ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D593
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1142/2015)
11 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PALM MOUNT HOLDINGS LTD.,
Αιτητές,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ'ου η αίτηση.
Αίτηση ημερ. 9/9/2015
Χρ. Σιακαλλή (κα), για τους Αιτητές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ)
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτητές ως ιδιοκτήτες καφετέριας, επί της οδού Λήδρας αρ. 207 στη Λευκωσία, κατείχαν, από το 2012, άδεια υπαίθριας εστίασης η οποία παρεχωρείτο από το Δήμο Λευκωσίας, με τη δυνατότητα να τοποθετούν τραπέζια επί του πεζοδρομίου της οδού Λήδρας. Η εν λόγω άδεια, με την καταβολή του ανάλογου τέλους, ανανεωνόταν μέχρι και τις 25 Αυγούστου 2015, όπου οι καθ'ων η αίτηση με επιστολή τους, ιδίας ημερομηνίας, ακύρωσαν την άδεια υπαίθριας εστίασης των αιτητών.
Ως αποτέλεσμα τούτου, οι αιτητές καταχώρισαν προσφυγή με την οποία διεκδικούν την έκδοση διατάγματος ότι, η εν λόγω ακύρωση είναι άκυρη και στερημένη οποιασδήποτε νομικής ισχύος ή αποτελέσματος.
Παράλληλα, με την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, οι αιτητές καταχώρισαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούν την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο «να διατάσσεται η αναστολή της ισχύος και/ή εκτέλεσης και/ή εφαρμογής της απόφασης των καθ'ων η αίτηση . να ακυρώσουν την άδεια υπαίθριας εστίασης των αιτητών».
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Αντώνη Κουππαρή, Διευθυντή της εταιρείας των αιτητών, ο οποίος, εκτός από τα γεγονότα που άπτονται του ιστορικού της υπόθεσης, κάμνει αναφορά σε αλληλογραφία μεταξύ των αιτητών και του Τμήματος Δημοσίων Έργων από τη μια, όπως επίσης και των καθ'ων η αίτηση από την άλλη. Όπως διαφαίνεται από τα έγγραφα, τα οποία έχουν επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση, και επαναλαμβάνεται από τον ενόρκως δηλούντα, ο Δήμος Λευκωσίας δεν είχε εξασφαλίσει την αναγκαία άδεια, για παραχώρηση των πεζοδρόμων σε τρίτους, από το Τμήμα Δημοσίων Έργων. Αυτός ήταν, υποστηρίζει στη συνέχεια, ο λόγος για τον οποίο οι αιτητές είχαν ζητήσει την επιστροφή των καταβληθέντων τελών για τα προηγούμενα χρόνια και αντί τούτου, οι καθ'ων η αίτηση προχώρησαν παρανόμως, κατά τον ισχυρισμό του, σε ακύρωση της εκδοθείσας άδειας υπαίθριας εστίασης των αιτητών. Ο ενόρκως δηλών καταλήγει, αναφερόμενος σε ανεπανόρθωτη ζημιά την οποία υφίστανται οι αιτητές από τη μη χρήση του υπαίθριου χώρου εστίασης, όπως συνέβαινε και στο παρελθόν.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών έκαμε αναφορά στο άρθρο 9Α(1) του περί Δημοσίων Οδών Νόμου, Κεφ. 83, όπως τροποποιήθηκε, για να καταδείξει ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν παρανόμως καθότι, όπως διαφαίνεται από τη σχετική αλληλογραφία, ιδιαιτέρως τα Τεκμήρια 8 και 15, που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση, το Τμήμα Δημοσίων Έργων δεν είχε παραχωρήσει άδεια στο Δήμο Λευκωσίας έτσι ώστε να μπορεί, με τη σειρά του, να παραχωρεί εκ νέου νέα άδεια χρήσης των πεζοδρόμων. Ακόμη και αν, εισηγήθηκε η κα Σιακαλλή, υπήρχε τέτοια άδεια για να λειτουργήσει νομίμως ο υποαδειούχος, θα έπρεπε να υλοποιήσει σχετικούς όρους οι οποίοι επιβάλλονται από το Τμήμα Δημοσίων Έργων. Η τελευταία επιστολή, στην οποία έκαμε αναφορά η συνήγορος, είναι ημερομηνίας 12 Αυγούστου 2015, με την οποία το Τμήμα Δημοσίων Έργων επιβεβαιεί ότι, μέχρι την ημερομηνία εκείνη «δεν έχει εκδοθεί άδεια χρήσης για τους πεζόδρομους Λήδρας - Ονασαγόρου. Το Τμήμα εξετάζει το σχετικό αίτημα του Δήμου Λευκωσίας ..». Η επιδίωξη των αιτητών είναι, κατά την έκφραση της κας Σιακαλλή, να διατηρηθούν τα δεδομένα ως είχαν πριν την επιστολή ημερ. 25 Αυγούστου 2015, και κατόπιν σχετικής ερωτήσεως μου προσδιόρισε ότι επιδιώκουν να μπορούν να χρησιμοποιούν τον ανοικτό χώρο υπαίθριας εστίασης όπως συνέβαινε πριν την ακύρωση της άδειας από τους καθ'ων η αίτηση.
Είχα ζητήσει από την ευπαίδευτο συνήγορο να μου προσδιορίσει ποία είναι η έκδηλη παρανομία επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση και η συνήγορος έκαμε αναφορά τόσο στον περί Δημοσίων Οδών Νόμο, Κεφ. 83, όσο και στον περί Δήμων Νόμο του 1985, Ν. 111/1985.
Η προσφερόμενη στο Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής εδράζεται στον Κανονισμό 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα δυο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία ήτοι:
α) ΄Εκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή
β) Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 Α.Α.Δ. 32:
″Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.″
Στην υπόθεση Frangos & Οthers v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 53, ιδιαίτερα στη σελίδα 57, αναφέρεται σε μετάφραση ότι:
″Για να ενεργήσει το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα.″
Ο ορισμός της «έκδηλης παρανομίας» απαντάται επίσης στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Yπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 ως εξής:
″Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.″
Το κρίσιμο, συναφώς, ερώτημα που αναφύεται είναι αν οι αιτητές έχουν καταδείξει ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν κατά τρόπο όχι μόνο παράνομο, αλλά έκδηλα παράνομο. Από τα ίδια τα γεγονότα τα οποία έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αν γίνουν αποδεκτά στο σύνολο τους, διαφαίνεται ότι οι καθ'ων η αίτηση παραχώρησαν άδεια χρήσης χωρίς οι ίδιοι να έχουν τέτοιο δικαίωμα από το κατ' εξοχήν αρμόδιο τμήμα, που είναι το Τμήμα Δημοσίων Έργων. Αυτό και μόνο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές δεν μπορούν με κανένα τρόπο να στοιχειοθετήσουν ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν εκδήλως παράνομα αφού, τελικά, ακύρωσαν μια άδεια την οποία οι ίδιοι, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, δεν είχαν εξουσιοδότηση ή δυνατότητα να παραχωρήσουν. Με αυτό το σκεπτικό δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν εκδήλως παράνομα.
Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο παρουσιάζει η αίτηση είναι ότι το τι ουσιαστικώς επιζητούν από το Δικαστήριο, είναι να εκδώσει θετικό διάταγμα παραχώρησης αδείας χρήσης, κάτι το οποίο είναι έξω από το πλαίσιο της παρεχόμενης δυνατότητας, καθότι επιζητείται η αναβίωση μιας αρνητικής απόφασης.
Το άλλο θέμα το οποίο με απασχόλησε μελετώντας την αίτηση, είναι κατά πόσο οι αιτητές έχουν στοιχειοθετήσει επαρκώς τον ισχυρισμό για ανεπανόρθωτη ζημιά.
Το πιο κάτω απόσπασμα σε μετάφραση από την απόφαση Sofocleous ν. Republic (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, δίδει πιστεύω το στίγμα και προσδιορίζει τις παραμέτρους μέσα από τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει για να διαπιστώσει την ύπαρξη ανεπανόρθωτης ζημιάς:
″Αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η κατ' ισχυρισμόν ζημιά που θα προκύψει από την επικείμενη εκτέλεση της επίδικης διοικητικής πράξης πρέπει να εξειδικεύεται στην αίτηση με συγκεκριμένο τρόπο. Ασαφείς ισχυρισμοί για τη ζημιά καθιστούν δύσκολη την αξιολόγηση της και γι' αυτό και μόνο το λόγο η αίτηση για προσωρινό διάταγμα μπορεί να απορριφθεί.″
Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει ένας γενικός ισχυρισμός ότι οι αιτητές, ως αποτέλεσμα της ακύρωσης της αδείας εστίασης, υφίστανται ζημιά καθότι μειώνεται η πελατεία τους, κάτι το οποίο είναι εντελώς αόριστο, χωρίς οποιοδήποτε προσδιορισμό.
Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι οι αιτητές απέτυχαν να καταδείξουν ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη ζημιά, συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ