ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D377
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1234/2011)
27 Μαίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/τής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΥΛΟΥ,
Aιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
----------------------
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ευγενία Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή επιδιώκει ακύρωση της απόφασης της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Υπουργός»), η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 10.8.2011. Η απόφαση αυτή επικύρωσε απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση που είχε υποβάλει ο αιτητής στις 20.10.2010 για σύνταξη ανικανότητας, συνοδευόμενη από ιατρική έκθεση από τον θεράποντα ιδιώτη ιατρό του, ο οποίος τον παρακολουθούσε από το 2000, σύμφωνα με την οποία ήταν μονίμως ανίκανος για εργασία κατά 75% λόγω «ολικής θυρεοειδεκτομής λόγω καρκίνου του θυροειδούς-υποπαραθυρεοειδισμός-διαβήτης-υπερχοληστεριναιμία-υπέρταση».
Μετά την υποβολή της αίτησης του, ο αιτητής εξετάστηκε αρχικά από Ενδοκρινολογικό Παθολογικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του. Υιοθετώντας τη γνωμάτευση, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψαν την αίτηση για χορήγηση σύνταξης.
Μετά την καταχώρηση της ιεραρχικής προσφυγής με ιδιόχειρη επιστολή του, η οποία παρελήφθη από τους καθ' ων η αίτηση στις 23.3.2011, ο αιτητής παραπέμφθηκε για εξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο στις 12.7.2011, το οποίο τον έκρινε ικανό για άσκηση του επαγγέλματος του.
Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης του αιτητή, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου, βάσει της οποίας κρίθηκε ικανός για εκτέλεση της εργασίας του. Στην επιστολή της Υπουργού, ημερομηνίας 10.8.2011, αναφέρονται σχετικά τα εξής:
«Μετά από εξέταση της υπόθεσης και αφού έχω λάβει υπόψη τα στοιχεία και τις ιατρικές μαρτυρίες που βρίσκονται στο φάκελό σας, καθώς και την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου που σας εξέτασε στις 12/7/2011, κρίνω ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου το οποίο με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα σας έχει κρίνει ικανό για εκτέλεση της εργασίας σας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 40 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
Συνεπώς, η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 8/3/2011 να απορρίψουν την αίτησή σας για σύνταξη ανικανότητας, κρίνεται ορθή και ως εκ τούτου απορρίπτω την ιεραρχική προσφυγή.»
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο ιατρός του αιτητή παρατηρεί πως είναι οικονομολόγος και μελλοντικά δύναται να εκτελεί συναφές επάγγελμα με μειωμένο ωράριο.
Ο αιτητής παραπονείται ότι υπάρχει κενό έρευνας στην έκθεση από το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο, γιατί υπάρχουν μόνο δύο απόψεις καταγραμμένες από τα τρία μέλη του που καταλήγουν στο κοινό συμπέρασμα περί ικανότητας του αιτητή για να εργαστεί ως οικονομολόγος και διευθυντής συνεργατικού ιδρύματος, χωρίς να διερευνήσουν την κατάσταση της υγείας του. Δεν προέβησαν σε κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις, παρά το ότι αναφέρουν ότι δεν έχει προσκομιστεί πρόσφατος έλεγχος/αναλύσεις και πως ο αιτητής δεν παρακολουθείτο από ογκολόγο. Δεν συνάδει προς τη Χρηστή Διοίκηση, όπως υποστηρίζει, η διαπίστωση ότι δεν είχε προσκομίσει τα απαραίτητα ιατρικά πιστοποιητικά, με το πόρισμα της Διοίκησης ότι ήταν ικανός να κερδίζει πέραν του 1/3 που θα κέρδιζε αν ήταν υγιές άτομο στην ίδια εργασία (άρθρο 38(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου).
Οι καθ΄ ων η αίτηση απορρίπτουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς και παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, σε ευρήματα και συμπεράσματα του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου υποστηρίζουν πως η έρευνα ήταν ενδελεχής. Η μη προσκόμιση από τον αιτητή πρόσφατου ελέγχου/αναλύσεων, υποστηρίζουν, δεν αφορά παράλειψη της διοίκησης αλλά του δικαιούμενου, αφού σε τέτοιες περιπτώσεις ζητείται από τον αιτητή να προσκομίσει τα απαραίτητα ιατρικά πιστοποιητικά κατά την εξέταση του από το Ιατροσυμβούλιο.
Επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (βλ. Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Η έκταση και η μορφή της δέουσας έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Σολωμού κ.α. ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.α. (2006) 2 Α.Α.Δ. 271, Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Το εύρος της έρευνας στην οποία το αρμόδιο όργανο προβαίνει και η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας συνιστά λόγο ακυρότητας. Παράλειψη δέουσας έρευνας η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, όπως ορίζεται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οδηγεί σε ακύρωση της διοικητικής πράξης.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι κατά πόσο διερευνήθηκε το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων ν. Περικλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 619 και CCC Laundries Limited v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 427). Υπενθυμίζεται εδώ η αρχή ότι ο ακυρωτικός έλεγχος δεν επεκτείνεται στην κρίση της Διοίκησης αναφορικά με θέματα τεχνικής φύσεως, τα οποία εξ' ορισμού είναι τα ιατρικά συμπεράσματα και αξιολογήσεις, εκτός βέβαια αν διαπιστώνεται κακοπιστία, εμφανής παράβαση νόμου ή πρόδηλο λάθος στην όλη εξέταση του θέματος (βλ. Χατζηαράπης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64, 69 και Samson ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 390).
Η γραπτή αγόρευση του αιτητή παραπέμπει σε συγκεκριμένες ιατρικές εκθέσεις που είχε προσκομίσει (ερυθρά 1-9 στο διοικητικό φάκελο-τεκμήριο 2). Αυτές περιέχουν σημαντικά ευρήματα για την κατάσταση της υγείας του μετεγχειρητικά και συνδέονται άμεσα τόσο με την φαρμακευτική αγωγή στην οποία αναφέρθηκε το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο όσο και με την εύκολη κόπωση και υπνηλία που διαπιστώθηκαν ως πρωτεύουσες ενοχλήσεις και, κατά συνέπεια, με την ικανότητα του να ασκήσει την εργασία του. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια σχετικά αποσπάσματα:
«Ερυθρό 2:
«Είναι οικονομολόγος και μελλοντικά δύναται να εκτελεί συναφές επάγγελμα με μειωμένο ωράριο.
.....................................
Είναι μονίμως ανίκανος για εργασία κατά 75%.»
Ερυθρό 5
«Εργαστηριακώς αυξημένα ηπατικά ένζυμα (LFTs)»
Ερυθρό 6
«Λόγω της επέμβασης ο ασθενής είναι σε υποπαραθυρεοειδισμό με συνέπεια την υποασβεσταιμία.
....................................
Ο ασθενής βρίσκεται σε υποκατάσταση με θυροξίνη, η ρύθμιση της οποίας στον συγκεκριμένο ασθενή ήταν δύσκολη και έτσι βρισκόταν σε κατάσταση υπό ή υπερθυρεειδισμού γεγονός που έχει επηρεάσει την σωματική και ψυχική λειτουργία του ασθενούς.»
Ερυθρό 7
«Λόγω της διάγνωσης ο ασθενής υποβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα σε εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις.
Λόγω της ρύθμισης της υποκατάστασης, με θυροξίνη καθώς και του συνυπάρχοντος υποπαραθυροεειδισμού με λήψη ψηλών δόσεων ασβεστίου, ο ασθενής είναι ευάλωτος σε κόπωση.»
Ερυθρό 9
«His post-operative course was complicated with hypoparathyroidism which persist and is considered permanent.»
Σημαντικά επίσης είναι τα πορίσματα του Γενικού Χειρουργού κ. Καραϊσκάκη (Αχίλλειον Νοσοκομείο) στο ιατρικό σημείωμα ημερομηνίας 15.6.2010:
«Ο ασθενής πλήν του χειρουργικού αυτού προβλήματος πάσχει επίσης και από Σακχαρώδη διαβήτη και από μετεγχειρητικό (μετά από ολική θυροειδεκτομή για καρκίνο του θυροειδούς) μόνιμο υποπαραθυρεοειδισμό με πολύ συχνές κρίσεις υπασβεστιαιμίας - τετανίας. Η όλη αυτή κατάσταση έχει οδηγήσει τον ασθενή σε αδυναμία να αντεπεξέρχεται στις καθημερινές του δραστηριότητες. Οι κρίσεις τετανίας τον οδηγούν σε αδυναμία επιτέλεσης ακόμη και απλών κινήσεων. Η όλη δε γενική κατάσταση έχει οδηγήσει τον ασθενή σε ψυχικό μαρασμό. Η μόνιμη αντιμετώπιση της επιπλοκής αυτής είναι αδύνατη. Ο μόνος τρόπος είναι η εντατική φαρμακευτική αγωγή η οποία όμως δεν είναι πάντοτε επιτυχής. Να σημειωθεί επίσης ότι λόγω της χρόνιας θεραπευτικής αγωγής με Vit-D3 και ασβέστιο ενδέχεται ο ασθενής να παρουσιάσει μακροχρόνια ασβέστωση των βασικών γαγγλίων του εγκεφάλου καθώς επίσης και καταρράκτη, με όλα τα επακόλουθα αυτών των καταστάσεων.
Λόγω ακριβώς των πιο πάνω συστήνω όπως απαλλαγή από τα εργασιακά του καθήκοντα και κριθεί ως ανίκανος για συνέχιση της εργασίας του.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι του κειμένου)
Αντιθέτως, οι δυο ιατρικές εκθέσεις που έγιναν μετά την υποβολή του σχετικού αιτήματος για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας, δηλαδή αυτή του Ιατρικού Συμβουλίου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παράρτημα 3 στην ένσταση) και του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου (Παραρτήματα 6 και 7 στην ένσταση), παρόλο που συμφωνούν μεταξύ τους ως προς την υπνηλία και την εύκολη κόπωση, εντούτοις διαπιστώνουν την ικανότητα του αιτητή να εργαστεί ως Διευθυντής στον τραπεζικό τομέα. Το περιεχόμενο τους ωστόσο δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο ώστε να επιτρέπει τον πλήρη δικαστικό έλεγχο ως προς την εκτίμηση των δυνατοτήτων του αιτητή να ασκήσει τα καθήκοντα της θέσης του και τους λόγους απόκλισης του σχετικού συμπεράσματος τους από την εμπεριστατωμένη γνώμη των ιατρών που παρακολουθούσαν τον αιτητή, όπως αυτή εκτίθεται στα πιο πάνω αποσπάσματα.
Εστιάζοντας στην έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου, το οποίο φέρει και την ευθύνη της εξ' υπαρχής διερεύνησης της υγείας του αιτητή στα πλαίσια εξέτασης ιεραρχικής προσφυγής, παρατηρώ ότι αυτή έχει σημαντικές ελλείψεις και ασυμπλήρωτα εδάφια που όφειλαν να συμπληρωθούν για σκοπούς δικαστικού ελέγχου (π.χ. πορεία της ασθένειας, βλάβη στην υγεία, τυχόν περιορισμοί στην εκτέλεση εργασίας όπως, για παράδειγμα, ικανότητα εκτέλεσης εργασίας σε οθόνη). Περιορίστηκε σε απλή καταγραφή του ιστορικού και των πιο κάτω ευρημάτων από την κλινική εικόνα του αιτητή:
«Ο Ασθενής παίρνει υπερβολικά υψηλές δόσεις φαρμάκων (όπως αναφέρει) για ρύθμιση του μετεγχειρητικού υποπαραθυρεοειδισμού π.χ. 16 δίσκια Caltrate και 10 δίσκια Sandoz ημερησίως, και 300 mg θυροξίνης κλπ. Δεν έχουμε καθόλου αναλύσεις αίματος
-Χρειάζεται ρύθμιση των φαρμάκων εν πρώτοις
-Ο Σακχαρώδης Διαβήτης αντιμετωπίζεται μόνο με δίαιτα - είναι πολύ ήπιος
-Ο CA (Cancer) Θυροειδούς είναι πολύ χαμηλής επικινδυνότητας, ουσιαστικά χρήζει μόνο παρακολούθησης.
Ο ασθενής δεν παρακολουθείται από Ογκολόγο.
Δεν έχει προσκομίσει πρόσφατα έλεγχο (αναλύσεις Θυρεοειδούς, Θυρεογλοβουλίνης, ασβέστιο κ.ά.)
Δεν έχει ένδειξη υποτροπής ή μεταστατικής νόσου.»
Δεν φαίνεται να διερευνήθηκε η υγεία του αιτητή μέσω περαιτέρω ιατρικών εξετάσεων ούτε καταγράφονται οποιαδήποτε εργαστηριακά ευρήματα, παρά το ότι διαπιστώθηκαν ελλείψεις στον φάκελο του (αιματολογικές εξετάσεις, πρόσφατη παρακολούθηση από ογκολόγο). Ο Κανονισμός 7(2) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμών του 2006 (ΚΔΠ 169/2006) ρητά προνοεί για τη δυνατότητα του Προέδρου του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, πριν από τη συνεδρία του Συμβουλίου, να ζητήσει από τον Διευθυντή να υποβάλει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία που δεν περιέχονται στο φάκελο ή να διευθετήσει τη διενέργεια ιατρικών ή άλλων αναγκαίων εξετάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, παρά το ότι διαπιστώθηκαν ελλείψεις, το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο προχώρησε στο συμπέρασμα του χωρίς να προβεί είτε στο ένα είτε στο άλλο.
Περαιτέρω, στο διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 2), εντοπίζονται αιματολογικές/ορμονολογικές/βιοχημικές εξετάσεις (μεταξύ άλλων, από χημείο ΕΤΚΑ, Βιοιατρική Λεμεσού Λτδ, ημερομηνίας 18.9.2008, Γενική αίματος από Πολυκλινική Υγεία ημερομηνίας 27.10.2008, Βιοιατρκή Λεμεσού ημερομηνίας 10.2.2009, 22.6.2009 και 8.7.2009, αλλά και νεότερες εξετάσεις Μαρτίου 2010 από το Αχίλλειον Ιδιωτικό Νοσοκομείο και τη Βιοιατρική Λεμεσού Λτδ) που κατά τεκμήριο τέθηκαν ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου κατά τον ουσιώδη χρόνο, αφού είναι μέρος του φακέλου και προγενέστερες της λήψης της επίδικης απόφασης. Συνεπώς η αναφορά των ιατρών ειδικότητας του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου για παντελή έλλειψη αναλύσεων αίματος, είναι πεπλανημένη και εκθεμελιώνει το βάθρο δέουσας έρευνας της περίπτωσης του αιτητή κατά παράβαση των θεσμοθετημένων υποχρεώσεων έρευνας που υπέχουν οι ειδικοί ιατροί που απαρτίζουν το γνωμοδοτικό δευτεροβάθμιο όργανο.
Ο αιτητής προβάλλει ως περαιτέρω λόγο ακύρωσης ότι η απόφαση της Υπουργού δεν περιέχει αιτιολογία και πως αγνόησε την πραγματική του κατάσταση και τις γνωματεύσεις των ιατρών του. Τέλος υποστηρίζει ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, διότι από τη στιγμή που είναι άνεργος από το 2010, οποιαδήποτε αμφιβολία είχε δημιουργηθεί στην Υπουργό για την δυνατότητα του να εργαστεί, θα έπρεπε να επιλυθεί προς όφελος του.
Από την άλλη πλευρά, οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η απόφαση, όταν αναγνωσθεί στο σύνολο της, είναι αιτιολογημένη, ενώ η καταβολή σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, θα συνιστούσε παράβαση νόμου.
Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, και πάλι σε σχέση με σύνταξη ανικανότητας, η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που τη στοιχειοθετούν, ενώ πρέπει να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι ώστε να είναι δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο.
Εδώ η συνοπτική αιτιολογία της απόφασης της Υπουργού δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου, αφού οι αντιφατικές μεταξύ τους ιατρικές μαρτυρίες και το κενό έρευνας που προαναφέρθηκε από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, δεν οδηγούν σε οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς τους λόγους που καθιστούσαν τον αιτητή ικανό για άσκηση του επαγγέλματος του.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου