ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D466
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 28/2015)
29 Ιουνίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 28, 129, 146 ΚΑΙ 198 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΔΟΣΗ,
Aιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
3. ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ-ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ-ΜΟΡΦΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
----------------------
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Φίλιππος Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- O αιτητής γεννήθηκε στις 29.7.1996 στη Λευκωσία και είναι εγγεγραμμένος στα Στρατολογικά Μητρώα Λευκωσίας της Κλάσης 2014. Έχει βρετανική υπηκοότητα, όπως και ο πατέρας και ο παππούς του, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Ηνωμένο βασίλειο το 1953. Η μητέρα του αιτητή είναι Κυπρία. Είναι επίσης αποδεκτό ότι ο αιτητής δεν έχει υποβάλει μέχρι σήμερα αίτηση για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 109(3) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/02).
Σύμφωνα με το άρθρο 18(1) του Νόμου που ενοποιεί και αναθεωρεί τους περί της Εθνικής Φρουράς Νόμους του 1964 έως 2008, Ν. 19(Ι)/2011 (εφεξής «ο Νόμος»), «όλοι οι πολίτες της Δημοκρατίας από την 1η Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους, έχουν υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας στη Δύναμη».
«Πολίτης της Δημοκρατίας» σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 2 του Νόμου, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, σημαίνει πρόσωπο που απέκτησε ή δικαιούται να αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα, σύμφωνα με τους περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμους του 2002 έως 2009, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται και περιλαμβάνει και πρόσωπο του οποίου ο πατέρας ή μητέρα είναι κυπριακής καταγωγής, σύμφωνα με το Παράρτημα «Δ» της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας.
Ο Υπουργός Άμυνας με απόφαση του δυνάμει του άρθρου 28(5) του Νόμου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 22.11.2013, καθόρισε τις λεπτομέρειες για την υλοποίηση της κατάταξης των στρατεύσιμων της κλάσης του 2014, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο αιτητής στον οποίο είχε χορηγηθεί αναβολή κατάταξης μέχρι τις 30.6.2014, επειδή φοιτούσε στη Στ΄ τάξη του Grammar School.
Ο αιτητής κλήθηκε και πάλι για κατάταξη δυνάμει της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου (παρ. β), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 4.11.2014 και συγκεκριμένα με όλους τους στρατεύσιμους των κλάσεων 1988 μέχρι και 2014, δηλαδή όσους γεννήθηκαν από 1.1.1970 μέχρι 31.12.1996, των οποίων οι λόγοι της νόμιμης παραμονής τους εκτός των τάξεων της Εθνικής Φρουράς έπαυσαν ή θα παύσουν να υφίστανται μέχρι τις 31 Ιουλίου 2015. Όσοι από αυτούς απολύθηκαν προσωρινά από την Εθνική Φρουρά για λόγους υγείας ή σπουδών, μετά τη συμπλήρωση της βασικής εκπαίδευσής τους, να καταταγούν εφόσον η απαλλαγή ή η αναβολή κατάταξής τους θα λήξει εντός του 2015.
Ακολούθησε η απόφαση του Υπουργού Άμυνας, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη εφημερίδα ως Ατομική Διοικητική πράξη ημερομηνίας 14.11.2014 (αρ.625), σύμφωνα με την οποία ο αιτητής κλήθηκε σε κατάταξη με την 2015 Α Εκπαιδευτική Σειρά Στρατεύσιμων Οπλιτών (ΕΣΣΟ).
Μετά από αίτηση του αιτητή, ημερομηνίας 19.11.2014, προς την τότε Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όπως βεβαιώσει κατά πόσο ο αιτητής είναι Πολίτης της Δημοκρατίας για σκοπούς στρατολογίας, χορηγήθηκε βεβαίωση στον αιτητή, σύμφωνα με την οποία είναι πρόσωπο κυπριακής καταγωγής εκ της σειράς των αρρένων προγόνων του και βρετανικής ιθαγένειας. Συνεπώς θεωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση ότι καθίστατο υπόχρεος για εκπλήρωση θητείας, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε με σχετική επιστολή του Υπουργείου Άμυνας ημερομηνίας 4.12.2014.
Στη συνέχεια χορηγήθηκε και πάλι αναβολή στον αιτητή μέχρι τις 30.6.2015 επειδή φοιτά στη Ζ τάξη του Grammar School, ενώ με την λήξη της αναβολής υποχρεούται να καταταγεί και συγκεκριμένα με την 2015Β/ΕΣΣΟ. Αυτό αναφέρει και το έγγραφο των Οδηγιών, ημερομηνίας 3.2.2015, που εξέδωσαν οι καθ' ων η αίτηση για στρατεύσιμους που έτυχαν αναβολής.
Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή προβάλλει τις εξής αιτούμενες θεραπείες:
«Α. Διακήρυξη και/ή Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση αρ. 1, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4/11/2014, Αρ. 4633, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ, Ατομικές Διοικητικές Πράξεις, αρ. 595, (Συνημμένο «1»), σύμφωνα με την οποία κλήθηκε σε κατάταξη στην Εθνική Φρουρά των στρατευσίμων της 2015/ΕΣΣΟ και μεταξύ αυτών και του αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και/ή βασίστηκε σε αντισυνταγματικό νόμο και είναι χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.
Β. Διακήρυξη και/ή Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση αρ. 2, απόλυτα συναφής με την ρηθείσα στην πιο πάνω παράγραφο «Α», απόφαση, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14/11/2014, Αρ. 4635, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ, Ατομικές Διοικητικές Πράξεις, αρ. 625, σύμφωνα με την οποία καλείται σε κατάταξη στην Εθνική Φρουρά με την 2015Α΄/ΕΣΣΟ, ο αιτητής, (Συνημμένο «2»), είναι παράνομη, άκυρη, αντισυνταγματική ή βασίστηκε σε αντισυνταγματικό Νόμο και είναι χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.
Γ. Διακήρυξη και/ή Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η απόλυτα συναφείς με τις πιο πάνω αποφάσεις απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση αρ. 3, να καλέσουν σε κατάταξη στην Εθνική Φρουρά τον αιτητή, ο οποίος δεν έχει κυπριακή υπηκοότητα, η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 6/11/14 (Συνημμένο «3»), με την οποία του κοινοποιείται η αναβολή κατάταξης τ5ου μέχρι τις 30/6/2015 για να τελειώσει το σχολείο, και η κατάταξη του αντίστοιχα με την 2015Β΄/ΕΣΣΟ, είναι παράνομη, άκυρη, αντισυνταγματική, βασίστηκε σε αντισυνταγματικό Νόμο και είναι χωρίς κανένα νόμιμο αποτέλεσμα.
Δ. Διακήρυξη και/ή Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η απόλυτα συναφής απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Καθ΄ ου η αίτηση 3, ημερομηνίας 4/12/2014 (Συνημμένο «4»), σύμφωνα με την οποία, ο αιτητής θεωρείται πρόσωπο Κυπριακής καταγωγής, εξ αρρενογονίας, και ως εκ τούτου κατά την κρίση των καθ΄ ων η αίτηση 1, 2 και 3 είναι υποχρεωμένος να εκπληρώσει θητεία στην Εθνική Φρουρά της Δημοκρατίας, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.»
Οι καθ' ων η αίτηση με αναφορά στη νομολογία περί συνάφειας των προσβαλλόμενων με προσφυγή πράξεων, εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η υπό παράγραφος Δ ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη είναι άσχετη με τις άλλες τρεις προσβαλλόμενες πράξεις, αφού ούτε στο πλαίσιο της ίδιας διοικητικής διαδικασίας εκδόθηκαν ούτε ταυτόσημη αιτιολογία έχουν και στηρίζονται σε διαφορετικές διατάξεις Νόμου.
Η επιστολή ημερομηνίας 4.12.2014 (Συνημμένο «4» στην αίτηση) είναι η κοινοποίηση προς τον αιτητή από το Υπουργείο Άμυνας του περιεχομένου της βεβαίωσης του Υπουργείου Εσωτερικών (Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης), σύμφωνα με την οποία ο αιτητής είναι Κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας, και της απόφασης ότι εξαιτίας αυτού έχει υποχρέωση στρατιωτικής θητείας. Συνεπώς συνδέεται άμεσα με το Παράρτημα Δ στην ένσταση, που είναι η επιστολή ημερομηνίας 19.11.2014 του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης προς το Στρατολογικό Γραφείο του Υπουργείου Άμυνας, με την οποία βεβαιώνεται, μετά από την αίτηση του αιτητή για τον καθορισμό της υπηκοότητας του, πως ο αιτητής είναι «κυπριακής καταγωγής εκ της σειράς των αρρένων προγόνων του και βρεττανικής ιθαγένειας».
Στο θέμα της συνάφειας η κυπριακή νομολογία ακολούθησε τους θεσμοθετημένους στην Ελλάδα δικονομικούς κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους είναι επιτρεπτή η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεως με το ίδιο δικόγραφο όταν οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς μεταξύ τους. Είναι δε συναφείς όταν στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία, εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (Πολυδώρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 371, Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ.258, Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 766).
Η ένσταση πρέπει να απορριφθεί. Εδώ η απόφαση που προσβάλλεται με το αιτητικό Δ της αίτησης συμπληρώνει τις άλλες, αφού περιέχει την αιτιολογία που απαιτείτο για την έκδοση τους. Ορθά η επίδικη πράξη συμπεριλήφθηκε στις προσβαλλόμενες, εφόσον έχει άμεση συνάφεια με την κλήση του αιτητή σε κατάταξη στην Εθνική Φρουρά και ενσωματώνει την αιτιολογία των υπολοίπων προσβαλλόμενων αποφάσεων στο βαθμό που εντάσσουν και/ή υπονοούν τον αιτητή ως στρατεύσιμο, (βλ. Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 11/2013, 12/2013, 13/2013 και 144/2013 ν. Χαρίτων Λάντον ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.3.2014). Δεν διαλανθάνει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στην απόφαση Χαρίτων Λάντον (ανωτέρω), κρίθηκε, με αναφορά σε παρόμοια πράξη, ότι υπάρχει θέμα εκτελεστότητας, το οποίο μπορεί να τεθεί και αυτεπάγγελτα. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε ότι πρόκειται για πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα/μη εκτελεστή. Ωστόσο, η απόφαση εδώ λήφθηκε στα πλαίσια της ίδιας διοικητικής διαδικασίας, η νομιμότητα της οποίας σε κάθε περίπτωση θα ελεγχόταν παρεμπιπτόντως στα πλαίσια ελέγχου της σύνθετης διοικητικής ενέργειας που οδήγησε στην έκδοση των ατομικών διοικητικών πράξεων (αιτητικά Α και Β της αίτησης) γενικού περιεχομένου σε ό,τι αφορούν τον αιτητή. Το γεγονός ότι είναι απόφαση που έπεται χρονικά των υπολοίπων επίδικων πράξεων δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι συνιστά μέρος της ίδιας διοικητικής διαδικασίας και είναι η μόνη απόφαση με την οποία ο αιτητής αποκτά γνώση των λόγων για τους οποίους κλητεύθηκε στην Εθνική Φρουρά. Ούτε το επιχείρημα περί διαφορετικής νομικής βάσης επενεργεί εδώ κατά της συνάφειας, εφόσον ο Νόμος δυνάμει του οποίου εκδόθηκαν οι υπόλοιπες προσβαλλόμενες πράξεις, συναρτάται άμεσα και καταλυτικά με τις πρόνοιες των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων σε ότι αφορά την απόκτηση «κυπριακής υπηκοότητας» και τον ορισμό της «κυπριακής καταγωγής» που λήφθηκαν υπόψη για την λήψη της υπό το αιτητικό Δ προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προωθεί ο αιτητής είναι η πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο. Υποστηρίζει συναφώς ότι επειδή έχει μόνο τη βρετανική ιθαγένεια, δεν έχει υποχρέωση στράτευσης παρά μόνο όταν αποκτήσει με αίτηση του την κυπριακή. Συγκεκριμένα η συνήγορος του αιτητή παραθέτει στη γραπτή αγόρευση της τις σχετικές διατάξεις του Νόμου (άρθρο 2 για τον ορισμό του «πολίτη της Δημοκρατίας») και του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου Ν. 141(Ι)02 (δικαίωμα απόκτησης της κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει εγγραφής σύμφωνα με το άρθρο 110(1), μειωμένη στρατιωτική θητεία άρθρο 21(1)(ix)) και αφού επικαλείται την απόφαση της Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Δ. Καλλίγερου κ.α., ως φυσικοί κηδεμόνες του ανηλίκου υιού τους Ι. Καλλίγερου (2013) 3 Α.Α.Δ 379, εισηγείται ότι ο λόγος της Καλλιγέρου εφαρμόζεται και εδώ, παρόλο που αφορούσε άλλη κατηγορία προσώπων δικαιούμενων να αποκτήσουν την κυπριακή υπηκοότητα, και δεν επιτρέπεται ούτε στην περίπτωση του αιτητή που δεν ήταν Πολίτης της Δημοκρατίας, να θεωρηθεί στρατεύσιμος, χωρίς να έχει προηγουμένως αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα.
Υποστηρίζει, περαιτέρω, η συνήγορος του αιτητή, ότι ο αιτητής δεν είναι ούτε πρόσωπο «του οποίου ο πατέρας ή μητέρα είναι κυπριακής καταγωγής, σύμφωνα με το Παράρτημα Δ΄ της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας». Αυτό διότι ο πατέρας του γεννηθείς την 27.11.1959 στην Αγγλία όπως και ο παππούς του, γεννηθείς στην Κύπρο το 1924, είχαν βρετανική υπηκοότητα. Επειδή όμως ο παππούς του εγκαταστάθηκε το 1953 στην Μ. Βρετανία, δεν απέκτησε αυτόματα την κυπριακή υπηκοότητα, βάσει του Άρθρου 2, του Παραρτήματος Δ, της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας (εφεξής η «Συνθήκη»), αφού δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο σε οποιοδήποτε διάστημα των πέντε ετών πριν το 1960 που τέθηκε σε εφαρμογή η Συνθήκη. Βάσει δε του Άρθρου 4(1), πρόσωπο που αμέσως πριν την εφαρμογή της Συνθήκης ήταν Βρετανός υπήκοος, θα μπορούσε με αίτηση του στις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό ορισμένες προϋποθέσεις να αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα, χάνοντας ταυτόχρονα με την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας την βρετανική (Άρθρο 4(14)). Ωστόσο ούτε ο παππούς ούτε ο πατέρας του αιτητή έκαναν κάτι τέτοιο, αλλά διατήρησαν την βρετανική τους ιθαγένεια.
Η συνήγορος αναφέρθηκε επίσης στο Άρθρο 4(2) της Συνθήκης, που δίνει τον ορισμό «του προσώπου με Κυπριακή καταγωγή» για τους σκοπούς απόκτησης της κυπριακής υπηκοότητας σε τέτοια πρόσωπα που δεν είχαν την βρετανική υπηκοότητα αμέσως πριν το 1960 και ο οποίος έχει ως εξής:
«"a person of Cypriot origin" means a person who was, on the 5th of November, 1914, an Ottoman subject ordinarily resident in the Island of Cyprus or who is descended in the male line from such a person.»
Εισηγείται ότι ούτε σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν ο παππούς και ο πατέρας του αιτητή. Συνεπώς, σύμφωνα με την ερμηνεία που επιχειρεί κατά το Παράρτημα Δ της Συνθήκης, οι γονείς του αιτητή δεν είναι κυπριακής καταγωγής και ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας ή ο παππούς του απέκτησαν την κυπριακή ιθαγένεια, παρόλο που δικαιούνταν. Ως εκ τούτου, εφόσον η υποχρέωση θητείας είναι συνυφασμένη με την κτήση της ιθαγένειας του κράτους στο οποίο ο στρατεύσιμος καλείται να υπηρετήσει, ο αιτητής δεν είναι στρατεύσιμος στην Κύπρο. Παραπέμπει στην καθόλα σχετική, κατά την εισήγηση της, απόφαση στην Υποθ. αρ. 5685/2013 Νικόλας-Οδυσσέας Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.7.2013, αναφορικά με αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η ερμηνεία που αποδίδεται στο Νόμο από τον συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, ο οποίος διακρίνει την κυπριακή υπηκοότητα από την κυπριακή καταγωγή. Εστιάζοντας στον ορισμό του «πολίτη της Δημοκρατίας», στο άρθρο 2 του Νόμου, υποστηρίζει ότι στρατεύσιμος θεωρείται και πρόσωπο, του οποίου ο πατέρας ή μητέρα είναι «κυπριακής καταγωγής», σύμφωνα με το Παράρτημα Δ της Συνθήκης. Συνεπώς, ορθά ο αιτητής θεωρήθηκε κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας. Μπορεί ο πατέρας και ο παππούς του αιτητή να μην είχαν αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα, αλλά σύμφωνα με την πρόνοια του 4(2) του Παραρτήματος Δ της Συνθήκης ο αιτητής εμπίπτει στον ορισμό «a person of Cypriot origin» αφού οι πρόγονοι του, πέραν του πατέρα και του παππού του (in the male line), ήταν μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου, όταν η χώρα ήταν οθωμανική αποικία και ο ίδιος ο αιτητής κατάγεται εξ αρρενογονίας από τα πρόσωπα αυτά. Συγκεκριμένα, ο παππούς του αιτητή γεννήθηκε στον Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας το 1924 από Κύπριους γονείς, συνεπώς η γραμμή της καταγωγής του αιτητή εξ αρρενογονίας ήταν ξεκάθαρα κυπριακή και για το λόγο αυτό είχε υποχρέωση στράτευσης. Προβάλλει περαιτέρω, ότι η εν λόγω ερμηνεία είναι η μόνη λογική που μπορεί να αποδοθεί στον όρο «κυπριακή καταγωγή», υποστηρίζοντας παράλληλα πως θα ήταν παράλογο να τερματίζεται ή να εξαφανίζεται η «γραμμή καταγωγής» ενός προσώπου, αναλόγως της υπηκοότητας που προσέλαβαν οι πρόγονοι του.
Έχοντας μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις των δυο πλευρών, σε συνάρτηση με τα λεχθέντα από την Ολομέλεια στην Καλλιγέρου, θεωρώ ότι αυτά θα είχαν ανάλογη εφαρμογή στον αιτητή, μόνο στο βαθμό που η στράτευση του θα εξαρτιόταν από την απόκτηση υπηκοότητας λόγω καταγωγής από κύπρια μητέρα. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν θεωρώ ότι παρείσφρησε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη στο συμπέρασμα των καθ' ων η αίτηση ότι ο αιτητής είναι πρόσωπο κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας και ως εκ τούτου στρατεύσιμος στην Εθνική Φρουρά.
Με βάση τον περί Εθνικής Φρουράς Νόμο, Ν.19(Ι)/2011 υποχρέωση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας στην Εθνική Φρουρά έχουν όλοι οι πολίτες της Δημοκρατίας που συμπληρώνουν τον 18ο έτος της ηλικίας τους «. όπως προνοείται στον παρόντα Νόμο» (άρθρο 18(1)). Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου, πολίτης της Δημοκρατίας σημαίνει:
« .πρόσωπο που απέκτησε ή δικαιούται να αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα, σύμφωνα με τους περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμους του 2002 μέχρι 2009, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται και περιλαμβάνει και πρόσωπο του οποίου ο πατέρας ή η μητέρα είναι κυπριακής καταγωγής, σύμφωνα με το Παράρτημα Δ' της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)
Πολίτες της Δημοκρατίας είναι, με βάση τους περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμους του 2002 έως 2013, πρόσωπα τα οποία κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού, απέκτησαν ή δικαιούνται να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας ή τα οποία μετά την ρηθείσα ημερομηνία αποκτούν την ιδιότητα του πολίτη σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή με βάση το Παράρτημα Δ' της Συνθήκης.
Για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης σημασία έχει ο ορισμός του άρθρου 2 του Ν. 19(Ι)/2011 και αν ο αιτητής εμπίπτει σε αυτόν.
Ο αιτητής δεν είχε αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα ώστε να θεωρηθεί «πολίτης της Δημοκρατίας» με την πρώτη πτυχή του ορισμού στο εν λόγω άρθρο, παρόλο που θα μπορούσε να αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα βάσει των προνοιών του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (βλ. άρθρο 110(1)) ως βρετανός υπήκοος υπό ορισμένες προϋποθέσεις). Ο αιτητής όμως εύλογα θεωρήθηκε στρατεύσιμος λόγω κυπριακής καταγωγής, δηλαδή βάσει της δεύτερης πτυχής του ορισμού. Οι καθ' ων η αίτηση, μέσω της διερεύνησης του αρμοδίου Τμήματος Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ορθά προσανατολίστηκαν στην καταγωγή εκ πατρογονίας και όχι μητρογονίας. Αυτό γιατί παρά το ότι και η μητέρα του αιτητή είναι Κυπρία, τέτοια ερμηνεία είχε απορριφθεί στην απόφαση Καλλιγέρου (ανωτέρω). Όπως δε ρητά ανακοίνωσε και ο Υπουργός στο επίδικο διάταγμα κατάταξης (παρ.13):
«13. Σημειώνεται ότι οι στρατεύσιμοι των κλάσεων 2012 έως και 2015, οι οποίοι δεν κατέχουν την κυπριακή υπηκοότητα και με βάση τον Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο 141(Ι) του 2002, δικαιούνται να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη της κυπριακής Δημοκρατίας, επειδή κατά τον χρόνο γέννησής τους η μητέρα τους ήταν ή εδικαιούτο να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας, δεν υποχρεούνται σε κατάταξη, μετά από Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική έφεση με αρ. 150/12.»
Το ζητούμενο στην περίπτωση του αιτητή είναι αν ορθά διαπιστώθηκε η κυπριακή καταγωγή του πατέρα του, σύμφωνα με το Παράρτημα Δ της Συνθήκης. Ο παππούς του αιτητή ενέπιπτε στον μοναδικό ορισμό του όρου «προσώπου κυπριακής καταγωγής» που συναντάμε στη Συνθήκη (Άρθρο 4(2)), αφού είναι αναντίλεκτο ότι γεννήθηκε στην Κύπρο στις 13.6.1924 από Κύπριους γονείς «Ottoman subjects», που είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο κατά την 5η Νοεμβρίου 1914 και έζησε στην Κύπρο μέχρι το 1953. Συνεπώς, είναι σαφές ότι τόσο ο πατέρας του αιτητή, όσο και ο ίδιος ο αιτητής, είναι πρόσωπα «who [are] descended in the male line from such a person» και είναι κυπριακής καταγωγής.
Η αμφισβήτηση της κυπριακής καταγωγής από τη συνήγορο του αιτητή, στη βάση της αναφοράς στο Άρθρο 4(2) της Συνθήκης σε πρόσωπο κυπριακής καταγωγής «who immediately before the date of this treaty was not a citizen of the United Kingdom and Colonies» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου), παραγνωρίζει, ότι η προϋπόθεση αυτή τίθεται σε σχέση με τη δυνατότητα απόκτησης της κυπριακής υπηκοότητας και δεν αποτελεί μέρος του ορισμού του όρου «προσώπου κυπριακής καταγωγής» στο εν λόγω άρθρο.
Το δε γεγονός ότι οι καθ' ων η αίτηση κακώς διατύπωσαν ως αιτιολογία πως ο ίδιος ο αιτητής έχει κυπριακή καταγωγή αντί ο πατέρας του, όπως προνοεί ο επίδικος όρος, δεν καθιστά πάσχουσα ή πεπλανημένη την αιτιολογία και έχει μόνο θεωρητική σημασία. Αυτό γιατί «πρόσωπο κυπριακής καταγωγής» είναι κάθε πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά το χρόνο που οι γονείς του διέμεναν συνήθως στην Κύπρο και περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο που κατάγεται από τέτοια πρόσωπα (βλ. 110(1) του Ν.141(Ι)/02), σύμφωνα και με τη συνάδουσα ερμηνεία ως προς την διαδοχή της καταγωγής στον ορισμό «person of Cypriot origin» κατά τη Συνθήκη.
Δεν διαβλέπω από τα στοιχεία του φακέλου ότι η διερεύνηση της καταγωγής του αιτητή έγινε σε λανθασμένη νομική βάση, όπως εισηγείται ο αιτητής. Το αν το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ανέτρεξε στις πρόνοιες του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου ή αποκλειστικά στο άρθρο 4 της Συνθήκης για να διαπιστώσει την καταγωγή εκ πατρογονίας του αιτητή, δεν είναι κρίσιμης σημασίας αφου δεν υπεδείχθη οποιαδήποτε αντίφαση ως προς τον ορισμό στα συζητηθέντα νομικά πλαίσια. Ορθά και εύλογα λοιπόν διαπιστώθηκε η κυπριακή καταγωγή του αιτητή εκ πατρογονίας, όσο και του πατέρα του. Συμπέρασμα που βρίσκει νομικό έρεισμα τόσο στον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο όσο και στη Συνθήκη.
Η ενδιάμεση απόφαση στην Θεοδούλου δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, παρά το κοινό πραγματικό υπόβαθρο, και διακρίνεται από την παρούσα καθότι η κλήση προς στράτευση αντικρίστηκε εκεί μόνο από την σκοπιά της «υπηκοότητας» ή της ιδιότητας του πολίτη κατόπιν γέννησης ή καταγωγής, χωρίς οποιοδήποτε αντίλογο, ενώ δεν συζητήθηκε η πτυχή της κυπριακής καταγωγής του αιτητή και του πατέρα του.
Διαζευκτικά με τον λόγο ουσίας που ανάγεται στην ερμηνεία του Νόμου, προβλήθηκαν και λόγοι αντισυνταγματικότητας. Ο αιτητής υποστηρίζει ότι ο Νόμος, όπως ερμηνεύτηκε από τους καθ' ων η αίτηση, παραβιάζει την αρχή της ισότητας (άρθρο 28 του Συντάγματος), το άρθρο 32 του Συντάγματος, βάσει του οποίου οι αλλοδαποί πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, την Αρχή του διεθνούς δικαίου που απαγορεύει στα κράτη να επιβάλουν στράτευση σε αλλοδαπούς που ζουν στη χώρα και τη Συνθήκη της Χάγης (ημερομηνίας 12.4.1930) που τέθηκε σε ισχύ το 1937 με την οποία δεσμεύτηκε και η Κυπριακή Δημοκρατία (Πρωτόκολλο Σχετικά με τη Στρατιωτική Υποχρέωση σε Ορισμένες Περιπτώσεις της Διπλής Ιθαγένειας).
Είναι πάγια νομολογημένο ότι ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα πρέπει να προσδιορίζονται ειδικά, με σαφήνεια και πληρότητα και να αναφέρονται στα άρθρα του νόμου και ειδικά σε ποιό άρθρο του Συντάγματος προσκρούουν. Στις γραπτές αγορεύσεις της συνηγόρου του αιτητή αναλύεται με την αναγκαία δικονομική επάρκεια μόνο η παραβίαση του άρθρου 198 του Συντάγματος, καθώς και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ζητήματα με τα οποία θα ασχοληθώ στη συνέχεια.
Η ευπαίδευτη συνήγορος εισηγείται ότι ο ορισμός του «πολίτη της Δημοκρατίας» για σκοπούς του Νόμου αντιστρατεύεται το άρθρο 198 του Συντάγματος, το οποίο καθορίζει την απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας και έχει ως εξής:
«ΑΡΘΡΟΝ 198
1.Αι επόμεναι διατάξεις ισχύουσι, μέχρις ου ψηφισθή νόμος περί ιθαγενείας περιλαμβάνων τας διατάξεις ταύτας:
(α) παν θέμα αναφερόμενον εις την ιθαγένειαν, διέπεται υπό των διατάξεων του παραρτήματος Δ΄της συνθήκης εγκαθιδρύσεως, και
(β) ο γεννώμενος εν Κύπρω κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ή μετ΄ αυτήν, αποκτά δια της γεννήσεως την ιθαγένειας της Δημοκρατίας, εάν ο πατήρ αυτού είχεν αποκτήσει την ιθαγένειαν της Δημοκρατίας κατά την ημερομηνία ταύτην ή θα απέκτα τοιαύτην ιθαγένειαν δυνάμει των διατάξεων του Παραρτήματος Δ΄της συνθήκης εγκαθιδρύσεως, εάν δεν είχεν αποθάνει.
2. Εν τω παρόντι άρθρω «συνθήκη εγκαθιδρύσεως» σημαίνει την συνθήκην μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας, την αναφερομένην εις την εγκαθίδρυσην της Δημοκρατίας της Κύπρου.»
Στο άρθρο 2 του Παραρτήματος Δ της Συνθήκης γίνεται αναφορά σε αυτούς που αυτόματα γίνονται «Πολίτες της Δημοκρατίας». Η έννοια ωστόσο του «πολίτη της Δημοκρατίας», στο άρθρο 2 του Νόμου, είναι διαφορετική και περιλαμβάνει και πρόσωπο που έχει άλλη ιθαγένεια, αλλά είναι κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας ή μητρογονίας (σύμφωνα με το Παράρτημα Δ της Συνθήκης). Συνεπώς ο Νόμος, κατά την εισήγηση του αιτητή, διευρύνει την ιδιότητα του «πολίτη της Δημοκρατίας» σε πρόσωπα που δεν απολαμβάνουν αυτή την ιδιότητα από τη γέννηση τους, και δεν είναι πολίτες της Δημοκρατίας για τους σκοπούς του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν. 14(Ι)/2002) που ρυθμίζει την ιθαγένεια βάσει του Συντάγματος. Επιχειρηματολογεί ότι η ιθαγένεια ποτέ δεν επιβάλλεται και ότι η στρατιωτική θητεία είναι πάντα συνυφασμένη με την υπηκοότητα/ιθαγένεια.
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, από την άλλη πλευρά, επισημαίνει ότι σκοπός του Άρθρου 198 του Συντάγματος ήταν να διασφαλίσει τη συμπερίληψη σε οποιονδήποτε ψηφισθέντα περί Ιθαγενείας νόμο, τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εν λόγω Άρθρου, χωρίς ωστόσο να αποκλείει τη συμπερίληψη σε οποιοδήποτε τέτοιο νόμο πρόσθετων διατάξεων που θα επεκτείνουν το δικαίωμα απόκτησης της κυπριακής ιθαγένειας. Παραπέμπει συναφώς στα άρθρα 3, 4, 5 και 6 του καταργηθέντος περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 43/67, και στα άρθρα 108, 109, 110 και 111 του ισχύοντος περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), επισημαίνοντας ότι ο Ν. 141(Ι)/2002 είναι σύμφωνος με το Άρθρο 198 του Συντάγματος. Στο βαθμό λοιπόν που ο Νόμος παραπέμπει στις πρόνοιες του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου ως προς την έννοια του «πολίτη της Δημοκρατίας» κρίνεται εξίσου συνταγματικός.
Οι πρόνοιες του Άρθρου 198 του Συντάγματος πράγματι διατηρήθηκαν και η έννοια τους επεκτάθηκε μέσω της νομοθεσίας περί ιθαγένειας, ήτοι του καταργηθέντος περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου Ν.43/1967, των τροποποιητικών Νόμων και του ισχύοντος περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου.
Το άρθρο 3 του Ν.43/67 όριζε ως πολίτες της Δημοκρατίας:
«3. ... τα πρόσωπα τα οποία, κατά την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, απέκτησαν ή δικαιούνται να αποκτήσωσι την ιδιότητα του πολίτου της Δημοκρατίας δυνάμει των διατάξεων του Παραρτήματος Δ ή τα οποία μετά την ρηθείσαν ημερομηνίαν αποκτώσι την τοιαύτην ιδιότητα του πολίτου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.»
Ο Ν. 43/67 διέκρινε επίσης μεταξύ της απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη δυνάμει γεννήσεως ή καταγωγής από την μια και δυνάμει εγγραφής από την άλλη.
Στη συνέχεια ο καταργητικός Ν.141(Ι)/02 περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος που τιτλοφορείται «ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΩΝ, ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ, ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ, ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΕΙΣΑΓΕΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΩΝ/ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ» περιέχει τις ακόλουθες πρόνοιες:
«2.-(1) ...................................
«Κύπριος» σημαίνει πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας και περιλαμβάνει πρόσωπο του οποίου ο γονέας ή οι γονείς είναι κυπριακής καταγωγής.
.......................................
108. Πολίτες της Δημοκρατίας είναι τα πρόσωπα τα οποία κατά την ημερομηνία της έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού απέκτησαν ή δικαιούνται να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας ή τα οποία μετά τη ρηθείσα ημερομηνία αποκτούν την ιδιότητα του πολίτη σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή με βάση το Παράρτημα Δ' της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου.»
Σημαντικό είναι και το άρθρο 60, στο Πρώτο Μέρος του Τρίτου Κεφαλαίου του εν λόγω Νόμου που αφορά στην «Εγγραφή Κατοίκων Μητρώα Δελτίων Ταυτοτήτων»:-
60.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 84, τα ακόλουθα πρόσωπα που βρίσκονται στη Δημοκρατία θα εγγράφονται σύμφωνα με τον τρόπο που προνοείται στον παρόντα Νόμο:
(α) «Πολίτες της Δημοκρατίας». Πολίτες της Δημοκρατίας είναι τα πρόσωπα τα οποία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού απέκτησαν ή δικαιούνται να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας,
(β) πρόσωπα των οποίων ο πατέρας ή η μητέρα είναι κυπριακής καταγωγής όπως καθορίζεται στο Νόμο αυτό,
(γ) αλλοδαποί νόμιμοι κάτοικοι Κύπρου, ανεξάρτητα αν έχουν τη μόνιμη ή προσωρινή διαμονή τους.
(2) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) πιο πάνω, μπορούν να εγγραφούν σύμφωνα με τον τρόπο που προνοείται στο Νόμο αυτό, έστω και αν δεν κατοικούν στη Δημοκρατία.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)
Ο περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος διακρίνει σαφώς μεταξύ αλλοδαπών και κυπρίων, όπως ο αιτητής, που έλκει κυπριακή καταγωγή εκ πατρογονίας ή μητρογονίας, αλλά και μεταξύ «πολιτών της Δημοκρατίας» και «προσώπων κυπριακής καταγωγής».
Ο Νόμος 19(1)/2011 είναι απόλυτα συμβατός με τις πιο πάνω πρόνοιες και κατ΄ επέκταση προδήλως συνταγματικός στο βαθμό που παραπέμπει στον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου σχετικά με την απόκτηση ή του δικαιώματος να αποκτήσει κάποιος την κυπριακή υπηκοότητα. Ο ορισμός όμως του «πολίτη της Δημοκρατίας» περιλαμβάνει και πρόσωπο του οποίου ο πατέρας ή μητέρα είναι κυπριακής καταγωγής, συμπερίληψη που υπάρχει και στον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο. Συνεπώς δεν διακρίνω οποιαδήποτε αντίθεση μεταξύ του Άρθρου 198 του Συντάγματος και του Νόμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ορισμός του «πολίτη της Δημοκρατίας» ώστε να περιλαμβάνει και πρόσωπα κυπριακής καταγωγής, τέθηκε για πρώτη φορά στο Νόμο με τον τροποποιητικό του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου, Ν.22/78, ο οποίος προνοούσε σχετικά τα ακόλουθα:
«2. ......................................
΄πολίτης της Δημοκρατίας' σημαίνει πολίτην της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει πρόσωπον Κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας, ήτοι -
(α) πρόσωπον, το οποίον κατέστη Βρεττανός υπήκοος δυνάμει των περί Προσαρτήσεως της Κύπρου Διαταγμάτων εν Συμβουλίω του 1914 έως 1943 ή
(β) πρόσωπον, το οποίον εγεννήθη εν Κύπρω κατά ή μετά την 5ην Νοεμβρίου, 1914, καθ΄ ον χρόνον οι γονείς αυτού διέμενον συνήθως εν Κύπρω ή
(γ) εξώγαμον ή νόθον τέκνον του οποίου η μήτηρ κατείχε κατά τον χρόνον της γεννήσεως αυτού τα προσόντα τα αναφερόμενα εν τη άνω παραγράφω (α) ή (β) του παρόντος ορισμού ή
(δ) πρόσωπον καταγόμενον εξ αρρενογονίας εκ προσώπου οίον αναφέρεται εν τη άνω παραγράφω (α) ή (β) ή (γ) του παρόντος ορισμού».
Η συμβατότητα της πρόνοιας αυτής με το Άρθρο 198 Συντάγματος κρίθηκε στην απόφαση The Republic of Cyprus, through the Ministers of Interior and Defence v. Symeon Drousiotis and Others (1981) 3 C.L.R 623. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«We have eventually been persuaded, however, by counsel for the appellant that when section 2(b) of Law 22/78 is construed in accordance with its true meaning and effect it should not be regarded as a Law intended to make provision about citizenship of the Republic but, merely, as a Law extending the notion of "citizen of the Republic", which is found in section 4(1) of Law 20/64, only for the purposes of such Law; in other words, those foreign nationals, such as the present respondents, who are descended in the male line from persons born in Cyprus are not rendered, ipso facto, by means of section 2(b) of Law 22/78, citizens of the Republic, but are only burdened with the obligation to serve in the National Guard in the same manner as citizens of the Republic; therefore, it is only for the purposes of the National Guard legislation that they are treated as being citizens of the Republic and this is done in a descriptive manner not affecting their citizenship status at all.
Even assuming, therefore, that we were to hold that, in view of Article 198 of the Constitution, only a Law of citizenship can make provision about the status as such of a citizen of the Republic, and that any other Law purporting to do so would be unconstitutional as being contrary to Article 198, above, we are of the view that section 2(b) of Law 22/78 is not contrary to Article 198, because it is not at all a legislative provision related to the status of Cyprus citizens; it is only a legislative drafting device which has been resorted to in order to bring within the ambit of the description of Cyprus citizens, for the purposes only of Law 20/64, certain persons who are not, from the point of view of national status, citizens of the Republic, even though they are descended in the male line from Cypriots.
In any case, in our view, Article 198 does not go so far as to exclude the making of provision about Cyprus citizenship by a Law which is not the Law of citizenship envisaged by such Article. All that Article 198 provides is that certain provisions, which are referred to therein, including the provision of Annex D to the Treaty of Establishment, shall have effect until a Law of citizenship is made incorporating such provisions, and since this has been done by means of Law 43/67, there is nothing to prevent the Legislature from making further provisions about citizenship by means of any other Law or for the particular purposes of any other Law.»
Η επίκληση των διατάξεων του Πρωτοκόλλου Σχετικά με τη Στρατιωτική Υποχρέωση σε Ορισμένες Περιπτώσεις της Διπλής Ιθαγένειας, δεν βοηθά την υπόθεση του αιτητή, αφού αφορά αποκλειστικά τις περιπτώσεις προσώπων με διπλή ιθαγένεια (βλ. Υπόθεση αρ. 102/2010, Δημήτρης Γιάγκου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30.4.2010), ενώ στην παρούσα ο αιτητής έχει μόνο μια ιθαγένεια, τη βρετανική.
Προβάλλεται, τέλος, ότι επειδή ο αρχικός βασικός περί της Εθνικής Φρουράς Νόμος Ν.20/64, εναποθέτει την εξουσία για ίδρυση της Εθνικής Φρουράς ως σώματος στην εκτελεστική εξουσία, και συγκεκριμένα στο Υπουργικό Συμβούλιο, και επειδή το Υπουργικό Συμβούλιο άσκησε τις αρμοδιότητες του με την έκδοση του Διατάγματος 130, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 4.6.1964, με το οποίο διατάχθηκε ο σχηματισμός της Εθνικής Φρουράς «συνιστάμενης και λειτουργούσας επί τη βάσει των διατάξεων του προρηθέντος Νόμου», ήτοι μόνο από στρατεύσιμους «πολίτες της Δημοκρατίας» (κατά το άρθρο 3(2) του Ν.20/64), εν τη εννοία του Συντάγματος, η μετέπειτα από τη νομοθετική εξουσία διεύρυνση/τροποποίηση της συγκρότησης της Εθνικής Φρουράς και από άτομα με άλλες ιδιότητες (Ν.19(Ι)/2011), είναι ανεπίτρεπτη γιατί έρχεται σε αντίθεση με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η αλλαγή αυτή μόνο με νέα απόφαση του αρμοδίου οργάνου, δηλαδή του Υπουργικού Συμβουλίου, μπορούσε να επιτευχθεί.
Ούτε αυτός ο λόγος κρίνεται βάσιμος. Η Εθνική Φρουρά μπορεί να ιδρύθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το 1964, αλλά ιδρύθηκε βάσει Διατάγματος το οποίο προέβλεπε μάλιστα ότι θα «λειτουργεί βάσει οποιουδήποτε Νόμου ήθελε αντικαταστήσει το Νόμο περί Εθνικής Φρουράς». Συνεπώς το ίδιο το Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο παρέπεμπε στον αρχικό Νόμο, προέβλεπε για τη δυνατότητα νομοθετικής επέμβασης ή τροποποίησης από τη νομοθετική εξουσία.
Η ανάμειξη της Βουλής άμεσα ή έμμεσα και κάτω από οποιοδήποτε μανδύα σε αρμοδιότητα αναγόμενη στην Εκτελεστική Εξουσία εκ του Συντάγματος, αποκλείεται. Εδώ, το Υπουργικό Συμβούλιο διέταξε το σχηματισμό της Εθνικής Φρουράς, ασκώντας όχι την αποκλειστική αρμοδιότητα του βάσει του Συντάγματος, αλλά βάσει των εξουσιών με τις οποίες περιβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 3 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου του 1964. Συνεπώς δεν υπήρξε οποιαδήποτε επέμβαση με το Νόμο στο πεδίο των συνταγματικών αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας, ούτε εκφεύγει ο Νόμος των ορίων της, δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος, νομοθετικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Εξάλλου το άρθρο 74 του Νόμου που βρίσκεται στις τελικές διατάξεις του ΜΕΡΟΥΣ ΧΙΙ ορίζει ότι:
«74.(1) Με την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, οι περί της Εθνικής Φρουράς Νόμοι του 1964 έως 2008, καταργούνται.
(2) Όλοι οι Κανονισμοί, τα Διατάγματα, οι Αποφάσεις και οι Γνωστοποιήσεις που εκδόθηκαν με βάση τους καταργηθέντες νόμους, λογίζεται ότι εκδόθηκαν με βάση τον παρόντα Νόμο και εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, μέχρις ότου τροποποιηθούν ή ανακληθούν, ως εάν είχαν εκδοθεί με βάση τον παρόντα Νόμο.
(3) Κάθε εξουσιοδότηση, έγκριση ή άλλη πράξη που έγινε από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Υπουργό ή τον Αρχηγό ή άλλη αρχή, με βάση τους καταργηθέντες νόμους ή τους Κανονισμούς που εκδόθηκαν με βάση αυτούς, λογίζεται ότι έγιναν με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.»
Συνεπώς υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια και ενσωμάτωση των προνοιών του Ν.20/64 στο Νόμο. Επισημαίνω σχετικά και την αναφορά στο άρθρο 4 του Νόμου στη συνέχιση της υπόστασης της Δύναμης, ενώ οι εξουσίες του Υπουργού που προβλέπονταν από το καταργηθέν άρθρο 3Α του Ν.20/64, διατηρούνται.
Καταλήγω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης. Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με συμφωνηθέντα έξοδα €700 υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου