ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Σ. Αγγελίδης για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια. Α. Ζερβού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Καθ΄ου η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-06-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΤΕΛΗ ΧΑΣΑΠΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1346/2012, 12/6/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D421

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ.  1346/2012  )

 

 

12 Ιουνίου 2015

 

 

[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΠΑΝΤΕΛΗ ΧΑΣΑΠΗ

Αιτητή

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ΄ου η Αίτηση.

_________

 

Σ. Αγγελίδης για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια.

Α. Ζερβού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για το Καθ΄ου η Αίτηση.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ:  Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης μιας οικοδομής (κατοικίας) στην Κοινότητα Γαλάτας.  Πολεοδομική Αρχή για την περιοχή είναι, κατ΄εξουσιοδότηση, ο Επαρχιακός Λειτουργός Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λευκωσίας (εν τοις εφεξής «η Πολεοδομική Αρχή»).

 

Στις 2.6.2003 υπέβαλε προς την Πολεοδομική Αρχή την πολεοδομική αίτηση με αρ. ΛΕΥ/1255/2003 για προσθήκη ενός διαμερίσματος στον β'  όροφο της εν λόγω υφισταμένης οικοδομής, οπότε και του χορηγήθηκε στις 20.11.2003 σχετική πολεοδομική άδεια.  Ο αιτητής όμως δεν προχώρησε σε οικοδομικές εργασίες εντός της τριετούς περιόδου ισχύος των πολεοδομικών αδειών, όπως αυτή καθορίζεται δια του άρθρου 28(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (Ν. 90/1972, όπως τροποποιήθηκε) (εν τοις εφεξής ο «Νόμος»).  Μια αίτηση του για χορήγηση Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών, απερρίφθη από την Πολεοδομική Αρχή επειδή δεν είχαν αρχίσει οικοδομικές εργασίες.

 

Στις 13.10.2010 υπέβαλε νέα αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας, η οποία, όμως, αυτή τη φορά απερρίφθη από την Πολεοδομική Αρχή για τους ακόλουθους λόγους[1]:

 

«(α)         Η εν λόγω τριώροφη οικοδομή δεν συνάδει με τις πρόνοιες των υποπαραγράφων (β), (γ) και (δ) της παραγράφου 3.5.11 του Κεφαλαίου 3 της τροποποιημένης Δήλωσης Πολιτικής.

 

(β) Η ανέγερση οικοδομής με υπόστεγο χώρο στάθμευσης με υποστυλώματα τύπου πιλοτής (pilotis) δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή στη συγκεκριμένη περιοχή γιατί δεν συνάδει με τις πρόνοιες της παραγράφου 10.4.5 του Κεφ. 10 της Δήλωσης Πολιτικής.

 

(γ)  Η προτεινόμενη οικοδομή δεν συνάδει με τις κατευθυντήριες γραμμές για την αισθητική και ποιοτική βελτίωση του δομημένου περιβάλλοντος ούτε εναρμονίζεται με τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της περιοχής λόγω της διαμόρφωσης της πιλοτής.»

 

Στη συνέχεια ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 31 του Νόμου, η οποία συνεπάγεται τόσο έλεγχο της νομιμότητας, όσο και της ουσίας της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής.

 

Σημειώνεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε την εξουσία του κατά το άρθρο 31 σε Υπουργική Επιτροπή (εν τοις εφεξής  «η Υπουργική Επιτροπή») η οποία αποτελείται από τους Υπουργούς Εσωτερικών (Πρόεδρο), Συγκοινωνιών και Έργων και Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως[2]

 

Ανέφερε ο αιτητής στην εν λόγω ιεραρχική προσφυγή (Παράρτημα 2 στην Ένσταση) τα ακόλουθα:

 

«α)   Κατέχω τρεις (3) άδειες οικοδομής[3] για τον εν λόγω όροφο οι οποίες έληξαν λόγω του ότι δεν μπόρεσα να αρχίσω εργασίες ανέγερσης λόγω οικονομικών δυσκολιών.

 

Όταν έληγε η μια άδεια υπέβαλλα νέα αίτηση με τα σχετικά έγγραφα και μου παραχωρείτο, αφού πλήρωνα το ανάλογο τίμημα, η νέα άδεια και ούτω καθεξής.

 

Απόδειξη των όσων αναφέρω υποβάλλω τις δύο (2) τελευταίες άδειες οικοδομής με ημερομηνίες:

 

α) 9/9/87

β) 27/10/2004

 

Με έκπληξη μου πληροφορήθηκε ότι η Πολεοδομική Αρχή αρνήθηκε την επανέκδοση νέας πολεοδομικής άδειας προβάλλοντας ανυπόστατους ισχυρισμούς, δημιουργώντας μας αναίτια προβλήματα και ταλαιπωρίες.

 

Είναι παράλογο η ίδια Πολεοδομική Αρχή, για τα ίδια ακριβώς σχέδια οικοδομής, να παραχωρούσε διαδοχικά άδειες οικοδομής χωρίς καμιά δυσκολία και τώρα να αρνείται την επανέκδοση της ίδιας άδειας!!

 

Παρακαλώ όπως αρθεί η εις βάρος μου αδικία.  Αρκετά ταλαιπωρήθηκα άδικα!»

 

Ακολούθως, το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού έλαβε υπόψιν έκθεση που λήφθηκε από την Πολεοδομική Αρχή (Παράρτημα 3 στην Ένσταση), τις απόψεις/εισηγήσεις του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (Παράρτημα 4 στην Ένσταση) και του Επάρχου Λευκωσίας (Παράρτημα 5 στην Ένσταση), ετοίμασε σχετικό Σημείωμα με αρ. 86/10 (Παράρτημα 6 στην Ένσταση) το οποίο υπέβαλε προς την Υπουργική Επιτροπή.

 

Η εν λόγω έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής (Παράρτημα 3) στην οποία λαμβάνονται υπόψιν τα επιχειρήματα του αιτητή, καταλήγει με εισήγηση για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής με βάση το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«8.     Σχόλια και απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής αναφορικά με τα επιχειρήματα και εισηγήσεις του Προσφεύγοντος

 

(α)     Για την αιτούμενη προσθήκη διαμερίσματος το β' όροφο υφιστάμενης οικοδομής υποβλήθηκε μόνο μια αίτηση με αρ. Φακ. ΛΕΥ/1255/2003 και χορηγήθηκε μόνο μια Πολεοδομική Άδεια στις 20/11/2003. Από τη μελέτη του εν λόγω φακέλου διαπιστώθηκε ότι στην απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής δεν γίνεται αναφορά ούτε και τεκμηριώνεται η απόφαση της σε σχέση με τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάπτυξης με βάση τις οποίες καθορίζονται οι προϋποθέσεις για έγκριση τριώροφης οικοδομής και σε σχέση με τις πρόνοιες της παραγράφου 10.4.5 του Κεφαλαίου 10 της Δήλωσης Πολιτικής όσον αφορά την ανέγερση οικοδομής σε πιλοτή. Η παρούσα αίτηση αφορά νέα αίτηση και η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής αφορά νέα διοικητική πράξη η οποία πρέπει να συνάδει και να τεκμηριώνεται με βάση τις πρόνοιες του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης. Όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 6 πιο πάνω, συγκεκριμένες πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής δεν ικανοποιούνται.

 

(β)     Ο αιτητής μόνο μια φορά ζήτησε Πιστοποιητικό Έναρξης Εργασιών, για την πιο πάνω πολεοδομική άδεια το οποίο απορρίφθηκε στις 27/12/2006.

 

(γ)     Μετά από επανεκτίμηση των δεδομένων της περιοχής διαπιστώθηκε ότι η προτεινόμενη οικοδομή θα επηρεάσει δυσμενώς τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της περιοχής όσον αφορά τον όγκο της όλης οικοδομής και το ύψος του υπόστεγου χώρου. (Δεν υπάρχουν άλλες τριώροφες οικοδομές στην περιοχή.) Σημειώνεται ότι το υπό ανάπτυξη τεμάχιο βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από τα τεμάχια που βρίσκονται στα ανατολικά του, με αποτέλεσμα η προσθήκη του ορόφου να επηρεάσει δυσμενώς τις ανέσεις των κατοικία που βρίσκονται σε αυτά.

 

(δ)     Η Πολεοδομική Αρχή επανεξετάζοντας επισταμένα την εν λόγω αίτηση διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες για τη διαμόρφωση διαμερίσματος στον υπόστεγο χώρο, αφού αυτό διέθετε το ανάλογο ύψος, ικανοποιώντας έτσι της ανάγκες του αιτητή για δεύτερη οικιστική μονάδα.»

 

 

Ο Έπαρχος Λευκωσίας απάντησε με το Παράρτημα 5, περιοριζόμενος να πει πως συμφωνεί με τους λόγους για τους οποίους η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση και ενόψει τούτου δεν συνέστησε τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Όμως, ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, στο Παράρτημα 4, διαφώνησε με τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής, καταγράφοντας τη δική του θεώρηση επί των ζητημάτων που αποτέλεσαν τους λόγους άρνησης της άδειας και εισηγήθηκε την αποδοχή της ιεραρχικής προσφυγής, ώστε η Πολεοδομική Αρχή να επανεξέταζε την αίτηση στα πλαίσια των προϋποθέσεων που εισηγήθηκε στο Παράρτημα 4.  Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι, εάν οι προϋποθέσεις αυτές δεν γίνονταν αποδεκτές από τον αιτητή, θα έπρεπε η ιεραρχική προσφυγή ν΄απορριφθεί, αφού διορθωθούν αναλόγως οι λόγοι άρνησης.

 

Στις 21.5.2012 έλαβε χώρα προπαρασκευαστική, αρχικά, συνεδρίαση της Υπουργικής Επιτροπής, με παρόντες τους Υπουργούς Εσωτερικών, Συγκοινωνιών και Έργων και Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, παρευρέθησαν δε, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, η Αν. Διευθύντρια και λειτουργοί του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όπως και λειτουργοί του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και του Υπουργείου Εσωτερικών.  Στο σχετικό πρακτικό (Παράρτημα 7 στην Ένσταση) καταγράφεται ότι οι υπηρεσιακοί παράγοντες παρουσίασαν τις ιεραρχικές προσφυγές, έθεσαν ενώπιον της Επιτροπής τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους με τα σχετικά έγγραφα (έκθεση Πολεοδομικής Αρχής, απόψεις της Αν. Διευθύντριας Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και άλλων Αρχών, σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, κ.α.), έδωσαν τις επεξηγήσεις και διευκρινίσεις σε τεχνικά και άλλα θέματα που ήγειραν τα Μέλη της Επιτροπής και απεχώρησαν.

 

Ακολουθεί, στο ίδιο Παράρτημα 7, το πρακτικό της συνεδρίασης της Επιτροπής χωρίς την παρουσία υπηρεσιακών παραγόντων.  Εκεί καταγράφονται τα εξής:

 

«Μετά την αποχώρηση των υπηρεσιακών παραγόντων, η Υπουργική Επιτροπή προχώρησε στην εξέταση των ιεραρχικών προσφυγών που τέθηκαν στην ημερήσια διάταξη και κατέληξε σε απόφαση αναφορικά με την κάθε προσφυγή, όπως καταγράφεται πιο κάτω.  Σε περιπτώσεις που στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής γίνεται αναφορά στην ορθότητα της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής θεωρείται ότι η αιτιολογία της απόφασης της Αρχής και τα επιχειρήματα που διατυπώνουν οι αρχές που συμφωνούμε με την ανωτέρω απόφαση, αποτελούν την αιτιολογία της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής.

 

Ιεραρχική Προσφυγή του κ. Παντελή Χασάπη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, εναντίον απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να αρνηθεί τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας (αιτ. αρ. ΛΕΥ/2117/2010) για ανέγερση διαμερίσματος στο Β΄ όροφο υφιστάμενης οικοδομής, στη Γαλάτα (αρ. φακ. 5.33.4.2.394)

 

Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα με αρ. 86/10 του Υπουργείου Εσωτερικών και, αφού εξέτασε τα πραγματικά και νομικά γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την υποβληθείσα αίτηση, την απόφαση και τα επιχειρήματα της Πολεοδομικής Αρχής, τις απόψεις/εισηγήσεις της Αν. Διευθύντριας Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, η οποία κατά το στάδιο της προπαρασκευαστικής συνεδρίας της Επιτροπής τροποποίησε τις απόψεις της και εισηγήθηκε απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής, τις απόψεις του Επάρχου Λευκωσίας, καθώς επίσης και τους λόγους που επικαλέστηκε ο αιτητής για υποστήριξη της Ιεραρχικής Προσφυγής, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και της Δήλωσης Πολιτικής.»

 

Ακολούθησε η κοινοποίηση προς τον αιτητή απορριπτικής απόφασης με επιστολή ημερομηνίας 20.6.2012  (Παράρτημα 8 στην Ένσταση) και η παρούσα προσφυγή στα πλαίσια της οποίας ο αιτητής προώθησε τους ακόλουθους νομικούς ισχυρισμούς οι οποίοι και εξετάζονται κατά σειρά.

 

1.    Μη άρτιο πρακτικό Παράρτημα 7 - Σύνθεση Υπουργικής Επιτροπής.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι το Παράρτημα 7 δεν αποτελεί πλήρες πρακτικό, αφού δεν προκύπτει τι λέχθηκε στην προπαρασκευαστική συνεδρία, ούτε φαίνεται πώς επηρέασαν οι «επεξηγήσεις και διευκρινίσεις».  Επίσης δεν προκύπτει κατά πόσον ήταν τα κατά Νόμο μέλη της Υπουργικής Επιτροπής παρόντα μετά τη λεγόμενη «προπαρασκευαστική» συνεδρίαση.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε στο άρθρο 24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999), που επιβάλλει στα διοικητικά όργανα υποχρέωση τήρησης αρτίων πρακτικών και σε σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία η τήρηση αρτίων πρακτικών συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου.

 

Παρέπεμψε ειδικότερα στην υπόθεση Ανδρέας Χριστοφορίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 778/2010, ημερομηνίας 23.1.2012, στην οποία κρίθηκε ότι τα πρακτικά της Υπουργικής Επιτροπής δεν ήταν επαρκή και άρτια, κατά παράβαση των άρθρων 21-24 του Ν. 158(Ι)/1999 που διέπουν τα της σύνθεσης και των συνεδριών συλλογικού οργάνου (άρθρο 21), της αλλαγής στη σύνθεση (άρθρο 22), της απαρτίας (άρθρο 23) και της τήρησης πρακτικών (άρθρο 24).  Τόνισε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή την αναφορά του Δικαστηρίου ότι η λήψη απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής από το Υπουργικό Συμβούλιο (ήτοι, κατ΄εξουσιοδότηση από την Υπουργική Επιτροπή) προϋποθέτει ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών του και συζήτηση του θέματος από το Σώμα, με συλλογική σύνθεση.  Συνεπώς, συνεχίζει το Δικαστήριο, ήταν επιβεβλημένο η Υπουργική Επιτροπή να συζητήσει ως Σώμα τις διάφορες θέσεις των εμπλεκομένων τμημάτων, αλλά και τις ενστάσεις των αιτητών προτού λάβει απόφαση, εφόσον «η συλλογικότητα της απόφασης του αποφασίζοντος οργάνου και κατ΄επέκταση ο έλεγχος της νομιμότητας της διασφαλίζεται όταν έχουμε τα δεδομένα τα οποία λήφθηκαν υπόψιν και παράλληλα έχουμε καταγραμμένη την εισήγηση και γνώμη του καθενός μέλους του και καταληκτικά τη λήψη απόφασης».

 

Όλα όμως τα παραπάνω λέχθηκαν ως συνέχεια της πρωταρχικής διαπίστωσης ότι στο σχετικό πρακτικό της Επιτροπής δεν είχε σημειωθεί κατά πόσο παρευρέθηκαν όλα τα μέλη, ποια από τα μέλη της ήταν παρόντα κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και ποιες οι απόψεις των μελών.

 

Είναι υπό το φως της πρωταρχικής εκείνης διαπίστωσης που πρέπει να διαβαστούν τα όσα επακολούθησαν.  Υπό την έννοια ότι αυτή τούτη η παράλειψη καταγραφής της παρουσίας ή μη των μελών, κατέστησε έωλη την καταγραφή, απλώς, της τελικής απόφασης, χωρίς να διαφαίνεται ο,τιδήποτε άλλο οδήγησε σε αυτή.

 

Εν προκειμένω, κατ΄αρχήν ο ισχυρισμός του αιτητή πως δεν προκύπτει ότι δεν ήταν παρόντα τα μέλη της Επιτροπής δεν ευσταθεί.  Ήδη η διαπίστωση αυτή διαφοροποιεί τα πράγματα από την υπόθεση Χριστοφορίδης.

 

Πέραν τούτου, εν προκειμένω, στα πρακτικά διατυπώνεται με σαφήνεια η απόφαση και καταγράφονται όσα έλαβε υπόψιν η Επιτροπή στα πλαίσια της δικής της έρευνας (περιλαμβανομένης της έκθεσης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, Παράρτημα 4, ως προς την οποία όμως η Αν. Διευθύντρια τροποποίησε τις απόψεις της), υιοθετώντας την αιτιολογία της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής ως δική της αιτιολογία.  Όλες οι θέσεις ήταν αυτοτελώς ενώπιον της Επιτροπής, συνοψισμένες και στο Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών (Παράρτημα 6).  Δεν θεωρώ ότι η αρτιότητα των πρακτικών απαιτούσε την καταγραφή των ερωτήσεων και των απαντήσεων κατά την προπαρασκευαστική συνεδρία των υπουργών με τους υπηρεσιακούς παράγοντες.  Τα πρακτικά και τα έγγραφα στα οποία παραπέμπουν, ως στοιχεία της επίδικης απόφασης, καθιστούν εφικτό το δικαστικό έλεγχο, που είναι και το ζητούμενο.  Όπως ορθά εισηγήθηκε η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, η σχετική νομολογία στην οποία το Δικαστήριο παραπέμφθηκε, καταδεικνύει ότι η πληρότητα και αρτιότητα του πρακτικού συνδέεται με τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου.  Δεν είναι ζήτημα τυπολατρικό.

 

Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος δεν ευσταθεί.

 

2.   Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας για τη μεταβολή στάσης της Αν. Διευθύντριας Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε στην κωδικοποιηθείσα πλέον, δια του άρθρου 26(1)(β) του Ν. 158(Ι)/99, αρχή που επιβάλλει την αιτιολόγηση πράξεων που «είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενο τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμόδιου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου».

 

Με βάση αυτή την αρχή, εισηγήθηκε ότι η τροποποίηση των απόψεων της Αν. Διευθύντριας Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως θα έπρεπε να εξηγηθεί με ειδική αιτιολογία.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση απάντησε ότι το άρθρο 26 δεν είναι σχετικό, εφόσον η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη είναι η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής που είναι επαρκώς αιτιολογημένη.  Το γεγονός ότι η αρχική θέση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως άλλαξε κατά την άτυπη προπαρασκευαστική  διαδικασία, δεν επέδρασε στην τελική απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής. 

 

Η αναζήτηση απόψεων τρίτων, εξετάστηκε από τον Νικολάτο, Δ. (ως ήτο τότε) στην προαναφερθείσα υπόθεση Χριστοφορίδης εκ της οποίας προκύπτουν τα ακόλουθα.

 

Η αναζήτηση απόψεων στα πλαίσια ιεραρχικής προσφυγής δεν προβλέπεται είτε από το Νόμο είτε, ευθέως τουλάχιστον,  από τους κανονισμούς.  Σημειώνεται όμως ότι, κατά τον Καν. 7(5) παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στο Υπουργικό Συμβούλιο να αναθέσει σε Υπουργό ή Επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμα τους πριν εκδώσει την απόφαση του για την προσφυγή.  Ο Κανονισμός αυτός, όπως ερμηνεύθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.α. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξ αρχής στη διαδικασία και έχουν την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου.

 

Είναι, άλλωστε, γενική αρχή που καταγράφηκε στην Χριστοφορίδης με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 85 ότι «η αναζήτηση απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο δεν συνιστά απεμπόληση εξουσίας αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.»

 

Πάντως, ακόμα και όπου ρητά επιβάλλεται η αναζήτηση των απόψεων διαφόρων Κυβερνητικών Τμημάτων, ανάλογα με το αντικείμενο της αίτησης, από την Πολεοδομική Αρχή, βάσει του Καν. 6 των εν λόγω Κανονισμών, ως νομοθετική υποχρέωση μη συμμόρφωση προς την οποία καθιστά την απόφαση έκνομη, οι απόψεις του αρμοδίου Τμήματος δεν συναρτώνται με την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, ούτε καθίστανται παράγοντας μείζονος σημασίας για την άσκηση των εξουσιών της.  Αυτά αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Μυλωνάς ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 332, όπου ελέχθηκαν εν συνεχεία τα ακόλουθα:

 

«Η αποφασιστική αρμοδιότητα παραμένει στο Τμήμα Πολεοδομίας, όπως καθορίζει ο νόμος και ασκείται με αναφορά προς κάθε παράγοντα ουσιώδους σημασίας για την αξιολόγηση της αίτησης.»

 

Εξηγήθηκε εν κατακλείδι στην Μυλωνάς ότι οι απόψεις όλων των κυβερνητικών τμημάτων που είχαν ζητηθεί, ήτοι είτε ως εκ του νόμου υποχρέωση είτε στα πλαίσια ευρύτερης διερεύνησης, ήσαν ουσιώδεις παράγοντες με την έννοια που ο όρος ενέχει στο άρθρο 26(1) του Νόμου[4], υποκείμενοι καθηκόντως σε συνυπολογισμό και αξιολόγηση.

 

Αυτή την έννοια είχε η άποψη του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και ιδιαίτερα η διαφοροποίηση της η οποία τελικά ήταν και η άποψη που τέθηκε ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής ως (σύμφωνο) στοιχείο του φακέλου.  Ορθή κατά συνέπεια κρίνεται η εισήγηση ότι η αρχή του άρθρου 26(1)(β) του Ν. 1581/1999 δεν είναι σχετική και δεν απαιτείτο ειδική αιτιολογία.

 

 

 

 

3.   Παράβαση της Αρχής της Καλής Πίστης και Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης του Διοικουμένου προς τη Διοίκηση.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή εισηγήθηκε πως ο αιτητής είχε την πεποίθηση ότι, εφόσον ίσχυαν τα ίδια νομικά και πραγματικά δεδομένα όπως στο παρελθόν που του χορηγήθηκαν άδειες, θα του παρεχωρείτο και τώρα η άδεια που δεν κατάφερε τότε να υλοποιήσει για οικονομικούς και άλλους λόγους.

 

Ο Νόμος, σημείωσε και η πολιτική που ακολουθούσε η Πολεοδομία δεν είχε αλλάξει, όπως ούτε και τα αρχιτεκτονικά σχέδια.  Παρά ταύτα και παρά την εισήγηση του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως για υπό όρους χορήγηση νέας πολεοδομικής άδειας, δεν επελέγη η ολιγότερον επαχθής για τον διοικούμενο λύση, όπως επιβάλλει το άρθρο 52(3) του Ν. 158(Ι)/1999, εφόσον μάλιστα επηρεαζόταν το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, ένα βασικό συνταγματικό δικαίωμα.

 

Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε στην υπόθεση Γεωργία Παπαμιλτιάδους-Μπασίστα ν. ΚΟΤ, Υπόθεση Αρ. 61/1995, ημερομηνίας 29.11.1995, όπου κατ΄εφαρμογή της αρχής του estoppel, λέχθηκε με αναφορά σε ελληνική βιβλιογραφία και νομολογία, ότι η διοίκηση «δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, στις οποίες δεν συνέπραξε ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή για τον ιδιώτη πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και νομίμων συνεπειών που προκύπτουν από αυτήν».

 

Εν προκειμένω, κατέληξε, εφόσον είχε εγκριθεί από το 2003 η ίδια άδεια με βάση τα ίδια δεδομένα, δεν μπορούσε τώρα η διοίκηση να απορρίψει το καθόλα νόμιμο αίτημα του αιτητή, ενώ μπορούσε να αποδεχθεί την ιεραρχική προσφυγή υπό όρους, τους οποίους δεν εξέτασε η Επιτροπή Υπουργών.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση απάντησε, κατ΄αρχάς, ότι ο αιτητής δεν είχε εγείρει ζήτημα παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου στην ιεραρχική προσφυγή και συνεπώς, κατά πάγια νομολογία, λόγος μη προβληθείς κατ΄ένσταση, απαραδέκτως προβάλλεται κατά πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Όμως η ουσία της ιεραρχικής προσφυγής, που υπεβλήθη από τον ίδιο και όχι από δικηγόρο, είναι αυτό το ζήτημα που με σαφήνεια εγείρει.  Το παράπονο του έγκειται στην αδικία που αισθάνεται ως εκ της «παράλογης» απόφασης «η ίδια Πολεοδομική Αρχή για τα ίδια ακριβώς σχέδια οικοδομής να παραχωρούσε διαδοχικά άδειες οικοδομής, χωρίς καμιά δυσκολία και τώρα να αρνείται την επανέκδοση της ίδιας άδειας».

 

Επί της ουσίας η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση απάντησε ότι, όπως αναφέρεται στους λόγους άρνησης χορήγησης άδειας (Παράρτημα 1), η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν συνάδει με τις πρόνοιες των υποπαραγράφων (β), (γ) και (δ) της παραγράφου 3.5.11 του Κεφαλαίου 3 της Τροποποιημένης Δήλωσης Πολιτικής, ούτε με τις πρόνοιες των παραγράφων 10.4.5 και 10.2.2 του Κεφαλαίου 10 της Δήλωσης Πολιτικής.    Υπέδειξε και την αναφορά της Πολεοδομικής Αρχής στην έκθεσή της στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής (Παράρτημα 3, παράγραφος 8(α)), ότι κατά την έκδοση της προηγούμενης πολεοδομικής άδειας ΛΕΥ/1255/2003, δεν έγινε αναφορά ούτε και τεκμηριώθηκε η απόφαση σε σχέση με τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάπτυξης και της Δήλωσης Πολιτικής.

 

Συνέχισε εισηγούμενη ότι ως εκ των άνω, η προηγούμενη απόφαση ήταν νόμω εσφαλμένη και ότι το γεγονός πως η Πολεοδομική Αρχή είχε στο παρελθόν παραβιάσει τη νομοθεσία δεν την δέσμευε σε συνέχιση της παρανομίας της κατά την έκδοση νέων διοικητικών πράξεων.  Ούτε ετίθετο ζήτημα επιλογής, κατά το άρθρο 52 του Ν. 158(Ι)/1999.  Η διοίκηση δεν είχε εν προκειμένω διακριτική ευχέρεια επιλογής, αλλά, εφόσον διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου για χορήγηση άδειας, η μοναδική επιλογή ήταν να απορρίψει την αίτηση.

 

Αποδέχομαι τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση, σημειώνοντας ότι ο αιτητής δεν αμφισβήτησε με την ιεραρχική προσφυγή τη νομική ορθότητα της υπό κρίση διαπίστωσης της Πολεοδομικής Αρχής.  Ακόμα και στο Παράρτημα 4, που ο αιτητής επικαλέστηκε προς όφελός του, διαπιστώθηκε ότι η άδεια ΛΕΥ/1255/2003 εκ παραδρομής είχε χορηγηθεί.  Συνεπώς, δεν επρόκειτο για μια κατάσταση που δημιούργησε η διοίκηση εκ της οποίας προέκυψαν νόμιμες συνέπειες για τον πολίτη.  Η αρχή της καλής πίστης αποβλέπει στη διασφάλιση της σύμμετρης λειτουργίας των διοικητικών οργάνων και στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία (υπόθεση Γεωργία Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα, ανωτέρω,  Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191).  Σκοπό δεν έχει, ελέχθη στην Παπαφώτη, τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης και «δεν μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε  προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται». 

 

Αλλ΄ούτε και ωφελήματα, εν πάση περιπτώσει, προέκυψαν για τον αιτητή τα οποία να παραγνωρίζονται από την επίδικη απόφαση.  Η μη σύννομη χορήγηση άδειας για ανάπτυξη η οποία, για λόγους που αφορούν τον αιτητή, ουδέποτε υλοποιήθηκε, ούτε καν άρχισε, δεν του δημιουργεί κεκτημένο δικαίωμα να απαιτεί την ίδια μεταχείριση όπως προηγουμένως που παραβλέφθηκε ο νόμος.

 

4.   Στέρηση δικαιώματος ακρόασης.

 

Ήταν η θέση του αιτητή ότι θα έπρεπε να κληθεί για ν΄ακουστεί στην ιεραρχική προσφυγή που αποτελεί κατ΄ουσία μια διοικητική «δίκη», όπως το έθεσε χαρακτηριστικά ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, αλλά και να γνωρίζει τα όσα τέθηκαν εις απάντηση στην ιεραρχική προσφυγή του.

 

Επρόκειτο, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, για απόφαση δυσμενούς φύσεως και κατά πάγια αρχή της νομολογίας, που κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 43(1) του Ν. 158(Ι)/1000, κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης, έχει το δικαίωμα ακρόασης.  Οι τρεις αυτές αναφορές αφορούν τρεις χωριστές διαφορετικές περιπτώσεις, με τις λέξεις «άλλως πως» να τονίζουν το ξεχωριστό της τρίτης περίπτωσης (ΡΙΚ ν. Σπύρου Κέττηρου (2007) 3 ΑΑΔ 555).

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση δεν αμφισβήτησε ότι ο αιτητής είχε δικαίωμα ακρόασης.  Εισηγήθηκε, όμως, ότι είχε τη δυνατότητα να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς του με την ασκηθείσα ιεραρχική προσφυγή.  Παρέπεμψε δε σε νομολογία περί του ότι αρκεί γραπτή παράσταση χωρίς να απαιτείται προφορική ακρόαση.

 

Η εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του αιτητή, προφανώς χάριν τονισμού της ανάγκης για ακρόαση του επηρεαζομένου, ότι η ιεραρχική προσφυγή αποτελεί κατ΄ουσίαν διοικητική «δίκη», με τη διοίκηση και τον προσφεύγοντα σε ρόλους αντιδίκων και της Επιτροπής σε ρόλο τρίτου ανεξάρτητου κριτή, με το δέοντα σεβασμό δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Η απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια και η όλη διαδικασία παραμένει διοικητικής φύσεως, χωρίς να μετατρέπεται σε «δικαστική» διοικητική δράση, όπως ετέθη από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή.

 

Εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής είχε δικαίωμα ακρόασης, όπως, ως άνω, δεν αμφισβητήθηκε, όχι όμως δίκην δίκης αλλά εν τη εννοία της διοικητικής διαδικασίας.

 

Ρητά αναγνωρίζεται από το νόμο το δικαίωμα ακρόασης και στη περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής, εκτός αν η οικεία νομοθετική διάταξη ρητά επιτρέπει στο αρμόδιο όργανο να μην παρέχει τέτοιο δικαίωμα (άρθρο 43(5) του Νόμου 158(Ι)/1999).  Σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής σε σχέση με απόφαση πολεοδομικής αρχής, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7(4) το Υπουργικό Συμβούλιο (η Υπουργική Επιτροπή) εξετάζει την προσφυγή και κοινοποιεί την απόφασή του στο πρόσωπο που άσκησε την προσφυγή, αφού προηγουμένως, αν το κρίνει σκόπιμο, ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή.

 

Εν προκειμένω ο αιτητής είχε θέσει με απλότητα, πλην σαφώς, το λόγο της ιεραρχικής του προσφυγής.  Το παράπονο του συνίστατο στη διαφορετική μεταχείριση που έτυχε η νέα αίτησή του, ενώ τα δεδομένα παρέμεναν τα ίδια.  Η Υπουργική Επιτροπή είχε την ευχέρεια, αν το έκρινε σκόπιμο, να τον ακούσει περαιτέρω προς υποστήριξη του λόγου της προσφυγής του.  Προκύπτει ότι δεν το έκρινε σκόπιμο και δικαιολογημένα, εφόσον ο λόγος που επικαλέστηκε δεν συσχετιζόταν με οποιαδήποτε νομοτεχνική ή άλλη πτυχή της υπόθεσης που έχρηζε περαιτέρω διευκρίνισης ή υποστήριξης και μάλιστα σε αντιπαράθεση ή στα πλαίσια σύγκρισης με τις νομοτεχνικές διαπιστώσεις της Πολεοδομικής Αρχής οι οποίες, επαναλαμβάνω, δεν αμφισβητήθηκαν. 

 

Εν κατακλείδι, δεν θεωρώ ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του, το οποίο, υπό τις περιστάσεις που εξηγήθηκαν, άσκησε επαρκώς, χωρίς την ανάγκη περαιτέρω ακρόασης.  Σε ότι δε αφορά την εισήγηση ότι θα έπρεπε να γνωρίζει τα όσα τέθηκαν στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής, σημειώνεται ότι με βάση το άρθρο 43(6) του Νόμου 158(Ι)/1999 είχε δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λάβει γνώση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου.  Δεν το έπραξε, οπότε θα μπορούσε να παραπονεθεί σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματός του.

 

5.   Δικαίωμα ιδιοκτησίας

 

Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι, ενώ υπέβαλε ένα καθ΄όλα νόμιμο αίτημα που αφορούσε το δικαίωμα ιδιοκτησίας (Άρθρο 23 του Συντάγματος) και τη δυνατότητα απόλαυσης της γης του, τούτο απορρίφθηκε επειδή, μεταξύ άλλων, κατά πλάνη θεωρήθηκε ότι «η οικοδομή βρίσκεται στον πυρήνα του χωριού σε περιοχή που δεν υπάρχουν άλλες τριώροφες οικοδομές με ανάλογο ύψος» και τυχόν έγκριση της αίτησης «επηρεάζει τις ανέσεις, τη μορφολογία και το περιβάλλον της γειτονικής περιοχής».  Ενώ το τεμάχιο του αιτητή, αναφέρει ο δικηγόρος του, βρίσκεται σε οικιστική ζώνη όπου ο μέγιστος αριθμός ορόφων είναι τρεις και το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος οικοδομών 11.40 μ. και σε αραιοκατοικημένη περιοχή και όχι στον πυρήνα του χωριού, όπου η ανάπτυξη εκεί είναι πιο περιορισμένη.

 

Εκείνο που κατ΄αρχάς διαπιστώνεται είναι ότι, κάτω από το κεφάλαιο περί δικαιώματος ιδιοκτησίας, εισάγεται κατ΄ουσίαν ζήτημα πλάνης, όσο κι αν στη συνέχεια παρατίθεται, κατά γενικό τρόπο, νομολογία αναφορικά με το δικαίωμα ιδιοκτησίας και τις προϋποθέσεις νόμιμης αποστέρησης ή περιορισμού του, με κατάληξη την εισήγηση ότι παράνομα και αντισυνταγματικά απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή.

 

Εν πάση περιπτώσει, τέτοια θέματα και ειδικά ζήτημα πλάνης ως προς τα χαρακτηριστικά του κτήματος, δεν τέθηκαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής.  Όπως εξήγησε ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην υπόθεση Βάσος Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 1512, σε τέτοια περίπτωση, η εξέταση του Δικαστηρίου δεν θα ήταν αναθεωρητική της απόφασης του διοικητικού οργάνου, αλλά πρωτογενής.  Κατέληξε δε σχετικώς με τα εξής:

 

«Τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 σελ. 271 σύμφωνα με τα οποία απαραδέκτως προβάλλονται το πρώτον κατά την ακυρωτική διαδικασία λόγοι που δεν προβλήθηκαν στη διοίκηση "κατά ένστασιν ή αναθεώρησιν", μου φαίνονται σχετικά, (βλ. συναφώς και Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο -Π.Δ. Δαγτόγλου 2η έκδοση, σελ. 226).»

 

Πέραν της, τύποις και ουσία, πειστικής απόφασης του Κωνσταντινίδη, Δ., ακολούθησε και δεσμευτική νομολογία.  Στην υπόθεση Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342, που αφορούσε προσφυγή κατά απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκρινε ότι ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής δεν είχε εξετάσει λόγους ακύρωσης που οι εφεσείοντες δεν έθεσαν προς εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών στα πλαίσια της σχετικής ιεραρχικής προσφυγής.  Δίδοντας την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας ο Κραμβής, Δ., είπε σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Η νομιμότητα της απόφασης κρίνεται με αναφορά στα στοιχεία που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών είχε ενώπιόν της, σε συνάρτηση προς τους λόγους ακύρωσης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που ο παραπονούμενος (ενδιαφερόμενο πρόσωπο) έθεσε ενώπιόν της. Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Εν πάση περιπτώσει, θα προσθέσω χάριν πληρότητας ότι οι ισχυρισμοί περί πλάνης δεν τέθηκαν σε συνάρτηση και με παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου και αφέθηκαν χωρίς την απαιτούμενη επεξήγηση και τεκμηρίωση της θέσης ότι πρόκειται για πλάνη.

 

6.   Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας από πλευράς Υπουργικής Επιτροπής.  Πλάνη της Επιτροπής.

 

Τέλος, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν προέβη στην απαραίτηση έρευνα και δεν στάθμισε ορθά ότι το νομικό καθεστώς ήταν το ίδιο όπως όταν είχαν εγκριθεί οι αιτήσεις του.  Έπρεπε να καταγράψει ρητά γιατί θεώρησε ότι το έργο αφορά τώρα στον πυρήνα του χωριού, όπως επίσης ποίων κατοίκων επηρέαζε τις ανέσεις εάν πραγματοποιούσε τώρα όσα εγκρίθηκαν στο παρελθόν.

 

Θεωρώ ότι αυτά καλύπτονται από όσα ήδη έχουν κριθεί.  Το νομικό καθεστώς ήταν το ίδιο, αλλά η ουσία έγκειται στο ότι στο παρελθόν το νομικό τούτο καθεστώς είχε παραβιαστεί.  Οι δε τεχνοκρατικές εκτιμήσεις της Πολεοδομικής Αρχής δεν τέθηκαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής προς αναθεώρηση και συνεπώς, όπως ορθά εισηγήθηκε η δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση, η Υπουργική Επιτροπή δεν όφειλε να διερευνήσει τη βασιμότητα τέτοιων ισχυρισμών που τώρα απαραδέκτως, ως άνω, προβάλλονται.

 

Ένα γενικότερο παράπονο του αιτητή σ΄αυτά τα πλαίσια ήταν ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν προέβη σε καμιά δική της έρευνα, αλλ΄απλώς «σφράγισε» την πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών.

 

Το εύρος της έρευνας και της αιτιολογίας καθοριζόταν από τα πλαίσια που είχε θέσει ο αιτητής με την προσφυγή του.  Η Υπουργική Επιτροπή αφού έλαβε υπόψιν τα στοιχεία του φακέλου, που εν προκειμένω κατά θεμιτό τρόπο μπορούσαν να συμπληρώσουν την αιτιολογία, υιοθέτησε την αιτιολογία της Πολεοδομικής Αρχής λαμβάνοντας υπόψιν και τη διαφοροποίηση των απόψεων της Αν. Διευθύντριας του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

 

Πέραν τούτων, δεν απαιτείτο άλλη έρευνα ή ειδική αιτιολογία για μια περίπτωση όπου το αρμόδιο τεχνοκρατικό τμήμα, συμφωνούντων όλων όσοι ρωτήθηκαν ως έχοντες την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου, έκρινε, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι η προτεινόμενη οικοδομή δεν συνάδει με τη Δήλωση Πολιτικής.

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.

 

 

 

                                                        Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ¨Π



[1] Αντίγραφο της Γνωστοποίησης άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας επισυνάφθηκε ως Παράρτημα 1 στην Ένσταση των καθ΄ων η αίτηση.

 

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7(3) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμοί του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90 (εν τοις εφεξής «οι Κανονισμοί»), η ιεραρχική προσφυγή ασκείται με την εμπρόθεσμη κατάθεση στον Υπουργό Εσωτερικών εγγράφου που περιέχει τους προς υποστήριξη της προσφυγής λόγους και με την ταυτόχρονη κοινοποίηση αντιγράφου στην Πολεοδομική Αρχή.

 

[3] Εξ όσων γίνεται αντιληπτό, η αναφορά του αιτητή σε «τρεις άδειες οικοδομής», ενώ επεσύναψε δύο, εξηγείται εκ του ότι, ως είναι φανερό, περιλαμβάνει και την προαναφερθείσα πολεοδομική άδεια, ημερομηνίας 20.11.2003.

[4] Όχι όμως, ως άνω, ως παράγοντες μείζονος και αποφασιστικής σημασίας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο