ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου για τους Αιτητές. Γ. Σεραφείμ, για τους Καθ'ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-06-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΕΣΑΡΙΤΗΣ κ.α. ν. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1322/2011, 1323/2011, 1324/2011, 1325/2011, 1326/2011, 1327/2011, 1328/2011, 1329/2011, 1330/2011, 1331/2011, 1332/2011, 1333/2011, 11/6/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D417

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

11 Ιουνίου, 2015

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

 

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1322/2011-1333/2011

 

 

 

Υπóθεση Αρ. 1322/2011

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΕΣΑΡΙΤΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

Υπóθεση Αρ. 1323/2011

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

Υπóθεση Αρ. 1324/2011

 

 

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Υπóθεση Αρ. 1325/2011

 

 

ΠΟΛΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Υπóθεση Αρ. 1326/2011

 

 

ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

Υπóθεση Αρ. 1327/2011

 

 

ΠΑΝΙΚΟΣ ΜΑΣΟΥΡΑΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Υπóθεση Αρ. 1328/2011

 

 

ΝΙΚΟΣ ΑΓΚΑΣΤΙΝΙΩΤΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Υπóθεση Αρ. 1329/2011

 

 

ΤΑΣΟΣ ΞΥΡΙΧΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

Υπóθεση Αρ. 1330/2011

 

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΡΟΥΧΟΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Υπóθεση Αρ. 1331/2011

 

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΗ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Υπóθεση Αρ. 1332/2011

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

Υπóθεση Αρ. 1333/2011

 

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΥΜΕΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Γ. Αβρααμίδης για Πελαγίας, Χριστοδούλου, Βράχας, ΔΕΠΕ,

 για τους Αιτητές.

Γ. Σεραφείμ, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν την παράλειψη των                καθ'ων η αίτηση να προσδώσουν αναδρομική ισχύ στην προαγωγή           και ανέλιξη τους στις θέσεις Ενταγμένου Επίκουρου Καθηγητή (Προσφυγές Αρ. 1322/2011, 1326/2011, 1327/2011, 1332/2011, 1333/2011) και Ενταγμένου Ανώτερου Λέκτορα (Προσφυγές Αρ. 1323/2011, 1324/2011, 1325/2011, 1328/2011, 1329/2011, 1330/2011, 1331/2011).

 

Οι δώδεκα αυτές προσφυγές συνεκδικάστηκαν λόγω του κοινού πραγματικού και νομικού υπόβαθρου που παρουσιάζουν.

 

Το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) ιδρύθηκε με βάση τις πρόνοιες του περί Τεχνολογικού Πανεπιστήμιου Κύπρου Νόμου του 2003 (Ν. 198(Ι)/2003).

 

Στο άρθρο 27 του Νόμου προσφερόταν η δυνατότητα μεταφοράς του διδακτικού προσωπικού, των υπό ένταξη (στο ΤΕΠΑΚ) ιδρυμάτων, υπό όρους.

 

Κατονομάζονταν δε στο άρθρο 2 του Νόμου ως "δημόσιες σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης" το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, το Ανώτερο Ξενοδοχειακό Ινστιτούτο Κύπρου, η Νοσηλευτική Σχολή και το Δασικό Κολλέγιο.

 

Στις 11 Ιουλίου 2007, το ΤΕΠΑΚ, με επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών συμφώνησε με τους όρους ένταξης των υπαλλήλων του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου, της Νοσηλευτικής Σχολής και του Ανώτερου Ξενοδοχειακού Ινστιτούτου Κύπρου, όπως αυτοί διατυπώθηκαν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας.

 

Το ΤΕΠΑΚ στις 3 Δεκεμβρίου 2007 προσέφερε στους αιτητές διορισμό στη θέση Ενταγμένου Επίκουρου Καθηγητή και στη θέση Ενταγμένου Ανώτερου Λέκτορα, με ημερομηνία διορισμού τους την 1η Ιανουαρίου 2008.

 

Στις 21 Ιανουαρίου 2011, η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ, αποφάσισε τη σύσταση Τριμελούς Επιτροπής για να εξετάσει τις προτάσεις των τμηματικών επιτροπών για την αξιολόγηση και ανέλιξη των υφιστάμενων μελών ΔΕΠ στη βαθμίδα Ανώτερου Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή.

 

Σε κοινή συνεδρία των Προέδρων των Επιτροπών Αξιολόγησης για ανέλιξη των ενταγμένων μελών ΔΕΠ και των αντιπροσώπων των ενταγμένων μελών ΔΕΠ των επηρεαζόμενων τμημάτων, που πραγματοποιήθηκε στις 19 Απριλίου 2011, κατέληξαν στα κριτήρια ανέλιξης και αρχές Ιουνίου 2011, υποβλήθηκαν στην Τριμελή Επιτροπή Αξιολόγησης.

 

Η εν λόγω Επιτροπή εισηγήθηκε, στη Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ, να γίνουν δεκτές οι εισηγήσεις των τμηματικών επιτροπών για ανέλιξη των υπό κρίση μελών και ότι η ημερομηνία ανέλιξης τους είναι η                    1η Ιουλίου 2011.

 

Η Επιτροπή κατέληξε με τη σημείωση ότι "σ' ένα πανεπιστήμιο, αναδρομικές προαγωγές δεν συνάδουν με τα ακαδημαϊκά θέσμια".

 

Η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ, υιοθέτησε στις 23 Ιουνίου 2011, τις εισηγήσεις της Τριμελούς Επιτροπής.

 

Στις 2 Αυγούστου 2011, η Διοικούσα Επιτροπή γνωστοποίησε στους αιτητές την προσφορά ανέλιξης τους, με την οποία προσδιοριζόταν ως ημερομηνία ανέλιξης η 1η Ιουλίου 2011. Το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Οι καθ'ων η αίτηση πρόβαλαν τέσσερις προδικαστικές ενστάσεις.

 

Με την πρώτη προδικαστική ένσταση οι  καθ'ων η αίτηση προβάλλουν ότι, η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί παράλειψη, εντός της έννοιας του Άρθρου 146(1) του Συντάγματος, αφού είχε ληφθεί θετική, επί του προκειμένου, απόφαση με την οποία είχε καθοριστεί η ημερομηνία ανέλιξης των αιτητών, πράξη η οποία θα μπορούσε, αυτόνομα να προσβληθεί.

 

Οι αιτητές αντιπρότειναν ότι, πρόκειται περί παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Όπως αναφέρουν, οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν να εφαρμόσουν το Άρθρο 27(3) του Νόμου, στη βάση του οποίου οι καθ'ων η αίτηση όφειλαν να προβούν στην πρώτη, κρίση-ανέλιξη των αιτητών, δύο χρόνια μετά την ένταξη τους στη δύναμη του ΤΕΠΑΚ. Προχώρησαν σε κρίση, περίπου 1.5 χρόνο αργότερα από ότι προβλεπόταν στους όρους ένταξης, επηρεάζοντας δυσμενώς τα δικαιώματα τους. Η παράλειψη τους να αποδώσουν αναδρομική ισχύ στην προαγωγή τους συνιστά, πάντοτε σύμφωνα με τους αιτητές, παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

 

Το Άρθρο 27(3) του Νόμου προβλέπει ότι  η μονιμότητα, η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας, περιλαμβανόμενης και της ανέλιξης                 των μελών του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού (ενταγμένου)             που μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο, αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται για όλους τους σκοπούς, περιλαμβανομένων συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, αδειών απουσίας, προϋπηρεσίας για σκοπούς προαγωγής και άλλων συναφών ωφελημάτων.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 9, των όρων ένταξης μισθοδοσίας του ενταγμένου προσωπικού, η πρώτη κρίση για ανέλιξη, θα εγίνετο δύο χρόνια μετά την ένταξη του προσωπικού.

 

Οι Κανονισμοί που ετοιμάστηκαν από το ΤΕΠΑΚ προβλέπουν ότι, η ανέλιξη του ενταγμένου διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, ρυθμίζεται με κανονισμούς, που θεσπίζει το Συμβούλιο και εγκρίνει το Υπουργικό Συμβούλιο. Τέτοιοι κανονισμοί δεν έχουν ακόμη εκδοθεί.

 

Θεωρώ σκόπιμο να σημειώσω επί του προκειμένου ότι, οι προθεσμίες που τίθενται στη διοίκηση για να δυνηθεί να προβεί σε μια ενέργεια είναι, εκτός όπου ρητά ορίζεται, ενδεικτικές. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Pharmnet Ltd (2011) 3 Α.Α.Δ. 1:

 

 "Η μη τήρηση των χρονικών προθεσμιών από τη διοίκηση, δεν έχει τις ίδιες συνέπειες όπως στην περίπτωση του διοικούμενου. Η μη τήρηση από το διοικούμενο οδηγεί σε στέρηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων του, ενώ η μη τήρηση από τη διοίκηση δεν επιφέρει αυτόματα ακυρότητα της απόφασης."

 

 

Στις περιπτώσεις όπου το διοικητικό όργανο έχει, με βάση νομοθετική πρόνοια, υποχρέωση να ενεργήσει, και αδρανεί προς τούτο, θεωρείται ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, κατ' αντίθεση με τις περιπτώσεις που επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου να ενεργήσει.

 

Κατ' επέκταση όταν ενυπάρχει εξουσία σε διοικητικό όργανο να ενεργήσει, αλλά, αυτή επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, η παράλειψη του εν λόγω οργάνου να ενεργήσει, δεν στοιχειοθετεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δήμος Λάρνακας v. Mobil Oil Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 400, στις σελ. 401-402:

"Παράλειψη διοικητικού οργάνου να εκπληρώσει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο νόμος. Σ' εκείνη την περίπτωση, η αδράνεια ελέγχεται εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης την εκτρέπει από το νομοθετημένο καθήκον της. Αυτή είναι η έννοια την οποία ενέχει ο όρος «παράλειψη» στο άρθρο 146.1 του Συντάγματος, γιατί μόνο               σ' εκείνη την περίπτωση η παράλειψη είναι αφ' εαυτής παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και, συνεπώς, εκτελεστή."

 

 

Επίσης στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 243 αναφέρεται ότι:

 

"Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας προσβλητή επί ακυρώσει δι' αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξη μόνον οσάκις διά σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας."

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, ρητή νομοθετική πρόνοια η οποία να επιβάλει στους καθ'ων η αίτηση να προβούν σε κρίση, εντός δύο ετών από την ένταξη των αιτητών στο ΤΕΠΑΚ, δεν υπάρχει. Η σχετική υποχρέωση πηγάζει από τους όρους μισθοδοσίας και ένταξης, οι οποίοι, όμως, από τη στιγμή που δεν έχουν ενσωματωθεί σε κανονισμούς δεν έχουν νομική ισχύ. Οι συλλογικές συμβάσεις, με βάση τη νομολογία, όταν δεν ενσωματωθούν σε νομοθετικό κανόνα, δεν δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις στο δημόσιο δίκαιο. (Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027).

 

Ανάλογο θέμα είχα εξετάσει στις Υπ. Αρ. 46/2011 κ.ά., Αγγελίδης κ.ά ν. Α.ΤΗ.Κ., ημερ. 1 Σεπτεμβρίου 2014:

 

"To περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης δε μετουσιώνεται σε κανόνα δικαίου εκτός αν ενσωματωθεί σε κανονιστική διάταξη, όπως έχει επισημανθεί στην Kontemeniotis v. C.B.C. (1982)               3 C.L.R. 1027 και Χαρίλαος Παπαδόπουλος & Άλλοι ν. Ρ.Ι.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1.

 

Δικαιώματα στο δημόσιο δίκαιο προκύπτουν μόνο από το Σύνταγμα, τους Νόμους και τη δευτερογενή νομοθεσία που θεσπίζεται βάσει νόμου. (βλ. Georghios Mavrommatis and Others v. The Land Consolidation Authority and Others (1984) 3 C.L.R. 1006. Σχετική επίσης είναι η loannis Paphitis and Others v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 255, 261). 

 

Ως προς την εμβέλεια της συλλογικής σύμβασης σχετική είναι η υπόθεση Evangelou and others v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1985)                 3 C.L.R. 14010, óπου αποφασίστηκε ότι η συλλογική σύμβαση από μόνη της δεν δημιουργεί, τροποποιεί ή καταργεί οποιοδήποτε δικαίωμα, υποχρέωση ή άλλη νομική σχέση δημοσίου δικαίου. Η εφαρμογή της βρίσκεται στον τομέα των εργατικών σχέσεων. Δεν δημιουργεί συνέπειες στον τομέα του δημοσίου δικαίου, εκτός εάν καταστεί μέρος της πρακτικής του διοικητικού οργάνου (βλ. A. DerParthogh v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1984) 3 C.L.R. 635)."

 

Οι καθ'ων η αίτηση δεν είχαν, συνεπώς, εκ του Νόμου, καθήκον να προβούν σε κρίση εντός των δύο ετών και δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Αντιθέτως, ενυπάρχει θετική ενέργεια, που μετουσιώνεται στην απόφαση των καθ'ων η αίτηση για προαγωγή των αιτητών από την 1η Ιουλίου 2011.

 

Τούτο, όμως, το συμπέρασμα μου δεν οδηγεί αυτοδικαίως σε απόρριψη της προσφυγής. Οι αιτητές, επίσης, αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης των καθ'ων η αίτηση να τους διορίσουν από την 1η Ιουλίου 2011. Απόφαση η οποία είναι εκτελεστή και μπορεί να προσβληθεί.

 

Με τη δεύτερη και τρίτη προδικαστικές ενστάσεις οι καθ'ων η αίτηση εισηγούνται ότι, οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος, έχοντας ανεπιφύλακτα αποδεχτεί την προαγωγή τους. Περαιτέρω, με την ενέργεια τους επιδοκιμάζουν και αποδοκιμάζουν την προσβαλλόμενη  απόφαση. Στην αντίθετη περίπτωση εισηγούνται ότι δεν υπάρχει αποδοχή της πράξης υπό την αίρεση ότι μη αποδοχή των προαγωγών όπως διατυπώθηκαν, συνεπάγεται και μη αποδοχή της προσφοράς για προαγωγή και συνεπώς και πάλι δεν υπάρχει εκτελεστή απόφαση. Παραπέμπουν προς τούτο στην απόφαση της Ολομέλειας στην Κύρου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 745.

 

Οι αιτητές αντιπρότειναν ότι έχουν έννομο συμφέρον εφόσον δεν υπήρξε ανεπιφύλακτη αποδοχή εκ μέρους τους. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι, η απόφαση Κύρου διαφοροποιείται, καθόσον επρόκειτο περί ανάκλησης διορισμού λόγω μη αποδοχής της προσφοράς. Στην παρούσα περίπτωση οι καθ'ων η αίτηση αποδέχθηκαν, όπως αναφέρουν οι αιτητές, την αποδοχή που έγινε, ως προς την προαγωγή τους, και δεν αποδέχτηκαν τη μη αναδρομική ισχύ της, η οποία αποτελεί ξεχωριστό μέρος της προαγωγής τους.

 

Η μη έκφραση οποιασδήποτε επιφύλαξης στο στάδιο της αποδοχής μιας προσφοράς, δεν νομιμοποιεί τον αποδέχτη να ισχυριστεί ότι δεν έχει κάμει αποδεχτούς τους όρους της προσφοράς που σχετίζοντο με τη μισθολογική κλίμακα.

 

Η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης ή απόφασης, στερεί από τον ενδιαφερόμενο το έννομο συμφέρον, που προβλέπεται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, να καταχωρίσει προσφυγή για την ακύρωσή της. (Βλ. Πασχάλη ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 593, 603-604, Περικλέους ν. Δημοκρατίας (1971)                 3 Α.Α.Δ. 141, Τόμπολη ν. Α.ΤΗ.Κ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 149, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2338).

 

Στο σύγγραμμα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 14η Έκδοση, Τόμος 2, σελ. 84, παράγραφος 458 αναφέρεται ότι η αποδοχή πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη.

 

Για να θεωρηθεί ότι, η αποδοχή της πράξης εξαλείφει το έννομο συμφέρον, θα πρέπει να έχει γίνει, έχοντας πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών και χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη (Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, 11).

 

Μετά που επιφύλαξα την απόφαση μου, μελετώντας τους διοικητικούς φακέλους, διαπίστωσα ότι, για ορισμένους αιτητές, δεν υπήρχαν οι επιστολές αποδοχής της προαγωγής τους. 

 

Καθίσταται συναφώς αναγκαίο να προβώ σε λεπτομερή ανάλυση, εκάστης των προσφυγών, καθότι αυτές διαφοροποιούνται ως προς το στοιχείο της αποδοχής, εκ μέρους των αιτητών, των προαγωγών.

 

Οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 1322/2011, 1323/2011, 1325/2011, 1326/2011 και 1327/2011 είχαν αποδεχθεί τις προαγωγές με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους. Ο αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1322/2011, με την επιστολή του ημερ. 16 Αυγούστου 2011, αναφέρει ότι, αποδέχεται τη θέση προαγωγής με κάθε επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, όπως αυτά απορρέουν από τους όρους ένταξης. Ο αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1323/2011 με την επιστολή του ημερ. 10 Αυγούστου 2011, επιφύλαξε τα δικαιώματα του αναφορικά με τη μη αναδρομικότητα της προαγωγής του. Ο δε αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1325/2011, αναφέρει στην επιστολή του ημερ. 23 Αυγούστου 2011 ότι,  η εκ μέρους του αποδοχή της ανέλιξης, γίνεται, με κάθε επιφύλαξη των δικαιωμάτων του όπως αυτά απορρέουν τόσο από τη συμφωνία ένταξης όσο και από την προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Με επιστολή του ημερ. 12 Αυγούστου 2011, ο αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1326/2011, επιφύλαξε τα δικαιώματα του, αναφορικά με την αναδρομικότητα της προαγωγής του, όπως αυτά απορρέουν από τους όρους ένταξης του στο ΤΕΠΑΚ. Ο αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1327/2011 με επιστολή του ημερ. 23 Αυγούστου 2011, αποδέχτηκε την προαγωγή, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, όπως αυτά απορρέουν από τη συμφωνία ένταξης του στο Πανεπιστήμιο.

 

Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω, οι αιτητές στις πιο πάνω αναφερόμενες προσφυγές δεν έχουν ανεπιφύλακτα αποδεχτεί την προαγωγή τους. Η συγκεκριμένη αποδοχή έγινε, με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους, τα οποία απορρέουν από τους όρους ένταξης τους. (Δαμιανού ν. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 129). Οι αιτητές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να αποδεχτούν τη θέση.

 

Αναφορικά με το θέμα της αποδοχής με επιφύλαξη σχετικό είναι             το πιο κάτω απόσπασμα από την Υπ. Αρ. 753/2010,  Σεργίδου ν. Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2012 όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"Οι καθ'ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστική ένσταση ότι έχει εκλείψει το έννομον συμφέρον της αιτήτριας καθώς αυτή αποδέχτηκε τη θέση Λέκτορα αντί να την απορρίψει εξ ολοκλήρου. Δεν νοείται, αποδοχή μίας προσφοράς διορισμού με επιφυλάξεις και όρους περί της νομιμότητας της και μετέπειτα η προσβολή της προσφοράς εκείνης. Είτε, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει αποδοχή της προσφοράς διορισμού που έγινε στην αιτήτρια, στη βαθμίδα του Λέκτορα και άρα καταχρηστικά η αιτήτρια εργάζεται και αμοίβεται μέχρι σήμερα στη θέση εκείνη, είτε έχει αποδεχθεί την πράξη διορισμού της στη βαθμίδα του Λέκτορα και άρα δεν δικαιούται να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους.

 

Στην υπόθεση Παρασκευή Κύρου v. Πανεπιστημίου Κύπρου, (2001) 3Β ΑΑΔ 745, υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η ανάκληση προσφοράς διορισμού υπαλλήλου δεν αποτελεί ανάκληση εκτελεστής διοικητικής πράξης, αν δεν έχει γίνει αποδοχή της προσφοράς. Μη αποδοχή όλων των όρων της προσφοράς, ισοδυναμεί με μη αποδοχή της, υπογράμμισε η Ολομέλεια.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση υποβάλλει ότι το να εμμένει η αιτήτρια ότι δεν αποδέχθηκε ένα από τα κυριότερα συστατικά του διορισμού της, δηλαδή τη θέση Λέκτορα (κατ' εφαρμογή της πιο πάνω απόφασης της Ολομέλειας), της στερεί το δικαίωμα να προσβάλει την επίδικη πράξη, εφόσον δεν υπάρχει «τελειωμένη διοικητική πράξη», και άρα εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Μια άλλη αντίφαση στη στάση της αιτήτριας, σύμφωνα και πάλι με τον ευπαίδευτο συνήγορο του πανεπιστημίου, είναι το ότι, από την μια η αιτήτρια αποδέχεται την απόφαση διορισμού της από τη Διοικούσα Επιτροπή στη θέση του Λέκτορα (έστω με επιφύλαξη) και από την άλλη θέτει ως λόγο ακυρότητας την έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής εκείνης να αποφασίσει ως προς το διορισμό της. Αυτό, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του πανεπιστημίου, συγκρούεται με την αρχή της, μη επιτρεπτής, ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

 

Η αιτήτρια διατείνεται ότι η υπόθεση Κύρου (πιο πάνω) διαφοροποιείται από την παρούσα καθώς εκεί, η εφεσείουσα δεν αποδέχθηκε μέρος των όρων της προσφοράς που της έγινε. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, επιχειρηματολογεί ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, έγινε αποδεκτή η προσφορά (της θέσης δηλαδή του Λέκτορα) στην ολότητα της, με το μισθό, τα ωφελήματα, τα καθήκοντα, τις υποχρεώσεις κλπ, αλλά υπό διαμαρτυρία. Επομένως δεν προσβάλλεται μέρος της διοικητικής πράξης, αλλά ολόκληρη και επομένως το ζήτημα δεν είναι κατά πόσο υπήρξε αποδοχή αλλά κατά πόσον οι περιστάσεις της αποδοχής της θέσης είναι τέτοιες που στερούν από την αιτήτρια το δικαίωμα προσβολής της επίδικης πράξης.

 

Θα συμφωνήσω με την πιο πάνω διαφοροποίηση της υπόθεσης Κύρου από την εξεταζόμενη και γενικά τα όσα υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας προς αντίκρουση της προδικαστικής ένστασης. Η αιτήτρια δεν είχε άλλη επιλογή στην προκείμενη περίπτωση εκτός από το να αποδεχτεί τη θέση καθώς μη αποδοχή της προσφερθείσας θέσης, αυτονόητα συνεπάγετο δυσμενείς συνέπειες για την αιτήτρια. Αφής στιγμής η αιτήτρια επεφύλαξε τα δικαιώματα και δεν αποδέχθηκε τη θέση στη βαθμίδα του Λέκτορα ανεπιφύλακτα, κρίνω ότι η αιτήτρια νομιμοποιείται στην έγερση της προσφυγής αυτής και δεν έχει απωλέσει το έννομον συμφέρον της."

 

Όσον αφορά τους αιτητές στις προσφυγές αρ. 1324/2011,1328/2011, 1331/2011, 1332/2011 και 1333/2011, η αποδοχή της προαγωγής τους έγινε χωρίς επιφύλαξη. Ο αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1324/2011 αποδέχτηκε την προαγωγή με επιστολή ημερ. 23 Αυγούστου 2011, χωρίς καμία επιφύλαξη. Ο αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1328/2011, αποδέχτηκε, στις 23 Αυγούστου 2011, την ανέλιξη του στη βαθμίδα του Ενταγμένου Λέκτορα, με ισχύ από 1η Ιουλίου 2011, όπως του είχε γνωστοποιηθεί με την επιστολή των καθ'ων η αίτηση. Με επιστολή ημερ. 10 Αυγούστου 2011, ο αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1331/2011 αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα την προαγωγή του. Με επιστολή ημερ.             12 Αυγούστου 2011, ο αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1332/2011, αποδέχτηκε την προσφορά των καθ'ων η αίτηση, σχετικά με την ανέλιξη του στη θέση Επίκουρου Καθηγητή. Ο αιτητής, στην προσφυγή αρ. 1333/2011, με επιστολή του ημερ. 21 Αυγούστου 2011, αποδέχτηκε την απόφαση των καθ'ων η αίτηση για έγκριση της ανέλιξης τους στη βαθμίδα του Ενταγμένου Επίκουρου Καθηγητή. 

 

Σε συνάρτηση με τους αιτητές, στις προσφυγές αρ. 1329/2011 και 1330/2011 δεν παρουσιάστηκε η επιστολή αποδοχής τους. Ο δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση δήλωσε ότι, δεν λήφθηκε επιστολή από τους δύο αιτητές αλλά, όμως, ότι αυτοί, ελάμβαναν το μισθό της μισθολογικής κλίμακας, με βάση την προαγωγή, από την ημερομηνία που είχαν καθορίσει οι καθ'ων η αίτηση. Είμαι της γνώμης ότι, οι δύο συγκεκριμένοι αιτητές είχαν αποδεχτεί σιωπηρώς την προαγωγή τους, όπως αυτή καθορίζεται χρονικά με την επιστολή των καθ'ων η αίτηση, χωρίς επιφύλαξη.

 

Στο σύγγραμμα της Γλ. Σιούτη, Το ΄Εννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως 1998, σελ. 207, 208 αναφέρεται:

 

"Η αποδοχή μπορεί να είναι είτε ρητή, να προκύπτει δηλ. από σχετική δήλωση του αιτούντος, είτε σιωπηρή, να συνάγεται δηλ. από πράξεις ή ενέργειές του, που την υποδηλώνουν."

 

 

Καθίσταται συναφώς έκδηλο ότι η ανεπιφύλαχτη αποδοχή της προαγωγής, εκ μέρους των αιτητών στις πιο κάτω αναφερόμενες προσφυγές, οδηγεί σε στέρηση του έννομου συμφέροντος. Η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει όσον αφορά τις προσφυγές αρ. 1324/2011, 1328/2011, 1329/2011, 1330/2011, 1331/2011, 1332/2011 και 1333/2011.

 

Αναφορικά με την ένσταση περί επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, υπογραμμίζω ότι, το συγκεκριμένο δόγμα τυγχάνει εφαρμογής εκεί όπου ο αιτητής αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία, στη συνέχεια, επειδή η προσδοκία του δεν ευοδώθηκε, επιδιώκει την απόρριψη συνολικά της διαδικασίας (βλ. Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406 και Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Pharmnet Ltd (2011) 3 Α.Α.Δ. 1).

 

Ορισμένοι από τους αιτητές είχαν, με επιφύλαξη, αποδεχτεί την προαγωγή τους και συνεπώς δεν θεωρώ ότι ισχύει το πιο πάνω δόγμα.

 

Με την τέταρτη προδικαστική ένσταση οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι, οι αιτητές κωλύονται να προσβάλουν την απόφαση, επειδή συμμετείχαν και/ή συναίνεσαν και/ή συνέργησαν στη διαδικασία και  στα χρονοδιαγράμματα ανέλιξης τους μέχρι τον Απρίλιο του 2011.

 

Δεν θεωρώ ότι η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Οι αιτητές δεν προσβάλλουν τη διαδικασία προαγωγής αλλά το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος της προαγωγής τους.

 

Με την πέμπτη προδικαστική ένσταση οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το υποβληθέν αίτημα συγκρούεται με την αρχή περί μη αναδρομικότητας της ισχύος διοικητικών πράξεων. Προβάλλεται από πλευράς αιτητών ότι, παρέχεται από το νόμο τέτοια δυνατότητα αναδρομικής ισχύος της απόφασης, δεδομένου ότι το άρθρο 27(3) του Νόμου αποκλείει τη δυσμενή μεταβολή των δικαιωμάτων των αιτητών.

 

Σύμφωνα με την αρχή της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων, υπάρχει αδυναμία πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος σε διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων. Μια από τις εξαιρέσεις αυτές είναι, η προβλεπόμενη ειδικώς στο νόμο.

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959 στις σελίδες 197-198, αναφέρεται ότι δεν μπορεί να δοθεί αναδρομική ισχύς σε πράξη προαγωγής υπαλλήλου, αλλά, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις οι οποίες απαριθμούνται. Η πρώτη περίπτωση είναι, η ύπαρξη ειδικής διάταξης νόμου, που να ορίζει ότι η διοικητική πράξη ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της.

 

Επίσης στα Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε. 1929 έως 1959 στη σελ. 358 αναφέρεται ότι:

 

"Η αναδρομική όμως προαγωγή είναι επιτρεπτή οσάκις ενεργείται επί σκοπώ επανορθώσεως παρανομιών γενομένων εις βάρος υπαλλήλου εν τω παρελθόντι..."

 

 

Στην κρινόμενη υπόθεση δεν υφίσταται ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση για διενέργεια της επίδικης προαγωγής με αναδρομική ισχύ (βλ. Σφηκουρής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327, Χατζηγεωργίου ν. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 42).

 

Στην υπόθεση Ασιήκαλη ν. Α.Η.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 1004, αναφέρεται ότι, αξίωση για αναδρομική προαγωγή αντίκειται στον κανόνα της μη αναδρομικής ισχύος των διοικητικών πράξεων, όταν η συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στις περιπτώσεις όπου κατ' εξαίρεση επιτρέπεται αναδρομική ισχύς σε διοικητική πράξη.

 

Αποφάσισα ήδη ότι δεν υπήρχε, εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση, οφειλόμενη ενέργεια, συνεπώς δεν υπάρχει παράλειψη που να επιτρέπει την απόδοση αναδρομικής ισχύος. Περαιτέρω, όπως ανέλυσα πιο πάνω, η συμφωνία, η οποία προβλέπει ότι η κρίση των υποψηφίων θα γίνει μέσα σε δύο χρόνια από την ένταξη τους στο ΤΕΠΑΚ, δεν έχει ισχύ νόμου. Το γεγονός ότι αναφέρεται στο άρθρο 27(3), το οποίο επικαλούνται οι αιτητές, πρόνοια ότι η ανέλιξη των εντεταγμένων μελών δεν θα μεταβληθεί δυσμενώς, δεν συνεπάγεται ότι οι καθ'ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να προβούν σε κρίση εντός δύο χρόνων.

Η προδικαστική ένσταση ως προς τη μη αναδρομικότητα της απόφασης ευσταθεί.

Με γνώμονα τα πιο πάνω, και την αποδοχή των προταθέντων ενστάσεων, οι προσφυγές απορρίπτονται. Η συνεκδίκαση επιβάλλει την επιδίκαση μειωμένων εξόδων, ήτοι €500 για έκαστη προσφυγή προς όφελος των καθ'ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

 

 

                                              Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

                                                           Δ.

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο