ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D567
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 1138/2013)
3 Σεπτεμβρίου, 2015
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΝΤΑΦΙΑΝΟΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον αιτητή.
Τ. Ιακωβίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την αίτηση ακυρώσεως προσβάλλεται η απορριπτική απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας «όπως του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 14.2.2013 της οποίας έλαβε γνώση ο αιτητής στις 25.2.2013 και με την οποία πληροφορήθηκε ότι απορρίφθηκε η εισήγηση του Διοικητού για επ΄ ανδραγαθία προαγωγή του στο βαθμό Λοχία».
Στις 19.12.2012 ο πρώην διοικητής της μονάδας της Προεδρικής Φρουράς με επιστολή του προς τον Αρχηγό Αστυνομίας υπέβαλε αίτημα για επ΄ ανδραγαθία προαγωγή του αιτητή στον επόμενο βαθμό, στη βάση των Καν. 10(2) και (4) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (ΚΔΠ 214/04) όπως έχει τροποποιηθεί, καταγράφοντας στην εν λόγω επιστολή τις τρεις περιπτώσεις που συνιστούσαν, κατά την κρίση του τότε διοικητή της μονάδας, πράξεις που ενέπιπταν στον ορισμό για ανδραγαθία. Ο Αρχηγός Αστυνομίας μελετώντας το περιεχόμενο της επιστολής, στη βάση του Καν. 10 της ΚΔΠ 214/04 που διέπει το θέμα της προαγωγής μελών για ανδραγαθία λόγω ιδιαιτέρων ικανοτήτων, έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για προαγωγή του αιτητή, εισηγήθηκε όμως όπως το θέμα εξεταστεί στα πλαίσια του Μόνιμου Εξεταστικού Συμβουλίου για απονομή οποιασδήποτε ηθικής αμοιβής, το οποίο συστήνεται σύμφωνα με την Αστυνομική Διάταξη ΑΔ 1/18, Μετάλλια, Ηθικές και Υλικές Αμοιβές, 18.9.2009. Σύμφωνα με το άρθρο 2, «Ερμηνεία Όρων», της ανωτέρω Αστυνομικής Διάταξης «Μόνιμο Εξεταστικό Συμβούλιο»:
«.σημαίνει το Μόνιμο Εξεταστικό Συμβούλιο που απαρτίζουν ο εκάστοτε Β/Αρχηγός Διοίκησης ως Πρόεδρος και οι Αστυνομικοί Διευθυντές των Τμημάτων Α΄, Γ΄, Δ΄ και ο Διευθυντής της Α.Α.Κ. ως μέλη.»
Όπως προκύπτει τόσο από την ένσταση όσο και από τα στοιχεία του φακέλου το Μόνιμο Εξεταστικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του που έλαβε χώρα στις 25.1.2013, αποφάσισε ομόφωνα να μην εισηγηθεί την απονομή ηθικής αμοιβής στον αιτητή αλλά να του δοθούν συγχαρητήρια από το διοικητή του και να μελετηθεί το ενδεχόμενο μετάθεσης του στην ΚΥΠ ή ΥΣΕΑΠ. Ο διοικητής του αιτητή πληροφορείται με επιστολή ημερομηνίας 14.2.2013 ότι το αίτημα για επ΄ ανδραγαθία προαγωγή του αιτητή όπως υποβλήθηκε την 19.12.2012 με σχετική επιστολή, δεν εγκρίθηκε αλλά ότι μετά τις εισηγήσεις του Μόνιμου Εξεταστικού Συμβουλίου, λήφθηκε η ανωτέρω απόφαση.
Στις 18.4.2013 ο αιτητής υπέβαλε αίτημα επανεξέτασης. Eπέμενε ότι για την περίπτωση του πληρούνταν οι προϋποθέσεις του σχετικού Κανονισμού, ώστε να στοιχειοθετείται και η επ΄ ανδραγαθία προαγωγή του κατ΄ εφαρμογήν και της γενικότερης πολιτικής που ακολουθείται στην Αστυνομία. Πρόσθετα, εισηγείται ότι η προαγωγή του στοιχειοθετείται και με βάση τις πρόνοιες του Καν. 10(4) και όχι μόνο για ανδραγαθία βάσει της παραγρ. (2), αίτημα το οποίο υποβλήθηκε από τον ίδιο τον διοικητή, αλλά δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στην απαντητική προς αυτόν επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας.
Ο αιτητής προβάλλει μια σειρά από νομικούς λόγους οι οποίοι περιορίστηκαν με τη γραπτή του αγόρευση. Προβάλλεται ως κυρίαρχος λόγος το αναιτιολόγητο της απόφασης και ότι αυτή λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα, αλλά και χωρίς να ακουστεί ο αιτητής. Ως δεύτερη αιχμή του δόρατος, εισάγεται η αρχή της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος και το άρθρο 38 του Νόμου 158(Ι)/99, ως πρόνοιες διασφαλίζουσες την αρχή της ισότητας. Τέλος, ότι πάσχει η συγκρότηση του Μόνιμου Εξεταστικού Συμβουλίου που έλαβε την απόφαση.
Οι καθ΄ ων η αίτηση πέρα από τη γενική υποστηρικτική θέση που παρέχουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, εγείρουν μια σειρά προδικαστικές ενστάσεις, κάποιες από τις οποίες έχουν εγκαταλειφθεί. Απομένουν προς εξέταση η ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη: ο αιτητής δεν νομιμοποιείται στην άσκηση της προσφυγής εφόσον δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση για προαγωγή.
Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τις επ΄ ανδραγαθία προαγωγές, καθώς και τις σχετικές διατάξεις που πλαισιώνουν τα εγειρόμενα ζητήματα.
Σύμφωνα με τον Καν. 10 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, ανωτέρω, που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 17(8) του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004, όπως έχει τροποποιηθεί:
«10(1) Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, Αρχηγός, με έγκριση του Υπουργού, δύναται να προαγάγει μέλος της Δύναμης για ανδραγαθία στον αμέσως επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχει και μέχρι το βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου, έστω και αν το μέλος αυτό δεν κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή του.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος «ανδραγαθία» σημαίνει πράξη που θέτει σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή του μέλους που την εκτελεί και η οποία λόγω του επικίνδυνου του χαρακτήρα της υπερβαίνει τα όρια της συνήθους εκτέλεσης των καθηκόντων και υποχρεώσεων του, όπως αυτά καθορίζονται στον περί Αστυνομίας Νόμο και τους εκάστοτε ισχύοντες περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς:
Νοείται ότι η ανδραγαθία διαπιστώνεται μετά από έκθεση γεγονότων του υπεύθυνου της μονάδας ή του κατά τόπον ή καθ΄ ύλην υπεύθυνου Αστυνομικού Διευθυντή και αιτιολογείται ειδικά.
(3) Προαγωγή με βάση την παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού διενεργείται χωρίς καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία που εκτελέστηκε η πράξη ανδραγαθίας.
(4) Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, ο Αρχηγός δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προαγάγει Αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο, νοουμένου ότι αυτός επιδεικνύει ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του και έχει ιδιάζουσα κλίση σε εξειδικευμένη εργασία, ανεξάρτητα του αν κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή του.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος «εξειδικευμένη εργασία» σημαίνει εργασία για την επιτέλεση της οποίας απαιτούνται υψηλού επιπέδου εξειδικευμένες γνώσεις που το μέλος αποκτά με μελέτη και/ή πρακτική εξάσκηση και η οποία εργασία δεν μπορεί να επιτελεσθεί ικανοποιητικά από άλλο, συστημένο από το Συμβούλιο Κρίσης, μέλος.»
Θα ξεκινήσω εν πρώτοις από τις προδικαστικές ενστάσεις οι οποίες και καθορίζουν ενδεχομένως την τύχη της προσφυγής. Ως προς το μη εκτελεστό της διοικητικής πράξης η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, με παραπομπή στην Διγενής Σάββα ν. Υπουργείου Οικονομικών, Υποθ. Αρ. 1725/09, 4.5.2012, και Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 26, σ. 31, κ.α., προωθεί τη θέση ότι η απορριπτική απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη ή απόφαση, το δε περιεχόμενο της δεν είναι δεκτικό προσβολής δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος εφόσον δεν συντρέχει παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα: δημιουργία, τροποποίηση, κατάργηση νομικής κατάστασης που δεν υφίσταντο πριν από την έκδοση της. Συμπλέκεται η ως άνω προδικαστική ένσταση με τη δεύτερη, με την εισήγηση ότι ο αιτητής στερείται και του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος για καταχώριση της παρούσας προσφυγής, με εφαλτήριο την νομολογία και συγκεκριμένα τη Χατζηγεωργίου ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42, 46, για να εισηγηθεί ότι η προαγωγή, νοουμένου ότι υφίσταται κενή θέση, αποτελεί προσδοκία του υπαλλήλου και όχι δικαίωμα του εφόσον, τυχόν ακύρωση της πράξης, δεν θα έχει ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του αιτητή. Παραπέμπει δε σχετικά στην Ροδοσθένη Μακρίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. Αρ. 1339/10, 29.11.2011 και Sravrou a.o. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 276).
Εισάγεται με την αγόρευση ακόμα μια παράμετρος ότι η επιστολή (sic) ημερομηνίας 24.2.2013 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Εκτελεστή διοικητική πράξη αποτελεί η «επιστολή» ημερομηνίας 14.6.2013 με την οποία ενημερώθηκε ο αιτητής μετά από αίτημα του για επανεξέταση ότι το αίτημα του απορρίφθηκε, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για προαγωγή λόγω ιδιαίτερων ικανοτήτων, «επιστολή» η οποία δεν έχει προσβληθεί.
Κατά πρώτον, θα πρέπει να ταυτοποιηθεί και αποκρυσταλλωθεί η πράξη η οποία προσβάλλεται φέρουσα τα χαρακτηριστικά εκτελεστής διοικητικής πράξης σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συναφώς προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και τα επισυνημμένα τεκμήρια ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή ημερομηνίας 14.2.2013 κοινοποιεί προς τον διοικητή του αιτητή την απορριπτική του απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως ακολούθως:
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με Αρ. Φακ. 16, ημερομηνίας 19.12.2012, σχετικά μα αίτημα σας για επ΄ ανδραγαθία προαγωγή του πιο πάνω Αστυφύλακα και σας πληροφορώ ότι τούτο δεν εγκρίθηκε.
2. Ενόψει τούτου, ο Αρχηγός Αστυνομίας, μετά τις εισηγήσεις του Μόνιμου Εξεταστικού Συμβουλίου, αποφάσισε όπως στον πιο πάνω Αστυφύλακα δοθούν συγχαρητήρια.»
Δεν είναι δυνατόν να συμφωνήσω με τα όσα εγείρονται ως ένσταση στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου για τη Δημοκρατία, τα οποία κρίνονται και ως ανακριβή και αντιφατικά σε κάποια έκταση και σίγουρα δεν μπορώ να διακρίνω ότι εκτελεστή διοικητική πράξη αποτελεί η επιστολή ημερομηνίας 14.6.2013 με την οποία ενημερώθηκε ο αιτητής ότι το αίτημα του για επανεξέταση απορρίφθηκε. Αντιθέτως, θα έλεγα, η εν λόγω επιστολή εφόσον δεν τέθηκε οτιδήποτε νέο προς εξέταση, συνιστούσε κατά πάντα χρόνο βεβαιωτική πράξη της απόφασης όπως αυτή κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 14.2.2013. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας έλαβε την απορριπτική απόφαση στις 21.12.2013 όπως σημειώνεται ιδιοχείρως στο τέλος της επιστολής του διοικητή του αιτητή ημερομηνίας 19.12.2012 (παράρτημα Α στην ένσταση):
«Β/Αρχηγό (Δ)
(ως Πρόεδρο Μόνιμου Εξεταστικού Συμβουλίου),
Αφού μελέτησα προσεκτικά τόσο το περιεχόμενο της παρούσας όσο και του Καν. 10 που διέπει το θέμα της προαγωγής μελών για ανδραγαθία ή λόγω ιδιαίτερων ικανοτήτων, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για προαγωγή του Αστυφ. 577 Γ. Σανταφιανού.
Η παρούσα να εξετασθεί στα πλαίσια του Μόνιμου Εξεταστικού Συμβουλίου, του οποίου προεδρεύετε, παρακαλώ.»
Με δεδομένο ότι η εν λόγω απόφαση ουδέποτε κοινοποιήθηκε στον αιτητή, αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και τίποτε άλλο δεν τέθηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, η εν λόγω απόφαση παρέμεινε μέχρι και την κοινοποίηση της ως internum της διοίκησης.
Όπως προκύπτει από πάγιες νομολογιακές αρχές η ατομική διοικητική πράξη για να επιφέρει έννομες συνέπειες πρέπει να κοινοποιηθεί προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σ. 191) κάτι που δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση. Στο τέλος της ημέρας η παράλειψη κοινοποίησης της πράξης στον διοικούμενο ή η ελλειπής κοινοποίηση ασκεί επιρροή στην έναρξη της ημερομηνίας προσβολής επί αιτήσεως ακυρώσεως, χωρίς όμως να θίγει το κύρος της πράξης, ούτε βεβαίως και την εκτελεστότητα της εφόσον η κοινοποίηση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης όπως και στην υπό εξέταση περίπτωση (Πορίσματα Νομολογίας (ανωτέρω), σ.193). Σχετικά με το ζήτημα βλ. Μ. Σπηλιωτόπουλος, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, σ.354-360.
Απαιτείται λοιπόν η ατομική πράξη για να επιφέρει τις έννομες συνέπειες της να κοινοποιηθεί προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας παραμένει μια και μοναδική. Είναι αυτή όπως καταγράφηκε ανωτέρω, ημερομηνίας 22.12.2012, οπότε ο Αρχηγός Αστυνομίας εξήσκησε τις εξουσίες που του εναποτίθενται δυνάμει της ΚΔΠ 214/2004 (ανωτέρω), ανεξαρτήτως αν η προθεσμία για προσβολή της εν λόγω απόφασης άρχισε να τρέχει από και μετά την παραλαβή της επιστολής ημερομηνίας 14.2.2013. Προδήλως η εν λόγω κοινοποίηση λαμβάνει χώρα με την επιστολή ημερομηνίας 19.12.2012.
Η σχετική ένσταση επί του ζητήματος απορρίπτεται.
Εξέτασα με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις των μερών. Στην παρούσα περίπτωση το όργανο το έχον αποφασιστική αρμοδιότητα για προαγωγή είναι ο Αρχηγός Αστυνομίας (Καν. 10 της ΚΔΠ 214/2004) τη εγκρίσει του αρμόδιου Υπουργού. Θεωρώ ότι η κείμενη νομοθεσία δεν δημιουργεί υποχρέωση στον Αρχηγό της Αστυνομίας να προαγάγει οποιοδήποτε πρόσωπο υπηρετεί στις τάξεις της επ΄ ανδραγαθία αλλά διακριτική ευχέρεια, «δύναται να προαγάγει», Καν. 10(1) ανωτέρω, ως αποφασίζον όργανο. Την απάντηση όπως ορθά εισηγείται ο κ. Αγγελίδης την δίνει η απόφαση της Ολομέλειας. Πρόκειται για την απόφαση της Ολομέλειας Γεωργίου κ.α. ν. Ματθαίου Παναγή (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, υπό Πική, Δ., στην οποία εξετάστηκαν πανομοιότυπα με την υπό κρίση αίτηση ζητήματα. Έκρινε εκεί η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, ότι το έννομο συμφέρον του αιτητή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προσφυγής για αναθεώρηση διοικητικής πράξης ή παράλειψης και ως εκ τούτου η ματαίωση μελλοντικής προσδοκίας δεν καθιστά την προσφυγή παραδεκτή. Όμως όπου πλήττεται το συμφέρον δεν παύει να υφίσταται το δικαίωμα προσφυγής για το λόγο ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί μελλοντικά. Ακόμη ότι το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, πρέπει όμως να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντος. μια τέτοια προαγωγή δεν συναρτάται με την υπηρεσιακή κατάσταση του προαγομένου, αλλά αποτελεί μορφή ανταμοιβής για εξαιρετική προσφορά, η οποία εξ αντικειμένου περιορίζει τις διαθέσιμες θέσεις για προαγωγή των προσοντούχων αστυνομικών σε λοχίες. Οπότε σε τέτοια περίπτωση αρνητικής απόφασης ο αιτητής κέκτηται έννομου συμφέροντος, Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Στην Γεωργίου (ανωτέρω) παρατίθεται απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, όπου τονίζεται το πλέον ουσιώδες:
«Ό,τι χρήζει αιτιολόγησης είναι η πράξη η οποία συνιστά την ανδραγαθία. Όπως προκύπτει από την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας 2640/40, για το χαρακτηρισμό πράξης ως ανδραγαθήματος στο στράτευμα, δεν αρκεί η έκθεση της ζωής του δράσαντα σε κίνδυνο. Αυτή πρέπει να συνοδεύεται και από το στοιχείο του ηρωϊσμού. Κίνδυνος για τη ζωή ενυπάρχει για κάθε μέλος του στρατεύματος.
Ενυπάρχει στην έννοια της ανδραγαθίας και του ανδραγαθήματος το στοιχείο του ηρωϊσμού, όπως σωστά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. (Βλ. Λεξικό της Δημοτικής - 2η Έκδοση, σελ.50.)
Η απόφαση για προαγωγή επ' ανδραγαθία είναι κατ' αρχή ανέλεγκτος. Η διαπίστωση των γεγονότων που συνιστούν το ανδραγάθημα ανάγεται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο. Ό,τι ελέγχεται είναι το σύννομο της πράξης, δηλαδή κατά πόσο η πράξη, όπως καθορίζεται από το αρμόδιο όργανο, συνιστά ανδραγάθημα.»
Καταγράφονται όμως στην ίδια σελίδα, και οι ακόλουθες παρατηρήσεις οι οποίες κρίνω ότι τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση:
«Διά την επ΄ ανδραγαθία προαγωγήν κατ' α. ν. 2646]40 δεν αρκεί να εξετέθη εις κίνδυνον η ζωή του στρατιωτικού, αλλ' απαιτείται όπως η δι' ην η ηθική αμοιβή πράξις θεωρηθή, κατά την ανέλεγκτον περί τούτου, κατ' αρχήν, κρίσιν της Διοικήσεως, ως 'ηρωϊκή' και ως 'αποτελούσα ανδραγάθημα': 2076 (53). Της επ΄ ανδραγαθία προαγωγής αποτελούσης μέτρον εξαιρετικόν, μόνον η απονομή χρήζει ειδικωτέρας αιτιολογίας, ουχί δε και η άρνησις της παροχής αυτής, της αιτιολογίας εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει δυναμένης να συνάγηται και εκ των στοιχείων του φακέλλου : 1068 (52), 2076 (53). ΄Ανισος μεταχείρησις δεν χωρεί εν τη επ΄ ανδραγαθία προαγωγή αξιωματικών της χωροφυλακής, οσάκις δεν υφίσταται ταυτότης όρων και προϋποθέσεων: 2156 (53).
Ο Αρχηγός Αστυνομίας εξήσκησε τις εξουσίες του αρμοδίως και είχε ενώπιον του τη δράση του αιτητή καταγραμμένη στη σχετική επιστολή του διοικητή της μονάδας του όπου περιγράφεται και αιτιολογείται λεπτομερώς η δράση του αιτητή, δυνάμει των σχετικών κανονιστικών διατάξεων, Καν. 10(2) και 10(4).
Λαμβανομένου υπόψη καταρχήν το ανέλεγκτο της απόφασης (Γεωργίου (ανωτέρω)), τα Πορίσματα Νομολογίας, (ανωτέρω) και ότι η άρνηση της παροχής επ΄ ανδραγαθία προαγωγής δεν χρήζει αιτιολογίας, τις σχετικές πρόνοιες της ΚΔΠ 214/2004, Καν. 10(2), καταλήγω ότι τα περί έλλειψης αιτιολογίας και έρευνας, δεν ισχύουν παρά το γεγονός ότι η σχετική καταγραφή της απόφασης του Αρχηγού είναι λακωνική. Η αιτιολογία της απόφασης συνάγεται με αναφορά στην ίδια την επιστολή του αξιωματικού όπου περιγράφεται η δράση του αιτητή. Η άρνηση του Αρχηγού Αστυνομίας σε συνάρτηση προς το περιεχόμενο της ανωτέρω επιστολής καθιστά εύλογη την απόφαση με δεδομένο ότι σε περίπτωση άρνησης προαγωγής επ΄ ανδραγαθία, η διοίκηση δεν υποχρεούται να δώσει αιτιολογία, το ζήτημα θεωρείται λήξαν.
Τα όσα εισάγονται περαιτέρω ως λόγοι ακυρώσεως και συγκεκριμένα ότι εσφαλμένα ο Αρχηγός Αστυνομίας ζήτησε εισήγηση του Εξεταστικού Συμβουλίου ως αναρμόδιο όργανο και/ή εσφαλμένα υιοθέτησε τις απόψεις του, εξέρχεται της εμβέλειας της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν συνιστούν αντικείμενο, κρίνω, της παρούσας διαδικασίας. Ο Αρχηγός Αστυνομίας ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, μετά την απόρριψη του αιτήματος, ηθέλησε να εξεταστεί περαιτέρω η περίπτωση στα πλαίσια της Αστυνομικής Διάταξης 1/18, Νομική Πρόνοια 1, οπότε και στο τέλος της ημέρας η επιτροπή αρμοδίως μετά τις εισηγήσεις του Εξεταστικού Συμβουλίου αποφάσισε να δοθούν συγχαρητήρια στον αιτητή. Ό,τι εκ των υστέρων προκύπτει από και μετά την υποβολή ένστασης του αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 18.4.2013, και οποιαδήποτε άλλη επιστολή επακολούθησε, 24.4.2013 ή 14.6.2013, συνιστούν πράξεις εκτός του ελέγχου και της εμβέλειας της παρούσας αίτησης.
Τέλος, όσον αφορά το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αρχή της ισότητας, το ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί περαιτέρω: κατά πρώτον είναι εκτός της εμβέλειας του ελέγχου της απόφασης του καθ΄ ου η αίτηση και κατά δεύτερον προβάλλεται αόριστα και χωρίς αναφορά στις άλλες περιπτώσεις κατά τρόπο που ο αιτητής δεν έχει αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που φέρει (Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.α. (Αρ.2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441 και Κυπριανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 8).
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €1.400, πλέον ΦΠΑ, αν επιβάλλεται, εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ