ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παναγή, Περσεφόνη Ξένια Ευγενίου (κα), για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή. Γιώργος Σεραφείμ, για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-08-31 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΑΡΙΟΥ ΣΙΑΜΜΑ ν. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 407/2010, 31/8/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D563

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                              (ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 407/2010)

 

31 Αυγούστου, 2015

                                                                               

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΟΥ ΣΙΑΜΜΑ,

                                                                                         Aιτητής,

                                                     

-      ΚΑΙ -

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

                                                                            Καθ' ου η Αίτηση.

----------------------

Ξένια Ευγενίου (κα), για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Γιώργος Σεραφείμ, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2 και 3.

----------------------

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

     Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  To Tεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (εφεξής το «Πανεπιστήμιο») ιδρύθηκε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3(1) του περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου 4 του 2003, Ν.198(Ι)/2003 (στον οποίο θα αναφέρομαι μαζί με τις τροποποιήσεις του μέχρι τον ουσιώδη χρόνο ως «ο Νόμος») και αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (βλ. άρθρο 3(3) του Νόμου).   Σύμφωνα με το άρθρο 40 (8α) του Νόμου, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (βλ. Τροποποιητικό Ν.114(Ι) 2008), διορίστηκε διοικούσα Επιτροπή, η οποία μέχρι την εκλογή της πρώτης Συγκλήτου και τη σύσταση του πρώτου Συμβουλίου του Πανεπιστημίου είχε όλες τις αρμοδιότητες και εκτελούσε όλα τα καθήκοντα του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου. Κατά το άρθρο 7(1)(γ)(i) και (ii) του Νόμου, το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου έχει εξουσία, μεταξύ άλλων, «...(i) να προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες αναφορικά με τις εκλογές ή προαγωγές του διδακτικού προσωπικού (ii) να επικυρώνει τους διορισμούς και τις προαγωγές του διδακτικού προσωπικού..».

 

O αιτητής και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη την 1.1.2008 εντάχθηκαν στο Πανεπιστήμιο ως εκπαιδευτές (Κλ. Α6-Α9-Α10) από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο στο οποίο υπηρετούσαν προηγουμένως.  Ο αιτητής συγκεκριμένα, εντάχθηκε στο Τμήμα Νοσηλευτικής, της Σχολής επιστημών Υγείας.  Τα θέματα του εντεταγμένου προσωπικού ορίζονται στο άρθρο 27 του Νόμου, το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων, για την ανέλιξη τους, για σκοπούς της οποίας προσμετρά ολόκληρη η υπηρεσία τους στα υπό ένταξη ιδρύματα και τμήματα της Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Το 2008 διορίστηκαν από την Προσωρινά Διοικούσα Επιτροπή οι Επιτροπές Αξιολόγησης του Ενταγμένου Προσωπικού και για την Πολυτεχνική Σχολή στην οποία ανήκει ο αιτητής, ενώ αποφασίστηκε παράλληλα ότι η αξιολόγηση θα γινόταν βάσει των προνοιών της συμφωνίας που υπογράφηκε για την ένταξη, η παράγραφος 11 της οποίας προνοούσε τα ακόλουθα:

 

«11.  Για την ανέλιξη/προαγωγή του εντεταγμένου προσωπικού με θέσεις κατώτερες του εντεταγμένου Λέκτορα θα ισχύει ένα πανομοιότυπο σύστημα με αυτό που ισχύει σήμερα για προαγωγή στη δημόσια υπηρεσία.  Προς το σκοπό αυτό θα διατηρηθούν οι ανελικτικές θέσεις προαγωγής, με τρόπο ώστε όταν αυτές πληρώνονται να καταργείται αντίστοιχος αριθμός θέσεων στον εισαγωγικό βαθμό.  Στην περίπτωση του προσωπικού αυτού θα ισχύει σύστημα αξιολόγησης ίδιο ή παρόμοιο με αυτό που ισχύει σήμερα στη δημόσια υπηρεσία.  Το εν λόγω προσωπικό θα προάγεται ένα χρόνο μετά την ένταξη στις θέσεις που υπάρχουν σήμερα, παράλληλα, όμως, θα δημιουργηθούν δύο πρόσθετες θέσεις προαγωγής για το προσωπικό του ΑΤΙ στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των θέσεων.»

 

 

 

Η Επιτροπή αξιολόγησης για την Πολυτεχνική Σχολή διευρύνθηκε με απόφαση του Άτυπου Πρυτανικού Συμβουλίου κατά τη συνεδρία, ημερομηνίας 15.5.2009 με τη συμμετοχή του κ. Μαντά, Αντιπροέδρου Ακαδημαϊκών Υποθέσεων, Τμήμα Νοσηλευτικής.

Στην 47η συνεδρία της Διοικούσας Επιτροπής, ημερομηνίας 4.12.2009, αποφασίστηκε η ανέλιξη στην θέση Ανώτερου Εκπαιδευτή των Στυλιανού Κύζα (Ενδιαφερόμενο Μέρος 1), Χαράλαμπου Τσιουτή (Ενδιαφερόμενο Μέρος 2) και Κωνσταντίνου Χριστοφή (Ενδιαφερόμενο Μέρος 3), αντί του αιτητή, αναδρομικά από 1.1.2009, υιοθετώντας την σχετική εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης. Παρατίθεται αυτούσια η αιτιολογία επιλογής των Ενδιαφερομένων Μερών έναντι του αιτητή:

 

«4(β) ... Για την πλήρωση των τριών αυτών θέσεων σαφές προβάδισμα προϋπηρεσίας έχουν οι κκ Στυλιανός Κύζας, Μάριος Σιαμμάς, Χαράλαμπος Τσιουτής και Κωνσταντίνος Χριστοφή.  Στη διαμόρφωση της πρότασης της Επιτροπής για αυτές τις θέσεις, ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην προσφορά και συμβολή των υποψηφίων στη λειτουργία και ανάπτυξη του ΤΠΚ, ιδιαίτερα των εργαστηρίων, στο διαρρεύσαντα χρόνο μετά την ένταξη μέχρι σήμερα, εφόσον οι διαφορές στον ολικό χρόνο προϋπηρεσίας είναι ελάχιστες, και δεν υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τα προσόντα. Έτσι, έπαιξε ρόλο η εξής ιδιαιτερότητα: Κατά την διαδικασία ένταξης, ένας εκ των υποψηφίων, ο κ. Μάριος Σιαμμάς, ο οποίος ανήκε στο κλάδο Μηχανολογίας του ΑΤΙ, ζήτησε και έγινε δεκτό από το ΤΠΚ να ενταχθεί στο Τμήμα Νοσηλευτικής, αλλά έχει από τότε παρουσία μόνο στο ΑΤΙ.  Σύμφωνα με την προϊσταμένη του ΑΤΙ, ασχολείται κυρίως με τον εντοπισμό και καταγραφή εξοπλισμού (επισυνάπτεται η σχετική βεβαίωση).  Η Επιτροπή κρίνει πως η ενασχόληση αυτή στο ΑΤΙ δεν μπορεί να αντισταθμίσει το γεγονός πως δεν υπήρξε προσφορά του στην ανάπτυξη και λειτουργία των εργαστηρίων του ΤΠΚ κατά τον διαρρεύσαντα χρόνο μέχρι σήμερα. Από την άλλη πλευρά, η προσφορά των άλλων τριών υποψηφίων στα τμήματα τους (ΠΟΜ ο Κύζας και ΜΜΥ οι Τσιουτής και Χριστοφή), ιδιαίτερα η καθημερινή ενασχόληση τους με την ανάπτυξη και τη λειτουργία των εργαστηρίων, κρίνεται από τους προϊσταμένους τους σαν πολύ ικανοποιητική και ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία των εργαστηρίων στη παρούσα φάση ανάπτυξης, αλλά και στο μέλλον.  Η Επιτροπή προτείνει λοιπόν για προαγωγή στις τρεις θέσεις Ανωτέρου Εκπαιδευτή τους Στυλιανό Κύζα, Χαράλαμπο Τσιουτή και Κωνσταντίνο Χριστοφή.»

 

 

Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που ο καθ' ου η αίτηση εγείρει με την ένσταση του ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθεί.  Υποστηρίζει συναφώς ότι εφόσον η επίδικη απόφαση λήφθηκε στις 4.12.2009 και η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 26.3.2010, δηλαδή 112 μέρες αργότερα, αυτή καταχωρήθηκε εκπροθέσμως.  Από την άλλη, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση της απόφασης με την ανάρτηση των πρακτικών της Διοικούσας Επιτροπής στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου στις 12.2.2010.

 

Είναι θεμελιωμένο ότι η προθεσμία καταχώρησης προσφυγής αρχίζει όχι από την ημερομηνία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά από την ημερομηνία που λαμβάνει πλήρη γνώση ο αιτητής.  Η γνώση θεωρείται πλήρης όταν επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη.  Το βάρος απόδειξης ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη το φέρει ο διάδικος που το ισχυρίζεται.  Εδώ ο καθ' ου η αίτηση δεν έχει αποδείξει πότε ο αιτητής έλαβε τέτοια γνώση της απόφασης.  Ως εκ τούτου, απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχε και η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως καταχωρηθείσα.

 

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται είναι ότι η εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης πάσχει διότι λήφθηκαν υπόψη εξωγενή κριτήρια κατά θυματοποίηση του αιτητή, τα οποία παραβιάζουν το άρθρο 27 του Νόμου και είναι αντίθετα με το περιεχόμενο της Συμφωνίας Ένταξης. Οι όροι εντολής της Επιτροπής, βάσει και Εισηγητικής της Έκθεσης (Παρ.6.9 στο Παράρτημα 5 της ένστασης), «εξ όσων απορρέουν από την συμφωνία ένταξης, ήταν να εισηγηθεί την ανέλιξη των υποψηφίων, εφόσον κριθούν κατάλληλοι, με βάση κυρίως δημοσιοϋπαλληλικά κριτήρια (αξιολόγηση, προϋπηρεσία, προσόντα).»  Αντ΄ αυτού, υπό πλάνη και έξω από τα αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης, κατέγραψε ως κύριο κριτήριο την «προσφορά και συμβολή τους στην λειτουργία και ανάπτυξη του ΤΠΚ στον διαρρεύσαντα χρόνο μετά την ένταξη μέχρι σήμερα», θυματοποιώντας έτσι τον αιτητή ο οποίος εκτελώντας διαταγή της Προϊστάμενης Αρχής και κατόπιν συνεννόησης του Πανεπιστημίου με το ΑΤΙ, παρέμεινε στο ΑΤΙ μέχρι την λήξη της λειτουργίας του, ενώ ήταν ενταγμένος στο Τμήμα Νοσηλευτικής που εδρεύει στην Λευκωσία. Πρόκειται για κριτήριο το οποίο εφαρμόστηκε αιφνίδια χωρίς ο αιτητής να τύχει οποιασδήποτε προειδοποίησης κατά την συνέντευξη πριν από την  ένταξη του στο Πανεπιστήμιο ή κατά το χρόνο αποδοχής του αιτήματος του για να παραμείνει στο ΑΤΙ στη Λευκωσία, μετά την ένταξη του στο Πανεπιστήμιο, για λόγους υγείας.

 

Επίσης ο αιτητής θεωρεί ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα ούτε δόθηκε αιτιολογία σχετικά με τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας με αποτέλεσμα να παραγνωριστεί η υπεροχή του σε αρχαιότητα.  Καταλήγει ότι η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης παραβιάζει τα στοιχεία των φακέλων.

 

Στον αντίποδα των πιο πάνω θέσεων, οι συνήγοροι του καθ' ου η αίτηση και των Ενδιαφερομένων Μερών στις γραπτές τους αγορεύσεις υποστηρίζουν ότι όλα τα στοιχεία των υποψηφίων ήταν ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης, παρόλο που κατά τις διευκρινίσεις ο συνήγορος του καθ' ου η αίτηση επισήμανε ότι οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων και των αξιολογικών εκθέσεων δεν ήταν ενώπιον του Πανεπιστημίου διότι, κατά την άποψή του, δεν όφειλαν να είναι επειδή δεν ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο Ν.1/90. Οι συνήγοροι αντιτάσσουν ότι έγινε συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων στη βάση των βιογραφικών τους σημειωμάτων (αιτήσεων). Το κριτήριο που τελικά επικράτησε, αυτό της συμβολής στην λειτουργία και ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, ήταν δικαιολογημένο διότι εύλογα διαφοροποιούσε τους κατά τα άλλα ισοδύναμους υποψηφίους, με βάση τα δημοσιοϋπαλληλικά κριτήρια. Τονίζουν, αφενός ότι δεν αποδεικνύεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή, ο οποίος κατόπιν δικής του επιλογής εργαζόταν για το ΑΤΙ και μετά την οργανική ένταξη του στο Πανεπιστήμιο, και, αφετέρου, ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην εύλογη διακριτική ευχέρεια του Πανεπιστημίου να αποδώσει περισσότερη σημασία κατά τη στάθμιση  της βαρύτητας των κριτηρίων σε ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια.

 

Οι λόγοι ακύρωσης ευσταθούν.  Κατ΄αρχάς δεν είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της απόφασης του Δικαστηρίου να διαπιστωθεί αν η παραμονή του αιτητή στο ΑΤΙ έγινε με δική του πρωτοβουλία/αίτημα ή λόγω αναγκών της δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον αυτός παρέμεινε βάσει της  δυνατότητας που παρέχει το εδάφιο 4 του άρθρου 27 του Νόμου[1] και κατόπιν απόφασης του ίδιου του Πανεπιστημίου, όπως αναδεικνύεται μέσω των επιστολών  που αφορούσαν στην παραχώρηση του αιτητή, ημερομηνίας 22.1.2009, 1.9.2009 και 3.9.2009 (Παραρτήματα Χ, Χ3 και Χ4 στη γραπτή αγόρευση του αιτητή αντίστοιχα) και εφόσον για την περίοδο αυτή (2008-2010) ο αιτητής εργαζόταν σε πλήρη βάση με εξαίρετες αξιολογήσεις (βλ. επιστολή ημερομηνίας 14.9.2009, Παράρτημα Β στην γραπτή αγόρευση του καθ' ου η αίτηση).

 

Σημασία εδώ έχει το άρθρο του Νόμου 27(5) το οποίο προνοούσε:

 

«(5)  Κατά τη διάρκεια παραχώρησης των υπηρεσιών του, το επηρεαζόμενο διδακτικό ερευνητικό προσωπικό (ενταγμένο) εξακολουθεί να κατέχει την οργανική θέση στην οποία έχει μεταφερθεί στο Πανεπιστήμιο, για σκοπούς όμως αποτελεσματικής λειτουργίας των υπό ένταξη ιδρυμάτων, θα υπάγεται στην εποπτεία του αρμόδιου Υπουργείου· η χρονική διάρκεια της παραχώρησης των υπηρεσιών του θα λογίζεται ως υπηρεσία στο Πανεπιστήμιο για όλους τους σκοπούς.»

 

 

Το ίδιο διασφαλίζει ο όρος 4 της Συμφωνίας Ένταξης[2], που ρητά προνοεί ότι το προσωπικό που θα κληθεί, παρά την ένταξη του στο Πανεπιστήμιο «θα πρέπει» να προσφέρει τις υπηρεσίες του για σκοπούς συνέχισης της λειτουργίας των σχολών προέλευσης τους και ότι «η διάρκεια της παραχώρησης των υπηρεσιών του θα λογίζεται ως υπηρεσία στο ΤΕΠΑΚ για όλους τους σκοπούς».

 

Συνεπώς η πραγματική  υπηρεσία του αιτητή μετά την ένταξη του στο Πανεπιστήμιο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως υπηρεσία του Πανεπιστημίου, όπως ακριβώς και για τους ανθυποψηφίους του για προαγωγή, κάτω από το ενιαίο και ίσο μέτρο κρίσης. Η αξιολόγηση των καθηκόντων/ενασχόλησης και της προσφοράς τους μέσω των εργαστηρίων κατά τον διαρρεύσαντα χρόνο μετά την ένταξη τους, ισοπεδώνοντας την εξαίρετη εκτέλεση των καθηκόντων του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο, παραβίαζε το ενιαίο αυτό μέτρο κρίσης και τις επιταγές του πιο πάνω νομοθετικού πλαισίου. Ο αιτητής περιήλθε σε  δυσμενέστερη θέση λόγω διαφοροποίησης των καθηκόντων που η ίδια η Διοίκηση ενέκρινε και αυθαίρετα ανήγαγε εκ των υστέρων σε μείζον κριτήριο προαγωγής, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η νομολογία γενικά  θεωρεί ότι η Διοίκηση δεν μπορεί να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα που τους ανατίθενται (βλ. επίσης Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, Ioannides v. Republic  (1986) 3 C.L.R. 1089, ΑΕ 44/2009 Σπυρίδωνας Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.2.2012).

 

Επίσης, ο όρος 11 της εν λόγω συμφωνίας προέβλεπε ότι για την ανέλιξη/προαγωγή του εντεταγμένου προσωπικού με θέσεις κατώτερες του Λέκτορα θα ισχύει ένα πανομοιότυπο σύστημα με αυτό που ισχύει σήμερα για προαγωγή στη δημόσια υπηρεσία. Συνεπώς η Επιτροπή Αξιολόγησης όφειλε να εφαρμόσει κυρίως τα δημοσιοϋπαλληλικά κριτήρια κατά την διαμόρφωση της εισήγησης της (αξιολόγηση, προϋπηρεσία και προσόντα) και όφειλε να ανατρέξει για σκοπούς δέουσας έρευνας στους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων. Η παράλειψη αυτή διερεύνησης των στοιχείων της προϋπηρεσίας, αξίας και προσόντων από τους φακέλους δημιουργεί κενό έρευνας και αιτιολογίας. Περιορίστηκε δε στο γενικόλογο συμπέρασμα ότι «οι διαφορές στον ολικό χρόνο προϋπηρεσίας είναι ελάχιστες και δεν υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τα προσόντα», όπως προέκυπτε από τα βιογραφικά σημειώματα των υποψηφίων που λήφθηκαν υπόψη, χωρίς όμως αυτά να επιτρέπουν τον δικαστικό έλεγχο.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ΄ ου η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                      Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 



[1] 4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3), μέλη του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού (εντεταγμένου), που μεταφέρθηκαν στο Πανεπιστήμιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, παραχωρούνται υποχρεωτικά από το Πανεπιστήμιο στη Δημόσια Υπηρεσία, αν υπάρχει ανάγκη των υπηρεσιών τους, με στόχο την ομαλή συνέχιση της λειτουργίας των υπό ένταξη ιδρυμάτων με το απαραίτητο προσωπικό: Νοείται ότι, η παραχώρηση του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού (εντεταγμένου) αφορά τη μεταβατική περίοδο λειτουργίας των ιδρυμάτων και γίνεται κατόπιν συνεννόησης των αρμοδίων, για τα υπό ένταξη ιδρύματα, Υπουργείων, με το Πανεπιστήμιο.

 

[2]      «Μισθοδοσία και λοιποί όροι ένταξης των υπαλλήλων του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ), της Νοσηλευτικής Σχολής (ΝΑ) και του Ανώτερου Ξενοδοχειακού Ινστιτούτου Κύπρου (ΑΞΙΚ) στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ)», μέρος Παραρτήματος 5 της ένστασης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο