ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D616
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1380/2010)
18 Σεπτεμβρίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΜΑΤΣΕΝΤΙΔΟΥ-ΤΙΜΗΛΙΩΤΟΥ,
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
----------------------
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.
Έλενα Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Αλέκος Ευαγγέλου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2.
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η αιτήτρια προσβάλλει τον διορισμό του Λάκη Παλάζη, («E.M.1») στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, με ειδικότητα στην Παθολογία και εξειδίκευση στην Εντατική Θεραπεία και του Θεόδωρου Κυπριανού («Ε.Μ.2») στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, με ειδικότητα στην Πνευμονολογία-Φυματιολογία και εξειδίκευση στην Εντατική θεραπεία από 16.8.2010. Ο διορισμός δημοσιεύτηκε με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα ημερομηνίας 20.8.2010.
Δύο μόνιμες θέσεις Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, οι οποίες παρέμεναν κενές από 6.6.08 και 19.6.08 αντίστοιχα, χωρίς πρόταση από τη αρμόδια αρχή να πληρωθούν, παρά την παρέλευση της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών που προνοεί τα άρθρο 29(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90 («ο Νόμος»), δημοσιεύτηκαν κατόπιν απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») στις 11.9.2009 ως θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η αρμόδια αρχή αποφάσισε όπως οι θέσεις αυτές πληρωθούν σε οποιαδήποτε από τις ειδικότητες της Παθολογίας, Γενικής Χειρουργικής, Αναισθησιολογίας, Καρδιολογίας, Πνευμονολογίας-Φυματιολογίας με ειδίκευση στην Εντατική Θεραπεία, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας την ΕΔΥ με σχετική επιστολή του. Υποβλήθηκαν οκτώ αιτήσεις. Κατά την εξέλιξη της διαδικασίας η ΕΔΥ, ενεργώντας δυνάμει του άρθρου 34(14) του Νόμου, αποφάσισε να συμπεριλάβει ακόμη μια θέση, η οποία κατανεμήθηκε στην ίδια ειδικότητα, από τις πέντε συνολικά που είχαν δημιουργηθεί με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (αρ.4) του 2009 (Ν.53(ΙΙ)/09), με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων να ανέλθει στις τρεις.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε την αιτήτρια και το Ε.Μ.1 ως υποψήφιους για θέση πρώτου διορισμού και το Ε.Μ.2 ως υποψήφιο για προαγωγή. Στις συνεντεύξεις που διενέργησε έκρινε την αιτήτρια και το Ε.Μ.2 ως σχεδόν εξαίρετους, ενώ το Ε.Μ.1 ως εξαίρετο. Ακολούθως, έγινε η τελική αξιολόγηση λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των αξιολογικών εκθέσεων των υποψηφίων, οι οποίοι ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, και το περιεχόμενο των αιτήσεων. Το Ε.Μ.2 λόγω κατοχής διδακτορικού τίτλου συστήθηκε ως εξαίρετος ενώ το Ε.Μ.1 και η αιτήτρια ως σχεδόν εξαίρετοι με σχετική έκθεση που υποβλήθηκε στην ΕΔΥ.
Η ΕΔΥ αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, διαδικασία η οποία διεξήχθη στις 6.7.2010 στην παρουσία του Αν. Διευθυντή των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, ο οποίος διαβουλεύθηκε με τον κ. Μάρκου, Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος (Παθολογίας) αναφορικά με το επιστημονικό μέρος των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν. Υπό το φως της σχετικής κρίσης των τελευταίων η ΕΔΥ αξιολόγησε όλους τους υποψηφίους ως εξαίρετους και αφού τους έκρινε κατάλληλους αποφάσισε να τους προσφέρει διορισμό/προαγωγή στην μόνιμη επίδικη θέση, στην ειδικότητα που είχε ο καθένας (δηλαδή το Ε.Μ.1 στην ειδικότητα της Παθολογίας, το Ε.Μ.2 στην Πνευμονολογία -Φυματιολογία και η αιτήτρια στην Αναισθησιολογία) και εξειδίκευση στην Εντατική Θεραπεία.
Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση διορισμού/προαγωγής των Ενδιαφερομένων Μερών ως παράνομη σε σχέση με τους ίδιους, γιατί δεν είχαν τα προσόντα για διορισμό/προαγωγή αντίστοιχα. Υποστηρίζει ότι αντλεί το έννομο της συμφέρον από τον δυσμενή επηρεασμό που υφίσταται από την τοποθέτηση των Ενδιαφερομένων Μερών στο ίδιο τμήμα μαζί της, χωρίς όμως να είναι προσοντούχοι βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Τόσο η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος των Ενδιαφερομένων Μερών εγείρουν προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να προωθεί την παρούσα, γιατί με την επίδικη απόφαση διορίστηκε στην ίδια θέση, κατά την ίδια ημερομηνία, με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Εφόσον και η ίδια επωφελήθηκε από την προσβαλλόμενη πράξη, με διορισμό της μάλιστα στην επίδικη θέση έναντι προαγωγής του Ε.Μ.2, δεν νομιμοποιείται στην προσβολή της. Η δε λαϊκή αγωγή «actio popularis» που επιτρέπει σε κάθε πολίτη που ενδιαφέρεται για τη διασφάλιση της ευνομίας να προσβάλει οποιαδήποτε πράξη της διοίκησης, δεν αναγνωρίζεται στην Κύπρο.
Προβάλλουν επίσης ότι το συμφέρον της αιτήτριας δεν είναι άμεσο και ενεστώς, αφού πιθανός μελλοντικός επηρεασμός δεν επενεργεί στο παρόν εκτός αν αποδειχθεί ότι καταφαίνεται στο εγγύς μέλλον με βεβαιότητα. Όπως υποστηρίζουν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, στους προϋπολογισμούς του Υπουργείου Υγείας δεν προβλέπεται οποιαδήποτε διευθυντική θέση στο μέλλον στο Τμήμα στο οποίο εργάζονται μαζί με την αιτήτρια, η οποία εξάλλου έχει απλή προσδοκία για μελλοντική προαγωγή.
Η αιτήτρια αντιτείνει ότι έχει έννομο συμφέρον διότι με τον διορισμό τους τα Ενδιαφερόμενα Μέρη θα αποκτήσουν την ίδια αρχαιότητα με την ίδια, ενώ δεν είναι προσοντούχοι, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί αρνητικά η επαγγελματική της ανέλιξη. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και αντί να προΐσταται η ίδια του Τμήματος ως η μόνη κατέχουσα τα προσόντα, βρέθηκε ιεραρχικά κατώτερη (λόγω αρχαιότητας των Ενδιαφερομένων Μερών στο Τμήμα) και αναγκάζεται να υφίσταται τις συνέπειες από τον παράνομο διορισμό/προαγωγή τους.
Η επίδικη απόφαση προσβάλλεται από την αιτήτρια στο βαθμό που αφορά στην προαγωγή/διορισμό των Ενδιαφερομένων Μερών για το λόγο ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, δεν ήταν προσοντούχοι. Η θέση στην οποία διορίστηκαν η αιτήτρια και το Ε.Μ.1 και στην οποία προήχθη το Ε.Μ.2, βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία. Από τη θέση αξιώνουν μελλοντικής ανέλιξης ή προαγωγής σε διευθυντική θέση. Αναφορικά δε με την υφιστάμενη υπαλληλική ιεραρχία στο Τμήμα, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη με τον επίδικο διορισμό/προαγωγή τους είναι αρχαιότερα από την αιτήτρια λόγω της προηγούμενης υπηρεσίας τους ως μόνιμοι Ιατρικοί Λειτουργοί 1ης τάξης από το 2009 και 2004 αντίστοιχα, ενώ η αιτήτρια δεν έχει προηγούμενη αρχαιότητα αφού υπηρέτησε ως ειδικός εντατικολόγος, με συμφωνία αγοράς υπηρεσιών, από τις 24.1.2008. Κρίνω, επομένως, με βάση τις αρχές που διέπουν το θέμα, όπως αναδεικνύονται μέσα από την θεωρία και νομολογία, ότι τα παραπάνω θεμελιώνουν το αναγκαίο έννομο συμφέρον της αιτήτριας και την ατομική της βλάβη. Δεν πρόκειται εδώ για περίπτωση ανεπίτρεπτης διεύρυνσης της αίτησης ακυρώσεως. Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει επηρεασμός συμφέροντος, τότε υφίσταται και δικαίωμα προσφυγής.
Στο σύγγραμμα «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» της Γλυκερίας Π. Σιούτη, σελ. 94, αναφέρεται σχετικά με το έννομο συμφέρον των δημοσίων υπαλλήλων, ότι δεν γίνεται δεκτό το έννομο συμφέρον για προσβολή πράξης διορισμού ή μεταβολής της υπηρεσιακής κατάστασης άλλου υπαλλήλου, αν δεν συντρέχει και ατομική βλάβη του αιτούντος. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στα ακόλουθα αποσπάσματα (σελ. 94-95):
«(γ) Το έννομο συμφέρον του υπαλλήλου θεμελιώνεται όταν με την προσβαλλόμενη πράξη διορισμού ή γενικότερα της υπηρεσιακής κατάστασης άλλου υπαλλήλου, θίγεται ίδιο έννομο συμφέρον. Με έννομο συμφέρον προσβάλλουν απόφαση που επανέφερε υπάλληλο στην ενεργό υπηρεσία και τον προήγαγε συγχρόνως αναδρομικώς, ομοιόβαθμοι του, οι οποίοι με την αναδρομική προαγωγή του τίθενται στο αριστερό του.
. . . .
(στ) Ειδικώς, όσον αφορά διορισμό ή προαγωγή τρίτου σε ανώτερη ή ανώτατη θέση ορισμένου κλάδου, πρόσφατη νομολογία, επικυρώνοντας σχετική παλαιότερη, κάνει δεκτό ότι έχουν ηθικό έννομο συμφέρον να προσβάλουν τη σχετική πράξη οι ανώτατοι υπάλληλοι του ιδίου κλάδου, που δεν έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία, «ως έχοντες εύλογο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας στην οποία ανήκουν» και επομένως χωρίς να συντρέχει ατομική βλάβη τους.»
Όπως διαφαίνεται από την απόφαση στην Petrakis Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378, είναι παραδεκτή η προσφυγή υπαλλήλου κατά της προαγωγής άλλου μέλους της υπηρεσίας εφόσον το συμφέρον του προσφεύγοντος δεν είναι γενικής φύσης αλλά συναρτάται άμεσα με την ιεραρχία στο τμήμα όπου υπηρετεί.
Στην Κωνσταντή Χρυσόστομος του Φιλίππου κ.α. ν. Χαραλάμπους κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ 743, λέχθηκε σχετικά:
«Σχετική επί του προκειμένου είναι και η απόφαση στην Παπακυριακού κ.ά ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65, όπου θεωρήθηκε ότι υπήρχε το αναγκαίο έννομο συμφέρον αφού επηρεαζόταν άμεσα η υπηρεσιακή υπόσταση των αιτητών. Στην υπόθεση αυτή έγινε και αναφορά στη Σφηκουρή ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327.
Με βάση τις πιο πάνω νομολογημένες θέσεις κρίνουμε ότι ήταν ορθή η πρωτόδικη απόφαση και ότι πράγματι οι αιτητές είχαν το αναγκαίο έννομο συμφέρον για να προσφύγουν, γιατί επηρεαζόταν άμεσα η υπηρεσιακή τους κατάσταση, αφού μεταξύ άλλων, με την πλήρωση των θέσεων, όπως πληρώθηκαν, καταφαίνεται ότι θα επήρχετο με βεβαιότητα επηρεασμός που θα εκδηλωνόταν στο μέλλον. Επιπρόσθετα, οι αιτητές είχαν έννομο συμφέρον για τη διασφάλιση ευνομίας στο σώμα που υπηρετούσαν.»
Επίσης στην Κεττένης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ 279 η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι η μη διεκδίκηση από τον εφεσείοντα προαγωγής, δεν καταργεί το έννομό του συμφέρον, από τη στιγμή που η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους επιδρά άμεσα και επηρεάζει την ιεραρχία στο τμήμα όπου υπηρετεί και, κατ' επέκταση, την υπηρεσιακή του κατάσταση.
Στην Μορίτσης ν. Καρσεράς (2009) 3 Α.Α.Δ 109 έγινε δεκτό το έννομο συμφέρον της εφεσίβλητης να προσβάλει τον αναδρομικό διορισμό του εφεσείοντα κατόπιν επανεξέτασης, σε θέση που ο εφεσείων κατείχε αρχικά αλλά ο διορισμός του είχε ακυρωθεί, παρά τον μετέπειτα διορισμό της στην ίδια θέση ως αποτέλεσμα ανεξάρτητης διαδικασίας, από ημερομηνία μεταγενέστερη, εφόσον διαπιστώθηκε επηρεασμός της υπηρεσιακής κατάστασης ή της ιεραρχίας στο τμήμα, στο βαθμό που αυτή καθοριζόταν από την αρχαιότητα των ομοβάθμιων λειτουργών και εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση μετέβαλλε το ισοζύγιο αρχαιότητας θέτοντας την εφεσίβλητη σε υποδεέστερη θέση έναντι των συναδέλφων της.
Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας, η αιτήτρια προβάλλει ως λόγο ακύρωσης ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή απλά καταγράφει τα όσα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη επισύναψαν στην αίτηση τους, χωρίς να διερευνά και να αιτιολογεί πώς κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Θεωρεί ότι ερμηνεύτηκε λανθασμένα το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης (παρ.3.Α(3) και 3.Β(2)(α) και Σημείωση 1).
Το Σχέδιο Υπηρεσίας προνοούσε τα εξής ως προς τα απαιτούμενα προσόντα:
«3. Απαιτούμενα προσόντα:
Α. Για Πρώτο Διορισμό:
(1) Εγγεγραμμένος στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου.
(2) Κάτοχος πιστοποιητικού ειδικότητας σύμφωνα με τον περί Εγγραφής Ιατρών Νόμο.
(3) Δωδεκαετής τουλάχιστον πείρα στην ειδικότητα που καθορίζεται κατά τη δημοσίευση της θέσης, περιλαμβανομένου του χρόνου εκπαίδευσης για απόκτηση του διπλώματος ή τίτλου ειδικότητας.
Β. Για Προαγωγή:
(1) Τα ίδια προσόντα όπως το (1) και (2) του Α πιο πάνω.
(2) (α) Πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία ως Ιατρικός Λειτουργός, 1ης Τάξης, στην ειδικότητα που καθορίζεται κατά τη δημοσίευση της θέσης∙
(β) στην περίπτωση των Τμημάτων Πρώτων Βοηθειών, πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία ως Ιατρικός Λειτουργός, 1ης Τάξης, σε Τμήμα Πρώτων Βοηθειών.
Γ. Και για τα δύο Α και Β:
(1) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής ή της Γαλλικής ή της Γερμανικής γλώσσας.
Σημ.: Αναφορικά με τους υποψηφίους-
(i) Των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η Ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης∙ και
(ii) οι οποίοι, δυνάμει του Άρθρου 2.3 του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,
απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, νοουμένου ότι θα έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.
(2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
Σημειώσεις:
1. Η ειδικότητα και η τυχόν εξειδίκευση της ειδικότητας (σύμφωνα με τους περί Ιατρών (Ειδικά Προσόντα) Κανονισμούς του 2003 όπως ήθελε τροποποιηθούν), θα καθορίζεται επακριβώς κατά τη δημοσίευση της θέσης ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας και σύμφωνα με την οργανωτική δομή των θέσεων του ιατρικού προσωπικού του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας.
Οι παρούσες ανάγκες της Υπηρεσίας απαιτούν όπως οι υποψήφιοι κατέχουν:
(α) Οποιαδήποτε από τις ειδικότητες της Παθολογίας, Γενικής Χειρουργικής, Αναισθησιολογίας, Καρδιολογίας, Πνευμονολογίας - Φυματολογίας∙ και
(β) εξειδίκευση στην Εντατική Θεραπεία.»
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι εφόσον απαιτήθηκε βάσει της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας ειδικότητα (σε μία από τέσσερις ειδικότητες), αλλά και σωρευτικά («και») εξειδίκευση στην Εντατική Θεραπεία, η 12ετής πείρα στην ειδικότητα που απαιτείτο στην περίπτωση του Ε.Μ.1, αλλά και η πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία ως Ιατρικός Λειτουργός 1ης τάξης στην ειδικότητα που απαιτείτο για την περίπτωση του Ε.Μ.2, θα έπρεπε να είχε ερμηνευθεί ως προαπαιτούμενη χρονική διάρκεια πείρας και υπηρεσίας όχι μόνο για την ειδικότητα αλλά και για την εξειδίκευση στην Εντατική Θεραπεία, εφόσον η ειδικότητα που ζητείτο με το Σχέδιο Υπηρεσίας περιλάμβανε και την εξειδίκευση. Συνεπώς, εφόσον τα δυο Ενδιαφερόμενα Μέρη απέκτησαν πιστοποιητικό εξειδίκευσης από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου το έτος 2004 και ο ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων ήταν 5.10.2009, δεν κάλυπταν την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας και πεπλανημένα θεωρήθηκαν προσοντούχοι. Αυτό σε αντίθεση με την αιτήτρια που είχε 14 χρόνια μεταπτυχιακής πείρας στην εξειδίκευση της Εντατικής Θεραπείας (πιστοποιητικό από Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, Ελλάδα, ημερομηνίας 30.8.1996).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε τα ακόλουθα:
«Ο αιτητής Κυπριανού Θεόδωρος θεωρείται ως προσοντούχος, αφού πληρεί τους όρους Β(1), Β(2α) για Προαγωγή και Γ(1), Σημείωση (1) (α) και (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας καθότι έχει πενταετή τουλάχιστο υπηρεσία ως Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης στην ειδικότητα της Πνευμονολογίας Φυματιολογίας) και κατέχει ειδίκευση στην Εντατικολογία σύμφωνα με τον Καν. 8 των περί Ιατρών (Ειδικά Προσόντα) Κανονισμών του 2003 από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου.
Συγκεκριμένα, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε τα ακόλουθα:
Οι αιτητές Παλάζης Λάκης και Τιμηλιώτου Ματσεντίδου Χρυστάλλα ικανοποιούν τους όρους 3Α(1) και 3Α(2) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου και είναι κάτοχοι πιστοποιητικού ειδικότητας ως αυτή καθορίζεται στη Σημ. 1(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας δηλαδή οιαδήποτε από τις ειδικότητες της Παθολογίας, Γενικής Χειρουργικής, Αναισθησιολογίας, Καρδιολογίας, Πνευμονολογίας-Φυματιολογίας σύμφωνα με τον Περί Εγγραφής Ιατρών Νόμο, καθώς και τον όρο 3Α(3), δηλαδή, έχουν δωδεκαετή τουλάχιστο πείρα στην ειδικότητα που καθορίζεται κατά τη δημοσίευση της θέσης, περιλαμβανομένου του χρόνου εκπαίδευσης για απόκτηση του διπλώματος ή τίτλου ειδικότητας. Συγκεκριμένα ο Παλάζης Λάκης έχει δωδεκαετή τουλάχιστον πείρα στην ειδικότητα της Παθολογίας και η Τιμηλιώτου Ματσεντίδου Χρυστάλλα έχει δωδεκαετή τουλάχιστο πείρα στην ειδικότητα της Αναισθησιολογίας. Ικανοποιούν επίσης τον όρο ως αυτός αναφέρεται στη Σημ. 1(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας δηλαδή είναι κάτοχοι Πιστοποιητικού Εξειδίκευσης στην Εντατικολογία σύμφωνα με τον Καν. 8 των περί Ιατρών (Ειδικά Προσόντα) Κανονισμών του 2003 από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου.
Ο αιτητής Κυπριανού Θεόδωρος ικανοποιεί τους όρους της παραγράφου 3Β(1) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή, είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου και είναι κάτοχος πιστοποιητικού ειδικότητας ως αυτή καθορίζεται στη Σημ. 1(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας δηλαδή οιαδήποτε από τις ειδικότητες της Παθολογίας, Γενικής Χειρουργικής, Αναισθησιολογίας, Καρδιολογίας, Πνευμονολογίας-Φυματιολογίας σύμφωνα με τον Περί Εγγραφής Ιατρών και συγκεκριμένα στην ειδικότητα της Πνευμονολογίας - Φυματιολογίας. Ικανοποιεί τον όρο της παραγράφου 3Β(2α), δηλαδή, έχει πενταετή τουλάχιστον πείρα ως Μόνιμος Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης στην ειδικότητα της Πνευμονολογίας Φυματιολογίας και συγκεκριμένα στο Τμήμα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Ικανοποιεί επίσης τον όρο ως αυτός αναφέρεται στη Σημ. 1(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας δηλαδή είναι κάτοχος Πιστοποιητικού Εξειδίκευσης στην Εντατικολογία σύμφωνα με τον Καν. 8 των περί Ιατρών (Ειδικά Προσόντα Κανονισμών του 2003 από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου.»
Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν επεμβαίνει στην κρίση της διοίκησης. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν η ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή ή το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (βλ. Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ 312 και Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ 344).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ερμηνεία που δόθηκε από την Διοίκηση συνάδει με την γραμματική ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσία και κρίνεται εύλογη. Ο νομοθέτης εξέφρασε ρητά την προϋπόθεση της χρονικής διάρκειας - δωδεκαετής τουλάχιστον πείρα για τους υποψηφίους για πρώτο διορισμό και πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία για σκοπούς προαγωγής - μόνο ως προς την ειδικότητα, χωρίς να προσδιορίζει χρονικό πλαίσιο για την εξειδίκευση. Το γεγονός ότι επιπλέον από την ειδικότητα, οι ανάγκες της Υπηρεσίας επέβαλλαν σωρευτικά και την κατοχή εξειδίκευσης στην Εντατική Θεραπεία ως απαραίτητο προσόν, ουδόλως οδηγεί στο συμπέρασμα που προωθεί η αιτήτρια, ότι δηλαδή ετίθετο και/ή επεκτεινόταν για την «εξειδίκευση» η αντίστοιχη απαίτηση χρονικής διάρκειας της ειδικότητας. Πρόκειται σαφώς για δυο ξεχωριστά ειδικά προσόντα.
Οι περί Ιατρών (ειδικά προσόντα) Κανονισμοί του 2003, που δεν συζητήθηκαν από τους διαδίκους, προνοούν σε διαφορετικές διατάξεις - Κανονισμοί 3, 8 και Δεύτερος Πίνακας - για τα προσόντα προς αναγνώριση «ειδικότητας» και «εξειδίκευσης» ως ακολούθως:
«3. Ιατρός θεωρείται ότι κατέχει ειδικότητα, αν ικανοποιεί το Ιατρικό Συμβούλιο ότι-
(α) (i) Έχει μεταπτυχιακό τίτλο, δίπλωμα, πτυχίο ή πιστοποιητικό σε κλάδο της ιατρικής, που χορηγήθηκε σ΄ αυτόν ύστερα από επιτυχία σε εξετάσεις και το οποίο παρέχει σ΄ αυτόν το δικαίωμα να αναγνωρίζεται ως ειδικός στον κλάδο αυτό στη χώρα στην οποία χορηγήθηκε∙ ή
(ii) έχει μεταπτυχιακό τίτλο, δίπλωμα, πτυχίο ή πιστοποιητικό, που χορηγήθηκε σε αυτόν ύστερα από επιτυχία σε εξετάσεις και το οποίο, στη χώρα στην οποία χορηγήθηκε, αναγνωρίζεται ότι παρέχει ένδειξη ειδικής επιστημονικής κατάρτισης σε κλάδο της ιατρικής∙ και
(β) έχει μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε κλάδο της ιατρικής, αναφερόμενο στην πρώτη στήλη του Πρώτου Πίνακα, όχι μικρότερης χρονικής διάρκειας από την αναφερόμενη στη δεύτερη στήλη του Πίνακα αυτού για τον αντίστοιχο κλάδο.
[. . . .]
8. Ειδικός Ιατρός θεωρείται ότι κατέχει εξειδίκευση, αν ικανοποιεί το Ιατρικό Συμβούλιο ότι κατέχει δίπλωμα ή πιστοποιητικό το οποίο αναγνωρίζεται στη χώρα που χορηγήθηκε και έχει μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε αναγνωρισμένη μονάδα όχι μικρότερης χρονικής διάρκειας από εκείνη που καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα:
Νοείται ότι εξειδίκευση ασκείται μέσα στα πλαίσια μιας κύριας ειδικότητας.
[. . . .]
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
(Κανονισμός 8)
[. . . .]
Εντατική Θεραπεία Δύο τουλάχιστο χρόνια σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, μετά την απόκτηση της ειδικότητας της Παθολογίας, ή Χειρουργικής, ή Αναισθησιολογίας, ή Καρδιολογίας ή Πνευμονολογίας - Φυματιολογίας, ή Παιδιατρικής.»
Είναι λοιπόν εμφανές ότι η εξειδίκευση αποκτάται περαιτέρω μετά την απόκτηση της ειδικότητας και για σκοπούς κατοχής εξειδίκευσης στην Εντατική Θεραπεία αρκούν δύο τουλάχιστον χρόνια σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα προνοούν οι Κανονισμοί δεν ευνοούν τη θέση της αιτήτριας, αλλά συνάδουν με την ερμηνεία που δόθηκε από τους καθ' ων η αίτηση.
Χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω τις υψηλές απαιτήσεις που προκύπτουν από το υψηλόβαθμο της θέσης στην ιεραρχία και ότι αυτή προοριζόταν για Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), θεωρώ ότι η ερμηνεία που εισηγείται η αιτήτρια είναι ακραία αφού θέτει ως προϋπόθεση, πέραν της απαιτούμενης χρονικής διάρκειας της ειδικότητας (που περιλαμβάνει και τη χρονική διάρκεια μεταπτυχιακής εκπαίδευσης), οι υποψήφιοι ειδικοί ιατροί να έχουν υπηρετήσει αντίστοιχα πολλά έτη σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και όχι απλά τα δυο χρόνια στην βάση των οποίων τους αναγνωρίστηκε η εξειδίκευση.
Για τους πιο πάνω λόγους, ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο η αιτήτρια αμφισβητεί το πιστοποιητικό εξειδίκευσης που χορηγήθηκε στο Ε.Μ.2. Θεωρεί ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα αναφορικά με τον αν θα μπορούσε να πιστωθεί στο Ε.Μ.2 το προσόν της εξειδίκευσης στην βάση της επιστολής του κου Ρούσσου, Καθηγητή Εντατικής Θεραπείας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σύμφωνα με την οποία το Ε.Μ.2 εκτελούσε την εξειδίκευση του στην Κύπρο, στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, κατά περίοδο μάλιστα που, σύμφωνα με την αιτήτρια, δεν υπήρχε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Το Ε.Μ.2 φαίνεται να τοποθετήθηκε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας από 3.12.2001 και κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε πιστοποιητικό από το Ιατρικό Συμβούλιο ημερομηνίας 18.11.2004, με το οποίο αναγνωριζόταν η εξειδίκευση του στην Εντατική Θεραπεία (ερυθρό 148 και 149 στο διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 3). Η αιτήτρια η οποία ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση αυτού του πιστοποιητικού κατά την επιθεώρηση των διοικητικών φακέλων, προσέβαλε με την Προσφυγή αρ. 859/2011 την απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου, και εκδόθηκε απόφαση με την οποία η προσφυγή της απορρίφθηκε προδικαστικά λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. (βλ. Υπόθεση αρ. 859/2011, Χρυστάλλα Μαντσενίδου-Τιμηλιώτου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.6.2015).
Σύμφωνα δε με το άρθρο 12 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)99, ένα διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του, αναγνωρίζει ως ισχυρές και εφαρμόζει τις πράξεις άλλων διοικητικών οργάνων, εφόσον αυτές έχουν εξωτερικά τα γνωρίσματα έγκυρων πράξεων. Συνεπώς ορθά το πιο πάνω πιστοποιητικό που καλυπτόταν από τεκμήριο νομιμότητας, ελήφθη υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ. Εξάλλου η αιτήτρια δεν το αμφισβήτησε κατά την διοικητική διαδικασία, και το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε παρεμπίπτον έλεγχο απόφασης και/ή πράξης άλλου διοικητικού οργάνου στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, ούτε μπορεί να κρίνει πρωτογενώς τα όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η προσφυγή δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου