυτό, είτε στις προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, είτε σε εσωτερικές διαταγές ή την αλληλογραφία που προηγήθηκε της έκδοσης των εν λόγω πράξεων. Η επίκληση του Πρωτοκόλλου από τους καθ΄ ων η αίτηση έγινε για πρώτη φορά στα πλαίσια της ένστασης τους. Έστω όμως και αν εισηγείται ο συνήγορος η ερμηνεία του ποιος είναι διοικών αξιωματικός ορίζεται από το Πρωτόκολλο, τότε και πάλι στην υπό κρίση περίπτωση αρμόδιος διοικών αξιωματικός είναι ο ίδιος ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ εφόσον ο αιτητής κατά τον χρόνο φοίτησης του στη Σχολή Πεζικού είχε μόλις αποφοιτήσει από τη Σχολή Ευελπίδων και δεν είχε τοποθετηθεί σε οποιαδήποτε μονάδα της Εθνικής Φρουράς, παρά μόνο στις 18.8.2011 στο Τάγμα Πεζικού 287. Συνεπώς, αν ακολουθηθεί το Πρωτόκολλο και δεχθούμε ότι ο πειθαρχικός έλεγχος θα έπρεπε να ασκηθεί από το «Αποστέλλον Μέρος», δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία, τότε ακολουθώντας την ερμηνεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 629/2009, Κυριάκου Γεωργίου και Κυπριακής Δημοκρατίας, 28.9.2010, στην οποία και παρέπεμψε, αρμόδιος κατά πάντα χρόνο ήταν ο ίδιος ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ.
Οι συνήγοροι των διαδίκων παρέπεμψαν σε σχετική νομολογία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που δεν έχουν κριθεί κατ΄ έφεση, από όσα τουλάχιστον εντόπισε η έρευνα μου. Πρόκειται για τις Ανδρέας Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 704/2010, 10.1.2012, Ανδρέας Σάντης ν. Δημοκρατίας μέσω Διοικητή Εθνικής Φρουράς (1997) 4 Α.Α.Δ. 3321, Χριστόδουλος Κωνσταντής ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1179 και Ζήνωνας Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, 1074/2001, ημερ. 22.10.2003, που υποστηρίζουν πως αρμόδιος ήταν ο διοικών αξιωματικός κατά τον χρόνο διάπραξης του παραπτώματος και στην αντίπερα όχθη, οι αποφάσεις Λοϊζου Ζωνιά ν. Δημοκρατίας , Υπόθεση Αρ. 1079/2001, 11.12.2002 και Θεόδωρος Μανδρής ν. Δημοκρατίας, (2005) 4 Α.Α.Δ. 878, όπου κρίθηκε ότι «Την ποινή κατά τον Κανονισμό 6(1) είναι ο διοικών αξιωματικός που μπορεί να την επιβάλει, και αυτός κατά την ερμηνευτική διάταξη είναι ο διοικητής της μονάδος «εις ην ανήκει το ενδιαφέρον μέλος» και η ανάγκη για δική του προσωπική έρευνα πρέπει να ικανοποιείται αναλόγως.»
Κατά πρώτον κρίνω ότι είναι ορθή η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι το Πρωτόκολλο δεν μπορεί να υπερισχύει των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, δεν έχω ενώπιον μου οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι το εν λόγω Πρωτόκολλο κυρώθηκε με Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας ώστε να υπερισχύει των Πειθαρχικών Κανονισμών, που υπέχουν εσωτερικό δίκαιο και ισχύ Νόμου. Θα διαφωνήσω όμως με την εισήγηση ότι ο διοικητής της 287 Μονάδας Πεζικού ήταν αναρμόδιος αξιωματικός εφόσον δεν ήταν και διοικητής μονάδας στην οποία ανήκε ο αιτητής κατά τον χρόνο της διάπραξης του παραπτώματος. Με όλο το σεβασμό προς την αντίθετη άποψη θα υιοθετήσω την γραμμή που ακολουθήθηκε ως προς την ερμηνεία των πιο πάνω Κανονισμών στις υποθέσεις Μανδρής και Ζωνιάς (ανωτέρω): αρμόδιος για εξέταση του πειθαρχικού παραπτώματος ως διοικών αξιωματικός ήταν ο διοικητής της μονάδας στην οποία ανήκει ο αιτητής κατά τον χρόνο εξέτασης του πειθαρχικού παραπτώματος.
Μένει να εξεταστεί κατά πόσον παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης εφόσον ο αιτητής καταδικάστηκε και τιμωρήθηκε δύο φορές για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα. Είναι γεγονός ότι ο αιτητής υποβλήθηκε δύο φορές σε πειθαρχική διαδικασία για την ίδια πράξη. Οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, κατά το συνήγορο του αιτητή, πάσχουν επειδή εκδόθηκαν χωρίς προηγουμένως να υπάρξει ακύρωση και ανάκληση της τιμωρίας που επέβαλε στον αιτητή ο διοικητής της Σχολής Πεζικού και κατά παράβαση του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την καλά γνωστή αρχή του κοινοδικαίου που απαγορεύει την έκθεση κατηγορουμένου στον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες φορές της μίας, («the rule against double jeopardy»). Οι καθ΄ ων η αίτηση με την αιτιολογία που εισήγαγαν, ότι η καταδίκη προήλθε από αναρμόδιο όργανο ξένου κράτους, της Ελλάδας, προχώρησαν στη διενέργεια νέας πειθαρχικής δίωξης και έρευνας με επακόλουθο την επιβολή νέας πειθαρχικής ποινής και μάλιστα επαυξημένης. Η ισχύς του δόγματος «ne bis in idem» (double jeopardy), σύμφωνα με το οποίο κανένας δεν μπορεί να καταδικαστεί δύο φορές για την ίδια πράξη είναι καλά εμπεδωμένη στο δικαϊκό μας σύστημα, όπως και στον Ευρωπαϊκό δικαϊκό χώρο (Alexandrina Iancu (2011) 1 A.A.Δ. 2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, Jeffrey Michael ν. Κυπριακή Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1998) 2 Α.Α.Δ. 177) C-261/2009 Criminal Proceeding against Μantello, ημερ. 16.11.2010). Όσον αφορά το ζήτημα της επανεκδίκασης σχετική είναι η Harrington v. Roots (1984) 2 All E.R. 475, 479 η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 7) (1993) 1 Α.Α.Δ. 793, 805, όπου εκεί κρίθηκε ότι με το διάταγμα επανεκδίκασης δεν παραβιάζεται ο κανόνας του διπλού κινδύνου καθώς ο κίνδυνος εγείρεται μόνο μετά από μια νόμιμη αθώωση ή νόμιμη καταδίκη, γραμμή που υιοθετήθηκε και στην Νεοφύτος Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 28.
Εν όψει της τελευταίας παρατήρησης και μετά από μελέτη της υπόθεσης; κρίθηκε αναγκαίο να επανανοίξει η υπόθεση για να διερευνηθεί κατά πόσο η ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή, από τον Ελλαδίτη υπεύθυνο κατά τον χρόνο της εκπαίδευσης του, είχε εκτιθεί ή άλλως πως καταχωρήθηκε στα ατομικά του έγγραφα. Παρά τις επανειλημμένες αναβολές που δόθηκαν για το σκοπό αυτό, όπως αιτήθηκε επανειλημμένως ο συνήγορος για τη Δημοκρατία, αισίως έγινε δυνατή η καταχώριση των σχετικών εγγράφων και διευκρινίσεων επί του ζητήματος στις 10.6.2015. Τότε κατατέθηκε σχετική επιστολή του Υπουργείου Άμυνας, ημερομηνίας 26.5.2014, με εμπιστευτικό έγγραφο του Υπουργείου Άμυνας, Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, Διεύθυνση Προσωπικού, ημερομηνίας 20.5.2014, η οποία προηγουμένως δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο έγγραφο, το ΓΕΕΦ/ΔΙΠΡΟ, ενημέρωσε το διοικητή της αρμόδιας μονάδας, ότι σύμφωνα με την Κυπριακή νομοθεσία, αρμόδιος για να εξετάσει τη διάπραξη του παραπτώματος στο οποίο είχε υποπέσει ο αιτητής, σύμφωνα με την Κυπριακή νομοθεσία, ήταν ο διοικών του αξιωματικός ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Α/ΓΕΕΦ. Ως εκ τούτου η πρώτη ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή δεν καταχωρήθηκε ποτέ στα ατομικά του έγγραφα.
Υπό το φως των ανωτέρω και νοουμένου ότι η πρώτη καταδίκη δεν ήταν νόμιμη, συμπαρέσυρε και την επιβληθείσα ποινή με αποτέλεσμα η επανεξέταση του πειθαρχικού παραπτώματος από το αρμόδιο όργανο, να μην παραβιάζει τον κανόνα του διπλού κινδύνου.
Συνεπακόλουθα με δεδομένο ότι με τη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής εγκατέλειψε τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως όπως με λεπτομέρεια φαίνονται στην αίτηση του, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ων η αίτηση έξοδα €1.200, πλέον ΦΠΑ, αν επιβάλλεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ