ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D582
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1342/2012
9 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
METΑΞΥ:
ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Αιτήτριας
και
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ης η αίτηση
______
κ. A.Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια
Στ. Μαξούτη (κα), για την καθ΄ ης η αίτηση
______
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια εργοδοτείτο ως έκτακτη υπάλληλος στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού από 25.2.08-31.12.08.
Στις 24.11.08, ο Γενικός Διευθυντής της καθ΄ ης η αίτηση Αρχής Λιμένων Κύπρου (στο εξής η Αρχή) πρόσφερε στην αιτήτρια διορισμό στη θέση του Διοικητικού Λειτουργού της Αρχής με μισθό που θα άρχιζε από το αρχικό σημείο της μισθολογικής κλίμακας Α8, ενώ οι υπόλοιποι όροι διορισμού της θα διέπονταν από τις πρόνοιες του Νόμου και των σχετικών Κανονισμών της Αρχής.
Η αιτήτρια αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα το διορισμό της στις 27.11.08 και η αιτήτρια ανάλαβε τα καθήκοντα της από 2.1.09.
Τρία χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, στις 29.3.12, η αιτήτρια απηύθυνε επιστολή προς το Γενικό Διευθυντή της Αρχής για αναγνώριση και διατήρηση της ετήσιας προσαύξησής της ως έκτακτης υπαλλήλου στη Δημόσια Υπηρεσία και ανάλογη διευθέτηση των συνταξιοδοτικών της ωφελημάτων.
Με τη λήψη του αιτήματος της αιτήτριας, η Αρχή ζήτησε σχετική γνωμάτευση από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ΤΔΔΠ) το οποίο με επιστολή της Διευθύντριας του ημερ. 21.6.12 το απόρριψε. Παρατίθεται επί τούτου αυτούσιο το κείμενο της εν λόγω (απορριπτικής) επιστολής:
«Ημερομηνία της ετήσιας προσαύξησης σας
Τα συνταξιοδοτικά σας ωφελήματα
Σε συνέχεια της ενδιάμεσου επιστολής του Γενικού Διευθυντή της 21.5.2012 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και ύστερα από την ολοκλήρωση της εξέτασης του σας πληροφορώ τα εξής:
(α) Η εξέταση του θέματος σας έγινε με την συνδρομή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών.
(β) Σύμφωνα με την γνωμοδότηση του εν λόγω Τμήματος, το θέμα που θίγετε υπάγεται στην μισθοδοτική τοποθέτηση εκτάκτων υπαλλήλων της δημόσιας υπηρεσίας που διορίζονται σε μόνιμη θέση σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που στην προκειμένη περίπτωση αφορά τον διορισμό σας στην ΑΛΚ.
(γ) Επί του προκειμένου με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 43.054/14.9.1995, η οποία γνωστοποιήθηκε με την Εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών με αρ. 1091/13.10.1995, η μισθοδοτική τοποθέτηση υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου ή άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που αναφέρονται στο Άρθρο 122 του Συντάγματος και των αρχών τοπικής διοικήσεως, οι οποίοι διορίζονται χωρίς διακοπή στην απασχόλησή τους σε δημόσιες θέσεις γίνεται κατ' αναλογία των όσων ισχύουν στην περίπτωση των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που διορίζονται σε άλλες δημόσιες θέσεις, χωρίς να σημαίνει εφαρμογή στην εν λόγω περίπτωση των προνοιών των Κανονισμών που διέπουν την παροχή μισθοδοσίας προαγόμενου υπαλλήλου.
Η ρύθμιση αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση προσωπικού
που απασχολείται σε έκτακτη βάση σε νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου ή αρχές τοπικής διοικήσεως και διορίζονται στη δημόσια
υπηρεσία, αφού, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο που
ισχύει για τη δημόσια υπηρεσία και τους πλείστους κανονισμούς που
διέπουν τους όρους υπηρεσίας υπαλλήλων νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου ή αρχών τοπικής διοικήσεως, περιλαμβανομένων και
των σχετικών Κανονισμών της Αρχής Λιμένων Κύπρου, ο όρος
«υπάλληλος» δεν περιλαμβάνει πρόσωπα που απασχολούνται σε
έκτακτη βάση. Κατ' επέκταση, η μισθοδοσία που σου καταβάλλετο για
την απασχόλησή σου σε έκτακτη βάση από το Υπουργείο Εμπορίου
Βιομηχανίας και Τουρισμού το 2008 δεν μπορεί να αναγνωριστεί από
την Αρχή Λιμένων για σκοπούς διαφορετικής μισθοδοτικής σου
τοποθέτησης από ότι σε έχει τοποθετήσει η Αρχή με τον διορισμό σου
στη θέση Διοικητικού Λειτουργού.»
Η αιτήτρια αντέδρασε στην απόρριψη του αιτήματος της με την παρούσα προσφυγή, την οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροί της προώθησαν στη βάση επτά λόγων ακύρωσης. Ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση (α) δεν παρουσιάζεται ως απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση, (β) είναι δέσμια προς τη γνωμάτευση του ΤΔΔΠ το οποίο δεν έχει επί του θέματος αρμοδιότητα αλλά και που έδωσε πάσχουσα γνώμη, (γ) είναι προϊόν παράλειψης της Αρχής να εφαρμόσει την εκ των Κανονισμών 8 και 11 της ΚΔΠ 175/95 (όπως τροποποιήθηκε) οφειλόμενη ενέργεια, (δ) είναι προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του όρου «υπάλληλος», (ε) στηρίχθηκε σε εγκύκλιο που περιορίζει τα δικαιώματα της αιτήτριας και/ή που είναι αντίθετη στους Κανονισμούς 8 και 11, (στ) παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση και (ζ) συνιστά άνιση μεταχείριση της αιτήτριας.
Η Αρχή, μέσω των ευπαιδεύτων συνηγόρων της, πέραν της υποστήριξης της ορθότητας και νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προέβαλαν και τρεις προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη θέτουν ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με τη δεύτερη εκπρόθεσμης καταχώρισης της προσφυγής και με την τρίτη έλλειψη εννόμου συμφέροντος από πλευράς της αιτήτριας.
Όπως γίνεται αντιληπτό προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων, αρχής γενομένης με την προδικαστική ένσταση που αφορά το έννομο συμφέρον. Προβάλλεται συναφώς ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος εφόσον με την επιστολή της ημερ. 27.11.08 αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την προσφορά διορισμού της με την τοποθέτησή της στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8. Επιπρόσθετα επισημαίνεται ότι από την ημερομηνία διορισμού της, δηλαδή από τις 2.1.09 μέχρι και τις 29.3.12 που υπέβαλε το επίδικο αίτημα, λάμβανε κανονικά και ανεπιφύλακτα τους μισθούς της χωρίς να εγείρει ζήτημα αναγνώρισης και διατήρησης της ετήσιας προσαύξησης ως το απορριφθέν αίτημά της.
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση των συνηγόρων της αιτήτριας, οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι δεν τίθεται θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος καθότι το αίτημα της αιτήτριας ημερ. 29.3.12 συνιστά νέο αίτημα από μέρους της και η απόφαση επί τούτου είναι προϊόν νέας έρευνας.
Έχω εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις επί του ζητήματος και κατά την άποψή μου η υπό συζήτηση προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης στερεί τον διοικούμενο του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος για προσφυγή, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. (Βλ. μεταξύ άλλων Piperis v. R. (1967)3 CLR 295, Tomboli ν. CYTA (1982) 3 CLR 149, Christodoulides v. R. (1985) 3 CLR 1979, Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (1991) 4 ΑΑΔ 3005, G. Alexandrou Best & Less Clothing Ltd v. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 564/99, ημερ. 31/10/2000 και Ελένης Σάρδου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Προσφυγή αρ. 1491/1999, ημερ. 17/10/2001). Το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η έκδοση 1997 του Ε. Σπηλιωτόπουλου στην παρ. 458, συνοψίζει την ορθή νομική προσέγγιση:
«Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (ΣΕ 2612/1982). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της (ΣΕ 432/1983, 3547/1987), όπως π.χ είναι ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης (ΣΕ 1674, 2836/1987), Η αποδοχή πρέπει: i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη (ΣΕ480/1970, 1745/1977), ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις (ΣΕ 1341/1966).»
Στην προκείμενη περίπτωση από την παράθεση των γεγονότων προκύπτει ότι η αιτήτρια δέχθηκε ανεπιφύλακτα το διορισμό της και την τοποθέτηση της στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8 και συνέχισε να λαμβάνει για σχεδόν τρία χρόνια τους μισθούς της ανεπιφύλακτα. Ως εκ τούτου με βάση την παραταθείσα νομολογία θεωρώ ότι απώλεσε το έννομο συμφέρον της για προσβολή της επίδικης απόφασης.
Πρόσθετα θεωρώ πως η όλη συμπεριφορά της αιτήτριας προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης δεν καθίσταται αναγκαία η εξέταση των λόγων ακύρωσης που προβάλλονται.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1.300 έξοδα προς όφελος της καθ΄ ης η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ