ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D329
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1696/2012)
13 Μαΐου 2015
[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SVITLANA KLOCHKOVA ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΚΑΙ
ΤΩΡΑ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΚΥΠΡΟΥ
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ΄ων η αίτηση
____________
Μ. Κοζάκου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια.
Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γ-Ε, για τους καθ΄ων η αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια Svitlana Klockhova από την Ουκρανία, σύζυγος κύπριου πολίτη, προσβάλλει την απόφαση της διοίκησης που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 9.8.2012, δια της οποίας απερρίφθη η αίτησή της για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει εγγραφής.
Η αιτήτρια αφίχθηκε νομίμως στην Κύπρο στις 25.4.2003 με σκοπό να εργαστεί ως βοηθός κουζίνας και έλαβε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 7.4.2004.
Μετά τη λήξη της άδειάς της, στις 13.5.2004, τέλεσε γάμο με τον εν λόγω Κύπριο.
Αίτηση για περαιτέρω άδεια παραμονής υπέβαλε τρεις σχεδόν μήνες μετά τη λήξη της προηγούμενης, στις 5.7.2004, οπότε και της παραχωρήθηκε μέχρι τις 6.12.2009.
Ακολούθως όμως, με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 3.4.2007, προς την αιτήτρια, της κοινοποιήθηκε απόφαση περί ακύρωσης της εν λόγω προσωρινής άδειας παραμονής της για το λόγο ότι δεν συζούσε με τον εν λόγω σύζυγό της. Εκαλείτο δε, όπως σε 14 ημέρες εγκαταλείψει τη Δημοκρατία.
Στις 14.7.2007 η αιτήτρια αναχώρησε από την Κύπρο, την οποία ακολούθως επισκεπτόταν ως τουρίστρια, κατά διάφορα χρονικά διαστήματα.
Στις 9.2.2010, δηλαδή περίπου 2 χρόνια και 10 μήνες μετά την ακύρωση της άδειας προσωρινής παραμονής της, υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της. Προσκόμισε δε «Δήλωση Ανδρογύνου» ημερομηνίας 5.2.2010, υπογεγραμμένη από την ίδια και από το σύζυγό της, με την οποία δήλωσαν ότι συζούσαν αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη από τις 13.5.2004 μέχρι τις 5.2.2010. Τότε, της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 30.6.2010.
Μήνες αργότερα, στις 20.12.2010, η αιτήτρια υπέβαλε εκ νέου αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής. Παρουσίασε νέα «Δήλωση Ανδρογύνου» ημερομηνίας 15.12.2010, υπογεγραμμένη από την ίδια και από το σύζυγό της, σύμφωνα με την οποία συζούσαν αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη από τις 5.1.2007 μέχρι τις 15.12.2010.
Εν τω μεταξύ, στις 13.11.2007 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας ως σύζυγος κυπρίου πολίτη.
Εκκρεμουσών των εν λόγω αιτήσεων, ο τότε δικηγόρος της αιτήτριας απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 6.4.2011 στον Υπουργό Εσωτερικών, με την οποία, μεταξύ άλλων, τον πληροφορούσε ότι η πελάτιδά του βρίσκεται σε διάσταση με το σύζυγό της και προτίθεται να καταθέσει αίτηση διαζυγίου.
Ακολούθησε επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 21.4.2011, με την οποία απερρίφθη η αίτησή της ημερομηνίας 20.12.2010 για άδεια προσωρινής παραμονής, επειδή η αιτήτρια δεν συζούσε με το σύζυγό της. Ενόψει τούτου, εκαλείτο να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις για να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία αμέσως.
Τέλος, στις 9.8.2012, εστάλη η επίδικη επιστολή προς την αιτήτρια, η οποία έχει ως ακολούθως:
«Κυρία,
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με Εγγραφή και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή, αλλά απορρίφθηκε:
α) δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του Άρθρου 110(2) των Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 141(1)/2002-2011, δηλαδή λόγω της προηγούμενης παράνομης παραμονής σας στη Δημοκρατία και
β) δυνάμει της παρ. (β) του πιο πάνω Άρθρου λόγω του ότι βρίσκεστε σε διάσταση με το σύζυγό σας.
2. Συγκεκριμένα έχετε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία τις χρονικές περιόδους 07/04/2004-05/07/2004, 03/04/2007-09/02/2010 και 30/06/2010 μέχρι σήμερα.
3. Επιπρόσθετα θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι, δυστυχώς η υπάρχουσα νομοθεσία καθώς η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν επιτρέπει την παραχώρηση της υπηκοότητας με Εγγραφή σε συζύγους Κυπρίων πολιτών που εισήλθαν ή/και παρέμειναν παράνομα στη Δημοκρατία.
4. Εν πάση περιπτώσει, αν επιθυμείτε, μπορείτε να υποβάλετε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με Πολιτογράφηση (τύπος Μ. 127) μέσω της οικείας Επαρχιακής Διοίκησης νοουμένου ότι πληροίτε τα κριτήρια της σχετικής νομοθεσίας.»
Με την προσφυγή προβάλλονται διάφοροι λόγοι, στους οποίους θα αναφερθώ στο βαθμό που προωθήθηκαν με την αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της αιτήτριας.
Στην αγόρευση γίνεται εκτεταμένα λόγος για το κοινοτικό κεκτημένο και ειδικότερα για την αναγνώριση στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στα κράτη μέλη της Ένωσης. Θα πρέπει όμως να λεχθεί ότι η σχετική Οδηγία 2004/38/ΕΚ, δεν εφαρμόζεται προκειμένου για πολίτες της Ε.Ε. που διαμένουν στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοοι, ενώ τα μέλη των οικογενειών τους, που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, εξακολουθούν να υπάγονται στους εθνικούς κανόνες μετανάστευσης (βλ. Άρθρο 3, παρ. 1 και Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, COM (2009) 313, ημερομ. 2.7.2009).
Κατ΄αντιστοιχία, ο εναρμονιστικός νόμος, ήτοι ο περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος, Ν. 7(Ι)/2007, ως «πολίτη της Ένωσης», ο οποίος απολαύει της προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει, εννοεί «κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλου από τη Δημοκρατία.» (βλ. άρθρο 2 του Ν. 7(Ι)/2007).
Συνεπώς, το ζήτημα των σχετικών δικαιωμάτων της αιτήτριας δεν θα κριθεί υπό το φως των ευρωπαϊκών κανόνων στους οποίους παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της, αλλά υπό το φως των εθνικών κανόνων μετανάστευσης.
Από πλευράς εθνικών κανόνων, η αιτήτρια κατ'αρχάς παραπονείται για πλημμελή εφαρμογή των προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, οι οποίες αφορούν την εξουσία της διοίκησης, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι αλλοδαπός συνήψε εικονικό γάμο, να απαγορεύσει την παραμονή του στη Δημοκρατία, να ακυρώσει ή να μην ανανεώσει την άδεια παραμονής του και να διατάξει την απέλασή του. Δεν είναι όμως εν προκειμένω τέτοια η περίπτωση. Εν προκειμένω, αν και στο διοικητικό φάκελο υπάρχει μια εισήγηση από το Γραφείο Αλλοδαπών προς την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης όπως η υπόθεση σταλεί στην Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους για λήψη απόφασης ως προς τον περαιτέρω χειρισμό, τελικά η πορεία της υπόθεσης ήταν διαφορετική, εφόσον εξετάστηκε υπό το φως των προνοιών του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμου του 2002 (Ν. 141(Ι)/2002). Πρόκειται ακριβώς για το Νόμο επί του οποίου είχε βασιστεί η προαναφερθείσα αίτηση της αιτήτριας για εγγραφή της ως πολίτη της Δημοκρατίας. Η διοίκηση δεν ασχολήθηκε με το να εξετάσει και να κρίνει την εικονικότητα του γάμου. Εκλαμβάνοντας τον ως πραγματικό, εκείνο που εξέτασε ήταν οι προϋποθέσεις που τίθενται από το Ν.141/2002 για την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, συζύγου κύπριου πολίτη.
Συνεπώς, αυτός είναι τελικά ο νόμος που διέπει τα της παρούσας υπόθεσης και ειδικά το άρθρο 110(2), το οποίο προβλέπει ως μία των προϋποθέσεων για εγγραφή συζύγου πολίτη της Δημοκρατίας, τη διαμονή του/της αιτητή/αιτήτριας με τον/την σύζυγό του/της στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων. Παρατίθεται το άρθρο 110(2):
«Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός μπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να μεριμνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι-
(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή, ήταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας·
(β) διαμένει με το/τη σύζυγο του στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων
(γ) είναι καλού χαρακτήρα· και
(δ) προτίθεται να εξακολουθήσει να διαμένει στη Δημοκρατία ή, ανάλογα με την περίπτωση, να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην Αστυνομική Δύναμη της Δημοκρατίας και μετά την εγγραφή του ως πολίτη της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι ο Υπουργός μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες οποιασδήποτε συγκεκριμένης περίπτωσης, να μεριμνήσει για τη συντέλεση της εγγραφής δυνάμει του παρόντος εδαφίου, έστω και αν ο/η σύζυγος είχε διαμείνει με τη/το σύζυγο του/της στην Κύπρο για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών χρόνων, αλλά όχι μικρότερο των δύο χρόνων. Στις περιπτώσεις προσώπων που μένουν μόνιμα ή προσωρινά στο εξωτερικό, η διαμονή με το/ τη σύζυγο σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι λιγότερη από τρία χρόνια:
Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ο Υπουργός δύναται να εξαιρέσει από την εφαρμογή των διατάξεων της πιο πάνω επιφύλαξης αλλοδαπό/ή σύζυγο Κύπριου πολίτη που παρέμενε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου «διαμένει με το/τη σύζυγο της/του στην Κύπρο» σημαίνει διαμονή του ζεύγους στην Κύπρο τουλάχιστο για έξι μήνες κάθε χρόνο και, εν πάση περιπτώσει, η συνολική διαμονή του ζεύγους στην Κύπρο κατά την περίοδο των τελευταίων τριών χρόνων, αμέσως πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, να μην είναι λιγότερη από δύο χρόνια.»
Από τα γεγονότα προκύπτει ότι, όντως, η Αιτήτρια δεν είχε συμπληρώσει τρία χρόνια διαμονής με τον σύζυγό της. Πριν τη συμπλήρωση του ελαχίστου αυτού χρόνου, ήταν η διαπίστωση της διοίκησης, όπως της κοινοποιήθηκε με την εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 3.4.2007, ότι δεν συζούσε με τον σύζυγό της. Η Αιτήτρια δεν προσέβαλε την απόφαση εκείνη, προς την οποία αντιθέτως συμμορφώθηκε και αναχώρησε από την Κύπρο. Όπως ορθά εισηγήθηκε η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας, δεν παρέχεται έδαφος στην παρούσα προσφυγή να συμπροσβληθεί κατ΄ ουσίαν εκείνη η διοικητική πράξη. Όπως δεν προσέβαλε και την απόφαση που περιέχεται στην εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 21.4.2011 επί της διαπίστωσης και πάλιν ότι δεν συζούσε με το σύζυγό της.
Δεν είναι επιτρεπτό στην Αιτήτρια να αμφισβητεί την αμάχητη, πλέον, διαπίστωση ότι, τουλάχιστον από 3.4.2007, δεν συζούσε με τον σύζυγό της. Πάρα ταύτα, στις «Δηλώσεις Ανδρογύνου» ισχυρίστηκαν, ως άνω, ότι συζούσαν αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη από 13.5.2004 μέχρι 5.2.2010 στην πρώτη, ενώ στη δεύτερη, από 5.1.2007 μέχρι και 15.10.2010. Συνεπώς, δεν είναι μόνο η αντίθεση με την αμάχητη, ως άνω, διαπίστωση, αλλά είναι και η αντίφαση ή χρονική αναντιστοιχία μεταξύ των ιδίων των δηλώσεων που δημιουργεί πρόβλημα στην εκδοχή της Αιτήτριας ότι δεν συνέτρεχε η σχετική προϋπόθεση του Νόμου.
Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος της επίδικης απόφασης, ήτοι την προηγούμενη παράνομη παραμονή, όπως υπέδειξε η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας, η δεύτερη επιφύλαξη του πιο πάνω εδαφίου, ότι, δηλαδή, οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, έχει ερμηνευτεί στην υπόθεση Yousife Mohamed v Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, ως διατυπωμένη με τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει περιπτώσεις, τόσο παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, όσο και παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω και αν ο αλλοδαπός κατά τον χρόνο της υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση είχε νόμιμη παραμονή.
Ήταν η θέση της Δημοκρατίας ότι η αλλοδαπή παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα κατά τις περιόδους που αναγράφονται στην επίδικη επιστολή. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αιτήτριας διαφώνησε. Σε ότι αφορά την περίοδο 7.4.2004 - 5.7.2004, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατ΄ εκείνη την περίοδο παρέμενε στην Κύπρο χωρίς άδεια, εφόσον η πρώτη άδεια προσωρινής παραμονής είχε λήξει στις 7.4.2004 και η ανανέωση της παραχωρήθηκε στις 5.7.2004. Ακολούθως, είναι εξίσου δεδομένο ότι η δεύτερη άδεια ανακλήθηκε στις 3.4.2007 με προθεσμία αναχώρησης από την Κύπρο εντός 14 ημερών. Η Αιτήτρια, όμως, αναχώρησε στις 14.7.2007. Άρα, και κατ΄εκείνη την περίοδο παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία. Βέβαια, η σχετική απόφαση καλύπτει και μεταγενέστερη περίοδο, για την οποία υπάρχει περαιτέρω αναφορά ότι πηγαινοερχόταν στη Δημοκρατία ως τουρίστρια. Ακολούθησε η άδεια προσωρινής παραμονής από 9.2.2010 μέχρι 30.6.2010, κάτι που αποτελούσε κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας, χωρίς να εξαλείφεται η προηγούμενη παρανομία ή που να θέτει ζήτημα ελεγχόμενης αντιφατικότητας ή κακής πίστης. Έκτοτε, εν πάση περιπτώσει, ορθά της αποδίδεται στην επίδικη επιστολή παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία.
Η Αιτήτρια δεν είχε δικαίωμα να παραμένει στην Κύπρο χωρίς άδεια, επειδή περίμενε απάντηση στην αίτησή της για απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας, όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της. Ούτε το γεγονός του γάμου της χωρίς συγκατοίκηση και χωρίς τις περαιτέρω αναγκαίες προϋποθέσεις, της δημιουργούσε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. Όπως υπέδειξε ο Κούρρης, Δ. στην υπόθεση Wafa Takialdin v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 2535 «άλλο είναι το δικαίωμα γάμου και άλλο είναι το δικαίωμα παραμονής σε μια ξένη χώρα».
Ως εκ των άνω, ορθά διαπιστώθηκε από τη Διοίκηση ότι δεν συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Σε τέτοια περίπτωση, όπως αποφασίστηκε στην Tolin Sabahatin Veysel κ.α. v. Δημοκρατίας, υπόθ. Αρ. 184/08, ημερ. 6.7.2010, η διοίκηση δεν ενεργεί ασκώντας διακριτική ευχέρεια, αλλά είναι υποχρεωμένη να απορρίψει το αίτημα. Η μη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων καθιστά δέσμια την αρμοδιότητα για απόρριψη της αίτησης, χωρίς να τίθεται θέμα διακριτικής ευχέρειας και ελέγχου της άσκησης τέτοιας ευχέρειας. Είναι απόλυτο και κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να καταστήσει κάποιον πολίτη του, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό αν δεν συντρέχουν οι τυπικές κατ΄ αρχάς προϋποθέσεις του άρθρου 110(2).
Εγείρονται και άλλα ζητήματα με την Αίτηση. Ως νομικό σημείο αρ. 16 στην Αίτηση, προβάλλεται η θέση ότι η εκχώρηση των εξουσιών του Υπουργού Εσωτερικών προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης είναι παράνομη και/ή παραβιάζει τις πρόνοιες και/ή το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεων της Ενάσκησης των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου 23/62. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, στις διευκρινήσεις, η ευπαίδευτη δικηγόρος της Αιτήτριας δέχθηκε ότι υπάρχει εξουσιοδότηση από τον Υπουργό προς τη Διευθύντρια του Τμήματος, η οποία και κατατέθηκε ως τεκμήριο. Προέβαλε όμως τότε τη θέση ότι η εξουσιοδότηση αυτή δεν παρέχει περαιτέρω δικαίωμα για εκχώρηση από τη Διευθύντρια σε τρίτο ή τέταρτο πρόσωπο, όπως συνέβη εν προκειμένω. Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι οι αρμόδιοι λειτουργοί υπογράφουν, στα πλαίσια των καθηκόντων τους, για τους προϊστάμενούς τους, όπως είναι η καθολική και αναγκαία πρακτική. Δεν θεωρώ ότι χρειάζεται να αποφασίσω επί αυτής της βάσης, εφόσον η δικογραφηθείσα θέση εκείνο που έθετε αφορούσε το παράνομο της εκχώρησης των εξουσιών του Υπουργού προς τη Διευθύντρια, ζήτημα το οποίο εγκαταλείφθηκε.
Περαιτέρω, η Αιτήτρια εισηγείται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά της για ακρόαση. Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας απάντησε, λέγοντας ότι η επίδικη διοικητική πράξη προέκυψε μέσα από αμιγώς αντικειμενικά δεδομένα, και όχι με βάση την εκτίμηση της υποκειμενικής συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου προσώπου. Ακρόαση, εισηγήθηκε με παραπομπή σε νομολογία, δεν απαιτείται κατά κανόνα εάν η πράξη, έστω και δυσμενής, λαμβάνεται ασχέτως της υπαιτιότητας του διοικουμένου. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αιτήτριας παρέπεμψε στην υπόθεση Nesim Abdalla Shehata Girgis v. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. Αρ. 1665/2006, 6.6.2008, στην οποία εξετάστηκε η υποχρέωση παροχής δικαιώματος ακρόασης σε περιπτώσεις απόρριψης αίτησης για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας και στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δοθεί η ευκαιρία στον Αιτητή να ακουστεί. Όμως, εκεί, η απόφαση της διοίκησης ήταν σαφώς σε συνάρτηση με υποκειμενικά και υπαίτια στοιχεία της συμπεριφοράς του Αιτητή, με βάση πληροφορίες που υπήρχαν εις βάρος του από την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ). Συγκεκριμένα, όχι μόνο υπήρχαν πληροφορίες ότι ο γάμος του ήταν εικονικός, αλλά και ότι ασχολείτο με λαθρεμπόριο από τα κατεχόμενα και ότι φιλοξενούσε στο σπίτι του λαθρομετανάστες. Εν προκειμένω, η βάση της επίδικης απόφασης δεν είχε το στοιχείο της υπαιτιότητας, ούτε και υπήρχε λόγος ακρόασης επί μίας διαπίστωσης που κατέστη αμάχητη για την αιτήτρια, επειδή δεν την είχε προσβάλει, οπότε, σ΄εκείνα τα πλαίσια, εάν την προσέβαλλε, θα μπορούσε να τύχει πλήρους ακρόασης για ό,τι εξ υποκειμένου της απεδίδετο και δικαστικής προστασίας, αναλόγως.
Εν όψει όλων των ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται παραβίαση της καλής πίστης ή κατάχρηση εξουσίας από πλευράς διοίκησης, ούτε και παραβίαση του δικαιώματος για οικογενειακή και ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος γάμου, όπως περαιτέρω ισχυρίζεται η αιτήτρια. Δεν τέθηκε κανένα εμπόδιο ή περιορισμός στον γάμο της, τον οποίο χειρίζεται κατά την κρίση της. Η καθυστέρηση να απαντηθεί η αίτησή της, δεν είναι δείγμα χρηστής διοίκησης, αλλά και δεν κατεδείχθη οποιοσδήποτε λόγος ουσιαστικού επηρεασμού της ή λόγος ακυρότητας της απόφασης.
Η Αίτηση απορρίπτεται με €1.300 σε βάρος της Αιτήτριας και υπέρ της Δημοκρατίας.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π