ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KYRIACOS G. PAPASAVVAS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1967) 3 CLR 111
GEORGHIOS NICOLAOU ν. THE MINISTER OF INTERIOR AND ANOTHER (1974) 3 CLR 189
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Kυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Mαρίλια Παντζαρή Eλισσαίουκαι Άλλων (2003) 3 ΑΑΔ 168
Ηροδότου Χρίστος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 220
Χωματένος Χαράλαμπος Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλου (2013) 3 ΑΑΔ 120
Ττουσούνα Εύα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 151
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ κ.α ν. ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 694/2007, 10 Μαΐου 2010
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 94/1968 - Ο περί Ρυθμίσεως Πρατηρίων Πετρελαιοειδών Νόμος του 1968
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D407
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 750/2012)
9 Ιουνίου, 2015
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7.1, 9 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΙΑΚΩΒΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
2. ΑΝΤΡΕΟΥ ΜΑΡΙΑΝΝΑ
3. ΑΝΤΡΕΟΥ ΑΝΤΡΕΑΣ
4. ΗΛΙΑ ΕΛΠΙΔΑ
5. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ
6. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΥΡΙΑΚΗ
7. ΚΑΡΥΟΥ ΦΙΛΟΥ
8. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΛΟΥΚΗΣ
9. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΦΙΛΟΜΗΛΑ
10. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Γ. Καραπατάκης, για τους αιτητές.
Δ. Καλλίγερος, δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Χρ. Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ, για το ενδιαφερόμενο μέρος.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την αίτηση τους οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση του Επάρχου Λάρνακος, καθ΄ ων η αίτηση, με την οποία χορήγησε άδεια οικοδομής στην NOVA HOMES LIMITED, στις 20.6.2011, για την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών στο τεμάχιο με αρ. 619, Φ/Σχ. 41/22 W1, στην περιοχή του Κοινοτικού Συμβουλίου Ορμήδειας, και της οποίας οι αιτητές έλαβαν γνώση στις 2.4.2012, ημερομηνία κατά την οποία παραλήφθηκαν από τους αιτητές 1 και 2 οι αντίστοιχες επιστολές του Επάρχου Λάρνακος ημερομηνίας 29.3.2012.
Στις 6.8.2009 η εταιρεία ΝΟVA HOMES LIMITED (ΕΜ) υπέβαλε αίτηση στο Γραφείο Επάρχου Λάρνακος για χορήγηση άδειας οικοδομής για την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών και πλυντηρίου αυτοκινήτων, εντός του τεμαχίου με αρ. 619 Φ/Σχ. 41/22 W1, εντός της οικιστικής ζώνης του Κοινοτικού Συμβουλίου Ορμήδειας, σύμφωνα με τον περί Ρυθμίσεως Πρατηρίων Πετρελαιοειδών Νόμο του 1968, Ν. 94/1968, όπως τροποποιήθηκε και των σχετικών Κανονισμών. Επειδή η ανάπτυξη περιλαμβάνεται μέσα στο όριο των Βρετανικών Βάσεων, όπου δεν τυγχάνει εφαρμογής ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος, Ν. 90/1972, δεν προηγήθηκε η χορήγηση πολεοδομικής άδειας.
Αριθμός αιτητών διαμένει σε οικίες που γειτνιάζουν του προς ανάπτυξη τεμαχίου, ενώ άλλοι είναι ιδιοκτήτες εφαπτόμενων τεμαχίων, η δε αιτήτρια 4 Ηλία Ελπίδα λειτουργεί το νηπιαγωγείο «ΚΑΤΕΣΑΛΙΝΟ» στο οποίο φοιτούν περί τα 35 παιδιά ηλικίας από 1 ½ - 4 χρονών.
Όλα τα εμπλεκόμενα Τμήματα/Υπηρεσίες (Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, Υγειονομείο, Πυροσβεστική Υπηρεσία, Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, Τμήμα Δημοσίων Έργων, Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, ΑΗΚ και Πολιτικός Διοικητής Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας), εξέφρασαν τις απόψεις τους, συμπεριλαμβανομένων και των τελευταίων απόψεων από τις Βρετανικές Βάσεις Δεκέλειας, οι οποίες λήφθηκαν στις 7.7.2010. Ενώ ο φάκελος εκκρεμούσε στις Βρετανικές Βάσεις Δεκέλειας στάληκαν στον Πολιτικό Διοικητή των Βρετανικών Βάσεων, επιστολές διαμαρτυρίας που υποστήριζαν ότι η επίδικη άδεια παραβλάπτει την υγεία και την ασφάλεια των κατοίκων της περιοχής. Εν όψει αυτής της εξέλιξης ο Διοικητής των Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας απέστειλε εκ νέου το φάκελο της υπόθεσης στον Έπαρχο Λάρνακος για εξασφάλιση των απόψεων των εμπλεκομένων Τμημάτων. Ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ακολούθως ζήτησε από το ΕΜ την υποβολή τροποποιημένων σχεδίων στη βάση των εισηγήσεων του.
Επισημαίνεται από την αρχή ότι τόσο ο Αρχηγός Αστυνομίας όσο και ο Διευθυντής Δημοσίων Έργων με επιστολές τους προς τον Έπαρχο Λάρνακος, ως τον εξουσιοδοτημένο από τις Βρετανικές Βάσεις να ενεργεί ως Οικοδομική Αρχή για τη μελέτη αιτήσεων για οικοδομική ανάπτυξη εντός των ορίων των Βάσεων, δεν έφεραν ένσταση στην επίδικη ανάπτυξη με τη ρητή προϋπόθεση ότι το πρατήριο θα πληροί τις προϋποθέσεις του Ν. 94/1968. Με την υποχρέωση δηλαδή του Επάρχου Λάρνακος να προβεί στη δέουσα έρευνα ως προς την πλήρωση των προϋποθέσεων του Νόμου. Στη συνέχεια και στη βάση της εξασφάλισης έγκρισης από το Διοικητή των Βρετανικών Βάσεων, η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακος προχώρησε στην έκδοση της επίδικης άδειας οικοδομής.
Το ΕΜ εγείρει προδικαστική ένσταση την οποία υιοθέτησαν και οι καθ΄ ων η αίτηση: ότι οι αιτητές δεν έχουν θεμελιώσει έννομο συμφέρον ως αναγκαία προϋπόθεση για άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, δυνάμει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Με παραπομπή στην απόφαση του Νικολάτου, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Υπόθ. Αρ. 1274/10 και άλλες, Δήμος Αγίας Νάπας κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.4.2013, υποβάλλουν ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γειτνιαζόντων υποστατικών με το επίδικο πρατήριο, δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί έννομο συμφέρον. Απαιτείται να καταδειχθεί ποιων τα συμφέροντα βλάπτονται και πώς επηρεάζονται δυσμενώς σε κάθε περίπτωση, όρος που δεν έχει ικανοποιηθεί.
Η υπόθεση Δήμος Αγίας Νάπας (ανωτέρω) στην οποία παραπέμπει το ΕΜ, κρίνω ότι διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση: Εκεί οι αιτητές θεμελίωσαν έννομο συμφέρον υπό την ιδιότητα του ιδιοκτήτη γειτνιάζοντος υποστατικού, επικαλούμενοι ότι η ανέγερση πρατηρίου σε τουριστική περιοχή υψηλής αισθητικής, θα επηρέαζε δυσμενώς την περιοχή τόσο αισθητικά όσο και από απόψεως τροχαίας κίνησης και κυκλοφορίας και εγκυμονούσε κινδύνους στην οδική ασφάλεια της περιοχής επιφέρουσα δυσχέρεια στην οδική λειτουργία, χωρίς επίκληση ειδικών γεγονότων και προσωπικών περιστατικών που να δικαιολογούν ότι η έγκριση της άδειας θίγει το έννομο συμφέρον ενός εξ εκάστου των αιτητών (παθητική νομιμοποίηση). Το Δικαστήριο έκρινε σχετικά:
«Θεωρώ ότι η ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή κατόχου ή χρήστη γειτνιάζοντος υποστατικού σε σχέση με την έκδοση πολεοδομικής αδείας για την ανέγερση πρατηρίου πώλησης πετρελαιοειδών δεν συνιστά, από μόνη της, έννομο συμφέρον για την καταχώριση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, με σκοπό την ακύρωση της έκδοσης της πολεοδομικής άδειας και κατ΄ επέκταση της ματαίωσης της ανέγερσης του πρατηρίου. Από τα όσα διατυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, στις προαναφερόμενες δύο αποφάσεις διαφαίνεται ότι οι Τοπικές Αρχές έχουν έννομο συμφέρον σε ότι αφορά τον επηρεασμό του περιβάλλοντος των Δήμων ή Κοινοτήτων για τις οποίες είναι αρμόδιες. Όμως τέτοιο έννομο συμφέρον δεν αναγνωρίζεται γενικά στους ιδιοκτήτες ή κατόχους γειτνιαζόντων, προς την ανάπτυξη, υποστατικών. Με τη θέση αυτή δεν επιθυμώ να αποκλείσω την περίπτωση εννόμου συμφέροντος περιοίκου, του οποίου τα συμφέρονται επηρεάζονται δυσμενώς, υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Όμως στην προκείμενη περίπτωση δεν έχω πεισθεί ότι οι αιτητές στις προσφυγές 1475/10 - 1478/10 είναι περίοικοι, με την έννοια του Νόμου, των οποίων τα συμφέρονται επηρεάζονται δυσμενώς από την προτεινόμενη ανάπτυξη (Δέστε: Thanos Club Hotels Ltd v. ΕΤΕΚ (2000) 3 ΑΑΔ, 323 και Σαββίδης κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας, Υποθ. αρ. 694/07, ημερ. 10.5.2010). Ως εκ τούτου θεωρώ ότι αυτοί δεν έχουν έννομο συμφέρον στην προώθηση των προσφυγών τους. .»
Θεωρώ ότι όλοι οι αιτητές έχουν θεμελιώσει δια της πιθανολόγησης ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει ίδιον ενεστώς έννομο συμφέρον υπό την ιδιότητα του περίοικου (Άρθρο 146.2 του Συντάγματος): κάποιοι από αυτούς διαμένουν με τις οικογένειες τους σε οικίες που εφάπτονται του επίδικου πρατηρίου και απέχουν πολύ λίγο από αυτό, μεταξύ 10-30 μ. (βλ. βεβαιώσεις πολιτικού μηχανικού, παράρτημα 11 στην αίτηση), κάποιοι είναι ιδιοκτήτες παρακείμενων ακινήτων, ενώ κάποιοι πάσχουν από χρόνιο βρογχικό άσθμα (σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά βρίσκονται εντός του διοικητικού φακέλου), κάποιοι είναι καρκινοπαθείς, ενώ η αιτήτρια 4 διατηρεί ως είδαμε τον παιδικό σταθμό «ΚΑΤΕΣΑΛΙΝΟ» που εφάπτεται με το επίδικο τεμάχιο, συνεπακόλουθα να παραβιαστούν δύο από τα βασικά συνταγματικά δικαιώματα τους: το δικαίωμα ζωής, Άρθρο 7.1. του Συντάγματος, και το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης, Άρθρο 9 του Συντάγματος. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην περιοχή της Ορμήδειας υπάρχει υφιστάμενο πρατήριο πετρελαιοειδών της ΠΕΤΡΟΛΙΝΑ, στο τεμάχιο 131, Φ/Σχ. 41/22 W2, Ορμήδεια, το οποίο απέχει από το επίδικο τεμάχιο 500 μ. (βλ. παράρτημα 11 στην ένσταση, βεβαίωση πολιτικού μηχανικού).
Στην Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, όπου έγινε εκτενής και εμπεριστατωμένη αναφορά στις αρχές που διέπουν τα της ύπαρξης ή μη έννομου συμφέροντος σε υποθέσεις όπως η παρούσα αναπτύχθηκε η ακόλουθη σκέψη:
«Σύμφωνα με τον Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, 1994, παρα. 537-545:
"'Εννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας .... Έτσι, ο ιδιώτης έχει έννομο συμφέρον στην τήρηση κανόνων δικαίου, π.χ. περί προστασίας του περιβάλλοντος ή πολεοδομίας, οι οποίοι επιβάλλουν υποχρεώσεις στην διοίκηση, χωρίς να του παρέχουν (υποκειμενικά) δικαιώματα, αλλά των οποίων η τήρηση δημιουργεί ή διασφαλίζει μια ευμενή γι' αυτόν κατάσταση .... Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή να ανήκει απευθείας στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα και όχι σε τρίτο πρόσωπο και εμμέσως μόνο στον αιτούντα ... Το έννομο συμφέρον, τέλος, πρέπει να είναι παρόν (ενεστώς), δηλαδή υπαρκτό κατά τον χρόνο ασκήσεως του ένδικου βοηθήματος ... 'Παρόν' όμως θεωρείται και το συμφέρον που απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσον μέλλον."
Στο Δαγτόγλου (πιο πάνω) επιχειρείται διάκριση μεταξύ εξουσίας ασκήσεως ένδικου βοηθήματος και ενεργητικής νομιμοποιήσεως. Η διάκριση τίθεται ως πιο κάτω στην παρα. 549:
".................................................................................................
Για τη θεμελίωση της εξουσίας ασκήσεως ένδικου βοηθήματος αρκεί ο εύλογος (δηλαδή όχι προφανώς ασύστατος) ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος· δεν απαιτείται δηλαδή απόδειξη, αλλ' αρκεί η πιθανολόγηση, η οποία και αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής. Για την θεμελίωση της νομιμοποιήσεως απαιτείται, αντιθέτως, να αποδειχθεί ότι το θιγόμενο έννομο συμφέρον ανήκει πράγματι στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα (ενεργητική νομιμοποίηση) και ότι εθίγει πράγματι από την εναγομένη διοίκηση (παθητική νομιμοποίηση)· επομένως η νομιμοποίηση ανήκει στην ουσιαστική θεμελίωση της προσφυγής και η έλλειψή της καθιστά το ένδικο βοήθημα όχι απαράδεκτο, αλλά αβάσιμο ..."
Διάκριση επιχειρείται και ως προς το βαθμό απόδειξης του έννομου συμφέροντος μεταξύ της περίπτωσης εκείνου στον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη πράξη και εκείνου τον οποίο δεν αφορά η προσβαλλόμενη πράξη. Σύμφωνα με τις παρα. 551-555:
"H ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τεκμαίρεται από τον ίδιο το νόμο αν η αίτηση ακυρώσεως ασκείται από αυτόν τον οποίον 'αφορά' η προσβαλλόμενη πράξη, αυτόν δηλαδή στον οποίο απευθύνεται ονομαστικώς ή υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη συγκεκριμένου ακινήτου ή οχήματος .... Αντιθέτως, εκείνος τον οποίο δεν 'αφορά' η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει πάντοτε να πιθανολογήσει έννομο συμφέρον .... Όταν ο αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της πράξεως, αλλά τρίτος, πρέπει να ισχυρισθεί ευλόγως ότι εντούτοις θίγονται δικά του συμφέροντα. Στην περίπτωση αυτήν πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογη με τον ευμενή ή δυσμενή για τον αποδέκτη της χαρακτήρα της πράξεως.
Ευμενείς για τον αποδέκτη τους πράξεις μπορεί να έχουν δυσμενή αποτελέσματα για τρίτους, τα συμφέροντα των οποίων βρίσκονται αντικειμενικά σε άμεση αντίθεση με τα συμφέροντα του αποδέκτη της ευμενούς πράξεως. Τις πράξεις αυτές έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν οι τρίτοι με την αιτιολογία της αντικειμενικής παρανομίας. Έτσι π.χ. γείτονες ενός ακινήτου για το οποίο εγκρίθηκε η εγκατάσταση εργοστασίου ή λειτουργία επιχειρήσεως, οι επιχειρηματικοί ή επαγγελματικοί ανταγωνιστές του αποδέκτη μιας άδειας λειτουργίας επιχειρήσεως ή ασκήσεως επαγγέλματος, οι συνυποψήφιοι κατά την κατάληψη μιας θέσεως ή την παραχώρηση ενός προνομίου, οι συμμετέχοντες σε μια δημοπρασία κ.ο.κ. έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την ευμενή για τον αποδέκτη της πράξη (οικοδομική άδεια, άδεια εγκαταστάσεως βιομηχανίας, λειτουργίας επιχειρήσεως, ασκήσεως επαγγέλματος, διορισμό σε δημόσια θέση, παραχώρηση προνομίου, κατακύρωση δημοπρασίας κ.ο.κ.).
Δυσμενείς για τον αποδέκτη τους πράξεις θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του αποδέκτη για την προσβολή τους. Έννομο συμφέρον μπορεί όμως, να έχουν και τρίτοι, στους οποίους επεκτείνεται ή επιρρίπτεται το δυσμενές αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης πράξεως."
Στην Κύπρο το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος διέπεται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος το οποίο, όπως έχει υποδειχθεί στην Νεοφύτου v. Δημοκρατίας (1964) Α.Α.Δ. 280, 292, είναι ανάλογο με την αντίστοιχη ελληνική νομοθετική διάταξη η οποία αποτελείται από το άρθρο 48 του Νόμου 3713/1928 (βλ. και Χρυσοστομίδης v. Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως (1962) Α.Α.Δ. 297, 402 και Παπασάββας v. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 111, 122).
Στην Παπασάββας (πιο πάνω) υποδεικνύεται ότι εξέταση της εξέλιξης της ελληνικής νομολογίας, η οποία αναφέρεται στην εφαρμογή της πιό πάνω νομοθετικής διάταξης, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 146.2 του Συντάγματος αποτελεί πρόνοια η οποία αναπαραγάγει σε μεγάλο βαθμό τις σχετικές αρχές της ελληνικής νομολογίας. Επομένως η ελληνική νομολογία αποτελεί πολύ μεγάλο βοήθημα. Έχει νομολογηθεί ότι το συμφέρον το οποίο απαιτείται από το άρθρο 146.2 για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα (Βλ. K. & Μ. (Tranport) Ltd και Άλλοι v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, Α.Ε. 1233, 18.5.93).
Οι όροι "ίδιον ενεστώς συμφέρον" στο άρθρο 146.2 καθιστούν την άμεση προσβολή υφιστάμενου συμφέροντος του αιτητή που απορρέει από το Νόμο, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. (Νίκολας v. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 701/93, 2.2.95).
Στην Ελλάδα όπου υπάρχει ειδική συνταγματική ρύθμιση για την προστασία του περιβάλλοντος (βλ. άρθρο 24 του Συντάγματος) το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει να επιδείξει μια ολοκληρωμένη νομολογία σε ζητήματα συνταγματικής προστασίας του περιβάλλοντος την οποία ο Νομοθέτης δεν είναι πλέον δυνατόν να αγνοεί. Η νομολογία αυτή αφορά πλείστα ζητήματα από την χωροταξία και την πολεοδομία, μέχρι την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. (Βλ. Ιωάννου Δ. Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Β έκδοση, 1994, σελ. 157-58). Έχει νομολογηθεί δε ότι:
1. Το άρθρο 24 του Συντάγματος εισάγει "υποχρέωση του Νομοθέτου όπως απέχει εκ της θεσπίσεως πολεοδομικών κανόνων που ευρίσκονται εκτός του διαγεγραμμένου πλαισίου της ομαλής, λειτουργικής αναπτύξεως των οικισμών των πόλεων (ΣτΕ 1876/1980, Σαρμά (πιό πάνω), σελ. 673).
2. Μια τροποποίηση της ισχύουσας πολεοδομικής ρυθμίσεως, προκειμένου περί οικισμού με εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του υφιστάμενου φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος και να προκαλεί επιδείνωση των όρων διαβιώσεως των κατοίκων που είχαν διαμορφωθεί υπό το ήδη τροποποιημένο καθεστώς. (Στ.Ε 10/88 και Σαρμά (πιό πάνω) σελ. 799).
Πρέπει να τονισθεί ότι η παρούσα έφεση δεν εξετάζεται από την σκοπιά της προστασίας του περιβάλλοντος ως αυτοτελούς δικαιώματος εκπηγάζοντος, όπως στην Ελλάδα από το Σύνταγμα, επειδή δεν έχουμε παρόμοια συνταγματική διάταξη και επειδή η προσφυγή δε θεμελιώνεται πάνω σε λόγο που αναφέρεται στην προστασία του περιβάλλοντος. Εξετάζεται, όμως, το περιβάλλον υπό την σκοπιά του συμφέροντος του προσφεύγοντος για την προστασία των όρων διαβίωσής του στη συγκεκριμένη περιοχή και των περιουσιακών του δικαιωμάτων στο βαθμό που επηρεάζονται από την επίδικη πράξη. Η αναφορά στην ελληνική νομολογία έγινε για να καταδειχθεί η ευαισθησία της σε θέματα που έχουν σχέση με τους όρους διαβιώσεως.
Η ίδια ευαισθησία έχει επιδειχθεί και από την Κυπριακή Νομολογία, αλλά από άλλη οπτική γωνιά. Στην Κοινότητα Πυργών και Άλλων v. Δημοκρατίας, Υποθ. 671/91, 7.11.91, αποφασίσθηκε ότι το δικαίωμα της ζωής επεκτείνεται και στους περιβαλλοντικούς όρους διαβίωσης. Δεν θα μας απασχολήσει η αρχή αυτή δεδομένου ότι η παρούσα υπόθεση δε βασίζεται πάνω σε δικαίωμα για περιβαλλοντική διαμόρφωση αλλά σε δικαίωμα για τη χρήση ιδιοκτησίας κάτω από παραδεκτούς όρους και σε συνάρτηση με την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων.»
Ανάλογη προσέγγιση είχε και ο Κληρίδης, Δ., στις Υποθ. Αρ. 46/09, 47/09, Στρατή και άλλοι ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 21.12.2012, με την ιδιαίτερη παρατήρηση ότι πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης δεν έγινε οποιαδήποτε διαβούλευση με τους αιτητές, ώστε να ληφθούν υπόψη οι θέσεις τους.
Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Παρά την προβολή δεκαέξι συναπτών νομικών σημείων θεωρώ ότι προέχει η εξέταση του 3ου νομικού σημείου που αποτελεί και τον κύριο άξονα των επιχειρημάτων των αιτητών: η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητών, Άρθρα 9 και 7.1 του Συντάγματος:
«(α) Ο Έπαρχος Λάρνακος δεν προέβη στην δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο η μελλοντική λειτουργία του προς ανάπτυξη πρατηρίου πετρελαιοειδών θα επηρεάσει και/ή θα θέσει σε κίνδυνο την Δημόσια Υγεία ήτοι την υγεία των 35 παιδιών ηλικίας από 1 ½ - 4 χρονών που φοιτούν στο παρακείμενο νηπιαγωγείο, την υγεία των ατόμων που πάσχουν με άσθμα και καρκίνο και την υγεία των περιοίκων αιτητών και των μικρών τους παιδιών, ζητώντας προς τούτο τις απόψεις του αρμόδιου Υπουργείου για την υγεία, ήτοι του Υπουργείου Υγείας, που ήταν αναγκαίες για τη λήψη της επίδικης απόφασης καθότι μόνο έτσι θα διαφυλασσόταν η Δημόσια υγεία.
(β) Ο Έπαρχος Λάρνακος δεν ερεύνησε το κατά πόσο η επίδικη ανάπτυξη θα επηρεάσει αρνητικά την υγεία των αιτητών και των μικρών τους παιδιών, την υγεία των ατόμων που πάσχουν με άσθμα και καρκίνο καθώς και την υγεία των 35 παιδιών ηλικίας από 1 ½ - 4 χρονών που φοιτούν στο παρακείμενο νηπιαγωγείο, τη στιγμή μάλιστα που ορισμένοι εκ των αιτητών είχαν θέσει ενώπιον του προ της εκδόσεως της επίδικης άδειας, τις διάφορες επιστημονικές μελέτες που καταδείκνυαν τον κίνδυνο που υπάρχει για την υγεία του ανθρώπου από τη χωροθέτηση πρατηρίων πετρελαιοειδών πλησίον υφιστάμενων κατοικιών και νηπιαγωγείου.
(γ) Δεν ερευνήθηκε δεόντως και δεν αξιολογήθηκε δεόντως υπό του Επάρχου Λάρνακος και της Πολεοδομικής Αρχής η εγγύτητα του πρατηρίου πετρελαιοειδών από νηπιαγωγείο, ιδιωτικό φροντιστήριο, πάρκο, παιδική χαρά, από τις κατοικίες των αιτητών και από τις κατοικίες που κατοικούν άτομα που πάσχουν με άσθμα και καρκίνο, καθώς και η επικινδυνότητα του δρόμου που παρουσιάζει στο συγκεκριμένο σημείο.»
Οι καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι υιοθέτησαν σχετικά τη γραπτή αγόρευση του ΕΜ, υποστηρίζουν λακωνικά και γενικά ότι όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον των αρμοδίων αρχών και λήφθηκαν υπόψη: μελετήθηκαν, αξιολογήθηκαν δεόντως και διενήργησαν τις αναγκαίες και δυνατές υπό τις περιστάσεις έρευνες πριν εκδώσουν την καθόλα αιτιολογημένη και νομίμως ληφθείσα απόφαση.
Σημειώνεται ότι κατά την εκ νέου εξέταση της επίδικης αίτησης από τον Επαρχιακό Λειτουργό Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακος στις 11.1.2010, επισημάνθηκε ότι το συγκεκριμένο Γραφείο μη έχοντας τη σχετική τεχνογνωσία για θέματα υγείας, δεν ήταν σε θέση να δώσει θετικές ή αρνητικές ενστάσεις για το προτεινόμενο πρατήριο και αρκέστηκε να παραθέσει τις εισηγήσεις του:
«Ενόψει των πιο πάνω και έχοντας ως δεδομένο τη μη ύπαρξη σχετικών κανονισμών/κριτηρίων, το Γραφείο αυτό, μη κατέχοντας την σχετική τεχνογνωσία δεν μπορεί να δώσει θετικές ή αρνητικές ενστάσεις για το προτεινόμενο πρατήριο πετρελαιοειδών σε σχέση με τα πιο πάνω ζητήματα (υγείας, περιβάλλοντος κ.λ.π.). Παρόλα αυτά το Γραφείο αυτό εισηγείται όπως μελετηθεί το ενδεχόμενο για χωροθέτηση του κτηρίου πωλήσεων νοτιότερα, στη θέση περίπου που προτείνονται τώρα οι αντλίες και οι υπόγειες δεξαμενές, ενώ οι χρήσεις αυτές να μετακινηθούν βορειότερα κοντά στο πλυντήριο αυτοκινήτων. Πέραν τούτου, είναι επίσης δυνατόν να μελετηθεί το ενδεχόμενο αύξησης των αποστάσεων της προτεινόμενης ανάπτυξης από τα σύνορα με παρακείμενα τεμάχια (περίπου στα 8.00 μ.) και να τοπιοτεχνηθεί ο χώρος περιμετρικά του τεμαχίου με πυκνή δεντροφύτευση σε μεγαλύτερο πλάτος από αυτό που προτείνεται στα υποβληθέντα σχέδια, απομονώνοντας κατά το δυνατό την ανάπτυξη. Τέλος, σε περίπτωση που απαιτείται η αξιολόγηση των οποιωνδήποτε πιο πάνω επιπτώσεων αυτή θα πρέπει να γίνει από τα Αρμόδια Τμήματα που προαναφέρθηκαν πιο πάνω και ενδεχόμενα σε συσχετισμό με την υποβληθείσα περιβαλλοντική μελέτη στη σελίδα 91.»
Στη συνέχεια η Πολεοδομική Αρχή με επιστολή της ημερομηνίας 21.4.2011, έθεσε υπόψη του Επάρχου τη διαπίστωση της ότι με τα νεοϋποβληθέντα σχέδια δεν υιοθετήθηκαν όλες οι απαιτήσεις της:
«Συγκεκριμένα δεν υιοθετήθηκε η εισήγηση για χωροθέτηση του χώρου πωλήσεων νοτιότερα, λόγω ου ότι «.για λειτουργικούς λόγους θα πρέπει να μετακινηθεί η έξοδος οχημάτων βορειότερα και δεν θα τηρείται η ελάχιστη απαιτούμενη απόσταση αυτής από παρακείμενη συμβολή δρόμων.» και τέλος η Πολεοδομική Αρχή σημείωσε ότι με τα νέα σχέδια «.βελτιώνεται σε μεγάλο βαθμό η χωροθέτηση του πρατηρίου κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται μείωση τυχόν αναμενόμενων αρνητικών επιπτώσεων στις ανέσεις της περιοχής .».
Τα πιο πάνω επανέλαβε στην έκθεση της ημερομηνίας 27.4.2012 η Επίτροπος Διοικήσεως Ανθρώπινων Δικαιωμάτων για το παράπονο της Συντονιστικής Επιτροπής Αντιδρούντων Κατοίκων για την ανέγερση του επίδικου πρατηρίου (βλ. παράρτημα 23 στην αίτηση, σ.8):
«Επίσης, φαίνεται ότι η εγγύτητα του πρατηρίου στο νηπιαγωγείο, στο οποίο φοιτούν μικρά παιδιά, δεν αξιολογήθηκε ικανοποιητικά ούτε από τον Έπαρχο ούτε από την Πολεοδομική Αρχή, δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες στο κοινό για τον επηρεασμό του από τη λειτουργία του πρατηρίου.
Κατά προέκταση, δημιουργείται η εντύπωση ότι οι εμπλεκόμενες αρχές δεν πραγματοποίησαν τη δέουσα έρευνα, ώστε να διαπιστώσουν τις ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης περιοχής. Εν προκειμένω, η διεξαγωγή επαρκούς έρευνας θα καταδείκνυε τόσο την επικινδυνότητα του δρόμου στο συγκεκριμένο σημείο όσο και την εγγύτητα της εγκριθείσας ανάπτυξης με το νηπιαγωγείο και τις κατοικίες στην περιοχή.
Στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής τους εξουσίας τα διοικητικά όργανα οφείλουν να προβαίνουν σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων. Η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Στο αρμόδιο διοικητικό όργανο εναπόκειται να επιλέξει τον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής της έρευνας.
Εν όψει των πιο πάνω εισηγούμαι στον Έπαρχο να προβεί στην επανεξέτασης της αίτησης της εταιρείας για την έκδοση άδειας οικοδομής για το υπό αναφορά πρατήριο πετρελαιοειδών και πλυντήριο αυτοκινήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής, την εγγύτητα της εγκριθείσας ανάπτυξης με νηπιαγωγείο, πάρκο και κατοικίες, καθώς και την επικινδυνότητα που παρουσιάζει ο δρόμος στο συγκεκριμένο σημείο.»
Αξιοσημείωτο είναι ότι παρά την επισήμανση του Τμήματος Πολεοδομίας ότι χρήζει εξέτασης από τις αρμόδιες υπηρεσίες των αρμοδίων αρχών, του Υπουργείου Υγείας, σε αντίθεση με άλλες ανάλογες περιπτώσεις πρατηρίου πετρελαιοειδών, η επίδραση του πρατηρίου στην υγεία των αιτητών (κατοίκων της περιοχής) καμιά έρευνα δεν έγινε, ούτε ζητήθηκε οποιαδήποτε μελέτη ή γνώμη όπως σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, όπως π.χ. στο Παλιομέτοχο, γεγονός που καταδεικνύει ότι αν και υπήρχε η δυνατότητα διεξαγωγής μελέτης από ειδικό ερευνητή ώστε να υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, δεν διενεργήθηκε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα.
Με βάση την αναλυτική πιο πάνω παράθεση του συνόλου των στοιχείων, προκύπτει ότι στην παρούσα υπόθεση ο Έπαρχος Λάρνακος ως η αρμόδια αρχή είχε υποχρέωση προτού εκδώσει την επίδικη οικοδομική άδεια να προέβαινε σε δέουσα έρευνα αναφορικά με το θέμα επηρεασμού της δημόσιας υγείας των περιοίκων αιτητών, αφού λάμβανε προηγουμένως τις απόψεις του Υπουργείου Υγείας, που προδήλως καθίσταντο υπό τας περιστάσεις αναγκαίες πριν μορφώσει τελική γνώμη ως προς το ενδεχόμενο δυσμενούς επηρεασμού της υγείας τους.
Καταληκτικά διαπιστώνω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν προέβησαν, ως είχαν υποχρέωση με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, σε οποιαδήποτε αναφορά στους λόγους υγείας που με ιδιαίτερη ένταση και εμπεριστατωμένη μελέτη πρόβαλαν οι αιτητές. Σαββίδης κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας, Υποθ. Αρ. 694/07, ημερομηνίας 10.5.2010, όπου επισημάνθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., μεταξύ άλλων, ότι η μη ενασχόληση των αρμοδίων αρχών με τα θέματα υγείας, συνιστά λόγο ακύρωσης της πολεοδομικής άδειας για ανέγερση πρατηρίου:
«.Η πολεοδομική άδεια εκδόθηκε κατά παραγνώριση του Τοπικού Σχεδίου, ως ουσιώδη παράγοντα και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Θα ήθελα, όμως, να επισημάνω και τα ακόλουθα. Οι εξηγήσεις στα πρακτικά σε σχέση με την οδική ασφάλεια και τις ανέσεις των περιοίκων είναι ευθέως αντίθετες προς όσα οδήγησαν στην αρχική απόφαση και εφόσον θα είχαμε τέτοιας φύσης αλλαγή πλεύσης θα ανέμενα, όπως είναι παγίως νομολογημένο, και ειδική αιτιολόγηση της αλλαγής, που δεν υπάρχει. Περαιτέρω, δεν υπάρχει οποιασδήποτε φύσης αναφορά στους λόγους υγείας που με ιδιαίτερη ένταση πρόβαλαν οι περίοικοι.»
Όπως προκύπτει διαχρονικά από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και από το ίδιο το άρθρο 45(1) και (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης:
«45.—(1) Η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων.
(2) Η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Στο αρμόδιο διοικητικό όργανο εναπόκειται να επιλέξει τον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής της έρευνας. Η έρευνα μπορεί να διεξαχθεί είτε από το αρμόδιο διοικητικό όργανο είτε διά μέσου άλλου οργάνου ή προσώπου.»
Άμεσα σχετική με το υπό εξέταση θέμα η Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, όπου στη σ.127 τονίστηκαν και τα ακόλουθα:
«Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Οποιοδήποτε κενό που η απουσία αιτιολογίας ενδεχομένως να δημιουργεί, μπορεί να πληρωθεί με στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία προκύπτουν ευθέως και «είναι σαφώς άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της». (Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220 και η σχετική νομολογία στην οποία η απόφαση παραπέμπει). Αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου είναι το κατά πόσο η έρευνα που διενεργήθηκε ήταν η δέουσα και η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι στη λήψη της απόφασης λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί με το αντικείμενο της έρευνας παράγοντες. Η έρευνα, όπως και η συλλογή στοιχείων, μπορεί να ανατεθεί από το διορίζον όργανο σε άλλο όργανο, εφόσον στόχος είναι η συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών γεγονότων. (Χριστοδούλου κ.ά. ν. Έπαρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 180).»
Καθώς και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, 156, 157:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, ο βαθμός και η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168 αναφέρθησαν και τα ακόλουθα:
«Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).»
Καταλήγω ότι η επίδικη οικοδομική άδεια για ανέγερση του πρατηρίου πετρελαιοειδών θα πρέπει να ακυρωθεί. Προκύπτει ξεκάθαρα από τα ανωτέρω ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα αναφορικά με τα θέματα δημόσιας υγείας που τόσο σθεναρά και τεκμηριωμένα υπέβαλαν οι αιτητές και τα οποία οι καθ΄ ων η αίτηση αγνόησαν, ενώ όφειλαν και είχαν τα μέσα ώστε να ενεργήσουν προς αυτή την κατεύθυνση, κατά παράβαση τόσο των σχετικών Άρθρων του Συντάγματος όσο και της σχετικής Οδηγίας 2000/69/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2000 «για οριακές τιμές βενζολίου και μονοξειδίου του άνθρακα στον αέρα του περιβάλλοντος» όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μου η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.600 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ