ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D452
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5710/2013)
25 Ιουνίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ELIE JAMIL EL KHOURY,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Αιτητή.
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 22.4.2013, αφορά την άρνηση των καθ΄ ων να αφαιρέσουν τα στοιχεία του αιτητή από τον Κατάλογο Απαγορευμένων Μεταναστών (Stop List).
Ο αιτητής με καταγωγή τον Λίβανο επισκέφθηκε πολλές φορές τη Δημοκρατία, αρχής γενομένης στις 31.8.1996 ως επισκέπτης. Μετά την τελευταία του άφιξη στις 27.9.2004, υπέβαλε επτά περίπου μήνες αργότερα στις 27.4.2005 αίτηση για άσυλο. Από πληροφορίες που είχε η αστυνομία, ο αιτητής διευθετούσε έναντι αμοιβής την έκδοση πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαπατούσε ταξιδιωτικό γραφείο μεταπωλώντας αεροπορικά εισιτήρια ως μεσάζων σε χαμηλές τιμές και εξέδιδε ακάλυπτες επιταγές. Η αστυνομική έρευνα αποκάλυψε ότι ο αιτητής χρωστούσε περίπου €171.000 σε ταξιδιωτικό γραφείο για εισιτήρια και άλλες περίπου €18.810 σε άλλο ταξιδιωτικό γραφείο για κρατήσεις σε ξενοδοχεία, ενώ διαφάνηκε ότι εξέδιδε και ακάλυπτες επιταγές. Στη βάση των ανωτέρω σχηματίστηκε ποινικός φάκελος για διάφορα αδικήματα, όταν δε ο αιτητής εντοπίστηκε, συνελήφθη και εναντίον του καταχωρήθηκαν ποινικές υποθέσεις.
Στις 17.1.2007, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας επέβαλε στον αιτητή συντρέχουσα ποινή φυλάκισης 11 μηνών για τα διάφορα αδικήματα που αντιμετώπιζε, με αποτέλεσμα η Υπηρεσία Ασύλου να τον ενημερώσει στις 10.7.2007 ότι απερρίφθη το αίτημα του για παραχώρηση πολιτικού ασύλου. Στη συνέχεια και εφόσον δεν υπέβαλε διοικητική προσφυγή, ο αιτητής κρίθηκε ανεπιθύμητος μετανάστης λόγω της καταδίκης του και απελάθηκε στη χώρα του στις 7.2.2008. Τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Προσώπων.
Στις 3.9.2008, ο αιτητής, μέσω δικηγόρου, αιτήθηκε την επιστροφή του στη Δημοκρατία για διευθέτηση εκκρεμουσών υποθέσεων αναφορικά με υπεράκτια εταιρεία την οποία διέθετε και για την οποία ουδέν γνώριζαν οι αρμόδιες αρχές. Μετά την αναζήτηση στοιχείων από τον ίδιο χωρίς όμως ανταπόκριση, ο αιτητής ζήτησε να αφαιρεθούν τα στοιχεία του από τον Κατάλογο των Απαγορευμένων Προσώπων, αίτημα το οποίο απερρίφθη με αποτέλεσμα την καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής.
Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων, η συνήγορος του αιτητή επιχειρηματολογεί ότι η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου συναρτάται με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και δεν θα μπορούσε να υπερβεί εν πάση περιπτώσει τα πέντε έτη. Οι καθ΄ ων δεν εξήγησαν γιατί αρνήθηκαν την απαγόρευση εισόδου και την αφαίρεση του ονόματος του από το Stop List και το ιστορικό του αιτητή από μόνο του δεν επαρκεί για να θεωρηθεί ότι αυτός αποτελεί σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Καμία τέτοια αναφορά δεν γίνεται στην προσβαλλόμενη πράξη, καμία σχετική έρευνα δεν φαίνεται να έγινε και η απόφαση αποτελεί προϊόν υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας.
Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων αρχίζει με την προδικαστική ένσταση ότι το αιτητικό της θεραπείας που επιδιώκεται δεν αποτελεί εκτελεστική διοικητική πράξη. Η τοποθέτηση στοιχείων του αιτητή στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων δεν παράγει από μόνη της έννομα αποτελέσματα. Ως προς την ουσία της απόφασης, το ιστορικό της πορείας του αιτητή που αναφέρεται ως αιτιολογία στην προσβαλλόμενη πράξη, εύλογα συμπληρώνεται από τον διοικητικό φάκελο, όλα δε τα στοιχεία της περίπτωσης του αιτητή είχαν ενδελεχώς διερευνηθεί και ληφθεί υπόψη. Σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα της Δημοκρατίας να δέχεται αλλοδαπούς στο έδαφος της είναι στην ουσία ανέλεγκτο ενόψει της ευρείας διακριτικής της ευχέρειας με μόνο περιορισμό το καλόπιστο της εξέτασης μιας αίτησης αλλοδαπού για είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία. Οι καθ΄ων ενήργησαν καλόπιστα κατά την εξέταση του αιτήματος του αιτητή και δικαιολογημένα το απέρριψαν.
Η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει. Κατ΄ αρχάς ο αιτητής επιδιώκει με το αιτητικό της προσφυγής του επτά διαφορετικές δηλώσεις και θεραπείες προς ακύρωση της πράξης. Η διοικητική απόφαση είναι μία και μνημονεύεται και στα επτά δηλωτικά με διαφορετικές όμως αιτιολογίες. Και αυτό είναι σαφώς λανθασμένο, εφόσον οι αιτιολογίες αποτελούν τους νομικούς λόγους ακύρωσης οι οποίοι και τίθενται κανονικά στο ανάλογο μέρος του εντύπου αρ. 1 της αίτησης σύμφωνα με τον περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, στο βαθμό που η αίτηση επιδιώκει την ακύρωση της πράξης ένθεσης του ονόματος του αιτητή στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων, η προδικαστική ένσταση που προβάλλεται περί μη εκτελεστότητας της, είναι ορθή. Είναι πάγια η νομολογία που προδιαγράφει ότι η τοποθέτηση ονόματος στον εν λόγω κατάλογο δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Η τοποθέτηση ονόματος προσώπου στον απαγορευμένο κατάλογο αποτελεί πράξη εκτελέσεως και όχι εκτελεστή πράξη, (Gogoladze v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 216). Αποτελεί ένα εσωτερικό ρυθμιστικό μέτρο εκτέλεσης μη προσβλητό αφ΄ ευατού, (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, Fayez v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 933 και Florin Puscasu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 771/12, ημερ. 12.9.2014), ECLI:CY:AD:2014:D674, ως αποτέλεσμα της απέλασης ατόμου από τη Δημοκρατία και συνήθως είναι επαγόμενο της κήρυξης προσώπου ως ανεπιθύμητου μετανάστη λόγω ανάμειξης του και ή καταδίκης του από Δικαστήριο για εγκληματικές πράξεις. Δεν έχει αυτόνομη και ανεξάρτητη ισχύ για να προσβληθεί αυτοτελώς εφόσον ακολουθεί το ουσιαστικό διοικητικό μέτρο της απέλασης. Όπως προκύπτει άλλωστε από το όλο υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου, ο αιτητής είχε το πρώτον τοποθετηθεί στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων από τις 7.2.2008 σύμφωνα με το σημείωμα του Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ημερ. 17.3.2008, μέρος του Παραρτήματος 16 στην ένσταση. Αυτό ως παράγωγο του διατάγματος κράτησης και απέλασης ημερ. 27.7.2007, που προηγείται, ως Παράρτημα 15, πράξη την οποία ο αιτητής ουδέποτε προσέβαλε ή αμφισβήτησε. Κατ΄ επέκταση, η μη καταχώρηση προσφυγής τότε, υποδηλώνει βεβαίως αφενός την αποδοχή της διοικητικής πράξης και συνεπάγετο ταυτόχρονα και την τοποθέτηση του στον κατάλογο ως ένα εσωτερικό διοικητικό μέτρο εκτελέσεως.
Επομένως ουδέν δικαίωμα μπορεί εκ των υστέρων να αντλήσει ο αιτητής λόγω της μεταγενέστερης αίτησης του να αφαιρεθεί το όνομα του από τον κατάλογο ώστε να του επιτραπεί η είσοδος στη Δημοκρατία. Η συνήγορος του αιτητή λανθασμένα διασυνδέει την προσβαλλόμενη πράξη με το διάταγμα κράτησης και απέλασης ώστε να ενσωματωθεί σ΄ αυτό και η τοποθέτηση του στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων, δημιουργώντας έτσι μια ενιαία εκτελεστή διοικητική πράξη. Ακριβώς όμως είναι γι΄ αυτό το λόγο που ο αιτητής δεν νομιμοποιείται χρόνια μετά να εξετάσει αυθύπαρκτα την τότε απόφαση της διοίκησης. Σαφώς η προσπάθεια του αυτή είναι και εκπρόθεσμη και ισοδυναμεί με ανεπίτρεπτο παρεμπίπτοντα έλεγχο. Ούτε και είναι δυνατόν να αμφισβητείται έξι χρόνια μετά την απέλαση του, η απόφαση για απέλαση που ήταν βεβαίως βασισμένη στην ποινική καταδίκη του, μετά από ακροαματική διαδικασία, όπως προκύπτει από τα όλα στοιχεία. Τα δεδομένα αυτά είναι τελεσίδικα και δεν μπορούν να τίθενται πλέον υπό αμφιβολία.
Η προσβαλλόμενη πράξη με το λιτό λεκτικό της παραπέμπει άμεσα στο όλο ιστορικό του αιτητή, περιλαμβανομένης της καταδίκης του. Το ουσιαστικό πάντοτε είναι το Δικαστήριο να δύναται να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξης, δυνατότητα που δεν εμποδίζεται κατ΄ ανάγκην από την έκταση της προσφερόμενης αιτιολογίας, (Lilien Khishigjargal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 144/2010, ημερ. 12.3.2012). Το κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να δέχεται ή όχι αλλοδαπούς στο έδαφος της είναι διαχρονικά επιβεβαιωμένο από τη νομολογία, αλλά και το διεθνές δίκαιο. Αποτελεί έκφραση κυριαρχίας (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203) και εφόσον ασκείται καλόπιστα (Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583), η εξουσία αυτή δεν ελέγχεται. Η εξουσία για απέλαση ατόμων είναι ευρεία και συναρτάται προς τον κίνδυνο αναταραχής στην εσωτερική τάξη και τη δημόσια ασφάλεια, (Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479 και Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014), ECLI:CY:AD:2014:D338. Υπάρχει δε και μαχητό τεκμήριο περί του αρχικώς καλόπιστου της άσκησης αυτής της εξουσίας, (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Ο αιτητής δεν έχει σεβαστεί τους νόμους της Δημοκρατίας. Υπέπεσε ηθελημένα σε σοβαρά αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Η διοίκηση διατηρεί με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, καθώς και με το Νόμο αρ. 7(Ι)/2007, (που όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω δεν έχει εδώ εφαρμογή), το δικαίωμα έκδοσης διατάγματος απέλασης ως παραπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης. Η κήρυξη προσώπου ως ανεπιθύμητου μετανάστατη επαρκεί ως αιτιολογία για την απέλαση, (Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19 και Ν.Β. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1002/06, ημερ. 30.1.2008). Δεν μπορεί να απαιτεί την επάνοδο του στη Δημοκρατία για να διαχειριστεί θέματα εταιρείας που του ανήκει. Το αίτημα του εξετάστηκε με τη δέουσα έρευνα εφόσον στην πρώτη επιστολή του ημερ. 3.8.2008, (Παράρτημα 17 στην ένσταση), με την οποία ζητούσε άδεια ολιγοήμερης επίσκεψης και παραμονής για να διευθετήσει «εκκρεμείς υποθέσεις» υπεράκτιας του εταιρείας, του ζητήθηκαν στοιχεία για την εταιρεία, αλλά και το είδος των υποθέσεων που εκκρεμούν με επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 13.11.2008, (Παράρτημα 18). Προφανώς δεν δόθηκε απάντηση. Τέσσερα έτη μετά νέος δικηγόρος εκ μέρους του απέστειλε υπενθυμητική επιστολή ημερ. 18.4.2012 (Τεκμήριο 19), χωρίς και πάλι να παρέχονται οποιαδήποτε στοιχεία για την εταιρεία, ενώ σαφώς καταγράφεται μια προσπάθεια υποβίβασης της σημασίας της καταδίκης.
Με τα πιο πάνω δεδομένα είναι φανερό ότι η αίτηση εξετάστηκε δεόντως και καλόπιστα. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου. Ως προς την αιτιολογία, αυτή παραπέμπει στο «ιστορικό» του αιτητή και επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία, όλα τα σύγχρονα και προϋπάρχοντα δεδομένα της περίπτωσης του αιτητή, τα οποία ταυτόχρονα αναδύονται από το διοικητικό φάκελο, αποτελούν μέρος και υποστηρίζουν την αιτιολογία, (άρθρο 29 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99). Κατά τον Μ. Στασινόπουλο: Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών 3η έκδ. σελ. 227-228, η αναπλήρωση αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου είναι επιτρεπτή υπό την προϋπόθεση ότι αυτά προϋπήρχαν της πράξης και δεν δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα, (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Α & Χ Κτηματική Λτδ ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας, υπόθ. αρ. 1683/2010, ημερ. 21.12.2011).
Υπάρχει και δέουσα έρευνα εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία, η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν ενώπιον της διοίκησης υπάρχουν ή συλλέγονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία, δεδομένα και γεγονότα που υπό τις περιστάσεις είναι εφικτό να αναζητηθούν, (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503 και Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Το Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά με την επάρκεια της έρευνας και την τήρηση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, (Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835 και Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. P. Kourris Constructions and Co (2007) 3 Α.Α.Δ. 157).
Η συνήγορος του αιτητή παραπέμπει στο άρθρο 18ΠΓ(2) του Κεφ. 105, ότι η απαγόρευση εισόδου δεν υπερβαίνει κανονικά τα πέντε έτη και δύναται να τα υπερβεί μόνο αν ο υπήκοος της τρίτης χώρας αντιπροσωπεύει σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Ορθά όμως επιχειρηματολογεί η συνήγορος των καθ΄ ων ότι το άρθρο αυτό το οποίο εισήχθηκε στο Κεφ. 105 με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 153(Ι)/2011, προς εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2008/115/ΕΚ, δεν τυγχάνει εφαρμογής διότι κατά το άρθρο 18ΟΕ(2)(β), τα άρθρα 18ΟΔ-18ΠΘ δεν εφαρμόζονται σε εκείνους τους υπηκόους των τρίτων χωρών οι οποίοι υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής συνεπεία ποινικής κύρωσης σύμφωνα με το Κυπριακό δίκαιο, όπως ακριβώς είναι η περίπτωση του αιτητή.
Ούτε και ο Νόμος αρ. 7(Ι)/2007 εφαρμόζεται εφόσον ο Νόμος αυτός αφορά τα δικαιώματα πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια της Δημοκρατίας και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής στο πρόσωπο του αιτητή ο οποίος κατάγεται από τον Λίβανο. Να σημειωθεί εν πάση περιπτώσει ότι το άρθρο 34 του εν λόγω Νόμου, δεν οριοθετεί ελάχιστη περίοδο απαγόρευσης επαναεισόδου στη Δημοκρατία, αλλά προσδιορίζει ότι ο αλλοδαπός σε εύλογο χρόνο μετά την πάροδο τριετίας μπορεί να αιτηθεί άρση της απαγόρευσης αν έχουν στο μεταξύ διαφοροποιηθεί τα στοιχεία και οι περιστάσεις που οδήγησαν το πρώτο στην επιβολή της απαγόρευσης.
Υπενθυμίζεται ότι η περίπτωση του αιτητή καλύπτεται από το κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει την είσοδο, παραμονή και διακίνηση ατόμων που δεν είναι πολίτες της Δημοκρατίας στο έδαφος της. Πάντοτε προεξάρχον στοιχείο είναι η παρουσία του ατόμου να μην θεωρείται αρνητικό στοιχείο για την έννομη τάξη της Δημοκρατίας, (Adnan Ashgar v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 726/2011, ημερ. 30.6.2011).
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ