ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D496
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 6331/2013
9 Iουλίου, 2015
[XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Αιτητή
- Και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
_ _ _ _ _ _
Ε. Ευσταθίου, για τον αιτητή
Κ. Σταυρινός, για τους καθ΄ ων η αίτηση
_ _ _ _
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 6.6.2013 (Δημοκρατία ν. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 414), επικυρώθηκε πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή 249/09, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή πέντε λειτουργών του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας - των Χ. Στυλιανού, Α. Ζεμπύλα, Γ. Ιωακείμ, Χ. Μακρομάλλη (ενδιαφερομένων μερών στην παρούσα) και Κ. Κωνσταντίνου (αιτητή στην παρούσα) - στη θέση Τεχνικού Mηχανικού Χωρομετρίας, 1ης Τάξης, του Τμήματος (στο εξής η Θέση). Κρίθηκε, συναφώς, ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν είχε διεξαχθεί δέουσα έρευνα αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων, με αποτέλεσμα τόσο ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος (στο εξής ο Διευθυντής) όσο και η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) να ενεργήσουν πεπλανημένα ως προς το ζήτημα των προσόντων.
Με την κοινοποίηση της ακυρωτικής απόφασης στην ΕΔΥ, αυτή συνήλθε σε συνεδρία στις 18.7.13 και κατόπιν επανεξέτασης αποφάσισε να προσφέρει αναδρομικά προαγωγή στα πέντε ενδιαφερόμενα πρόσωπα της παρούσας προσφυγής - στους Στυλιανού, Ζεμπύλα, Ιωακείμ, Μακρομάλλη (ανωτέρω) και Αφροδίτη Ευαγγέλου - όχι όμως και στον αιτητή. Παρόλο που και αυτός είχε τη σύσταση του Διευθυντή, στην οποία σημείωσε πως «. όλοι οι υποψήφιοι διορίστηκαν την ίδια ημερομηνία και η αρχαιότητα τους καθορίζεται από την ημερομηνία γέννησης, γεγονός που έλαβα υπόψη μου και απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα.
Όλοι οι υποψήφιοι διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Παρόλον ότι τρεις από αυτούς, οι υποψήφιοι με α/α 3,14 και 17, διαθέτουν πρόσθετο προσόν, το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και το οποίο έλαβα υπόψη μου στο κριτήριο «αξία», οι με α/α 14 και 17 υποψήφιοι δεν υπερτερούν των συστηνόμενων, οι οποίοι διαθέτουν την επαγγελματική και διοικητική επάρκεια σε βαθμό υπέρτερο συγκριτικά από αυτούς, ενώ ο υποψήφιος με α/α 3 μειονεκτεί καταφανώς σε αξία έναντι των συστηνόμενων.» (Σημειώνεται, στο σημείο αυτό, ότι οι υποψήφιοι με α/α 14 και 17 είναι τα ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ) Α. Ευαγγέλου και Χ. Μακρομάλλης).
Αιτιολογώντας την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή υπέρ του αιτητή και επιλέγοντας αντ΄ αυτού την Ευαγγέλου, η ΕΔΥ ανάφερε τα ακόλουθα:
«Η Επιτροπή καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Αν. Διευθυντή για τον Κωνσταντίνου Κώστα και αντί αυτού επέλεξε την Ευαγγέλου Αφροδίτη. Συγκρίνοντας την Ευαγγέλου με τον Κωνσταντίνου σε αξία, όπως αυτή προκύπτει από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών, αυτή υπερέχει έστω και οριακά, επίσης η επιλεγείσα υπερέχει του Κωνσταντίνου σε προσόντα, αφού διαθέτει αναγνώριση από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. του Διπλώματος Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικού, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ως ισότιμου με Μεταπτυχιακού επιπέδου Μaster, και σ' ότι αφορά την αρχαιότητα υστερεί οριακά, κατά δέκα περίπου μήνες στην ημερομηνία γέννησης, στην οποίαν η Επιτροπή δίδει περιορισμένη σημασία».
Ο αιτητής θεωρεί εσφαλμένη την προαναφερθείσα απόφαση της ΕΔΥ, την οποία και προσβάλλει στη βάση (α) ότι υπήρξε εν προκειμένω πλάνη του διορίζοντος οργάνου, (β) ότι η παραγνώριση της υπέρ του σύστασης του Διευθυντή παραβιάζει τη νομολογία, (γ) ότι υπήρξε αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης, (δ) ότι χρησιμοποιήθηκε άνισο μέτρο κρίσεως και (ε) ότι δόθηκε υπερβολική βαρύτητα σε πρόσθετο, μη απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, προσόν.
Αναπτύσσοντας τους πιο πάνω ακυρωτικούς λόγους, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η επιλογή της Ευαγγέλου κατά παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή δεν έχει αιτιολογηθεί ειδικώς και επαρκώς, όπως απαιτεί η νομολογία. Η αναφορά της ΕΔΥ, επεσήμανε, ότι η Ευαγγέλου υπερέχει έναντι του οριακά σε αξία δεν επαληθεύεται από το περιεχόμενο των φακέλων αφού κατά την τελευταία πενταετία ή επταετία αμφότεροι ήσαν απολύτως ισάξιοι. Με μόνη διαφορά υπέρ της Ευαγγέλου σε ένα «εξαίρετος» για τα απομακρυσμένα έτη 1999, 2000 και 2001, στοιχείο που δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη εφόσον επρόκειτο για επουσιώδη διαφορά. Σ΄ ότι δε αφορά τη βαρύτητα που προσέδωσε η ΕΔΥ στο πρόσθετο προσόν της Ευαγγέλου, ισχυρίστηκε ότι από τη στιγμή που δεν προσδιορίστηκε η σχετικότητα του πρόσθετου προσόντος με τη Θέση (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 395), τέτοια βαρύτητα δεν μπορούσε να αποδοθεί. Επιπρόσθετα, επικαλέστηκε και την ηλικιακή αρχαιότητα του έναντι της Ευαγγέλου, η οποία υπέβαλε του προσέδιδε προβάδισμα και κακώς παραγκωνίστηκε εφόσον υπήρχε ισοδυναμία στα υπόλοιπα κριτήρια.
Αναφορικά με τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία είχαν συστηθεί από το Διευθυντή, ισχυρίστηκε ότι η επιλογή τους αντί του ιδίου ήταν προϊόν ουσιώδους πλάνης της ΕΔΥ κατά τη στάθμιση των διαφόρων κριτηρίων και πιο συγκεκριμένα κατά την αξιολόγηση της βαθμολογημένης αξίας και αρχαιότητας. Όπως και στην περίπτωση της Ευαγγέλου, υποστήριξε, έτσι και με τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη, η ΕΔΥ λειτούργησε υπό πλάνη και, παραβίασε το ενιαίο μέτρο κρίσεως των υποψηφίων. Και αυτό, προτάσσοντας κατά το δοκούν και κατά περίπτωση, άλλοτε το στοιχείο της αξίας, εκεί όπου οι φάκελοι αποκαλύπτουν ισοδύναμους υποψηφίους, άλλοτε τη σύσταση, χωρίς να διευκρινίζεται ότι και ο αιτητής είχε συστηθεί και, άλλοτε, ανάγοντας την ηλικιακή αρχαιότητα σε καθοριστικό στοιχείο της επιλογής.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τις θέσεις του αιτητή, αντιτείνοντας ότι η κρίση αναφορικά με την ελαφρά υπεροχή της Ευαγγέλου έναντι του σε αξία και προσόντα αποτελεί δεδικασμένο, το οποίο η ΕΔΥ εφάρμοσε καθηκόντως. Δεν παρέλειψαν επίσης να υποστηρίξουν ότι η ΕΔΥ εξέτασε και τη σχετικότητα του πρόσθετου διπλώματος της Ευαγγέλου - ως και του ανάλογου προσόντος του Μακρομάλλη - σημειώνοντας τα αντίστοιχα σχόλια στα πρακτικά της. Τα πιο πάνω δεδομένα, υπέβαλαν, τα οποία δεν μπορούσε να ανατρέψει μόνη της η ηλικιακή αρχαιότητα του αιτητή, συνθέτουν υπό τις περιστάσεις και την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία της παρέκκλισης από τη σύσταση. Σε ότι δε αφορά τη συγκριτική αξιολόγηση από την ΕΔΥ των ενδιαφερομένων μερών που είχαν συστηθεί, επεσήμαναν ότι η επιλογή τους ήταν εύλογη καθότι αυτοί είτε υπερείχαν του αιτητή σε αξία (Ιωακείμ), είτε σε ηλικιακή αρχαιότητα, με ισοδυναμία όμως στα υπόλοιπα κριτήρια (Στυλιανού και Ζεμπύλας), είτε σε προσόντα (Μακρομάλλης).
Εξέτασα τις εκατέρωθεν θέσεις. Κατέληξα ότι δεν προκύπτει οποιαδήποτε πλημμέλεια της ΕΔΥ σε σχέση με τους χειρισμούς και την παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή προς όφελος της Ευαγγέλου. Οι συσχετισμοί της αξίας και των προσόντων διέπονταν ήδη από το ακυρωτικό δεδικασμένο, από το οποίο δεν μπορούσε να αποστεί η ΕΔΥ. Εφόσον, όπως διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της προσφυγής 249/2009 η οποία επικυρώθηκε κατ΄ έφεση, η Ευαγγέλου υπερείχε του αιτητή έστω και ελαφρά σε αξία και σε προσόντα, η ΕΔΥ ήταν υποχρεωμένη κατά την επανεξέταση να συμμορφωθεί με τις δικαστικές υποδείξεις και να εντάξει τα πιο πάνω λειτουργικά ευρήματα στο πλαίσιο της αιτιολογίας της. Όπως δε έχει νομολογηθεί (βλ. Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, Χατζηλουκά v. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 643), τα ευρήματα που εμπίπτουν στην κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση.
Η ΕΔΥ αναφέρθηκε στα πιο πάνω στοιχεία, σημειώνοντας ταυτόχρονα και ορθά ότι η αρχαιότητα του αιτητή με βάση την ημερομηνία γέννησης του, δεν μπορούσε να προσλάβει αποφασιστική βαρύτητα (βλ. Κατσελλή v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585, Αρχή Λιμένων Κύπρου v. Μακρίδου (2011) 3 (Α) Α.Α.Δ. 51). Η επίκληση δε από την ΕΔΥ της υπεροχής της Ευαγγέλου στα στοιχεία της αξίας και των προσόντων, συνιστούν υπό τις περιστάσεις και την αναγκαία εξειδίκευση των λόγων της παρέκκλισης από τη σύσταση του Διευθυντή.
Αναφορικά με τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία διέθεταν τη σύσταση, η ΕΔΥ αιτιολόγησε την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, προβαίνοντας στους απαραίτητους συγκριτικούς συσχετισμούς. Συγκεκριμένα:-
Επιλέγοντας τους Χ. Στυλιανού και Α. Ζεμπύλα, σημείωσε - σε σχέση με τον αιτητή - ότι είναι ίσοι ή και υπερέχουν σε αξία, δεν υστερούν σε προσόντα και ότι υπερέχουν σε αρχαιότητα, που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης τους. Σημειώνεται εδώ ότι η ημερομηνία γέννησης του αιτητή είναι η 17.2.1966, του Χ. Στυλιανού η 30.8.1957 και του Α. Ζεμπύλα η 14.11.1963 και ότι κατείχαν και οι 3 τη θέση Χωρομέτρη από 1.1.97.
Τα πιο πάνω στοιχεία, τα οποία είναι ορθά, καθιστούσαν εύλογη την επιλογή των εν λόγω ενδιαφερομένων μερών αντί του αιτητή, εφόσον στην περίπτωση τους, δεδομένης της ισοδυναμίας στα υπόλοιπα κριτήρια, η αρχαιότητα λόγω ηλικίας μπορούσε να προσλάβει ουσιαστική σημασία ως ένα αναγνωρισμένο εκ του νόμου διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ του υποψηφίου που την κατέχει (βλ. Aλευρά v. Hρακλέους (2005) 3 A.A.Δ. 85).
Επιλέγοντας τον Χ. Μακρομάλλη, η ΕΔΥ σημείωσε ότι είναι «ίσος ή και υπερέχει σε αξία» και ότι «υπερέχει όλων των υπολοίπων μη επιλεγέντων υποψηφίων σε προσόντα, καθότι διαθέτει επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν (μεταπτυχιακό τίτλο στην Πολιτική και Βιομηχανική Μηχανική - MSc in Civil and Industrial Engineering), το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες των υπό πλήρωση θέσεων και, συνεπώς, λήφθηκε υπόψη και αποδόθηκε σε αυτό η ανάλογη βαρύτητα». Δοθέντος δε ότι και ο Μακρομάλλης είχε διοριστεί στη θέση Χωρομέτρη την 1.1.1997 και ότι γεννήθηκε στις 18.8.1967, η ΕΔΥ δεν παρέλειψε να σημειώσει το σχετικό προβάδισμα αρχαιότητας του αιτητή με βάση την ημερομηνία γέννησης τους, επισημαίνοντας όμως ότι ο αιτητής δεν υπερείχε σε αξία και υστερούσε απέναντί του σε προσόντα.
Το συμπέρασμα της ΕΔΥ είναι ορθό. Η κατοχή από τον Μακρομάλλη, πρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος, το οποίο θεωρήθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της Θέσης, τον έθετε σε θέση υπεροχής σε ότι αφορούσε το κριτήριο των προσόντων και συνακόλουθα η αρχαιότητα του αιτητή, δεν ήταν δυνατό να προσμετρήσει αποφασιστικά στο ισοζύγιο των κριτηρίων προαγωγής (Βλ. Δημοκρατία v. Mιχαηλίδου διαχειρίστρια της περιουσίας του Α. Μιχαηλίδη (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 871) εφόσον, όπως κατ΄ επανάληψη έχει νομολογηθεί (βλ. Δημοκρατία v. Xρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403) η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη μόνον όταν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα.
Απομένει προς εξέταση η επιλογή του Γ. Ιωακείμ. Ο τελευταίος, γεννήθηκε την 8.4.66 και διορίσθηκε στη θέση Χωρομέτρη την 1.1.97 όπως και ο αιτητής. Υστερούσε όμως έναντι του αιτητή σε ηλικιακή αρχαιότητα κατά δύο μήνες, γεγονός που σημειώθηκε από την ΕΔΥ με το πρόσθετο σχόλιο ότι ο αιτητής υστερούσε «οριακά» σε αξία. Στη συνέχεια η ΕΔΥ - προέβη όπως σημείωσε - «σε ιδιαίτερη σύγκριση του» με τον αιτητή, κρίνοντας ότι «στο σύνολο των Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων ο Ιωακείμ γενικά υπερέχει σε αξία». Οι φάκελοι αποκαλύπτουν ότι η σχετική αναφορά έχει ως έρεισμα 3 «εξαίρετα» περισσότερα υπέρ του Ιωακείμ, κατά την 3ετία 1999-2001 στο στοιχείο της «Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας».
Η επίκληση της διαφοράς που εντοπίζεται σε 3 «εξαίρετα», τα οποία αφορούν απομακρυσμένα έτη, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει γενική υπεροχή αφού με βάση τη νομολογία, τέτοιου είδους διακυμάνσεις δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία και δεν πρέπει να απομονώνονται σημεία διαφοράς του απώτερου παρελθόντος σε περίπτωση που κατά τα τελευταία πέντε χρόνια οι διάδικοι ήταν ισοδύναμοι σε αξία, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Οι διάδικοι θα έπρεπε να είχαν θεωρηθεί ως ισοδύναμοι (βλ. Δημοκρατία κ.ά. v. Πολυδώρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 15).
Αξίζει εδώ να σημειωθεί και το αντιφατικό σχόλιο της ΕΔΥ, ότι έδωσε έμφαση και ιδιαίτερη βαρύτητα στις εκθέσεις «των τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών» αλλά και το οξύμωρο του παραγκωνισμού της ηλικιακής αρχαιότητας προκειμένου περί ίσων κατά τα άλλα υποψηφίων και ενώ το συγκεκριμένο κριτήριο είχε χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο επιλογής άλλων υποψηφίων σε βάρος του αιτητή.
Προκύπτει επομένως παράβαση της υποχρέωσης της ΕΔΥ να υιοθετεί ενιαίο μέτρο κρίσεως κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων, παράβαση που αποτελεί κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας και επισύρει ακυρότητα της διοικητικής πράξεως (βλ. Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317).
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, η προσφυγή εναντίον των ενδιαφερομένων μερών Α. Ευαγγέλου, Χ. Στυλιανού, Α. Ζεμπύλα, και Χ. Μακρομάλλη απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος, ενώ η προσφυγή εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. Ιωακείμ επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Ενόψει δε της μερικής επιτυχίας της προσφυγής, κρίνω ότι ένα ποσό της τάξεως των €600 συν ΦΠΑ ως έξοδα του αιτητή θα ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογο και δίκαιο και για το λόγο αυτό του επιδικάζεται αντίστοιχο ποσό.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ