ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D618
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1310/2012
22 Σεπτεμβρίου 2015
[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τΟ ΑΡΘΡΟ 146 του Συντάγματος
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
(α) ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ης η Αίτηση.
_________
Α. Χρ. Ευτυχίου, για τον αιτητή.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γ-Ε, για την καθ΄ης η αίτηση.
Δ. Κκαΐλης για Μ. Βορκά, για το Ε/Μ αρ. 4.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: O αιτητής και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήταν υποψήφιοι για τη θέση του Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης στα πλαίσια προκήρυξης για πλήρωση 112 τέτοιων θέσεων.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε πιστώσει τον αιτητή με 3 μονάδες, θεωρώντας ότι αυτός κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών Master of Arts/Information Communications Technology and Education του αγγλικού Πανεπιστημίου του Leeds, που απέκτησε στις 17.12.2011, με αποτέλεσμα ο αιτητής να καταταγεί 18ος κατά σειρά προτεραιότητας στον σχετικό κατάλογο των προτεινομένων υποψηφίων για προαγωγή.
Όμως, σύμφωνα με ανακοίνωση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 16.1.2009, μεταπτυχιακά προσόντα που αποκτήθηκαν από αναγνωρισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού κατόπιν μη συνεχούς φοίτησης, γίνονται δεκτά μόνο εάν ο ενδιαφερόμενος καταθέσει στο Γραφείο της Επιτροπής πιστοποιητικό ισοτιμίας εκδοθέν από το ΚΥΣΑΤΣ. Επειδή δε κατά το χρόνο που ελήφθη η απόφαση για τις προαγωγές, στις 30.12.2011, δεν υπήρχε κατατεθειμένο τέτοιο πιστοποιητικό, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή λανθασμένα παραχώρησε τις 3 μονάδες, τις οποίες αφαίρεσε. Το αποτέλεσμα ήταν το σύνολο των μονάδων του αιτητή να μειωθούν από 214.25 που ήταν το τελικό σύνολο που θα συγκέντρωνε εάν του πιστώνονταν οι 3 μονάδες, σε 211.25 και να επέλθει ανακατάταξη στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, στα πλαίσια της οποίας ο αιτητής υποβαθμίστηκε και βρέθηκε σε μειονεκτική θέση έναντι των ενδιαφερομένων μερών, που είχαν συγκεντρώσει 212.65 μονάδες, 212.83 μονάδες, 212.58 μονάδες και 212.58 μονάδες, αντίστοιχα.
Δεν αμφισβητήθηκε ότι κατά τον χρόνο των επιδίκων προαγωγών ο αιτητής κατείχε τον εν λόγω μεταπτυχιακό τίτλο, όμως η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση και ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενδιαφερομένου μέρους 4 εισηγήθηκαν ότι ο ουσιώδης χρόνος, εν προκειμένω, ήταν η λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων. Ως προς το ζήτημα αυτό ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή απάντησε παραπέμποντας στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αδάμου Ανδρέου κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 153, στην οποία αποφασίστηκε ότι η ανάγκη για συνδρομή των προσόντων κατά τον χρόνο που είναι η πρώτη ουσιώδης ημερομηνία, αφορά τα προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας ως προαπαιτούμενα και όχι τα υπόλοιπα στοιχεία. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση που έδωσε ο Αρτεμίδης, Δ., ως ήτο τότε:
«Η αρχή αυτή εφαρμόζεται μόνον αναφορικά με τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα σύμφωνα με τα οποία κάποιος καθίσταται έγκυρος υποψήφιος για τη θέση. Δεν ισχύει όμως ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία που προσμετρούν στην αξία των υποψηφίων, και τα οποία είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι της ημέρας λήψης της απόφασης.»
Εν προκειμένω, συνεπώς, επειδή η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου δεν αποτελούσε απαραίτητο προσόν κατά το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά αποτελούσε ένα στοιχείο που θα μπορούσε να προσμετρήσει στην αξία του υποψηφίου, μπορούσε να εκτιμηθεί και μέχρι την ημέρα λήψης της απόφασης.
Περαιτέρω, υποδείχθηκε από πλευράς καθ΄ων η αίτηση και ενδιαφερομένου μέρους 4 ότι, μέχρι και τον χρόνο της λήψης της επίδικης απόφασης ο αιτητής δεν είχε καταθέσει στο Γραφείο της ΕΕΥ πιστοποιητικό ισοτιμίας από το ΚΥΣΑΤΣ. Από την άλλη, δεν αμφισβητήθηκε ότι το ΚΥΣΑΤΣ είχε αξιολογήσει το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή και ό,τι εκκρεμούσε ήταν η τυπική έκδοση του πιστοποιητικού ισοτιμίας. Εκείνο που τέθηκε προς συζήτηση είναι κατά πόσον ορθά η ΕΕΥ, προκειμένου να πιστώσει τις 3 μονάδες, απαίτησε και την κατάθεση πιστοποιητικού ισοτιμίας. Σημειώνεται ότι ο αιτητής είχε θέσει υπόψη της ΕΕΥ με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 11.5.2012, ότι την ίδια εκείνη ημέρα είχε γίνει σχετική αξιολόγηση από το ΚΥΣΑΤΣ και εκκρεμούσης της συνέντευξής του από την Επιτροπή για προαγωγή στις 14.5.2012 ζήτησε όπως αποτιμηθούν οι τρεις μονάδες και προστεθούν στη συνολική του βαθμολογία, πράγμα το οποίο δεν έγινε.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Καππελίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 279. Στην υπόθεση εκείνη το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε ακαδημαϊκό τίτλο, αλλά δεν του είχε ακόμα απονεμηθεί τυπικά, καθότι η τελετή απονομής είχε οριστεί σε μεταγενέστερο χρόνο. Η Ολομέλεια επικύρωσε την κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος είχε συμπληρώσει όλα τα απαιτούμενα για την απόκτηση του τίτλου και παρέμενε η τελική αναγόρευση και η επίδοση σε αυτόν του σχετικού πιστοποιητικού και συνεπώς εύλογα η ΕΔΥ είχε θεωρήσει ότι είχε τον τίτλο κατά την ουσιώδη ημερομηνία.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε στην εν λόγω ανακοίνωση της Επιτροπής ημερομηνίας 16.1.2009, όπως και ο ευπαίδευτος δικηγόρος του του ενδιαφερομένου μέρους αρ. 4, ο οποίος, περαιτέρω εισηγήθηκε ότι η Καππελίδης διακρίνεται ενόψει του γεγονός ότι εκεί ο ενδιαφερόμενος είχε αποκτήσει ακαδημαϊκό τίτλο προ του ουσιώδους χρόνου αλλά δεν του είχε απονεμηθεί ακόμα, σε αντίθεση με την παρούσα προσφυγή όπου ο αιτητής δεν εξασφάλισε πιστοποιητικό ισοτιμίας του τίτλου του από το ΚΥΣΑΤΣ κατά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων.
Το ζήτημα του ουσιώδους χρόνου έχει ήδη απαντηθεί. Ο αιτητής απέκτησε το εν λόγω προσόν στις 17.12.2011, δηλαδή πριν από τον ουσιώδη χρόνο που ήταν η 30.12.2011. Παρόμοια ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Κλειώ Λυσσιώτου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1323/2007, ημερ. 15.1.2009, όπου ο Χατζηχαμπής, Δ., ως ήτο τότε, με αναφορά στην υπόθεση Καππελίδης είπε τα εξής:
«. αυτό που ενδιαφέρει είναι η ουσιαστική συμπλήρωση των σπουδών προς απόκτηση του πτυχίου και όχι η τυπική επιβεβαίωση ή απονομή του. Η αρχή αυτή δεν επηρεάζεται από το ότι η αναγνώριση της ισοτιμίας επήλθε μετά το χρόνο συνδρομής των προσόντων. Εφ΄όσον το προσόν απεκτήθη πριν από το χρόνο συνδρομής, υπήρχε συνδρομή. Η αναγνώριση της ισοτιμίας, που μάλιστα είχε ήδη επέλθει όταν ελαμβάνετο η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αφορούσε την απόκτηση του προσόντος, η οποία συναρτάτο προς τη συμπλήρωση των σπουδών και μόνο, αλλά τη σημασία του στην Κύπρο με δεδομένη την προηγηθείσα απόκτηση του.»
Εν προκειμένω, ό,τι απέμενε ήταν ενέργειες τυπικής φύσεως, ήτοι η τυπική έκδοση του πιστοποιητικού ισοτιμίας και η κατάθεσή του στο Γραφείο της ΕΕΥ. Η ουσιαστική προϋπόθεση επληρούτο και θα έπρεπε συνεπώς η ΕΕΥ να μην αφαιρέσει τις 3 μονάδες από τον αιτητή. Πράττοντας τούτο, ενήργησε υπό πλάνη, η οποία ήταν ουσιώδης εφόσον είχε ως επακόλουθο την ανατροπή της σειράς στον κατάλογο υποψηφίων. Ως εκ της εμφιλοχώρησης της πλάνης, η επίδικη πράξη είναι ακυρωτέα. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να πιθανολογήσει πώς θα είχαν τα πράγματα αν δεν μεσολαβούσε η πλάνη. Γι΄αυτό και δεν θα εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους της προσφυγής, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα συσχετίζονται με το θέμα της αξιολόγησης των υποψηφίων, με αναφορά στην αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους. Άλλωστε, εύστοχη ήταν η παρατήρηση του Χατζηχαμπή, Δ., ως ήτο τότε, στην προαναφερθείσα υπόθεση Λυσιώτου, ο οποίος κατέληξε ως εξής:
«Δεν θα με απασχολήσουν οι άλλοι λόγοι ακύρωσης που εισηγείται η αιτήτρια αφού οι δύο πρόσθετες μονάδες που θα ελάμβανε για το MA της θα ήταν ούτως ή άλλως χρήσιμες ώστε να καθίστατο αχρείαστη η εξέταση άλλων λόγων.»
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με έξοδα €1300 πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή και εναντίον της Δημοκρατίας.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π