ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χαραλάμπους Άθως ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 75
Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 414
JMC Polytradc ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 294
Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376
Kυπριακός Oργανισμός Tουρισμού ν. Λοΐζου Προδρόμου. (1995) 3 ΑΑΔ 128
Oικονομίδης Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 756
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Νικολαΐδης Ευαγόρας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2005) 3 ΑΑΔ 325
Βασιλειάδης Αντώνης και Άλλες ν. Mάρως Κληρίδου - Τσιάππακαι Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 403
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μιχαήλ Σκλάβου (2007) 3 ΑΑΔ 473
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Ανδρέα Ασσιώτη (2010) 3 ΑΑΔ 395
Ρούσος Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 478, ECLI:CY:AD:2014:C796
Σιεκκερής Κωνσταντίνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 615
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D490
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ.1412/2013
9 Iουλίου, 2015
[XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΛΟΥΚΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ
Αιτητή
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ'ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
M. Καλλιγέρου (κα), για τoν Αιτητή
Ζ. Κυριακίδου (κα), για τους Καθ' ων η αίτηση
Α. Κωνσταντίνου, για το ΕΜ
_ _ _ _
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής αμφισβητεί το κύρος απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερ. 13.3.2013, με την οποίαν προάχθηκε ο Χαράλαμπος Ρούσος (ΕΜ) στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας (στο εξής η Θέση) του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού (στο εξής το Υπουργείο) από 1.4.2013, αντί του ιδίου.
Η Θέση κενώθηκε λόγω οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησης του κατόχου της, γεγονός που δρομολόγησε τη διαδικασία πλήρωσης της Θέσης με σχετικό διάβημα της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου (στο εξής η Διευθύντρια) προς την ΕΔΥ. Πρόκειται για θέση προαγωγής (Κλίμακα Α13) και τα σχετικά με αυτή καθήκοντα και ευθύνες, καθώς και τα απαιτούμενα προσόντα για τη διεκδίκηση της, καθορίζονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας ως ακολούθως:
«Καθήκοντα και Ευθύνες:
(α) Υπεύθυνος για τον προγραμματισμό, την οργάνωση, τη διοίκηση, το συντονισμό, την εποπτεία και ανάπτυξη ενός ή περισσότερων κλάδων εργασίας των Υπηρεσιών Εμπορίου και Βιομηχανίας, του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
(β) Μεριμνά για τη διεξαγωγή ερευνών, ετοιμασία μελετών και εκθέσεων σε θέματα της αρμοδιότητας του, καθώς και για την επεξεργασία προτάσεων και υποβολή εισηγήσεων σχετικά με τη διαμόρφωση, υιοθέτηση και αξιολόγηση της πολιτικής του/των Κλάδου/Κλάδων που είναι υπεύθυνος.
(γ) Φροντίζει για την εφαρμογή της σχετικής με τις αρμοδιότητες του νομοθεσίας.
(δ) Προωθεί την οργάνωση, εφαρμογή και αξιολόγηση προγραμμάτων εκπαίδευσης και ανάπτυξης του προσωπικού του οποίου προΐσταται.
(ε) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.
Απαιτούμενα Προσόντα:
(1) Τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄ ή/και στις προηγούμενες θέσεις Λειτουργού Εμπορίου Α΄/ Λειτουργού Βιομηχανίας Α΄/ Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄/ Λειτουργού Υπηρεσιών Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄.
(2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.
(3) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, σε θέμα σχετικό με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού θα αποτελεί πλεονέκτημα».
H EΔΥ επιλήφθηκε του θέματος στις 13.3.2013 και αφού καθόρισε τους προάξιμους υποψηφίους, έκρινε ότι ουδείς εξ αυτών κατείχε το πλεονέκτημα της παρ. (3) ανωτέρω, κρίση με την οποία συμφώνησε και η Διευθύντρια.
Ανάμεσα στους προσοντούχους υποψηφίους συμπεριλαμβάνονταν και οι διάδικοι, οι οποίοι κατείχαν τη θέση του Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄. Από 15.10.2004 ο αιτητής και από 1.12.2005 το ΕΜ, οι οποίοι στην βαθμολογημένη αξία ήταν ισοδύναμοι με καθόλα εξαίρετες αξιολογήσεις τα τελευταία χρόνια. Σ΄ ότι δε αφορά τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, το μεν ΕΜ διέθετε Bachelor of Science in Mechanical Engineering (Victoria University of Manchester) και Μaster of Administrative Science (Fairleigh Dickinson University, USA), o δε αιτητής το Μaster of Arts in Economic Development (Leicester University).
Με βάση τα πιο πάνω υπηρεσιακά δεδομένα, η Διευθύντρια σύστησε το ΕΜ, σημειώνοντας ως στοιχείο υπεροχής του την κατοχή δύο επιπρόσθετων - μη απαιτούμενων ακαδημαϊκών προσόντων - που εξουδετέρωνε την ελαφριά, κατά την άποψη της, υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα.
Η σύσταση και το σκεπτικό της Διευθύντριας υιοθετήθηκε από την ΕΔΥ η οποία κατέληξε στην επιλογή του ΕΜ, με επακόλουθο την προσβολή της υπό αναφορά απόφασης στη βάση τριών λόγων ακυρότητας. Ο πρώτος, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν ουσιωδέστατης πλάνης τόσο της Διευθύντριας όσο και της ΕΔΥ σε σχέση με το προσόν-πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, το οποίο αναιτιολόγητα δεν πίστωσαν στον αιτητή κατά παράβαση του Σχεδίου Υπηρεσίας και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο δεύτερος, ότι εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη τόσο της Διευθύντριας όσο και της ΕΔΥ αναφορικά με την κατοχή δύο πρόσθετων προσόντων από το ΕΜ και, ο τρίτος, ότι παραγνωρίστηκε η υπέρτερη αρχαιότητα του αιτητή η οποία τον καθιστούσε καταλληλότερο όλων για τη Θέση.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακυρότητας, είναι θέση του αιτητή ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος που διέθετε - Master of Arts in Economic Development - κάλυπτε την απαίτηση της παραγράφου (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας και συνεπώς θα έπρεπε να πιστωθεί με την κατοχή του πλεονεκτήματος. Υπέβαλε επί του προκειμένου ότι τόσο η Διευθύντρια όσο και η ΕΔΥ, κατέληξαν, χωρίς οποιαδήποτε έρευνα και χωρίς αιτιολογία, στο συμπέρασμα ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σχετικό με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου, ενώ ο πιο πάνω τίτλος που διέθετε ήταν απολύτως σχετικός και με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, αλλά και με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου. Προς ενίσχυση δε της επιχειρηματολογίας του, επικαλείται το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Εμπορίου (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), για την οποία ο τίτλος στα Οικονομικά καθορίζεται ως ένα από τα διαζευκτικά απαιτούμενα προσόντα. Και αυτό για να καταλήξει στην εισήγηση ότι εφόσον ένα πτυχίο στα Οικονομικά προβλέπεται ως βασικό προσόν για πρώτο διορισμό, εξυπακούεται ότι και ο μεταπτυχιακός του τίτλος στο ίδιο αντικείμενο είναι αναμφιβόλως σχετικό για σκοπούς προαγωγής στις ιεραρχικά ανώτερες θέσεις και δεν μπορεί να εκληφθεί ως άσχετο με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου. Περαιτέρω, εγείρει και ζήτημα δέσμευσης από δεδικασμένο και πιο συγκεκριμένα από την απόφαση Σιέκκερης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1101/2004, ημερ. 14.9.2007, στην οποίαν παρατίθεται απόσπασμα από πρακτικό της ΕΔΥ στα πλαίσια διαδικασίας προαγωγής στη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄, όπου (η ΕΔΥ) σημείωσε ότι ο συγκεκριμένος μεταπτυχιακός τίτλος του αιτητή ήταν σχετικός με τα καθήκοντα και της ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Τέλος, προς θεμελίωση της σχετικότητας του μεταπτυχιακού του τίτλου, επικαλείται και τα προβλεπόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας καθήκοντα της Θέσης, αλλά και τα αντίστοιχα των κατώτερων ιεραρχικά θέσεων του Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄ και Λειτουργού Εμπορίου. Περαιτέρω, δεν παρέλειψε να υποβάλει και εισήγηση ότι η ερμηνεία που δόθηκε από την ΕΔΥ στο προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα δεν ήταν εύλογη και ως εκ τούτου, η απόφαση της πάσχει λόγω εμφιλοχώρησης πλάνης κατά τη διεργασία λήψης της.
Το κατ' εξοχήν αρμόδιο όργανο για την ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας, αντέτειναν οι καθ΄ ων η αίτηση, είναι η ΕΔΥ η οποία έκρινε ότι ο αιτητής δεν διέθετε το πλεονέκτημα. Επεσήμαναν συναφώς παράλληλα ότι στην υπόθεση Σιέκκερης (πιο πάνω), το Δικαστήριο θεώρησε την προσφυγή ως εγκαταλειφθείσα, με αποτέλεσμα να μη γεννάται οποιαδήποτε δέσμευση δεδικασμένου και τόνισαν ότι σ' εκείνη την περίπτωση το Master του αιτητή είχε κριθεί ως σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και όχι με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου.
Έχω εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις για τον υπό συζήτηση ακυρωτικό λόγο και κατέληξα ότι δεν ευσταθεί. Η ερμηνεία των Σχεδίων Υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή, αλλά επεμβαίνει μόνο αν διαπιστώσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής αυτής ευχέρειας (βλ. Xαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 A.A.Δ. 414, Αργυρίδης v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 376, ΚΟΤ v. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128 και Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 47).
Με δεδομένες τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, δεν προκύπτει ότι στην παρούσα περίπτωση η ΕΔΥ και η Γενική Διευθύντρια έκριναν το θέμα του πλεονεκτήματος χωρίς τη δέουσα έρευνα και χωρίς αιτιολογία. Αντίθετα, η ΕΔΥ είχε εκ των προτέρων επισημάνει ότι οι αρμοδιότητες του Υπουργείου άπτονται θεμάτων που σχετίζονται «με το εμπόριο, τη βιομηχανία, την ενέργεια, τον τουρισμό και την προστασία των καταναλωτών», τομείς που η ίδια θεώρησε ότι αποτελούν τους άξονες της χάραξης και εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής στα όρια του πλαισίου ευθύνης του Υπουργείου. Έπεται ότι με την υπό αναφορά κρίση προσδιόριζε και τα χαρακτηριστικά του μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου, η κατοχή του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας και η εξειδίκευση στην οποίαν προέβη ενέπιπτε μέσα στα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, η δε ερμηνεία που απέδωσε στο Σχέδιο Υπηρεσίας ήταν εύλογα επιτρεπτή, καθιστώντας ευχερή και το δικαστικό έλεγχο. Εναπόκειτο, δηλαδή, στην ίδια να αποφασίσει στη συνέχεια κατά πόσον τα προσόντα που διέθεταν οι διάδικοι μπορούσαν να αξιολογηθούν ως σχετικά με τα πιο πάνω θέματα και να καταλήξει στο πόρισμα της, το οποίο υιοθέτησε και η Διευθύντρια, ότι ουδείς των υποψηφίων διέθετε το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα.
Ανεδαφική κρίνεται και η επίκληση από τον αιτητή των καθηκόντων άλλων θέσεων καθότι το ζητούμενο στην παρούσα περίπτωση δεν ήταν η σχετικότητα του μεταπτυχιακού του τίτλου με τα καθήκοντα της Θέσης, αλλά το κατά πόσον αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ότι κάλυπτε τις απαιτήσεις του πλεονεκτήματος μέσα στο πλαίσιο που είχε αρμοδίως προκαθοριστεί. Ο δε όψιμος ισχυρισμός περί παράβασης της αρχής της ισότητας και αναιτιολόγητης μεταβολής της στάσης της διοίκησης - επειδή σε μια άλλη περίπτωση στο παρελθόν ένα προσόν «Μaster of Science in Economics» είχε πιστωθεί ως πλεονέκτημα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της Θέσης - δεν είναι αποδεκτός. Αφενός γιατί ο ισχυρισμός εγέρθηκε αργοπορημένα στην απαντητική αγόρευση και, αφετέρου, το επίμαχο προσόν του αιτητή στην κρινόμενη περίπτωση δεν είναι πανομοιότυπο με το επικαλούμενο πιο πάνω μεταπτυχιακό.
Τέλος, σ΄ ότι αφορά την εισήγηση για ύπαρξη δεδικασμένου, αρκεί να σημειωθεί ότι η περικοπή που επικαλέστηκε ο αιτητής από την απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1101/2004 (ανωτέρω), αφορούσε άλλη θέση και η εν λόγω προσφυγή θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ως εγκαταληφθείσα και ότι δεν επρόκειτο για δικαστικό εύρημα, αλλά για διοικητικό πόρισμα ως προς τη σχετικότητα του μεταπτυχιακού προσόντος με τα καθήκοντα της θέσης του Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α΄.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι ισχυρισμοί που προώθησε ο αιτητής για τεκμηρίωση του πρώτου λόγου ακυρότητας δεν ευσταθούν και ο εν λόγω λόγος απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο ακυρότητας, ο αιτητής εγείρει ζήτημα πλάνης της Διευθύντριας και της ΕΔΥ αναφορικά με την εκτίμηση ότι το ΕΜ κατείχε 2 πρόσθετα προσόντα, τα οποία και απέβησαν εν τέλει καθοριστικά για την επιλογή του.
Εισηγείται συναφώς ότι το Βachelor of Science in Mechanical Engineering ήταν «παντελώς άσχετο» με τα καθήκοντα της Θέσης και, ως τέτοιο, δεν θα έπρεπε να του αποδοθεί η συνήθης βαρύτητα που αποδίδεται στα σχετικά πρόσθετα προσόντα. Επρόκειτο, υπέβαλε, για πλάνη η οποία επέδρασε ουσιωδώς στη σύσταση και κατ' επέκταση στην επίδικη απόφαση και προς τούτο επικαλέστηκε και πάλι το δεδικασμένο που κατά την άποψη του προέκυψε από την απόφαση στην Σιέκκερης (ανωτέρω) και στην Ρούσος v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 161/2008, ημερ. 19.2.2010, η οποία έχει ανατραπεί κατ' έφεση (βλ. Χαράλαμπος Ρούσου v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 33/2010, ημερ. 17.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:C796).
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τις πιο πάνω θέσεις και αντιτείνουν ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη κατά τη στάθμιση των πρόσθετων προσόντων, ενώ ο δικηγόρος του ΕΜ προέβαλε διάφορους ισχυρισμούς για να υποστηρίξει ότι το πιο πάνω προσόν σχετίζεται με τα καθήκοντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της Θέσης, οι οποίοι βέβαια δεν προκύπτουν από τα πρακτικά και ως εκ τούτου δεν λαμβάνονται υπόψη (βλ. J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294).
Οι εισηγήσεις περί δεδικασμένου δεν ευσταθούν για τους λόγους που προεκτάθηκαν, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι στην Υπόθ. Αρ. 161/2008 δεν υπάρχει η αναγκαία ταυτότητα διαδίκων. Η Διευθύντρια συστήνοντας το ΕΜ ανέφερε ότι διέθετε δύο επιπρόσθετα προσόντα - το Βachelor in Mechanical Engineering και το Μaster of Administrative Science - στα οποία απέδωσε και την ανάλογη βαρύτητα. Επεσήμανε στη συνέχεια ότι και άλλοι υποψήφιοι -που δεν είναι εδώ διάδικοι- διέθεταν από 1 επιπρόσθετο προσόν και ακολούθως αναφέρθηκε στα προσόντα αυτά και ορθώς η ΕΔΥ, σημειώνοντας ότι ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της Θέσης, απέδωσε σ΄ αυτά την ανάλογη βαρύτητα, επιλέγοντας, λόγω περισσότερων σχετικών πρόσθετων προσόντων, το ΕΜ αντί του αιτητή.
Θεωρώ ότι η απόφαση της ΕΔΥ επί του προκειμένου είναι ορθή αφού στο Υπουργείο υπάγονται και οι Υπηρεσίες Βιομηχανικής Ανάπτυξης και Τεχνολογίας και με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της Θέσης, ο κάτοχος της είναι υπεύθυνος για τον προγραμματισμό, την οργάνωση, τη διοίκηση, το συντονισμό, την εποπτεία και ανάπτυξη, ενός ή περισσοτέρων κλάδων των Υπηρεσιών Εμπορίου και Βιομηχανίας του Υπουργείου και ως εκ τούτου ήταν εύλογα επιτρεπτό για την ΕΔΥ να θεωρήσει το προσόν του ΕΜ στη μηχανολογία ως συναφές προς τα καθήκοντα της Θέσης. Σχετική επί του θέματος είναι η Πούρος κ.ά. v. Xατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 σ΄ ότι αφορά τη βαρύτητα που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα προσόντα, στην οποία λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φθάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και , αφετέρου να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα απρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση στοιχειών και παραγόντων».
Η ΕΔΥ, λοιπόν, ενεργώντας μέσα στα όρια που έχουν προσδιοριστεί από τη νομολογία, εξέτασε ένα έκαστο των πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων των υποψηφίων και ορθώς έκρινε ότι τα πρόσθετα προσόντα του ΕΜ του προσέδιδαν υπεροχή έναντι των ανθυποψηφίων του (βλ. Νικολαΐδης v. Δημοκρατίας κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 325), κρίση που δεν ήταν εκτός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω είναι προφανές ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή περί πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας κατά την στάθμιση και αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων του ΕΜ δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος ακύρωσης.
Παρέμεινε προς εξέταση το κριτήριο της αρχαιότητας. Επί του προκειμένου είναι η θέση του αιτητή ότι κατά την τελική συνεκτίμηση των διαφόρων παραγόντων παραγκωνίστηκε η υπέρτερη αρχαιότητα του, η οποία του προσέδιδε και μεγαλύτερη πείρα που προσέθετε στην αξία του. Σημειώνει δε ότι η αρχαιότητα αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο και ως τέτοιο έπρεπε να ληφθεί δεόντως υπόψη, δεδομένου ότι στα υπόλοιπα στοιχεία οι διάδικοι είναι ίσοι.
Έχω εξετάσει και αυτό το παράπονο και κατέληξα ότι στην παρούσα περίπτωση δεν προκύπτει ότι αγνοήθηκε η αρχαιότητα του αιτητή. Αντίθετα, τόσο η Διευθύντρια με τη σύσταση της όσο και η ΕΔΥ στην επίδικη απόφαση της, προέβησαν στη σχετική αναφορά κατά τη σύγκριση των διαδίκων. Εξήγησαν όμως στη συνέχεια, ότι η υπεροχή του ΕΜ στα προσόντα, εξουδετέρωνε το σχετικό προβάδισμα αρχαιότητας. Δεν θεωρώ επί του προκειμένου τρωτή την απόφαση της ΕΔΥ. Η αρχαιότητα αποτελεί όντως ένα από τα τρία κριτήρια, αλλά δεν είναι αφ' εαυτής αποφασιστική. Προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνον όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι (βλ. Δημοκρατία κ.ά. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, Βασιλειάδης κ.ά. v. Tσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Η διαπίστωση, όμως, από το αρμόδιο όργανο της κατοχής 2 πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων τα οποία ήταν σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της Θέσης, διαμόρφωσε μια ευνοϊκότερη εικόνα για το ΕΜ έναντι του αιτητή και, όπως έχει νομολογηθεί, τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης παρέχουν πλεονέκτημα στον κάτοχο τους για την εκτέλεση των καθηκόντων της Θέσης και εάν δεν επιλεγεί αυτός θα πρέπει να δίδονται λόγοι που να τα αντισταθμίζουν (βλ. Δημοκρατία v. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395). Ενόψει τούτου, καταλήγω ότι το στοιχείο της αρχαιότητας δεν μπορούσε να υπερισχύσει της εξ' αντικειμένου υπεροχής του ΕΜ στο κριτήριο των προσόντων (βλ. Δημοκρατία v. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473, Δημοκρατία v. Μιχαηλίδου διαχειρίστριας της περιουσίας του Ανδρέα Μιχαηλίδη (2011) 3 (Β) 871), κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφααση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος, με €1.300 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ