ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Μ. Καλλιγέρου (κα), για τους Αιτητές. Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-07-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΛΑΥΚΟΣ ΚΑΡΙΟΛΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, Υπόθεση Αρ. 541/2013, 30/7/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D549

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 541/2013)

 

30 Ιουλίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΓΛΑΥΚΟΣ ΚΑΡΙΟΛΟΥ,

2.    ΜΑΡΙΝΟΣ ΜΕΝΕΛΑΟΥ,

3.    ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,

4.    ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ,

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τους Αιτητές.

Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Προσβάλλεται η αναδρομική προαγωγή της Αννίτας Δημητριάδου, ΕΜ, από 13.4.2009 στην υπεράριθμη θέση Διευθυντή Τουρισμού, Τμήμα Τουριστικής Οργάνωσης και Προγραμματισμού, με προοπτική κατάληψης μόνιμης κενής θέσης, χωρίς διαγωνισμό.

 

Τα γεγονότα

Η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Το ΕΜ προήχθη στη θέση κατόπιν επανεξέτασης μετά την ΑΕ 45/05, ημερ. 22.1.2008 (Αννίτα Δημητριάδου ν. Βραχίμη Χατζηχάννα κ.α. (2008) 3 ΑΑΔ 57). Η προαγωγή ακυρώθηκε με τη Γλαύκος Καριόλου κ.α. ν. ΚΟΤ, Υπόθ. Αρ. 827/08, ημερ. 22.7.2010.  Το ΕΜ επαναφέρθηκε στη θέση που κατείχε πριν το διορισμό της, δηλαδή στη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού και ακολούθως διορίστηκε αναδρομικά από τις 22.7.2010 στη θέση Διευθυντή Τουρισμού. Οι καθ' ων η αίτηση θα ανέμεναν το αποτέλεσμα της έφεσης την οποία καταχώρισε το ΕΜ  προτού αποφασίσουν αν θα προκηρύξουν την κενή θέση Διευθυντή Τουρισμού ή όχι. Αποφασίστηκε επίσης να τροποποιηθεί ο περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμος ώστε να τυγχάνει εφαρμογής στον Οργανισμό το αντίστοιχο άρθρο 45 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου περί αποκατάστασης.

 

Η προσφυγή η οποία καταχωρήθηκε για παράλειψη συμμόρφωσης της διοίκησης με το πιο πάνω ακυρωτικό αποτέλεσμα, οδήγησε στην έκδοση νέας ακυρωτικής απόφασης στην Γλαύκος Καριόλου κ.α. ν. ΚΟΤ, Υπόθ. Αρ. 1424/10, ημερ. 9.8.2012. Ακολούθως, το ΕΜ υπέβαλε αίτημα όπως αποκατασταθεί στην υπεράριθμη θέση Διευθυντή Τουρισμού από τις 13.4.2009, ημερομηνία κατά την οποία πληρώθηκε αντίστοιχη θέση στον Οργανισμό και στην οποία δεν υπέβαλε υποψηφιότητα αφού ήδη κατείχε θέση Διευθυντή Τουρισμού.

 

Το ΕΜ προήχθη στην υπεράριθμη θέση Διευθυντή Τουρισμού, αναδρομικά από 13.4.2009, βάσει του νέου Κανονισμού 15Β της ΚΔΠ 534/2012, πριν δηλαδή εκδοθεί η ακυρωτική απόφαση της 22.7.2010. Οι καθ' ων η αίτηση σημείωσαν ότι με την απόφασή τους αυτή δεν επηρεάζεται το δεδικασμένο από τη δικαστική απόφαση στην 827/2008 η οποία εφεσιβλήθηκε από το ΕΜ, αφού ο ουσιώδης χρόνος στην προσφυγή ήταν το 2002, ημερομηνία υπεράριθμης προαγωγής του ΕΜ, ενώ στην παρούσα, η αποκατάσταση του ΕΜ αφορά σε μεταγενέστερο χρόνο δηλαδή το 2009.

 

Προδικαστική ένσταση

Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να εγείρουν την παρούσα προσφυγή καθότι αφορά σε αποκατάσταση υπαλλήλου μετά από ακυρωτική απόφαση.

 

Με παραπομπή στην Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 658, καθώς και στην Χρίστος Ηλία ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 604/06, ημερ. 27.11.2007 η οποία ακολούθησε την Χατζηχάννα, ανωτέρω, οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αιτητές δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για αποκατάσταση ώστε να νομιμοποιούνται να στρέφονται εναντίον της αποκατάστασης του ΕΜ.  Οι καθ' ων η αίτηση τονίζουν πως και οι δύο εν λόγω αποφάσεις αφορούσαν σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και πως εν πάση περιπτώσει το ΕΜ εδώ κατέλαβε την πρώτου διορισμού και προαγωγής  θέση ως προαγωγή. Επισημαίνουν δε ότι σε περίπτωση ακύρωσης της υπεράριθμης προαγωγής του ΕΜ οι αιτητές δεν θα ωφεληθούν αφού δεν θα δικαιούνται να διεκδικήσουν την υπεράριθμη αυτή θέση γι' αυτό και δεν έχουν έννομο συμφέρον καταχώρησης της παρούσας προσφυγής.

 

Την ίδια θέση υποστηρίζει και ο δικηγόρος του ΕΜ με την προσθήκη πως οι αιτητές δεν διεκδικούν για τον εαυτό τους την υπεράριθμη θέση που το ΕΜ κατέλαβε για αποκατάστασή του αφού στο αιτητικό ζητούν απλώς να κηρυχθεί παράνομη η επίδικη υπεράριθμη προαγωγή χωρίς να παραπονούνται ότι το ΕΜ προήχθη αντ' αυτών. Η πλήρωση δε της επίδικης θέσης δεν ήταν το αποτέλεσμα σύγκρισης και αξιολόγησης μεταξύ υποψηφίων οπότε οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος. Περαιτέρω, η επίδικη υπεράριθμη προαγωγή δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ούτε θεωρείται πως οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον γιατί επηρεάστηκε δυσμενώς η αρχαιότητά τους (Χρίστος Ηλία ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 604/06, ημερ. 27.11.2007).  Οι δε καθ' ων η αίτηση δεν δικαιούνταν να καλέσουν τους αιτητές σε συνέντευξη ούτε να τους συγκρίνουν με το ΕΜ ή να τους προσφέρουν τη θέση που πρόσφεραν σε υπεράριθμη βάση στο ΕΜ (βλ. Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Ανδρέας Ξενοφώντος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2002) 3 ΑΑΔ 123).

 

Η δικηγόρος των αιτητών από την άλλη, παραπέμπει στην Ανδρέας Κουφτερός και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 879/01, ημερ. 12.12.2003 στην οποία παρόμοια με την παρούσα προδικαστική ένσταση απορρίφθηκε με την επισήμανση του Δικαστηρίου ότι η Χατζηχάννα, ανωτέρω, διαφοροποιείται από την Κουφτερός διότι εκεί ο αιτητής επιδίωξε να ακυρώσει την αποκατάσταση του ΕΜ δυνάμει του άρθρου 45 αντί της αποκατάστασης του ιδίου.

Τονίζει πως οι αιτητές έχουν κάθε έννομο συμφέρον να προσβάλουν την υπεράριθμη προαγωγή του ΕΜ στην επίδικη θέση γιατί στερήθηκαν την ευκαιρία διεκδίκησης μιας τέτοιας θέσης κατά τρόπο αξιοκρατικό καθώς και επειδή παράνομα βρέθηκε το ΕΜ ως ιεραρχικά ανώτερή τους. Παραπέμπει επί τούτου στην Δημοκρατία ν. Χατζηστυλλή (2003) 3 ΑΑΔ 484 στην οποία κρίθηκε πως «το συμφέρον του εφεσίβλητου να προσβάλει την απόφαση είναι καθ' όλα παραδεχτό εφόσον από την προκείμενη απόφαση επηρεάζεται το συμφέρον του για προαγωγή στην οργανική θέση του Επιθεωρητή Λογαριασμών. Η αρχή της ισότητας επαγόμενη την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών προς τους κατέχοντες τα προσόντα για τη διεκδίκηση θέσης, αποτελεί αξίωμα της διοικητικής δικαιοσύνης».

 

Η κατάληξη επί της προδικαστικής ένστασης

Στην Αννίτα Δημητριάδου ν. Γλαύκου Καριόλου κ.α. ν. ΚΟΤ, Α.Ε. Αρ. 124/10, ημερ. 5.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:C395 το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την πρωτόδικη κρίση στην προσφυγή αρ. 827/2008 (ανωτέρω). Αρκετοί από τους ισχυρισμούς οι οποίοι εγείρονται στην παρούσα ηγέρθηκαν και εξετάστηκαν στη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Γι' αυτό παραθέτω πιο κάτω εκτενές απόσπασμα από την εν λόγω Αναθεωρητική Έφεση:-

«Δεν μπορεί να λεχθεί ότι προκύπτει οτιδήποτε το μεμπτό ή ενάντια στη χρηστή διοίκηση ως αποτέλεσμα της απόφασης του Κ.Ο.Τ. να χρησιμοποιήσει την πρακτική της υπεράριθμης τοποθέτησης υπαλλήλου προς αποκατάσταση του δικαίου. Αυτό, άλλωστε, συνάδει και με την ευρύτερη αρχή του διοικητικού δικαίου για αποκατάσταση, ώστε να επιβάλλεται ίση μεταχείριση μεταξύ ομοίων περιπτώσεων. Στην απόφαση Καραγιώργη v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669, η Ολομέλεια επιβεβαίωσε ότι το δίκαιο του πράγματος, μετά την ακύρωση διορισμού ή προαγωγής υπαλλήλου, επιβάλλει στη διοίκηση να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία αν δεν μεσολαβούσε η ακυρωτική απόφαση, εφόσον δεν ευθύνεται ο διοικούμενος. Στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, υπ. αρ. 601/79, αναφέρεται η στοιχειώδης υποχρέωση της διοίκησης στο πλαίσιο της χρηστής και εύρυθμης λειτουργίας της, να τακτοποιείται υπηρεσιακά ο υπάλληλος, η θέση του οποίου ακυρώθηκε, «.είτε δια της μετακινήσεως του εις δημιουργηθείσα εξ οιουδήποτε λόγου εν τω μεταξύ ετέραν κενήν θέσιν, είτε δια διατηρήσεως αυτού ως υπεραρίθμου ή εκτός οργανικών θέσεων μέχρι της υπ΄αυτού καταλήψεως και κενωθησομένης εν τω μέλλοντι θέσεως». Η αρχή της αποκατάστασης υιοθετήθηκε από το Γαλλικό Συμβούλιο Επικρατείας στην υπόθεση C.E. 26 dec. 1925, Rodiere, Rec. 1065 και αναπτύχθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Γνώμονας είναι πάντοτε η συνέχιση της κανονικής ανάπτυξης της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου, με τη διατήρηση των πιθανοτήτων προαγωγής του.

 

Τέθηκε θέμα ότι το άρθρο 45 δεν καλύπτει εν πάση περιπτώσει την περίπτωση διότι αυτό αφορά μόνο υποθέσεις προαγωγής και όχι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής. Το άρθρο 45 πράγματι προνοεί για ακύρωση προαγωγής υπαλλήλου ως αποτέλεσμα απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως η εφεσείουσα, όπως συνάγεται από τα ενώπιον της Ολομέλειας έγγραφα, είχε προαχθεί στη θέση Διευθυντή Τουρισμού από 1.6.2000 και επομένως δεν πρόκειτο για διορισμό. Αυτό προκύπτει ευθέως και από το ίδιο το πρακτικό που τηρήθηκε επίσης από το Διοικητικό Συμβούλιο, (Παράρτημα 4 στην πρωτόδικη ένσταση), όπου το Συμβούλιο κατά πλειοψηφία αποφάσισε ότι:

 

«Με βάση τα πιο πάνω και τις θέσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, η τελική απόφαση του Συμβουλίου είναι, με 6 ψήφους υπέρ και 3 κατά, όπως η κα Αννίτα Δημητριάδου προαχθεί ως υπεράριθμη.»

 

Επομένως ενεργοποιείτο το εδάφιο (1) του άρθρου 45 που, κατ΄ αναλογίαν υπενθυμίζεται, είχε χρησιμοποιηθεί από τον Κ.Ο.Τ. στην περίπτωση της εφεσείουσας. Δεν υπάρχει λόγος γιατί το άρθρο 45 να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όταν το διοικητικό όργανο αποφασίζει να προαγάγει και όχι να διορίσει τον υπάλληλο, προερχόμενο, δηλαδή, από την εσωτερική ιεραρχία του Οργανισμού. Η θέση που εκφράστηκε στην υπόθεση Κουφτερός ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1147 από τον Γαβριηλίδη, Δ., ότι το άρθρο 45 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις προαγωγής και όχι σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ορθή. Στην απόφαση εκείνη δεν έγινε ιδιαίτερη ανάλυση, ενώ το άρθρο 45 εφαρμόστηκε και σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, (Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 658, Χρίστου Ηλία ν. Α.Η.Κ. (2007) 4 Α.Α.Δ. 809 - θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής -), και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει ούτε και έγινε αναφορά σε απόφαση της Ολομέλειας που να ερμηνεύει το άρθρο 45 κατά τον τρόπο που ερμηνεύθηκε στην Κουφτερός. Όπως ορθά περαιτέρω υποδεικνύει στο περίγραμμα του ο κ. Κωνσταντίνου, η Κουφτερός εν πάση περιπτώσει διαφοροποιείται διότι το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέας Φυλακτού είχε προαχθεί σε τέταρτη κενή θέση, η οποία δεν είχε δημοσιευθεί, σε αντίθεση με την παρούσα εφεσείουσα, η οποία προάχθηκε σε καθαρά υπεράριθμη μη κενή θέση χωρίς να επηρέασε το δικαίωμα οποιουδήποτε άλλου υποψήφιου.

 

Το άρθρο 43 του Νόμου αρ. 1/90, το οποίο χρησιμοποιούν οι εφεσίβλητοι ως επιχείρημα περί της ύπαρξης ειδικής πρόνοιας για υπεράριθμους διορισμούς και προαγωγές, δεν θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, ακόμη και κατ΄ αναλογίαν, επειδή το άρθρο 43 ενεργοποιείται όταν υπάρχει πρόταση προς την Ε.Δ.Υ. από την αρμοδία αρχή. Άλλωστε, ο Κ.Ο.Τ. δεν αντιμετώπιζε περίπτωση όπου ήταν αναγκαία η πλήρωση θέσης υπεράριθμα σε θέση κατώτερου επιπέδου και μισθού διότι δεν υπήρχε κατάλληλος υποψήφιος στην ανώτερη θέση ή έναντι κενής θέσης προαγωγής ανώτερου επιπέδου και μισθού. Η εφεσείουσα είχε ήδη προαχθεί από 1.6.2000 στη θέση Διευθυντή Τουρισμού, (δεδομένο που ξεχνούν οι εφεσίβλητοι), την οποία θέση απώλεσε λόγω της ακυρωτικής απόφασης και συνακόλουθα η υπεράριθμη προαγωγή έπρεπε να ήταν στην ίδια θέση Διευθυντή Τουρισμού, δηλαδή, στο ίδιο επίπεδο θέσης και μισθού.

 

Η ενέργεια, επομένως, του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ. να αποκαταστήσει την εφεσείουσα σε υπεράριθμη θέση, ιδιαιτέρως διότι ακολουθούσε αυτή την πρακτική και προηγουμένως, ήταν τουλάχιστον εντός της διακριτικής της ευχέρειας και εξαιτίας αυτής της ενέργειας, ποσώς δεν επηρεάστηκαν οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι δεν διεκδικούσαν εκείνη τη θέση. Επομένως, συνάγεται ότι δεν είχαν έννομο συμφέρον να αιτηθούν πρωτοδίκως την ακύρωσή της αποκατάστασης σε υπεράριθμη θέση, όπως ήταν το πρώτο σκέλος της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου.

 

Η νομολογία αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον στην επιδίωξη ακύρωσης προαγωγής σε υπεράριθμη θέση εφόσον, όπως λέχθηκε στη Βραχίμης Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 658, η διαδικασία αποκατάστασης είναι διαδικασία ανεξάρτητη από τη διαδικασία επανεξέτασης συνεπεία ακυρωτικής αποφάσεως. Στην απόφαση για αποκατάσταση δυνάμει διορισμού ή προαγωγής σε υπεράριθμη θέση δεν γίνεται, ούτε υπάρχει σύγκριση μεταξύ υπαλλήλων, ώστε αυτοί να τύχουν αξιολόγησης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο προς επιλογή του καταλληλότερου. Υπό αυτή την έννοια, οι εφεσίβλητοι δεν διεκδικούσαν για τον εαυτό τους την προαγωγή τους σε υπεράριθμη θέση διότι δεν έτυχαν προαγωγής η οποία εκ των υστέρων να ακυρώθηκε ώστε να τίθετο θέμα δικής τους αποκατάστασης σε υπεράριθμη θέση.

 

Έπεται ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να αιτηθούν την ακύρωση της υπεράριθμης προαγωγής εφόσον δεν θα ωφελούνταν οι ίδιοι από την ακύρωση αυτή. Η προαγωγή σε υπεράριθμη θέση έχει ακριβώς την έννοια ότι ο υπάλληλος προάγεται σε θέση πέραν και έξω από τις οργανικές θέσεις του Οργανισμού. Και δεν είναι χωρίς σημασία και ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με τη νομιμοποίηση των εφεσιβλήτων να αιτηθούν ακύρωσης της προαγωγής της εφεσείουσας χωρίς να διεκδικούν τη θέση για τους ίδιους. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος σκεπτικού, το αιτητικό δεν προχωρεί να προτάξει τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι ή οιοσδήποτε από αυτούς έπρεπε να τύχει προαγωγής, «αντί» της εφεσείουσας. Αποτελεί αξίωμα στο διοικητικό δίκαιο ότι η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται εκ προοιμίου απαράδεκτη όταν στρέφεται κατά πράξεως η ακύρωση της οποίας δεν θα ωφελέσει τον αιτούντα, ή, αντίθετα, δεν θα τον βλάψει, (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 260 και Ροβέρτος Βραχίμης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 498).

 

Η κα Καλλιγέρου επιχειρηματολόγησε ότι δεν ήταν ανάγκη να τεθεί στην αίτηση ακυρώσεως η εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι θα τύγχαναν προαγωγής «αντ΄ αυτής». Αυτό, διότι, κατά την εισήγηση, οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν να ελέγξουν τη νομιμότητα της απόφασης του Κ.Ο.Τ. να χρησιμοποιήσει εν πάση περιπτώσει είτε αυτούσια, είτε κατ΄ αναλογίαν, το άρθρο 45 το οποίο δεν ήταν δυνατό να τύχει εφαρμογής. Δεδομένου όμως ότι έχει ήδη αποφασιστεί πιο πάνω ότι ο Κ.Ο.Τ. δικαιούτο να χρησιμοποιήσει εκείνο τον μηχανισμό που θα αποκαθιστούσε λειτουργούς του σε θέσεις που ακυρώθηκαν όχι εξ αιτίας του ίδιου του λειτουργού, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ένα αόριστο έννομο συμφέρον των εφεσιβλήτων όταν οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αυτή την υπεράριθμη προαγωγή.

 

Η υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηστυλλή (2003) 3 Α.Α.Δ. 484, την οποία μνημονεύει η κα Καλλιγέρου ως προς το παράνομο της πλήρωσης θέσης χωρίς προκήρυξη, διατηρώντας έτσι οι ενδιαφερόμενοι έννομο συμφέρον να προσβάλουν και να ελέγξουν την κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη πλήρωση της θέσης ή των θέσεων, διαφοροποιείται από τα παρόντα γεγονότα. Εκεί πρόκειτο για απόφαση της Ε.Δ.Υ. να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη αναδρομικά σε κενές θέσεις που όμως μπορούσαν να πληρωθούν μόνο με προκήρυξη και δημοσίευση. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν αρχικά αποσπασθεί σε αυτές τις θέσεις που είχαν χαρακτηρισθεί ως υπεράριθμες, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειτο περί κενών θέσεων. Η πλήρωση των θέσεων εν τέλει ως κενών, χωρίς την προκήρυξη τους, θεωρήθηκε πρωτόδικα και από την Ολομέλεια ως λανθασμένη. Το θέμα του εννόμου συμφέροντος είχε τεθεί από τους προαχθέντες ως προς το παραδεκτό του συμφέροντος του εφεσίβλητου να αμφισβητήσει την απόφαση της Ε.Δ.Υ., δεδομένου ότι και ο ίδιος είχε αποσπασθεί σε υπεράριθμη θέση ώστε, κατά την εισήγηση του, η απόσπαση και η προαγωγή να εξισώνονταν για σκοπούς αρχαιότητας. Η Ολομέλεια αποφάσισε ότι η απόσπαση είναι χρονικά περιορισμένη δυνάμει του άρθρου 47 του Νόμου αρ. 1/90 και οι αρχές με τις οποίες πληρούται οργανική θέση παραμένουν αμετάβλητες χάριν της αρχής της ισότητας που επάγεται την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών, (Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363 και Μενελάου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370). Προκύπτει, επομένως, ότι τα δεδομένα της Χατζηστυλλή δεν έχουν καμία σχέση με την καθ΄ αυτό εφαρμογή του άρθρου 45 του Νόμου αρ. 1/90, στη βάση των εδώ επίδικων γεγονότων.

 

Σημειώνεται περαιτέρω ότι από τα όλα δεδομένα που προκύπτουν από την απόφαση της Ολομέλειας στην Αννίτα Δημητριάδου ν. Βραχίμη Χατζηχάννα κ.ά. - πιο πάνω -, καθίσταται φανερό ότι ουδόλως ευθύνεται η ίδια η εφεσείουσα για την τροπή που πήραν τα πράγματα. Η ακύρωση της προαγωγής της εφεσείουσας έγινε λόγω της λανθασμένης απόφασης του Κ.Ο.Τ. να επαναπροκηρύξει τη θέση διότι υπήρχε ισοψηφία μεταξύ δύο λειτουργών, με αποτέλεσμα αντί να συνεχίσει ο Κ.Ο.Τ. να αποφασίσει ως το αρμόδιο διοικητικό όργανο την προαγωγή ενός εξ αυτών, δεν ολοκλήρωσε τη διαδικασία, αλλά αντίθετα την επαναπροκήρυξε. Εναντίον αυτής της απόφασης επαναπροκήρυξης ασκήθηκαν οι προσφυγές υπ΄ αρ. 215/2000 και 216/2000, η πρώτη των οποίων έγινε δεκτή, ενώ η δεύτερη απορρίφθηκε. Ασκήθηκε έφεση από τον αιτητή στην προσφυγή αρ. 216/2000, αλλά εκκρεμουσών ακόμη των δύο αυτών προσφυγών, ο Κ.Ο.Τ. προχώρησε να προάξει την εφεσείουσα με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι προσφυγές υπ΄ αρ. 1094/2000 και 1103/2000. Απορρέει συνεπώς ότι η εφεσείουσα απώλεσε την αρχική προαγωγή της από 1.6.2000, λόγω νομικών σφαλμάτων στην όλη διαδικασία που ακολούθησε ο Κ.Ο.Τ.

 

Είναι για τους πιο πάνω λόγους που ο Κ.Ο.Τ., όπως εξήγησε η κα Κλεάνθους ενώπιον της Ολομέλειας, δεν εφεσίβαλε την πρωτόδικη εδώ κρίση, αλλά ούτε και την αποδέχθηκε, εφόσον δεν προχώρησε να επανεξετάσει ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής αποφάσεως. Άφησε τα πράγματα να προχωρήσουν αναμένοντας, όπως δηλώθηκε, την απόφαση στην παρούσα έφεση, θεσμοθετώντας στην πορεία την έννοια της αποκατάστασης και στο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για τον Κ.Ο.Τ., με την Κ.Δ.Π. 534/2012.

 

Το πρακτικό που τηρήθηκε από τον Κ.Ο.Τ. και το οποίο οδήγησε στην προαγωγή της εφεσείουσας στην υπεράριθμη μη κενή θέση, αποκαλύπτει ταυτόχρονα ότι είχαν ληφθεί υπόψη όλα τα προαπαιτούμενα, κατ΄ αναλογία πάντοτε, που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 45. Είχε ακυρωθεί η προαγωγή της χωρίς υπαιτιότητα της, είχε στο μεταξύ προαχθεί ο Λεύκος Φυλακτίδης στις 15.7.2002, για την οποία θέση η εφεσείουσα δεν είχε υποβάλει αίτηση, ούτε την είχε διεκδικήσει διότι ήδη κατείχε με κανονική προαγωγή τη θέση Διευθυντή Τουρισμού από 1.6.2000. Δεν ήταν δυνατό, επομένως, να υποβάλει υποψηφιότητα για θέση που ήδη κατείχε και η οποία όμως στη συνέχεια, όπως ήδη εξηγήθηκε, ακυρώθηκε. Ορθά εντοπίζει επίσης ο κ. Κωνσταντίνου στις σελ. 13-14 του περιγράμματος του, ότι κανένας από τους εφεσίβλητους δεν είχε προσβάλει με προσφυγή την προαγωγή του Λεύκου Φυλακτίδη που είχε γίνει με κανονική διαδικασία εφόσον η μεν εφεσίβλητη Χριστίνα Ξενοφώντος δεν υπέβαλε αίτηση, ο εφεσίβλητος Μαρίνος Μενελάου απεσύρθη από υποψήφιος και οι άλλοι δύο εφεσίβλητοι Γλαύκος Καριόλου και Μελέτης Αποστολίδης δεν προσέβαλαν την προαγωγή του Φυλακτίδη. Επομένως ουδείς εκ των εφεσιβλήτων είχε πλέον έννομο συμφέρον στην υπεράριθμη θέση στην οποία αποκαταστάθηκε διά προαγωγής η εφεσείουσα, η οποία πράγματι επηρεάστηκε στην υπηρεσιακή της σταδιοδρομία εκ των γεγονότων που έχουν αναφερθεί».

 

Τονίζεται, συνεπώς, πρωτίστως, η κρίση του Δικαστηρίου ως προς την έλλειψη εννόμου συμφέροντος των εφεσιβλήτων στην εκεί πρωτόδικη διαδικασία, εφόσον οι ίδιοι δεν διεκδικούσαν την επίδικη υπεράριθμη θέση οπότε και ποσώς δεν επηρεάστηκαν ώστε να έχουν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον. Παρομοίως και εδώ: οι αιτητές δεν είναι την υπεράριθμη θέση που διεκδικούσαν γι' αυτό και το αιτητικό της προσφυγής τους δεν περιέχει τις λέξεις «αντ' αυτών», όπως ορθά παρατηρούν τόσο οι καθ' ων η αίτηση όσο και το ΕΜ. Στην πιο πάνω απόφαση στοιχειοθετείται περαιτέρω η κατάληξη στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος. Θεωρώ πως δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό εάν επαναλάμβανα τα πιο πάνω κριθέντα. Όσα εκεί λέχθηκαν ισχύουν και υιοθετούνται εν προκειμένω. Στο πιο πάνω απόσπασμα εξετάζονται επιπρόσθετοι ισχυρισμοί, αρκετοί από τους οποίους είναι πανομοιότυποι με τους εγειρόμενους στην παρούσα (αποκατάσταση δεν μπορεί να γίνει σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η επίδικη, αλλά μόνο σε θέσεις προαγωγής, δεν προηγήθηκε σύγκριση των αιτητών με το ΕΜ). Δεν χρειάζεται όμως να ενδιατρίψω με αυτούς εφόσον η κατάληξη επί του ζητήματος του εννόμου συμφέροντος προδικάζει την τύχη της προσφυγής.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1300  έξοδα εναντίον των αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του  Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο