ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D311
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ.1457/2012
8 Μαΐου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΑ ΛΤΔ
Αιτήτριας
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Καθ' ων η αίτηση.
.......
Φ. Σωφρονίου, για την Αιτήτρια.
Δ. Εργατούδη (κα), για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ: Mε την υπ΄ αρ. 68.201 απόφαση ημερ. 30.12.08, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το «Σχέδιο Χορηγιών για Ενθάρρυνση Ηλεκτροπαραγωγής από Μεγάλα Αιολικά, Ηλιοθερμικά, Φωτοβολταϊκά Συστήματα και την Αξιοποίηση Βιομάζας» για τα έτη 2009-2013.
Η αιτήτρια, αφού εξασφάλισε τις σχετικές πολεοδομικές και οικοδομικές άδειες, υπέβαλε αίτηση στην αρμόδια αρχή - την Επιτροπή Διαχείρισης του Ειδικού Ταμείου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εξοικονόμησης Ενέργειας που συστάθηκε από τον περί Προώθησης και Ενθάρρυνσης της Χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και την Εξοικονόμηση Ενέργειας Ν.33(1)/2003 (στο εξής η Επιτροπή) - για επιδότηση εγκατάστασης φωτοβολταϊκού συστήματος 149,5 KW σε ιδιόκτητο κτήμα της, στο χωριό Βουνί της Επαρχίας Λεμεσού.
Η Επιτροπή, στις 21.7.11, «. ενέκρινε κατ΄ αρχήν την αίτηση για επιδότηση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας φωτοβολταϊκού συστήματος εγκατεστημένης ισχύος 149,5 KW προς 031 αναπαραγόμενη ΚWh για περίοδο 20 ετών» και η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 22.7.11. Με αυτή, η Επιτροπή, πληροφορούσε την αιτήτρια ότι πριν παραχωρηθεί οποιαδήποτε επιδότηση θα την καλούσαν να υπογράψει τη «Συμφωνία Παροχής Χορηγίας» (στο εξής η Σύμβαση) με τον Πρόεδρο της Επιτροπής. Δηλαδή τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
Ακολούθησε, με ενημέρωση από την αιτήτρια της Επιτροπής, η τροποποίηση της άδειας οικοδομής και στις 28.12.11 ολοκληρώθηκε η σύνδεση του συστήματος της αιτήτριας με το δίκτυο της ΑΗΚ. Στη συνέχεια, στις 22.5.12, η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι Συμβάσεις Επιδότησης όσων αιτητών έλαβαν κατ΄ αρχήν έγκριση για τη δημιουργία φωτοβολταϊκών συστημάτων με σταθερές βάσεις και στη συνέχεια ζήτησαν να μετατρέψουν τα συστήματα σε κινητά περιστρεφόμενα - όπως ήταν και το σύστημα της αιτήτριας - η Σύμβαση θα ήταν σύμφωνη με τη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 2.5.12 όπως αυτή καθορίζεται στα εγκεκριμένα Σχέδια Χορηγιών για το 2012. Σ΄ ότι δε αφορά την αιτήτρια, η Επιτροπή αποφάσισε όπως η επιδότηση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφωθεί ως εξής:
«Για τις πρώτες 1.600 kW η συνολική τιμή πώλησης θα είναι αυτή που ισχύει κατά την ημερομηνία της καταρχήν έγκρισης 31 σεντ, ενώ για την υπόλοιπη παραγωγή η συνολική τιμή θα είναι αυτή που ισχύει, κατά την ημερομηνία εξασφάλισης της τροποποίησης από όλες της εμπλεκόμενες Υπηρεσίες . 25 σεντ».
Όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, οι καθ΄ ων η αίτηση την ειδοποίησαν, με επιστολή ημερ. 11.7.12, να προσέλθει για υπογραφή της Σύμβασης. Έχουσα δε γνώση του περιεχομένου της Σύμβασης απηύθυνε αυθημερόν επιστολή στην Επιτροπή ότι θα υπογράψει τη Σύμβαση «άνευ βλάβης των δικαιωμάτων της» καθότι σ΄ αυτή είχε εισαχθεί παράνομα και αντικανονικά όρος για καταβολή 25 σεντ ανά κάθε KWh για ετήσια παραγόμενη ενέργεια άνω των 1600 KW, ενώ για κάθε KWh η τιμή θα έπρεπε να είναι 31 σεντ ανεξαρτήτως ποσότητας παραγόμενης ενέργειας. Όπως και έγινε όταν υπέγραψε στις 31.8.12 την υπό αναφορά Σύμβαση. Τρεις δε βδομάδες μετά, στις 21.9.12, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής να συμπεριλάβει στη Σύμβαση την προαναφερθείσα πρόνοια.
Η προσφυγή βασίζεται σε δύο λόγους ακύρωσης, με πρώτο την παράβαση της αρχής της καλής πίστης του άρθρου 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99) και με δεύτερο ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται αιτιολογίας.
Σύμφωνα με την αιτήτρια η κακόπιστη και αντιφατική συμπεριφορά των καθ' ων η αίτηση απέναντι της συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ είχαν εγκρίνει αρχικά την επιδότηση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας προς €0,31 ανά παραγόμενη kWh για περίοδο 20 ετών, στη συνέχεια και ενώ η αιτήτρια βασιζόμενη στην αρχική τιμή που της κοινοποιήθηκε είχε προχωρήσει στην υλοποίηση της επένδυσης της, αναλαμβάνοντας και το αυξημένο κόστος μετατροπής των σταθερών βάσεων του συστήματος της σε τεχνολογία ιχνηλάτη, αυθαίρετα και μονομερώς, διαφοροποίησαν την απόφαση τους καθορίζοντας ως συνολική τιμή για ένα μέρος της παραγόμενης ενέργειας το ποσό των €0,25 ανά kWh.
Ενώ, συνεχίζει στην εισήγηση της η αιτήτρια, είχε εγκαίρως ειδοποιήσει τους καθ' ων η αίτηση για την πρόθεση μετατροπής των βάσεων στήριξης του συστήματος της - αίτημα που εγκρίθηκε στις 12.10.2011 - σε κανένα στάδιο πριν από την υπογραφή της σύμβασης, δεν έτυχε ενημέρωσης για ενδεχόμενη αλλαγή της τιμής της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.
Επιπρόσθετα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπήρξε και από την πλευρά της ΡΑΕΚ, σκόπιμη καθυστέρηση έκδοσης της σχετικής τροποποιητικής άδειας ούτως ώστε να μεσολαβήσει στις 2.5.2012 η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποίαν διαφοροποιήθηκαν τα δεδομένα αναφορικά με την καταβαλλόμενη τιμή πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά περιστρεφόμενων βάσεων.
Εφόσον, καταλήγει η αιτήτρια, οι καθ' ων η αίτηση, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ουδέποτε προέβησαν σε οποιαδήποτε μνεία σχετικά με τη διαφοροποίηση της τιμής της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, η αιφνιδιαστική και μονομερής μετατροπή των «προσυμβατικών όρων», με την οποίαν η ίδια υπέστη ζημία, χωρίς να δίδεται μάλιστα οποιαδήποτε αιτιολογία, κλονίζει την αρχή της νομιμότητας και βρίσκεται σε διάσταση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά τα νομολογηθέντα στην απόφαση του ΕΔΑΔ, Ι. Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας (αριθ.2), (Προσφυγή αριθ. 36963/06), Απόφαση της 25.6.2009, στην οποία παραπέμπει.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η απόφαση τους ήταν σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία και το σχέδιο χορηγιών του 2012, που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 2.5.2012 και το οποίο εφαρμόστηκε σε όλες τις συμβάσεις επιδότησης αιτητών που είχαν τύχει κατ'αρχήν έγκρισης και είχαν αργότερα ζητήσει άδεια τροποποίησης των βάσεων των συστημάτων τους.
Σημειώνουν ότι μόλις εξασφαλίστηκε η τροποποίηση της άδειας από τη ΡΑΕΚ στις 17.5.2012, η Επιτροπή έδωσε στις 18.5.2012 την τελική της έγκριση, εφαρμόζοντας στη σύμβαση επιδότησης τις σχετικές πρόνοιες του σχέδιο χορηγιών του 2012, το οποίο αποτελούσε το νομικό καθεστώς κατά το χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και στο οποίο υπήρχε ειδική πρόβλεψη για τον καθορισμό της τιμής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας πέραν του ορίου των 1600kWh/kW από συστήματα με περιστρεφόμενες βάσεις.
Επρόκειτο, συμπληρώνουν, για περίπτωση άσκησης δέσμιας αρμοδιότητας και επομένως δεν υπάρχει έδαφος συζήτησης του θέματος υπό το πρίσμα των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης (βλ. Παιονίδου v. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ.405).
Εξέτασα τις εκατέρωθεν θέσεις έχοντας υπόψη το άρθρο 9 του Ν.158(Ι)/99 που προβλέπει ότι «όταν το διοικητικό όργανο πρόκειται να εκδώσει μια πράξη, ύστερα από αίτηση, θα βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης».
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, η αίτηση της αιτήτριας, μετά την κατ' αρχήν έγκριση της στις 21.7.2011, εξετάστηκε για σκοπούς τελικής έγκρισης και υπό το φως του νέου δεδομένου της αίτησης της για μετατροπή των σταθερών βάσεων του φωτοβολταϊκού συστήματος της σε κινητό σύστημα ιχνηλάτη το οποίο συνεπαγόταν αύξηση της παραγωγής και συνεπακόλουθα της επιδότησης, κατά τη 16η συνεδρία της Επιτροπής, στις 18.5.2012. Σημειώθηκε εκεί ότι η αίτηση «εγκρίνεται με τις πρόνοιες του σχεδίου χορηγιών του 2012 για συστήματα που μετατρέπονται από σταθερά σε κινητά»
Στην επόμενη, 17η συνεδρία της, η οποία έλαβε χώρα στις 22.5.2012, η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι συμβάσεις επιδότησης όσων αιτητών είχαν λάβει κατ' αρχήν έγκριση για τη δημιουργία φωτοβολταϊκών συστημάτων με σταθερές βάσεις και στην συνέχεια αιτήθηκαν την μετατροπή των συστημάτων τους σε κινητά περιστρεφόμενα, θα ήταν σύμφωνες με τη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 2.5.2012, όπως αυτή καθοριζόταν στα εγκεκριμένα σχέδια χορηγιών για το 2012.
Σύμφωνα με την «Σημείωση», της παραγράφου 3.3 του σχεδίου του 2012, «σε περίπτωση που αιτητές που έχουν εξασφαλίσει τροποποίηση της Άδειας Κατασκευής από τη ΡΑΕΚ για χρησιμοποίηση περιστρεφόμενων βάσεων αντί σταθερών ή/και συγκεντρωτικών φωτοβολταϊκών, αυξάνοντας έτσι την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από το σύστημα τους, τότε για όση ενέργεια που θα παράγεται από το σύστημα πέραν του ορίου των 1600kWh/kW ετησίως, θα καταβάλλεται συνολική τιμή πώλησης ίση με τη τιμή που θα ισχύει κατά την ημέρα υπογραφής της νέας τροποποιημένης καταρχήν σύμβασης επιδότησης».
Η ισχύουσα, κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης (31.8.2012), συνολική τιμή πώλησης για τα εμπορικά φωτοβολταϊκά συστήματα κατηγορίας ΝΜΦ.1, στην οποίαν ενέπιπτε η αιτήτρια, ήταν η προβλεπόμενη στην παράγραφο 4.1 του σχεδίου, δηλαδή €0,25 ανά κιλοβατώρα.
΄Εχοντας ως έρεισμα τις πιο πάνω πρόνοιες, η Επιτροπή αποφάσισε, στα πλαίσια της συνεδρίας της, της 22.5.2012, ότι για την περίπτωση της αιτήτριας, η συνολική τιμή πώλησης για τις πρώτες 1.600kW θα ήταν η ισχύουσα κατά την ημερομηνία της αρχικής έγκρισης (€0,31), ενώ για την υπόλοιπη παραγωγή, η συνολική τιμή θα ήταν η προβλεπόμενη κατά την ημερομηνία εξασφάλισης της έγκρισης της τροποποίησης από όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Η τροποποιημένη άδεια οικοδομής εξασφαλίστηκε στις 10.10.2011, η έγκριση του τμήματος Περιβάλλοντος δόθηκε στις 18.10.2011, η τελική έγκριση του Επάρχου δόθηκε στις 20.2.2012, ενώ η έγκριση της τροποποίησης από τη ΡΑΕΚ, την οποίαν η αιτήτρια επικρίνει για σκόπιμη καθυστέρηση, χωρίς όμως να έχει προβεί έγκαιρα στα κατάλληλα διαβήματα για τον έλεγχο της άσκησης της δικής της αρμοδιότητας, δόθηκε, όπως αποδέχονται και οι 2 πλευρές, στις 15.5.2012, όταν ήδη βρισκόταν σε ισχύ η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και το σχέδιο χορηγιών για το 2012.
Κάτω από τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν προκύπτει ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας την επίδικη απόφαση της, εφάρμοσε τις πρόνοιες του ισχύοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της τελικής έγκρισης σχεδίου χορηγιών του 2012, οι οποίες τελικά ενσωματώθηκαν στη σύμβαση που υπογράφτηκε στις 31.8.2012.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων η επίκληση της αρχής της καλής πίστης δεν ενισχύει την επιχειρηματολογία της αιτήτριας.
Στο άρθρο 7(2)(α) του Ν.33(1)/2003, ορίζεται ότι η επιδότηση από την Επιτροπή, της συμπαραγωγής ηλεκτρισμού γίνεται «κάτω από τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα σχέδια». Στην παρούσα περίπτωση η Επιτροπή, εφάρμοσε, ως όφειλε, τις πρόνοιες του εφαρμοζόμενου κατά τον ουσιώδη χρόνο, σχεδίου παροχής χορηγιών, οι οποίες όπως ήδη επισημάνθηκε ήταν δεσμευτικές για όλους τους αιτητές οι οποίοι έχοντας λάβει αρχική έγκριση, προχώρησαν στη μετατροπή της τεχνολογίας των βάσεων στήριξης των συστημάτων τους, προς το σκοπό μεγιστοποίησης της παραγωγής τους.
Πέραν της διαφαινόμενης δέσμιας αρμοδιότητας της Επιτροπής αναφορικά με το καθορισμό της καταβαλλόμενης συνολικής τιμής, (βλ. Παιονίδου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)), έχει νομολογηθεί ότι η αρχή της καλής πίστης αποσκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου (βλ. Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 A.A.Δ. 191).
Λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης και του νομικού πλαισίου μέσα στο οποίο ενήργησε η Επιτροπή δεν προκύπτει οποιαδήποτε εκ μέρους της αυθαίρετη ή αντιφατική συμπεριφορά και ως εκ τούτου οι συναφείς ισχυρισμοί της αιτήτριας απορρίπτονται.
Σ΄ ότι δε αφορά το παράπονο για την αιτιολογία της επίδικης απόφασης συμπληρώνεται άνετα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ενώ η απόφαση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας (αριθ.2), του ΕΔΑΔ η οποία αφορούσε την καταβολή επιδόματος προσαυξήσεων δημοσίου υπαλλήλου για υπηρεσία στην αλλοδαπή, δεν σχετίζεται με τα γεγονότα και το νομικό πλαίσιο που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Και αυτό με €1.300 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ