ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Α. Καρεκλάς, για την Αιτήτρια. Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-06-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SEVGI MUSTAFA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ, Υπoθεση Αρ. 1079/2012, 22/6/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D438

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1079/2012)

 

 

22 Ιουνίου, 2015

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

SEVGI MUSTAFA,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α. Καρεκλάς, για την Αιτήτρια.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα της αρνητικής απόφασης του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με την οποία ο τελευταίος αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεση του για την αποδοχή ενός πωλητηρίου εγγράφου με το οποίο η αιτήτρια είχε πωλήσει την περιουσία της σε τρίτο πρόσωπο.

 

Η αιτήτρια είναι Τουρκοκύπρια, η οποία διέμενε μέχρι την Τουρκική Εισβολή στην Επισκοπή και ακολούθως στην κατεχόμενη Ζώδια. Το 2010 απέκτησε, δυνάμει δωρεάς από τη μητέρα της και ακολούθως το 2011 από την αδελφή της, το 1/6 μερίδιο αδιανέμητης περιουσίας στην Επισκοπή της επαρχίας Λεμεσού. Από την 1η Οκτωβρίου 2011 η αιτήτρια ενοικιάζει διαμέρισμα στις ελεύθερες περιοχές.

 

Με επιστολή της ημερ. 28 Ιουλίου 2011, η αιτήτρια, ζήτησε όπως της παραχωρηθεί άδεια για ανέγερση οικίας επί της περιουσίας της                   ή να της επιτραπεί να την πωλήσει. Η Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών με επιστολή ημερ. 31 Αυγούστου 2011 πληροφόρησε την αιτήτρια ότι το αίτημα της εξετάζεται.

 

Στις 16 Νοεμβρίου 2011 η αιτήτρια προχώρησε σε συμφωνία πώλησης της συγκεκριμένης περιουσίας σε Ελληνοκύπριο. Το εν λόγω αγοραπωλητήριο έγγραφο προσκομίστηκε για κατάθεση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού στις 23 Νοεμβρίου 2011. Στις 9 Φεβρουαρίου 2012 ο Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωροταξίας ζήτησε τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για αποδοχή του πωλητηρίου εγγράφου. Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών απέστειλε την   1η Μαρτίου 2012 το αίτημα στον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για λήψη απόφασης. Με την επιστολή εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης επειδή η αρχική ιδιοκτήτρια εγκατέλειψε την περιουσία και έκτοτε έχει τη διαμονή της στην κατεχόμενη Μόρφου.

 

Στις 2 Μαΐου 2012 ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών απέρριψε την αίτηση επειδή, όπως αναφέρεται, η αιτήτρια κατείχε ελληνοκυπριακή περιουσία στα κατεχόμενα και ενδεχόμενο πώλησης της περιουσίας, θα επηρέαζε δυσμενώς δικαιώματα εκτοπισμένων καθώς και ότι πρόκειται για αδιανέμητη τουρκοκυπριακή περιουσία.

 

Ο Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ενημερώθηκε με επιστολή ημερ. 7 Μαΐου 2012 για την άρνηση χορήγησης συγκατάθεσης από τον Κηδεμόνα.

 

Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την αρνητική τοποθέτηση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στις 21 Μαΐου 2012. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως η έλλειψη δέουσας έρευνας και κατ' επέκταση πλάνη περί τα πράγματα, υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι, η απόφαση του Κηδεμόνα για μη συγκατάθεση λόγω του ότι η αιτήτρια κατείχε ελληνοκυπριακή περιουσία στα κατεχόμενα, ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας, καθότι δεν κατέχει τέτοια περιουσία στα κατεχόμενα ούτε και έγινε αναφορά ως προς το ποια είναι η περιουσία που κατέχει, σε ποια περιοχή και χωριό. Επίσης αναφέρει ότι έχει μόνιμη διαμονή στις ελεύθερες περιοχές. Προσκόμισε προς τούτο ενοικιαστήριο έγγραφο για το διαμέρισμα, όπως ισχυρίζεται, που ενοικιάζει και διαμένει με την οικογένεια της.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, (Ν. 139/1991) «Τουρκοκύπριος» σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 ο Υπουργός Εσωτερικών ορίζεται ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για να τις διαχειρίζεται και να ασκεί τις αρμοδιότητες που του χορηγούνται με το Νόμο διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης.

 

Στην επιφύλαξη του άρθρου 3 προβλέπεται ότι ο Υπουργός, μπορεί να άρει, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους, τη διαχείριση συγκεκριμένης τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μέρους αυτής, αφού λάβει υπόψη τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε περίπτωσης και σταθμίσει όλους τους σχετικούς, με το θέμα αυτό, παράγοντες, περιλαμβανομένου του κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοί του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Ένας από τους παράγοντες που προσμετρά θετικά προς άρση της διαχείρισης της περιουσίας είναι ότι, σε οποιοδήποτε χρόνο, μετά που περιήλθε στο καθεστώς διαχείρισής της από τον Κηδεμόνα, ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας εγκαταστάθηκε μόνιμα και συνεχίζει αδιάλειπτα να είναι μόνιμα εγκατεστημένος στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Ο Κηδεμόνας στα πλαίσια της έρευνας του, απευθύνθηκε στην Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών, η οποία στις 27 Μαρτίου 2012 τον πληροφόρησε ότι, «είχαν δοθεί στην αιτήτρια και στο σύζυγο της αρκετά χωράφια στην κατεχομένη Ζώδια τα οποία ανήκουν σε Ε/κους πρόσφυγες, ενώ πριν λίγο καιρό παραχωρήθηκε στην οικογένεια από το κατοχικό καθεστώς και δεύτερη κατοικία στην κατεχομένη Λάπηθο την οποία χρησιμοποιούν και η οποία ανήκει σε ε/κο πρόσφυγα». Επίσης αναφέρθηκε ότι η αιτήτρια κατά το 2012 μετέβηκε 20 φορές στα κατεχόμενα.

 

Προβλήθηκε από πλευράς αιτήτριας ότι η πιο πάνω πληροφόρηση ήταν εσφαλμένη λόγω του ότι η ιδία δεν κατείχε οποιαδήποτε περιουσία στα κατεχόμενα. Μέσω της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της, αμφισβητήθηκαν τα πιο πάνω αλλά δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να αντικρούει τα στοιχεία που τέθηκαν από την Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών. Οι εξηγήσεις που δίδονται στο πλαίσιο της αγόρευσης, αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους η αιτήτρια είχε μεταβεί πολλές φορές στα κατεχόμενα, δεν μπορούν να εξεταστούν. Όπως καθιερώθηκε από τη νομολογία, οι αγορεύσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο εισαγωγής μαρτυρίας. (Υπ. Αρ. 160/2011, Σάντη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, ημερ. 30 Μαΐου 2014).

 

Ανάλογο θέμα συζητήθηκε στην Υπ. Αρ. 1902/2012, Unal ν. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 20 Μαΐου 2014, όπου το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

"Η θέση του αιτητή ότι δεν διεξήχθη η δέουσα ή επαρκής έρευνα από τους καθ' ων σχετικά με την υπ' αυτού κατοχή Ελληνοκυπριακής γης στα κατεχόμενα έναντι της περιουσίας που οι γονείς του εγκατέλειψαν με τη μετακίνηση τους στα κατεχόμενα μετά την Τουρκική εισβολή, δεν ευσταθεί. Η δυσκολία συγκέντρωσης εγγράφων ή στοιχείων, που κατά τα άλλα θα ήταν αναμενόμενο να γίνει και δυνητικά εύκολο να στοιχειοθετηθεί, αν η περιουσία ήταν στις ελεγχόμενες από               τη Δημοκρατία περιοχές, είναι εύλογη, κατανοητή και δικαιολογημένη. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από εξέταση και συμπληρωματικές έρευνες είναι υπό τις περιστάσεις επαρκής έρευνα."

 

 

Η αιτήτρια επίσης εισηγήθηκε ότι, το γεγονός ότι διαμένει μονίμως στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία ο ορισμός «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου αναφέρεται στο χρόνο θέσπισης του Νόμου (Basma ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 619). Κατά τον εν λόγω χρόνο, ήτοι το 1991, ιδιοκτήτρια της επίδικης περιουσίας ήταν η μητέρα της αιτήτριας, η οποία διέμενε σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Συνεπώς, ορθώς περιήλθε η εν λόγω περιουσία στην κατοχή του κηδεμόνα. Στην υπόθεση Basma (ανωτέρω) η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέφερε τα πιο κάτω σε σχέση με τον ορισμό «Τουρκοκύπριος»:

 

"Εξετάσαμε με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα αναφορικά με τα παράπονα που διατυπώνει ο εφεσείοντας στους λόγους 1 και 4 της έφεσης του. Καταλήξαμε ότι υπό το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο - πριν τη θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 31(1)/2010 - ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο ορισμός «Τουρκοκύπριος» του Άρθρου 2 του Νόμου αναφέρεται στο χρόνο θέσπισης του Νόμου, όπως ορθά αποφάσισε ότι από τη στιγμή που Τ/Κ περιουσία περιήλθε ορθά και νόμιμα στον Κηδεμόνα - όπως αδιαμφισβήτητα ισχύει στην παρούσα περίπτωση - αυτή θα συνεχίσει να είναι υπό τη διαχείριση του για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση ενόψει της ανυπαρξίας διαφορετικής πρόβλεψης από το Νόμο. Πρόκειται για καθεστώς που ως αποτέλεσμα του (τροποποιητικού) Ν. 39(1)/2010 έχει διαφοροποιηθεί καθότι έκτοτε, σύμφωνα με το Άρθρο 2 του εν λόγω νόμου, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχεται στον Κηδεμόνα η εξουσία «. να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης Τουρκοκυπριακής Περιουσίας ή μέρους αυτής, αφού λάβει υπόψη ....» - μεταξύ άλλων - και το γεγονός ότι ο Τ/Κ ιδιοκτήτης της περιουσίας «. εγκαταστάθηκε μόνιμα και συνεχίζει αδιάλειπτα να είναι εγκατεστημένος στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές .» (Άρθρο 3(β) του Νόμου)."

 

 

Όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, παρέχεται εξουσία στον Κηδεμόνα με βάση το άρθρο 3 του Νόμου, να άρει τη διαχείριση λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης κατέχει ελληνοκυπριακή περιουσία στα κατεχόμενα, σε συνάρτηση με τον τόπο διαμονής του. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο Κηδεμόνας είχε προβεί σε έρευνα και κατέληξε, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, ότι η αιτήτρια ήταν κάτοχος ελληνοκυπριακής περιουσίας. Η κατάληξη αυτή, όπως έχω αναφέρει, ήταν ορθή και δεν έχει αμφισβητηθεί με στοιχεία περί του αντιθέτου. Παράλληλα, σε συνάρτηση με τον τόπο διαμονής της αιτήτριας, υπήρχε η έκθεση της ΚΥΠ στην οποία διατυπώνονται αμφιβολίες ως προς το αληθές της μόνιμης διαμονής της στις ελεγχόμενες περιοχές. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, ο Κηδεμόνας δεν έδωσε τη συγκατάθεση του όχι γιατί η αιτήτρια δεν είχε τη μόνιμη διαμονή της στις ελεύθερες περιοχές, αλλά επειδή αυτή κατείχε ελληνοκυπριακή περιουσία και η ιδιοκτησία της ήταν σε αδιανέμητη συνιδιόκτητη τουρκοκυπριακή περιουσία.

 

Στην Υπ. Αρ. 1921/2012, Mehmet ν. Υπουργού Εσωτερικών               ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ημερ.                       5 Δεκεμβρίου 2014, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με την παρούσα, το Δικαστήριο ανέφερε τα πιο κάτω τα οποία έχουν εφαρμογή επί του προκειμένου:

 

"Όπως δε περαιτέρω αποφασίστηκε στην Basma «. από τη στιγμή που Τ/Κ περιουσία περιήλθε ορθά και νόμιμα στον Κηδεμόνα - όπως αδιαμφισβήτητα ισχύει στην παρούσα περίπτωση - αυτή θα συνεχίσει να είναι υπό τη διαχείρισή του για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση ενόψει της ανυπαρξίας διαφορετικής πρόβλεψης από το Νόμο. Πρόκειται για καθεστώς που ως αποτέλεσμα του (τροποποιητικού) Ν. 39(1)/2010 έχει διαφοροποιηθεί καθότι έκτοτε, σύμφωνα με το άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχεται στον Κηδεμόνα η εξουσία να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μέρους αυτής αφού λάβει υπόψη - μεταξύ άλλων - και το γεγονός ότι ο Τ/Κ ιδιοκτήτης της περιουσίας εγκαταστάθηκε μόνιμα και συνεχίζει αδιάλειπτα να είναι εγκατεστημένος στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.» (άρθρο 3(β) του Νόμου). Ενόψει τούτων εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο το γεγονός και μόνο ότι ο αιτητής δεν εμπίπτει στον όρο «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου νομιμοποιείται στην αξίωσή του για άρση της κηδεμονίας επί των κτημάτων τα οποία κατά τη θέσπιση του Νόμου ενέπιπταν στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία». Η απάντηση κατά την άποψή μου είναι αρνητική καθότι σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 3 του Νόμου οι κληρονόμοι του αρχικού ιδιοκτήτη των κτημάτων κατέχουν Ε/Κ περιουσίες στις κατεχόμενες περιοχές και ο αιτητής γράφτηκε ως ιδιοκτήτης των εν λόγω κτημάτων με μερίδιο το όλο μετά από αποποίηση των κληρονομικών δικαιωμάτων των πέντε αδελφών του που κατέχουν Ε/Κ περιουσία στις κατεχόμενες περιοχές. Πρόκειται δηλαδή, όπως ορθά αποφάσισε ο Κηδεμόνας, για οικογενειακή (Τ/Κ) περιουσία και η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή ήταν εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας."

 

 

Είναι, συνεπώς, έκδηλο ότι η απόφαση του Κηδεμόνα ήταν εύλογη, υπό τις περιστάσεις, και ευρίσκεται εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Ενόψει τούτου το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση του.

 

Η αιτήτρια πρόβαλε επίσης ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 28 του Συντάγματος και η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Οι εν λόγω ισχυρισμοί παρέμειναν, σε πλαίσιο, γενικότητας και αοριστίας και συνεπώς δεν μπορούν να εξεταστούν. Δεν υπάρχει αναφορά σε συνάρτηση με ποιους άλλους η αιτήτρια είχε υποστεί άνιση μεταχείριση. Ανεξαρτήτως τούτου, δεν υπάρχει οποιαδήποτε άνιση μεταχείριση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, εφόσον η ιδιοκτησία παραμένει στον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη.

 

Η αιτήτρια επίσης ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης επειδή, όπως προβλήθηκε, στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί. Ο Κηδεμόνας όφειλε, όπως εισηγήθηκε, να την είχε καλέσει έτσι ώστε να προβάλει τις δικές της θέσεις πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ούτε και αυτή η εισήγηση έχει έρεισμα. Ο Νόμος δεν προβλέπει οποιαδήποτε διαδικασία, στη βάση της οποίας θα μπορούσε ένα πρόσωπο, του οποίου τα συμφέροντα πιθανόν να επηρεάζονται, να έχει το δικαίωμα να ακουστεί. Όπως έχω αναφέρει στην Υπ. Αρ. 80/2011, Augustine ν. Δημοκρατίας, ημερ. 14 Ιουνίου 2013:

 

"Αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης έχω να σημειώσω ότι αυτό παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται ρητή αναφορά στο Νόμο, σε πρόσωπο το οποίο θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη οποιουδήποτε διοικητικού μέτρου, το οποίο είναι πειθαρχικής φύσεως ή έχει το χαρακτήρα της κύρωσης. (Βλ. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510­). Η απέλαση δεν αποτελεί ούτε τιμωρία, ούτε πειθαρχική κύρωση έτσι ώστε να παρίσταται ανάγκη να ακουστεί ο αιτητής. (Βλ. Kolomoets v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 443)."

 

 

Τέλος, η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι η λειτουργός η οποία υπογράφει την επιστολή δεν είναι η αρμόδια. Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Κηδεμόνα. Η επιστολή του Κτηματολογικού Λειτουργού, απλώς, πληροφορεί την αιτήτρια για την άρνηση του Κηδεμόνα να χορηγήσει τη συγκατάθεση του για εγγραφή της συμφωνίας πώλησης, χωρίς να έχει οποιαδήποτε ανάμιξη στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, βρίσκω ότι ο Κηδεμόνας ευλόγως αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεση του και την άσκησε εντός του πλαισίου της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

                                                        Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

 Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο