ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KONTEMENIOTIS ν. C.B.C. (1982) 3 CLR 1027
Μελέτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 ΑΑΔ 347
Κάτσουρα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1728
Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Aναθεωρητική Aρχή Aδειών ν. Kίμωνα Eυριπίδη και Άλλων (2000) 3 ΑΑΔ 354
Ράφτης Αντώνης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 345
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 125(I)/2007 - Ο περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμος του 2007
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D474
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 298/2015)
2 Ιουλίου, 2015
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
A.M.A. SERVICES LTD,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Γ. Πολυχρόνης με Μ. Χριστοδούλου, για τους Αιτητές.
Α. Ζερβού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή αμφισβητείται η εγκυρότητα και νομιμότητα της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση 1, με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική ένσταση που υπεβλήθη στην απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, με την οποία αρνήθηκε την ανανέωση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας των αιτητών.
Οι αιτητές, υπέβαλαν στις 23.8.2011 αίτηση για έκδοση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμου του 2007 (Ν. 125(Ι)/2007). Επισυνάφθηκαν στην αίτηση σχετικά πιστοποιητικά του Εφόρου Εταιρειών ημερομηνίας 18.8.2011, όπου φαίνονται τα ονόματα των διοικητικών συμβούλων, γραμματέως και μετόχων των αιτητών (Παράρτημα Δ στην Ένσταση). Στις 19.1.2012, ο Αρχηγός Αστυνομίας χορήγησε την αιτηθείσα άδεια με ημερομηνία λήξης 18.1.2013, υπό όρους τους οποίους αποδέχθηκε ο Διευθυντής της εταιρείας, κ. Α. Γεωργίου.
Στις 9.1.2013, οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για ανανέωση της άδειας, επισυνάπτοντας πιστοποιητικά του Εφόρου Εταιρειών, σύμφωνα με τα οποία η εταιρεία προέβηκε σε αλλαγή του Γραμματέα της. Στις 4.2.2013, η εταιρεία υπέβαλε κατάλογο μελών του προσωπικού της (Παράρτημα Ε στην Ένσταση). Δεδομένου ότι η αλλαγή του Γραμματέα δεν αφορούσε νέο πρόσωπο, ο Αρχηγός της Αστυνομίας χορήγησε στους αιτητές ανανεωμένη άδεια με ημερομηνία λήξης 17.2.2013.
Στα πλαίσια ερευνών της Αστυνομίας για πιθανή διάπραξη του ποινικού αδικήματος της πλαστογραφίας, διαπιστώθηκε ότι λίγες μέρες μετά τη χορήγηση της ανανεωμένης άδειας, ήτοι την 1.3.2013, οι αιτητές προέβηκαν σε νέες αλλαγές των προσώπων του Διοικητικού Συμβουλίου τους, και ως Γραμματέας ορίστηκε νέο πρόσωπο, ο οποίος στην επιστολή της εταιρείας ημερομηνίας 4.2.2013 αναφέρθηκε ως υπάλληλος γραφείου. Οι αιτητές δεν είχαν ενημερώσει προηγουμένως τον Αρχηγό Αστυνομίας για την πιο πάνω αλλαγή.
Στις 26.2.2014 οι αιτητές υπέβαλαν στην Αστυνομία αίτηση για ανανέωση της άδειας λειτουργίας τους, η οποία είχε λήξει στις 17.2.2014. Στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης, διαπιστώθηκε αλλαγή του γραμματέα και μετόχων των αιτητών, χωρίς να ενημερωθεί προηγουμένως σχετικά ο Αρχηγός. Η ενημέρωση έγινε μεταγενέστερα, με επιστολή ημερομηνίας 17.2.2014, κατά την υποβολή των καταλόγων των φυλάκων, προσωπικού και δραστηριοτήτων των αιτητών, σύμφωνα με το άρθρο 17(2) του Νόμου.
Από έρευνα που διενήργησε η Αστυνομία, διαπιστώθηκε ότι ο ένας νέος μέτοχος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7(1)(α) και, επομένως, ούτε του άρθρου 11(1) του Νόμου, καθότι δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και δεν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Ενημερώθηκε σχετικά από το Γραφείο Χειρισμού Θεμάτων Ιδιωτικών Υπηρεσιών Ασφαλείας, τηλεφωνικώς, ο Διευθυντής των αιτητών, ο οποίος απέστειλε νέα επιστολή ημερομηνίας 28.3.2014, επισυνάπτοντας νέο πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών, ημερομηνίας 19.3.2014, σύμφωνα με το οποίο οι δύο μέτοχοι των αιτητών παρέμειναν οι ίδιοι και άλλαξε ο τρίτος ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, στις 13.5.2014 ο Αρχηγός αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση για ανανέωση της άδειας λειτουργίας των αιτητών, λόγω διαπίστωσης ότι η εταιρεία είχε παραβιάσει τις πρόνοιες του άρθρου 11(3) του Νόμου, εφόσον προέβη σε αλλαγές διευθυντή, γραμματέα και μετόχων της, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει τον Αρχηγό ως όφειλε, δυνάμει της νομοθεσίας. Στις 6.6.2014 υπεβλήθη ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, η οποία απερρίφθη.
Με τους ακόλουθους επτά λόγους ακύρωσης, οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης: (1) πλάνη περί το Νόμο - ανυπαρξία εξουσίας άρνησης ανανέωσης της άδειας λειτουργίας των αιτητών, (2) παράβαση των αρχών της καλής πίστης - δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, (3) παράβαση της αρχής της αναλογικότητας ή και της επιλογής της ολιγότερο επαχθούς λύσης για το διοικούμενο, (4) αναιτιολόγητη απόφαση και παράλειψη ειδίκευσης δημοσίου συμφέροντος, (5) έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα, (6) μη νόμιμη ανάκληση, και, (7) παραβίαση δικαιώματος ακρόασης.
Πλάνη περί το Νόμο - ανυπαρξία εξουσίας άρνησης ανανέωσης της άδειας λειτουργίας των αιτητών
Αποτελεί θέση των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με βάση το νομικό καθεστώς που δημιουργήθηκε με τον περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2014, Ν.179(Ι)/2014, που τέθηκε σε ισχύ μεταγενέστερα της αίτησης για ανανέωση της άδειας και της εξέτασής της από τους καθ΄ων η αίτηση. Συγκεκριμένα, οι αιτητές εισηγούνται ότι, με βάση το άρθρο 13(4) του Ν.179(Ι)/2014[1], δίδεται η διακριτική ευχέρεια ανάκλησης ή μη ανανέωσης της άδειας από τον Αρχηγό Αστυνομίας για τους λόγους που τίθενται στο εν λόγω άρθρο. Τέτοια εξουσία μη ανανέωσης δίδεται, σύμφωνα με τους αιτητές, για πρώτη φορά από το Νόμο. Ο Υπουργός ουσιαστικά βασίστηκε για την έκδοση της απόφασής του στον εν λόγω τροποποιητικό Νόμο, προσδίδοντας σ΄ αυτόν αναδρομική ισχύ. Η απόφαση του Υπουργού στηρίζεται σε λόγους που δίδουν εξουσία στον Αρχηγό να μην ανανεώσει την άδεια λειτουργίας, οι οποίοι δεν ίσχυαν κατά το χρόνο άρνησης της ανανέωσης άδειας.
Οι καθ΄ων η αίτηση, από την άλλη, προβάλλουν ότι το θέμα που εγείρεται με αυτό το λόγο ακύρωσης δεν τέθηκε κατά το χρόνο υποβολής της ιεραρχικής προσφυγής και δεν μπορεί να προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου. Ανεξάρτητα από αυτή τη θέση, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή της αγόρευση εισηγείται, με παραπομπή στο άρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999), ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης του Υπουργού, το νομικό καθεστώς που ίσχυε ήταν το άρθρο 13(4) του Νόμου 125(Ι)/2007, ως αυτό είχε τροποποιηθεί με τον τροποποιητικό Νόμο 179(Ι)/2014. Περαιτέρω και ανεξάρτητα από την πιο πάνω θέση, η ευπαίδευτη συνήγορος εισηγείται ότι και με το Νόμο, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του 2014, ο Αρχηγός είχε την εξουσία να αρνηθεί την ανανέωση της άδειας, έχοντας υπόψη, αφενός την περιορισμένη διάρκεια ισχύος μίας άδειας και, αφετέρου, την εξουσία του Αρχηγού για αναστολή ή ανάκληση της άδειας, μεταξύ άλλων, και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Νόμου.
Θεωρώ ότι το εγειρόμενο θέμα αποτελεί θέμα δημοσίας τάξης και, συνεπώς, μπορεί να εγερθεί σε οποιονδήποτε στάδιο, ακόμα και σε περίπτωση που δεν είχε εγερθεί κατά το στάδιο της ιεραρχικής προσφυγής. Ούτως ή άλλως, δεν ήταν δυνατό να εγερθεί κατά την καταχώρηση της ιεραρχικής προσφυγής, δοθέντος ότι ο Ν.179(Ι)/2014 δημοσιεύθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο.
Ο τροποποιητικός Νόμος 179(Ι)/2014 θεσπίστηκε μετά την έκδοση της απόφασης του Αρχηγού και μετά την καταχώρηση της ιεραρχικής προσφυγής. Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 25.11.2014, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε επίσης σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999), «όταν το διοικητικό όργανο πρόκειται να εκδώσει μια πράξη, ύστερα από αίτηση, θα βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης». Οι αιτητές εισηγούνται ότι η νομοθετική αυτή διάταξη εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αιτήσεων και όχι ιεραρχικών προσφυγών.
Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Υπουργός, ως ιεραρχικό όργανο, δεν εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή υπό τύπο έφεσης, αλλά ερευνά την υπόθεση εξ υπαρχής, ώστε να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 CLR 431 κ.ά.). Η απόφασή του συνιστά νέα απόφαση, ανεξάρτητη αυτής του Αρχηγού και ως τέτοια, εξετάζεται αυτοτελώς (βλ. Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ν. Ευριπίδη κ.ά. (2000) 3 ΑΑΔ 354). Συνακόλουθα, θεωρώ ότι εφαρμόζεται το άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου. Ο Υπουργός, κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, είχε τη δυνατότητα εξέτασης με βάση την τελευταία τροποποίηση που επήλθε στο Νόμο.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Παράβαση των αρχών της καλής πίστης - δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου
Οι αιτητές, με αναφορά στο άρθρο 51(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), εισηγήθηκαν ότι η μη ανανέωση της άδειας λειτουργίας ανέτρεψε μία παγιωμένη κατάσταση, από την οποία οι αιτητές αντλούσαν δικαιώματα και συμφέροντα. Οι αιτητές, όπως διατείνονται, έκαναν τεράστια έξοδα για την εταιρεία και προσχώρησαν σε μεγάλο αριθμό συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και η αδυναμία τους να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις τους εκθέτει σε αστική ευθύνη.
Από την άλλη, η κα Ζερβού στην αγόρευση της εισηγείται ότι οι αιτητές καταχρηστικώς επικαλούνται τις αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, εφόσον είναι η δική τους παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της ισχύουσας νομοθεσίας που οδήγησε στην απόρριψη της αίτησής τους.
Το άρθρο 51(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99) προνοεί ως ακολούθως:
«Η διοίκηση δε δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της τις παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο διοικούμενος, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι΄ αυτόν κατάσταση η οποία έχει διαρκέσει αρκετό χρόνο και να αρνείται την υπέρ του διοικούμενου συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή».
Η απόφαση του Υπουργού επικεντρώνεται στην παραβίαση του άρθρου 11(3)[2] του Νόμου. Συνεπώς, η παρούσα περίπτωση δεν εδράζεται σε παραλείψεις της διοίκησης, αλλά σε παραλείψεις του ίδιου του διοικουμένου, με αποτέλεσμα η πιο πάνω αρχή να μην έχει εφαρμογή. Επαναλαμβάνεται η θέση της νομολογίας, ότι η αρχή της καλής πίστης δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης, ούτε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191, Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60, Παμπόρης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Δ) ΑΑΔ 2732).
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Παράβαση της αρχής της αναλογικότητας ή και της επιλογής της ολιγότερο επαχθούς λύσης για το διοικούμενο
Οι αιτητές, με επίκληση του άρθρου 52[3] του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), εισηγούνται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν τη δυνατότητα, σύμφωνα με το άρθρο 13(3Α)[4] του Ν. 101(Ι)/2011), να αναστείλουν την άδεια λειτουργίας για περίοδο μέχρι έξι μήνες, επιλέγοντας επιεικέστερη λύση για τους αιτητές, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να συμμορφωθούν προς οποιαδήποτε ισχυριζόμενη παρατυπία και όχι να προβούν σε ενέργεια δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και ιδιαίτερα επαχθή προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών.
Από την άλλη, η κα Ζερβού στη γραπτή της αγόρευση επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι η άδεια λειτουργίας των αιτητών είχε χρονική ισχύ ενός έτους και είχε λήξει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ανανέωσης. Ως εκ τούτου, εισηγείται ότι δεν μπορούσε να ανασταλεί η ισχύς μίας άδειας που είχε λήξει.
Η εισήγηση της συνηγόρου είναι ορθή. Από τη στιγμή που δεν υπήρχε, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης άδεια σε ισχύ, δεν μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να διαταχθεί η αναστολή της ισχύος της.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Αναιτιολόγητη απόφαση και παράλειψη ειδίκευσης δημοσίου συμφέροντος
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν περιέχει νόμιμη αιτιολογία που να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, ως σημαντικότερο, εγείρουν ότι, εφόσον στην παρούσα περίπτωση υπήρξε ανάκληση ευμενούς διοικητικής πράξης, αυτή θα μπορούσε να γίνει μόνο με επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος, ειδικούς και δεόντως αιτιολογημένους.
Στον αντίποδα των επιχειρημάτων, η συνήγορος της Δημοκρατίας στην γραπτή της αγόρευση εισηγείται ότι δεν πρόκειται για ανάκληση άδειας, αλλά για άρνηση ανανέωσης άδειας και, συνεπώς, οι αρχές που αφορούν ανάκληση ευμενούς πράξης δεν πρέπει να απασχολήσουν εδώ. Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί αναιτιολόγητης απόφασης, αυτός θα πρέπει να απορριφθεί, εισηγήθηκε η συνήγορος. Τόσο από την προσβαλλόμενη απόφαση, όσο και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, αλλά και από το σύνολο της διοικητικής ενέργειας, προκύπτουν με σαφήνεια και με τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικό έλεγχος, τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την ουσιαστική κρίση της, παρατήρησε.
Όπως έχει τονιστεί πιο πάνω, στην παρούσα περίπτωση δεν έγινε ανάκληση της άδειας των αιτητών, καθότι κατά τον επίδικο χρόνο δεν υπήρχε σε ισχύ οποιαδήποτε άδεια. Επρόκειτο για απόρριψη αίτησης για ανανέωση άδειας λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Συνεπώς, δεν εφαρμόζονται οι αρχές που διέπουν την ανάκληση ευμενών διοικητικών πράξεων, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές.
Αναφορικά με την αιτιολογία μίας διοικητικής απόφασης, αυτή πρέπει να καθιστά δυνατόν το δικαστικό έλεγχο. Αυτό δε συναρτάται με τις λεπτομέρειες που δίδονται, αλλά μπορεί να είναι λακωνική και περιεκτική (Κάτσουρα ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) ΑΑΔ 1728). Η απόφαση του Υπουργού, στην υπό εξέταση υπόθεση, αναφέρει τα ακόλουθα:
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 6 Ιουνίου 2014, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι μελέτησα τους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής, τα γεγονότα της υπόθεσης και το περιεχόμενο της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας και διαπίστωσα ότι η εταιρεία «ΑΜΑ SERVICES LTD» επανειλημμένα προέβηκε σε αλλαγή του Διοικητικού Συμβουλίου της, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει τον Αρχηγό Αστυνομίας, ως όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 11(3) του περί Ιδωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμου (Ν.125(Ι)/2007). Για το λόγο αυτό, η ιεραρχική προσφυγή απορρίπτεται».
Είναι γεγονός ότι η αιτιολογία της απόφασης του Υπουργού είναι λακωνική, όμως είναι περιεκτική και σαφής, συμπληρώνεται δε άνετα από τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση (βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 145).
Συνακόλουθα ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο Υπουργός με λακωνικό τρόπο υιοθετεί την απόφαση του Αρχηγού, χωρίς να διαξάγει οποιαδήποτε έρευνα των γεγονότων και ενώ είχαν τεθεί ενώπιον του οι ισχυρισμοί των αιτητών με την ιεραρχική προσφυγή τους. Η παράλειψη αυτή του Υπουργού, καθιστά την απόφαση του προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και, ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθεί.
Η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση παραπέμπει σε Σημείωμα που είχε ετοιμαστεί από την Υπεύθυνη του Γραφείου Χειρισμού Θεμάτων Ιδιωτικών Υπηρεσιών Ασφαλείας, όπου εισηγούνται ότι απαντώνται όλοι οι ισχυρισμοί των αιτητών. Το εν λόγω σημείωμα περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, λόγω όμως εμπιστευτικών πληροφοριών που περιλαμβάνονται σ΄ αυτό και είναι άσχετες με την υπό κρίση προσφυγή, επισυνάπτεται μέρος του σημειώματος στην αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση.
Κατ΄αρχάς σημειώνεται ότι ο Υπουργός δεν υιοθετεί απλά την απόφαση του Αρχηγού, η οποία, εν πάσει περιπτώσει, καλύπτει μεγαλύτερο αριθμό θεμάτων. Από δε το διοικητικό φάκελο, καθώς και από το μέρος του Σημειώματος της Υπεύθυνης του Γραφείου Χειρισμού Θεμάτων Ιδιωτικών Υπηρεσιών, καθίσταται σαφές ότι η απόφαση του Υπουργού στηρίχθηκε σε έρευνα που έγινε μετά που δόθηκε η απόφαση του Αρχηγού και δεν περιορίστηκε σε φραστική υιοθέτηση της εν λόγω απόφασης. Στο σημείωμα υπάρχει εξέταση όλων των στοιχείων που τέθηκαν από τους αιτητές στην ιεραρχική προσφυγή. Όπως έχει νομολογηθεί, επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που δείχνει τη διερεύνηση κάθε σχετιζομένου με την υπόθεση γεγονότος (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 447). Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που καλύπτει κάθε περίπτωση. Σημασία έχει η συλλογή και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων να δημιουργεί τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα, κάτι που συμβαίνει στην παρούσα (βλ. Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 ΑΑΔ 345).
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Παραβίαση δικαιώματος ακρόασης
Αποτελεί θέση των αιτητών ότι κατά την ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής στερήθηκαν του δικαιώματος ακρόασης. Ως λόγος ανάκλησης της άδειας, αναφέρουν στην γραπτή τους αγόρευση, όπου αναλύεται αυτός ο λόγος ακύρωσης, αναφέρεται ότι ο υπεύθυνος του ιδιωτικού γραφείου Ανδρέας Γεωργίου δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7(1)(η) του Νόμου 125(Ι)/2007 και ότι οι αιτητές προέβησαν σε αλλαγές διευθυντή και γραμματέα, κατά παράβαση του άρθρου 11(3) του ιδίου Νόμου. Οι αιτητές ποτέ μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής δεν γνώριζαν τους λόγους άρνησης ανανέωσης της άδειας τους. Εάν τους επιτρέπετο να θέσουν τις θέσεις τους ενώπιον του ανώτερα ιεραρχικά οργάνου, θα υποβοηθείτο η διοίκηση και η απόφαση που θα λαμβάνετο θα είχε ως υπόβαθρο όλα τα γεγονότα που περιέβαλαν την υπόθεση.
Κατ΄αρχάς, σημειώνεται ότι ο Υπουργός δεν έχει υποχρέωση να ακούσει τους προσφεύγοντες. Η υποχρέωση της Διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο, δεν εκτείνεται σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως (Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 CLR 1027). Επίσης, το δικαίωμα ακρόασης δεν είναι ανάγκη να είναι προφορικό, ικανοποιείται και με γραπτή παράσταση (Νικόλας Μελέτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 347). Οι αιτητές, στην παρούσα περίπτωση, είχαν την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν τις θέσεις τους μέσα από την ιεραρχική προσφυγή, κάτι που έπραξαν, λεπτομερώς μάλιστα. Τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται από αυτά των υποθέσεων D. F. Iacovou Group Limited κ.ά. v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως κ.ά., Προσφυγή αρ. 1049/2011, ημερομηνίας 15.2.2013 και G.A.P. Close Protection (Security)Services Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, Προσφυγή Αρ. 791/2011, ημερομηνίας 20.6.2013, που με παρέπεμψαν οι αιτητές.
Σημειώνεται, επίσης, ότι στην επίδικη απόφαση του Υπουργού, η οποία αποτελεί και τη μόνη απόφαση που εξετάζεται από το Δικαστήριο, στα πλαίσια της παρούσας, ο μοναδικός λόγος απόρριψης είναι η παραβίαση του άρθρου 11(3) του Ν.125(Ι)/2007.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα εναντίον των αιτητών. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ
[1] «(4) Η άδεια που χορηγείται σε φύλακα ή σε ιδιώτη φύλακα ή για την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας δύναται να ανακληθεί ή να μην ανανεωθεί από τον Αρχηγό-
(α) Οποτεδήποτε παύσει να υφίσταται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε, ή
(β) σε περίπτωση που το πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε η άδεια παραβεί οποιοδήποτε όρο που επιβλήθηκε σ΄ αυτό κατά τη χορήγησή της, ή
(γ) σε περίπτωση που το ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας παραλείψει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 11, ή
(δ) σε περίπτωση που η ανάκληση ή η μη ανανέωση δικαιολογείται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος δεόντως αιτιολογημένους, ή
(ε) σε περίπτωση που η ανάκληση ή η μη ανανέωση δικαιολογείται, για λόγους που αφορούν ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια του κράτους ή τη δημόσια τάξη, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε αιτιολογία προς τούτο:
Νοείται ότι, στην απορριπτική επιστολή ή στην επιστολή ανάκλησης της άδειας που αποστέλλεται απότ ον Αρχηγό προς τον αιτητή, δέον να καταγράφεται ότι η αίτηση απορρίπτεται ή η άδεια ανακαλείται βάσει πληροφοριών, οι οποίες δεν μπορούν να αποκαλυφθούν για λόγους που αφορούν την ασφάλεια του κράτους ή τη δημόσια τάξη.»
[2] «11(3) Ο Αρχηγός ενημερώνεται πριν από κάθε περίπτωση αντικατάστασης ή διορισμού νέου διοικητικού συμβούλου ή διευθυντή ή γραμματέα ή αλλαγής στους μετόχους εταιρείας ή στους εταίρους του συνεταιρισμού ή αντικατάστασης υπεύθυνου γραφείου και, σε περίπτωση που δεν ικανοποιείται ότι το νέο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οι μετόχοι, ο διευθυντής, ο γραμματέας ή ο υπεύθυνος γραφείου πληρούν τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί εντός δεκαπέντε ημερών την απόφαση του:
Νοείται ότι, στην περίπτωση που με την αντικατάσταση ή το διορισμό ή την αλλαγή ορίζεται νομικό πρόσωπο, ο Αρχηγός ικανοποιείται ότι ο διευθυντής, ο γραμματέας και οι μέτοχοι αυτού ικανοποιούν τις απαιτήσεις του εδαφίου (1) του άρθρου 7.»
[3] «52.-(1) Το διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να σταθμίζει όλα τα άμεσα αναμιγμένα στην υπόθεση συμφέροντα.
(2) Τα μέσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση στις ενέργειες της πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επέμβαση στα δικαιώματα των πολιτών επιτρέπεται μόνο στην έκταση που αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος.
(3) Αν η διοίκηση έχει να επιλέξει δύο ή περισσότερων νόμιμων λύσεων, οφείλει να προτιμήσει εκείνη που είναι λιγότερο επαχθής για το διοικούμενο.
(4) Κάθε πειθαρχικό ή διοικητικό μέτρο που λαμβάνει η διοίκηση πρέπει να έχει αντικειμενική συνάφεια με την υποχρέωση που παραβιάστηκε και να βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
(5) Οι δυσμενείς για έναν ή περισσότερους διοικουμένους συνέπειες μιας διοικητικής πράξης δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες με τον επιδιωκόμενο με την πράξη σκοπό.»
[4] «(3Α) Ο Αρχηγός δύναται αν, μετά τη χορήγηση άδειας σε ιδιώτη φύλακα ή φύλακα ή για την ίδρυση ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, διαπιστώνεται μη συμμόρφωσή τους προς οποιαδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου να αναστείλει την ισχύ της εν λόγω άδειας μέχρις ότου ικανοποιηθεί ότι υπήρξε η απαιτούμενη συμμόρφωση, αλλά σε καμιά περίπτωση η περίοδος αναστολής δε δύναται να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.»