ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D309
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 829/2010, 830/2010, 831/2010
832/2010, 833/2010
7 Μαΐου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Υπóθεση Αρ. 829/2010
ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Υπóθεση Αρ. 830/2010
ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΙΣΣΟΥΡΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Υπóθεση Αρ. 831/2010
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Υπóθεση Αρ. 832/2010
ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΤΖΗΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Υπóθεση Αρ. 833/2010
ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΟΥΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Αιτητές.
Λ. Γρηγορίου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το αιτητικό, όπως προσδιορίζεται στην αίτηση ακυρώσεως αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με το οποίο καθορίστηκε η μηνιαία μισθοδοσία των αιτητών.
Οι πιο πάνω προσφυγές συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικών γεγονότων και νομικού υποβάθρου.
Οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 829/10 και 830/10 είναι μόνιμοι Υπαξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας και ανήκουν στο σώμα του Τεχνικού του Στρατού Ξηράς. Διορίστηκαν στο βαθμό του Λοχία στις 15 Ιουλίου 1997 και από την 1 Οκτωβρίου 2003 κατέχουν το βαθμό του Επιλοχία.
Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 831/10 ανήκει στην αεροπορία. Στις 30 Ιανουαρίου 1998 διορίστηκε στο βαθμό του Λοχία και από την 1 Οκτωβρίου 2003 κατέχει το βαθμό του Επισμηνία.
Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 832/10 ανήκει στο Ναυτικό. Διορίστηκε στο βαθμό του Λοχία στις 22 Μαΐου 1995 και από την 1 Ιανουαρίου 2008 κατέχει το βαθμό του Αρχικελευστή.
Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 833/10, ανήκει στο Ναυτικό. Στις 5 Φεβρουαρίου 1999 διορίστηκε στο βαθμό του Λοχία και από την 1 Σεπτεμβρίου 2004 κατέχει το βαθμό του Επιλοχία.
Το αίτημα που υποβλήθηκε προς τους καθ'ων η αίτηση, μέσω του δικηγόρου των αιτητών, ήταν όπως αναπροσαρμοσθεί η μισθολογική κλίμακα των αιτητών. Το επίκεντρο του αιτήματος ήταν η ισομισθία μεταξύ τους και των συναδέλφων τους Γυναικών Υπαξιωματικών του Στρατού, οι οποίες, όπως αναφέρθηκε, κατείχαν ακριβώς τα ίδια ακαδημαϊκά προσόντα.
Το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς σε απάντηση ημερ. 5 Απριλίου 2007 πληροφόρησε, το δικηγόρο των αιτητών, ότι αρμόδιος φορέας χειρισμού του θέματος είναι το Υπουργείο Άμυνας, στο οποίο, θα πρέπει να απευθύνουν οι αιτητές το συγκεκριμένο αίτημα τους. Τούτο έγινε, και υποβλήθηκε σχετικό αίτημα προς το Υπουργείο Άμυνας, στις 23 Απριλίου 2007 και στις 2 Μαΐου 2007.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας με την επιστολή του ημερ. 29 Μαΐου 2007 πληροφόρησε τους αιτητές ότι:
"Η ένταξη κατά το διορισμό υπαξιωματικού, στην τρίτη ή στην πέμπτη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης του Λοχία, ανάλογα με την περίπτωση, είναι δεσμευτική, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Γυναικών Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1993 μέχρι 2002, μόνο στην περίπτωση Γυναίκας υπαξιωματικού που προέρχεται από την τάξη των Εθελοντριών υπαξιωματικών και είναι κάτοχος τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος. Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 των περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 1990 μέχρι 2006, η ένταξη οποιουδήποτε άλλου υπαξιωματικού του Στρατού, σε άλλη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης του Λοχία, πλην της αρχικής, είναι δυνητική και επαφίεται στο Υπουργικό Συμβούλιο."
Με την εν λόγω επιστολή γνωστοποιείται περαιτέρω στους αιτητές ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει αναφορικά με το διορισμό τους και καθόρισε τη μισθολογική τους κλίμακα, την οποία, με το διορισμό τους αποδέχθηκαν περιλαμβανομένων και των όρων όπως αυτοί περιγράφοντο στην έγγραφη προσφορά διορισμού. Εν πάση περιπτώσει, γνωστοποιήθηκε στους αιτητές ότι το Υπουργείο Άμυνας θα εξέταζε το συγκεκριμένο ζήτημα με το Υπουργείο Οικονομικών.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας απέστειλε επιστολή ημερ. 10 Ιουλίου 2007 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών με την οποία τον πληροφορούσε περί του αιτήματος των αιτητών και ζητούσε τις απόψεις του αναφορικά με το εν λόγω αίτημα. Με επιστολή ημερ. 10 Ιουλίου 2007 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας πληροφόρησε τους αιτητές ότι το αίτημα τους μελετάται σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών.
Στη συνέχεια υπήρξε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του δικηγόρου των αιτητών και του Υπουργείου Άμυνας, το περιεχόμενο των οποίων δεν είναι αναγκαίο να αναφερθεί στο παρόν στάδιο.
Το Υπουργείο Άμυνας αφού έλαβε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα προχώρησε στη μελέτη των υφιστάμενων κανονισμών, έτσι ώστε να επιτευχθεί ενοποίηση και αναθεώρηση τους για να μην περιέχουν οποιασδήποτε μορφής διάκριση λόγω φύλου. Ο δικηγόρος των αιτητών έτυχε σχετικής ενημέρωσης για τις πιο πάνω ενέργειες με επιστολή ημερ. 14 Απριλίου 2009. Ακολούθησε και πάλι ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των αιτητών και του Υπουργείου Άμυνας.
Όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, το επίκεντρο της αμφισβήτησης, από πλευράς αιτητών, περιορίστηκε στον καθορισμό της μηνιαίας μισθοδοσίας των αιτητών ημερ. 26 Απριλίου 2010. Αυτός ο καθορισμός επιδιώκουν οι αιτητές όπως κηρυχθεί άκυρος.
Υπήρξε εισήγηση από πλευράς αιτητών ότι, η νομοθετική πρόνοια επί της οποίας υπολογίστηκε η μισθοδοσία τους για τον Απρίλη του 2010 είναι αντισυνταγματική. Η επί τούτου νομολογία προσδιορίζει ότι θα πρέπει να σημειώνεται το άρθρο του Νόμου το οποίο, κατά την εισήγηση ενός αιτητή, προσκρούει σε συγκεκριμένη συνταγματική πρόνοια.
Στην Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 αναφέρεται ότι:
"Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται, καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία."
Με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως οι αιτητές δεν προσδιορίζουν ποιο νομοθέτημα ουσιαστικώς προσβάλλουν. Αναφέρεται στην αίτηση ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή καθορισμός και/ή πράξη αντιτίθεται προς το άρθρο 28 του Συντάγματος και/ή τη σχετική με το θέμα Νομοθεσία». Διαπιστώνεται συναφώς ότι δεν υπάρχει ορθή δικογράφηση του θέματος της αντισυνταγματικότητας (βλ. Περικλέους ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 Α.Α.Δ. 37).
Παρόλο που δεν εξειδικεύεται, η νομοθετική πρόνοια επί της οποίας στηρίζονται οι αιτητές, θεωρώ ότι υπονοείται ότι το θέμα θα πρέπει να κριθεί στο πλαίσιο των περί Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 91/90) και το άρθρο 8 του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου.
Το βασικό επιχείρημα που προβλήθηκε από τους αιτητές, ήταν ότι η εφαρμογή των προνοιών των σχετικών κανονισμών απολήγουν σε δυσμενή διάκριση εις βάρος τους, καθότι ισόβαθμες Γυναίκες Υπαξιωματικοί που κατέχουν ακριβώς τα ίδια προσόντα και εκτελούν τα ίδια καθήκοντα, αμείβονται κατά διαφορετικό τρόπο.
Οι καθ'ων η αίτηση προβάλλουν ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον από την ακύρωση της πράξης, δεν θα έχουν καμία ωφέλεια και επομένως η προσφυγή τους θα πρέπει να κριθεί ως αλυσιτελής.
Ο Κανονισμός 9(3) των περί Γυναικών Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1993 (Κ.Δ.Π. 311/93) προβλέπει ότι:
"Σε περίπτωση διορισμού με το βαθμό της Λοχίας Εθελόντριας με τίτλο σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η αμοιβή της προσφερόμενης θέσης θα είναι η τρίτη βαθμίδα της αντίστοιχης μισθολογικής κλίμακας, ενώ σε περίπτωση διορισμού στο βαθμό της εθελόντριας με πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν, η αμοιβή της προσφερόμενης θέσης θα είναι η πέμπτη βαθμίδα της αντίστοιχης μισθολογικής κλίμακας."
Οι διορισμοί για τους Άνδρες Υπαξιωματικούς καθορίζονται στους περί Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 91/90) όπου αναφέρεται ότι οι Υπαξιωματικοί διορίζονται στο βαθμό του Λοχία.
Το άρθρο 8 του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 33/90 προβλέπει ότι:
"(1) Ο διορισμός των Αξιωματικών και των Υπαξιωματικών γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και των Οπλιτών από τον Υπουργό.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο ή, ανάλογα με την περίπτωση, ο Υπουργός, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών, δύναται κατά το διορισμό να εντάσσει το διοριζόμενο σε οποιαδήποτε βαθμίδα της μισθολογικής του κλίμακας."
Το τι ουσιαστικώς επιδιώκουν οι αιτητές είναι όπως, εφαρμοστούν και στη δική τους περίπτωση, οι κανονισμοί οι οποίοι ισχύουν για τις Γυναίκες Υπαξιωματικούς. Αποτελεί σαφή νομολογιακή αρχή ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, μέσω της απόφασης του, να αναπληρώσει την ανυπαρξία νομοθετικής πρόνοιας, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση όπου οι Άνδρες Υπαξιωματικοί διορίζονται με διαφορετική νομοθετική πρόνοια.
Στην υπόθεση Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μή εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του. Δε θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς τη πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος. Αναφέρεται στο θέμα και ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο (ανωτέρω), και νομίζουμε πως μπορούμε να καταλήξουμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τη σελίδα 99:
"Ένατη θεμελιώδης πρόταση είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος. Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς. Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως, δε θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο δε χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως."
Επίσης στην υπόθεση Ertalu ν. Υπουργείου Οικονομικών (2011) 3 Α.Α.Δ. 831, στην οποία υιοθετήθηκε η Dias αναφέρεται ότι:
"Ο έλεγχος της συνταγματικότητας, δεν μπορεί, μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διεύρυνσης του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και συνακόλουθα την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δεν θα ήταν δυνατόν διά της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως νόμος είναι αντισυνταγματικός να προστεθούν σ' αυτόν πρόνοιες που δεν θέλησε ο νομοθέτης (βλέπε Dias United Publishing Co. Ltd, ανωτέρω).
Και στην παρούσα υπόθεση, αφού δεν θα ήταν δυνατόν, έστω κι' αν ο Νόμος κρινόταν ως αντισυνταγματικός να επιτύχει η προσφυγή, δεν δικαιολογείται η άσκηση συνταγματικού ελέγχου, γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και αντίθετο προς πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος.
Τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται, επομένως, με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς."
Καθίσταται συναφώς έκδηλο ότι η προσφυγή δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη, καθότι, το Δικαστήριο στερείται της δυνατότητας να εισάξει νέο νομοθέτημα και άλλες πρόνοιες από αυτές που ο νομοθέτης είχε υπόψη του να καθορίσει για κάθε συγκεκριμένο υποκείμενο δικαίου, όπως οι Άνδρες Υπαξιωματικοί, οι αιτητές. Σε περίπτωση κήρυξης του σχετικού κανονισμού ή και του άρθρου του Νόμου ως αντισυνταγματικών, θα συνεπαγόταν την κατάργηση τους και ως εκ τούτου την απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας ως προς τη μισθολογική τοποθέτηση των Ανδρών Υπαξιωματικών. Κρίνω επί τούτου, και κατ' επέκταση των πιο πάνω, ότι οι αιτητές δεν θα αποκομίσουν οποιοδήποτε όφελος από την παρούσα προσφυγή και ως εκ τούτου κρίνεται ως αλυσιτελής. Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και όσον αφορά τη συνταγματικότητα του Κανονισμού 9(3) της Κ.Δ.Π. 311/93 που προβλέπει για τη μισθολογική κατάταξη των Γυναικών Υπαξιωματικών.
Η αλυσιτέλεια οδηγεί σε απόρριψη της προσφυγής. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Λόγω της συνεκδίκασης των υποθέσεων το ύψος των εξόδων, για έκαστη προσφυγή, θα είναι μειωμένο κατά 50%.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ