ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D389
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.874 /2012)
4 Ioυνίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τo ΄Αρθρo 146 του Συντάγματος
JACK BURSTON
Αιτητής,
-και -
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
N.Θεοδώρου, (κα.), για Κούσιο, Κορφιώτη και Παπαχαραλάμπους, για τον αιτητή
Αν.Χρίστου, (κα.), για Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή εξαιτείται «Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή του Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 20.3.2012, προς τους δικηγόρους του αιτητή και παραλήφθηκε στις 26.3.30212, με την οποία αποφασίστηκε ότι δεν θα παραχωρηθεί μηνιαία σύνταξη στον αιτητή αλλά μόνο εφάπαξ φιλοδώρημα και/ή η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να καταβάλλουν μηνιαία σύνταξη στον αιτητή μετά την αφυπηρέτηση του είναι άκυρη και/ή άνευ νομίμου αποτελέσματος και/ή όπως ό,τι παραλήφθηκε δεν να γίνει.»
Σύμφωνα με τα γεγονότα που προβάλλονται από την ένσταση και την αίτηση για την παρούσα υπόθεση έχουν σημασία τα ακόλουθα:
Με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στην ιστοσελίδα του Κέντρου Γλωσσών στις 9.9.2005 και 27.5.2005 αντίστοιχα, ο καθ΄ου η αίτηση προκήρυξε τη θέση Διευθυντή του Κέντρου Γλωσσών του πανεπιστημίου, (παράρτημα 1).
Ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 4.3.2005 υπέβαλε αίτηση για τη θέση.
Το Συμβούλιο της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών, αφού μελέτησε τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν, εισηγήθηκε την πρόσληψη του αιτητή προτείνοντας τη μισθολογική τοποθέτηση του στην κλίμακα Α16 βαθμίδα 5 και εισηγήθηκε ταυτόχρονα όπως λόγω της μη καταβολής σύνταξης, να του καταβληθεί φιλοδώρημα. Το σημείωμα με ημερ.20.4.2005 είναι το Παράρτημα 2.
Το Πρυτανικό Συμβούλιο σε συνεδρία του ημερ. 3.6.2005 ενέκρινε το διορισμό του αιτητή αποφασίζοντας όπως το θέμα της μισθολογικής τοποθέτησης του αιτητή παραπεμφθεί στην Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών, Παράρτημα 3.
Κατά ή περί τις 13.6.2005 ο καθ΄ου η αίτηση ενημέρωσε τον αιτητή προφορικά ότι αποφάσισε να του προσφέρει διορισμό στη θέση του Επισκέπτη Καθηγητή ως Διευθυντή του Κέντρου Γλωσσών για 1 έτος με δικαίωμα ανανέωσης για ακόμα 1 έτος. Ο αιτητής αποδέχτηκε το διορισμό με επιστολή του ημερ. 13.6.2005 (Παράρτημα 4). Σχετική επιστολή στην οποία καταγράφονται επίσης τις απολαβές του αιτητή στάληκε από τον καθ΄ου η αίτηση στις 21.6.2005 (Παράρτημα 4A).
Στις 29.8.2005 υπογράφηκε σύμβαση μεταξύ αιτητή και καθ΄ου η αίτηση για τη θέση Διευθυντή του Κέντρου Γλωσσών η οποία του προσφέρθηκε με επιστολή του καθ΄ου η αίτηση ημερ. 4.5.2006 (Παράρτημα 6 και 6Α αντίστοιχα).
Στις 10.5.2006 υπογράφηκε σύμβαση μεταξύ του αιτητή και του καθ΄ου η αίτηση με διάρκεια μέχρι τις 30.4.2009, (Παράρτημα 7).
Με επιστολή του ημερ. 1.9.2008 ο αιτητής ζήτησε να του διευκρινιστεί η ακαδημαϊκή ιδιότητα του ως Διευθυντή του Κέντρου Γλωσσών.
Σε συνεδρία του ημερ. 21.10.2008 το Πρυτανικό Συμβούλιο αφού μελέτησε την επιστολή του αιτητή αποφάσισε όπως διευκρινιστεί στον αιτητή ότι ο διορισμός του στη θέση του Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών και η τοποθέτηση του σε μισθολογική κλίμακα που αντιστοιχεί σε ακαδημαϊκό προσωπικό δεν συνεπάγεται και ότι γίνεται μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού (Παράρτημα 8).
Με απόφαση της ημερ. 8.4.2009 η σύγκλητος αποφάσισε την ανανέωση του συμβολαίου του αιτητή για ενάμιση χρόνο. Σχετική σύμβαση υπογράφηκε στις 7.5.2009 με διάρκεια μέχρι τις 31.8.2001 (Παράρτημα 9 και 9Α αντίστοιχα).
Με συνάντηση στις 20.9.2009 μεταξύ των Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ανθρωπίνου Δυναμικού, του εσωτερικού νομικού συμβούλου του καθ΄ου η αίτηση και του αιτητή αποφασίστηκε όπως ο νομικός σύμβουλος εξετάσει και γνωματεύσει κατά πόσο ο αιτητής δικαιούται συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Το εν λόγω σημείωμα είναι το Παράρτημα 10.
Σε συνεδρία της ημερ. 21.10.2009 η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του καθ΄ου η αίτηση αφού μελέτησε τη γνωμάτευση του νομικού της συμβούλου αποφάσισε όπως παραχωρηθούν στον αιτητή τα προβλεπόμενα από το συμβόλαιο του συνταξιοδοτικά ωφελήματα (Παράρτημα 11).
Με επιστολή ημερ. 19.11.09, ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά (Παράρτημα 12).
Μετά την αφυπηρέτηση του, ο αιτητής έλαβε εφάπαξ το ποσό των €42.059,11 από τους καθ΄ων η αίτηση πλην όμως δεν του καταβάλλεται μηνιαία σύνταξη.
Ο αιτητής με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 7.2.2012 (Παράρτημα Δ) κάλεσε τους καθ΄ων η αίτηση όπως προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την παραχώρηση μηνιαίας σύνταξης, πλην όμως οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 20.3.2012 που παραλήφθηκε από τους δικηγόρους του αιτητή στις 26.3.2012, ουσιαστικά πληροφόρησαν τον αιτητή για την απόφαση τους να μην καταβάλλουν μηνιαία σύνταξη στον αιτητή.
Το πρώτιστο που πρέπει να αποφασιστεί στην παρούσα υπόθεση είναι η προδικαστική ένσταση που προβάλλεται από τους καθ΄ων η αίτηση ότι δηλαδή το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την παρούσα διαφορά εφόσον κατά τη θέση των καθ΄ων η αίτηση η διαφορά εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Ως εξηγείται, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι ο αιτητής απασχολείτο στο πανεπιστήμιο στη βάση σύμβασης απασχόλησης για τη θέση του διευθυντή του κέντρου γλωσσών και δεν ήταν μέλος του μονίμου προσωπικού, αλλά ούτε του ακαδημαϊκού προσωπικού, η σύμβαση αυτή τοποθετείται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου «αφού πρόκειται για διαφορά που προκύπτει από συμβατική σχέση η οποία δεν μπορεί να επηρεάζει ή να αφορά το κοινό γενικότερα». (Βλ. Michael Antoniou and Others v. The Republic of Cyprus, through the Director of Lands and Surveys Department (1984) 3A CLR 623.)
Αντίθετη θέση διατυπώνει η πλευρά του αιτητή, εφόσον κατά τη θέση του, αντικείμενο της παρούσας δεν είναι η σύμβαση εργοδότησης του αιτητή με τους καθ΄ων η αίτηση ούτε πρόκειται για διαφορά από διακοπή ή παράβαση αυτής. Αντικείμενο της παρούσας, τονίζει η πλευρά του αιτητή, αποτελεί η άρνηση και ή παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να παραχωρήσουν συνταξιοδοτικά ωφελήματα στον αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Συντάξεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1991 ΚΔΠ 81/91.
Σύμφωνα με τη θέση που ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, εφόσον ρητώς αναγράφεται τόσο στη Σύμβαση μερ. 10.5.2006, μεταξύ του αιτητή και των καθ΄ων η αίτηση (Παράρτημα 9 της ένστασης), όσο και στην Σύμβαση ημερομηνίας 7.5.2009 μεταξύ των ιδίων (Παράρτημα 9Α της ένστασης) ότι «Οn retirement the Employee shall receive all the benefits as stated in the University of Cyprus (pensions of academic personnel Regulations". Aυτό έχει ως συνέπεια ότι οι ίδιες oι προαναφερόμενες Συμβάσεις ρητώς παραπέμπουν το ζήτημα συνταξιοδότησης του αιτητή στους Κανονισμούς και ως εκ τούτου ο Αιτητής, έλκει το δικαίωμα του για συνταξιοδότηση, από τις νομοθετικές πρόνοιες των εν λόγω Κανονισμών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα πάντα με την πλευρά του αιτητή, αποτέλεσε διοικητική κρίση στηριζόμενη στις προαναφερόμενες νομοθετικές πρόνοιες και όχι στις πρόνοιες των μεταξύ του αιτητή και των καθ΄ων η αίτηση ισχυουσών συμβάσεων. Αυτό, όπως η επιχειρηματολογία του αιτητή, προκύπτει ξεκάθαρα και από την επιστολή των καθ΄ων η αίτηση προς τους δικηγόρους του αιτητή (Παράρτημα Ε της αίτησης), παράγραφος 3, όπου γίνεται ρητή αναφορά στο ΄Αρθρο 5 των Κανονισμών, βάσει του οποίου σύμφωνα με τους καθ΄ων η αίτηση, δικαιούτο σε φιλοδώρημα αλλά όχι σε ετήσια σύνταξη.
Σχετικά η πλευρά του αιτητή παραπέμπει και στην υπόθεση Σέπου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου υποθ.920/11 ημερ. 3.7.2013, απόφαση Ερωτοκρίτου, Δ.
Βέβαια να αναφέρω ότι η ως άνω υπόθεση Σέπου ως υπόθεση μονομέλειας δεν έχει δεσμευτικότητα.
΄Εχω μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις επί του θέματος της προδικαστικής ενστάσεως.
Είναι γεγονός ότι η σχέση εργοδοσίας μεταξύ των διαδίκων έχει αφετηρία αλλά και κατάληξη τη σχετική σύμβαση εργασίας για την οποία έγινε ήδη λόγος πιο πάνω. Κρίνεται λοιπόν ότι εκ της φύσεως της σύμβασης και των ειδικών της προνοιών υπήρχε έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων η οποία και καθορίζετο από την εν λόγω σύμβαση ανεξάρτητα αν η σύμβαση αυτή παρέπεμπε ad hoc σε σχετικούς κανονισμούς. Από μόνο του το γεγονός αυτό, δηλαδή η παραπομπή σε κανονισμούς που αφορούν γενικότερα το πανεπιστήμιο, δεν τοποθετεί τη σύμβαση άνευ ετέρου, στο χώρο του δημοσίου δικαίου. Όπως έχει αποκρυσταλλωθεί σχετικά πρόσφατα στη νομολογία, (βλ. Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49), το ζητούμενο είναι η ίδια η φύση της εργοδότησης ώστε να κριθεί αν εμπίπτει στο χώρο του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Θυμίζω ότι η Αβραάμ αφορούσε τερματισμό εργοδοσίας έκτακτου υπαλλήλου στο δημόσιο.
Χρήσιμο είναι να παραθέσω από την Αβραάμ το ακόλουθο απόσπασμα:
«Ως πρόλογο, και για το ιστορικό της υπόθεσης, να αναφέρουμε πως η μόνιμη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την πρόσληψη ατόμων στη Δημόσια Υπηρεσία με διαδικασίες έξω από την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα και τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 1/90, στον οποίο υιοθετούνται οι συνταγματικές αρχές για ίση μεταχείριση των πολιτών και διαφάνεια στις διαδικασίες, εκφράστηκε ρητά και καθαρά στις υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι v. Γιάλλουρου και Άλλης (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, Μενελάου και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 370 και Ηλία και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884. Στην υπόθεση μάλιστα Μενελάου, το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να συνοψίσει τις βασικές αρχές που διέπουν διορισμούς στο δημόσιο, όπως αυτές προκύπτουν από το Σύνταγμα και τους συνάδοντας προς αυτό Νόμους, ως εξής:
«α. Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη Δημόσια Υπηρεσία, σε μόνιμη ή προσωρινή θέση, είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
β. Καμιά θέση στη Δημόσια Υπηρεσία δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της.
γ. Η κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό σε δημόσια θέση.»
Να προσθέσουμε μόνο πως η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε στις πιο πάνω αποφάσεις, συνάδει απόλυτα με τις γενικές αρχές δικαίου για ισοτιμία, ισονομία και την επιτακτική ανάγκη ύπαρξης διαφανών διαδικασιών, όπου λειτουργεί το δημόσιο απευθυνόμενο προς τους πολίτες, όπως έχουν υιοθετηθεί από το ΕΔΑΔ και ΔΕΚ. Να παραπέμψουμε ενδεικτικά στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση C-260/04, 13 Σεπτεμβρίου, 2007, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας και υποστηριζόμενης από το Βασίλειο της Δανίας, όπου ειπώθηκαν τα πιο κάτω:
«Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η παντελής έλλειψη διαγωνισμού προς σύναψη συμβάσεων παραχωρήσεως για τη διαχείριση στοιχημάτων ιπποδρομιών δεν συνάδει προς τα Άρθρα 43 ΕΔ και 49 ΕΔ και, ειδικότερα, παραβιάζει τη γενική αρχή διαφάνειας και την υποχρέωση εξασφαλίσεως προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας. Πράγματι, η ανανέωση των 329 παλαιών συμβάσεων παραχωρήσεως χωρίς διαγωνισμό εμποδίζει το άνοιγμα των εν λόγω συμβάσεων παραχωρήσεως στον ανταγωνισμό και τον έλεγχο της διαφάνειας των διαδικασιών αναθέσεως του αντικειμένου των συμβάσεων.»
Ο Ν. 98(I)/2003, που όπως είπαμε πιο πάνω είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ορίζει στο Άρθρο 10 ως αρμόδιο δικαστήριο «προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου», το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Και βεβαίως ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου εμπίπτει στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως». Ο καθορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου στο Νόμο έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 5 στη Ρήτρα 8 της Οδηγίας, όπου αναφέρεται:
«Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.»
Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Επομένως, οι συμβασιούχοι αορίστου διαρκείας στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να την επικαλεστούν. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.
Έχουμε τη γνώμη πως οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν. 127(I)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.
Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στο θέμα. Η προσφυγή απορρίπτεται. Ενόψει όμως του γεγονότος πως συζητήθηκαν ενώπιόν μας σοβαρά και πρωτότυπα νομικά ζητήματα δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.»
Δεν εντοπίζω οποιαδήποτε περιθώρια διαφοροποίησης από την προσέγγιση που είχε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αβραάμ από την κρινόμενη υπόθεση στην οποία ευθύς εξ αρχής η εργοδότηση του αιτητή βασίστηκε σε ιδιωτικού δικαίου κριτήρια - γι΄αυτό και η κατάρτιση σύμβασης. Ισχύουν τα λεγόμενα στην Αβραάμ mutatis mutandis και εν προκειμένω. Μάλιστα εδώ ο λόγος της έχει αυξημένη ισχύ αφού πρόκειται για σύμβαση καθορισμένου χρόνου. Σαφώς λοιπόν και πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου έννομη σχέση, ο καθορισμός της οποίας έγινε, όπως ακριβώς υποδείχτηκε και στην Αβραάμ εκτός του πλαισίου που επιτάσσει το Σύνταγμα και οι σχετικοί Νόμοι, οπότε και η μορφή της εργοδότησης παρέμεινε στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Οι σχετικές πρόνοιες για το θέμα του μισθού, επιδομάτων, ωφελημάτων κ.λπ. του αιτητή δεν αλλάζουν τα πράγματα και εξίσου σαφές είναι τόσο η λύση της σχέσης όσο και οποιεσδήποτε διαφορές εξ αυτής παραμένουν στον ίδιο χώρο δικαίου και επηρεάζουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου καθώς και τη μορφή προστασίας του αιτητή.
Προς επίρρωση αυτής της θέσης δεν έχω παρά να παραθέσω την πολύ πρόσφατη απόφαση στην ΑΕ67/2010 Χρύσανθος Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας, 21.5.2015 (απόφαση πλειοψηφίας) στην οποία λέχθηκε ακριβώς ότι:
«θα ήταν ανορθόδοξο ενώ θεωρήθηκε και περιγράφηκε η επίδικη σχέση έκτακτης εργοδότησης του συγκεκριμένου δεσμοφύλακα από τη Δημοκρατία ως ιδιωτικού δικαίου, να αποκόπτουμε αυτή την ενιαία σχέση ανάλογα με το θέμα και να τη χαρακτηρίζαμε άλλως πως και δη ως δημοσίου δικαίου, αναφορικά με τον τερματισμό της.»
Τονίστηκε εξάλλου ότι δεν αλλοιώνεται ο πυρήνας της σχέσης των διαδίκων ούτε βέβαια η φύση του τερματισμού της σχέσης, αφού θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί η αφετηρία και η εξέλιξη της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου, και το τέλος της ως δημοσίου δικαίου.
Θα πρόσθετα ότι και στην παρούσα δεν διαφοροποιεί τη φύση της διαφοράς η αξίωση που μορφοποιεί ο αιτητής δια της επίκλησης δικαιώματος για μηνιαία σύνταξη αφού αυτό έχει αφετηρία ακριβώς τη σύμβαση εργοδότησης του για τους καθ΄ων η αίτηση, η οποία δεν μπορεί να τεθεί στο χώρο του δημοσίου δικαίου για τους λόγους που έχω εξηγήσει. Θα ήταν αντίθετα με το ratio της Αβραάμ και της Βενιζέλου (ανωτέρω). Η προσέγγιση αυτή, ως είναι φυσικό, κατατάσσει το θέμα εκτός της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η προδικαστική ένσταση δέον να επιτύχει και επιτυγχάνει. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση εκ ποσού €1200 πλέον ΦΠΑ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.