ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D370
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1025/2012 και 1026/2012)
26 Μαΐου, 2015
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΠΑΝΙΚΟΣ ΚΟΥΚΚΟΥΛΗΣ,
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΟΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ)
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1026/2012)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΚΚΟΥΛΗΣ,
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΟΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ)
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Δ. Παυλίδης, για τους Αιτητές.
Α. Καλησπέρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η
Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές που συνεκδικάζονται ζητείται η ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, με την οποία ανακλήθηκε η ισχύς της άδειας εξάσκησης επαγγέλματος εκπαιδευτή οδηγών, η οποία παραχωρήθηκε στον κάθε αιτητή στις 6.4.2012.
Με δύο ξεχωριστές συστημένες επιστολές του, ημερομηνίας 26.4.2012, ο Διευθυντής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών πληροφόρησε τους αιτητές για την πρόθεσή του να προχωρήσει σε αναστολή της άδειας εξασκήσεως επαγγέλματος του εκπαιδευτή οδηγών που κατείχαν, επεξηγώντας τους το λόγο, και αναφέροντάς τους το δικαίωμα να ζητήσουν ακρόαση με βάση το άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999. Ο κάθε αιτητής αποτάθηκε στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών και στις 9.5.2012 διευθετήθηκε συνάντηση με ανώτερο Λειτουργό του Τμήματος στην παρουσία δεύτερου Λειτουργού, όπου δόθηκαν οι ζητούμενες επεξηγήσεις. Περί την 1.6.2012 απεστάλη συστημένη επιστολή προς τον κάθε αιτητή με την οποία ο Διευθυντής του Τμήματος τον πληροφορούσε ότι η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος του Εκπαιδευτή Οδηγών που κατείχε είναι άκυρη και όφειλε να την παραδώσει στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών.
Αποτελεί θέση των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών εισηγείται ότι το διοικητικό όργανο που έχει εξουσία ανάκλησης της επίδικης άδειας είναι ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων και όχι ο Διευθυντής Τμήματος Οδικών Μεταφορών. Προς τούτο, παρέπεμψε στις πρόνοιες των άρθρων 2 και 3(5) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Νόμου (Ν.112/1968) ως τροποποιήθηκε, και του άρθρου 3 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (86/1972) ως τροποποιήθηκε.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση των καθ΄ ων η αίτηση. Η κα Καλησπέρα, προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της, παραπέμπει με τη γραπτή της αγόρευση στο άρθρο 3(2) του περί Μεταβιβάσεως Αρμοδιοτήτων ως προς Χερσαίας Μεταφοράς Νόμο του 1975 (Ν.27/1975) και στην Ατομική Διοικητική Πράξη Α.Δ.Π. 1032-1060, 76, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ΄αρ. 1322, της 23ης Δεκεμβρίου 1976.
Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση είναι ορθή.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Μεταβιβάσεως Αρμοδιοτήτων ως προς Χερσαίας Μεταφοράς Νόμο του 1975, Ν.27/1975:
«2. Εν τω παρόντι Νόμω -
«Έφορος Χερσαίων Μεταφορών» ή «Έφορος» σημαίνει τον Υπουργόν Συγκοινωνιών και Έργων, περιλαμβάνει δε τον Αναπληρωτήν Έφορον και Βοηθόν Αναπληρωτήν Έφορον οριζόμενον δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου.»
Με βάση το άρθρο 3(1)(δ) του ίδιου Νόμου προνοούνται τα ακόλουθα:
3.-(1) Αι κάτωθι αναφερόμενοι αρμοδιότητες μεταβιβάζονται και θα ασκώνται υπό του Εφόρου Χερσαίων Μεταφορών, ήτοι:
................................
(δ) αι αρμοδιότητες της Αρχής Αδειών δυνάμει των διατάξεων των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Νόμων του 1968 και 1972 ή οιουδήποτε ετέρου Νόμου τροποποιούντος ή αντικαθιστώντος τούτους και των δυνάμει τούτων εκδιδομένων Κανονισμών.»
Το άρθρο 3(2) του ίδιου Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:
«(2) Ο Έφορος δύναται να ορίση οιονδήποτε πρόσωπον ως Αναπληρωτήν Έφορον ή Βοηθόν Αναπληρωτήν Έφορον και να μεταβιβάση εις τοιούτον πρόσωπον οιασδήποτε των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων αυτού.»
Όπως δε προκύπτει από την Ατομική Διοικητική Πράξη Α.Δ.Π. 1032-1060, 76, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ΄αρ. 1322, της 23ης Δεκεμβρίου 1976, ο εκάστοτε Διευθυντής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών ορίζεται ως Αναπληρωτής Έφορος για να ασκεί, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
«(δ) τας κεκτημένας υπό της Αρχής Αδειών δυνάμει των διατάξεων των περί Μηχανονοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Νόμων του 1968 και 1972 ή οιουδήποτε ετέρου Νόμου τροποποιούντος ή αντικαθιστώντος τούτους και υπό των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Κανονισμών του 1972 ή οιωνδήποτε Κανονισμών τροποποιούντων ή αντικαθιστώντων τούτους.»
Συνακόλουθα, καταλήγω ότι η επίδικη πράξη λήφθηκε από αρμόδιο διοικητικό όργανο και ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Αποτελεί περαιτέρω θέση των αιτητών ότι οι επίδικες αποφάσεις δεν είναι δεόντως αιτιολογημένες ή/και η αιτιολογία τους ήταν λανθασμένη.
Στην γραπτή του αγόρευση ο κ. Παυλίδης αναφέρεται στο ότι ο δεδηλωμένος στην αιτιολογία της διοικητικής πράξης εργοδότης, Αντρέας Κουκκουλλής είναι πατέρας των αιτητών και διατηρεί Σχολή Εκπαίδευσης Οδηγών, γεγονός που δεν αναφέρεται στην αιτιολογία, παρά το ότι ήταν σε γνώση της Διοίκησης. Πρόκειται για οικογενειακή επιχείρηση και οι άδειες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Σχολής. Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγείται πως το γεγονός ότι οι αιτητές είναι δηλωμένοι ως μισθωτά πρόσωπα δεν αποκλείει ότι το κύριο τους επάγγελμα είναι η εκπαίδευση οδηγών, δυνάμει του άρθρου 3(3)(α)(ι) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Nόμου 112/1968, ως τροποποιήθη από το άρθρο 2(β) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών)(Τροποποιητικού) Νόμου, Ν.15/86. Η μοναδική έρευνα στην οποία προέβη η Διοίκηση, αναφέρει ο συνήγορος, αφορούσε το ζήτημα της καταβολής εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κάτι που δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει τους καθ΄ ων η αίτηση σε συμπέρασμα ότι το κύριο επάγγελμα των αιτητών είναι άλλο από την εκπαίδευση οδηγών.
Από την άλλη, η κα Καλησπέρα στη δική της γραπτή αγόρευση, υποστήριξε ότι υπήρξε πλήρης αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε στη σχετική νομοθεσία και εισηγήθηκε ότι για να χορηγηθεί άδεια εκπαιδευτή οδηγών, ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι θα ασκεί την εκπαίδευση ως κύριο του επάγγελμα, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων.
Το άρθρο 3 του Ν.112/68 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν.15/86), προνοεί ότι:
«3(3) Η άδεια εκπαιδευτού οδηγών δεν εκδίδεται εκτός εάν ο αιτητής -
(α1) ασκεί ή θα ασκή ως κύριον επάγγελμα την εκπαίδευσιν οδηγών.
....
(5) Άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου παρασχεθείσα δύναται να ανακληθή ή ανασταλή υπό της αρχής αδειών εν οιανδήποτε των ακολούθων περιπτώσεων:
(α) Οσάκις η άδεια εξεδόθη τω αδειούχω κατόπιν ψευδούς δηλώσεως ή αποκρύψεως ουσιώδους γεγονότος, εν γνώσει αυτού γενομένης·
(β) οσάκις ο αδειούχος παραλείπη να συμμορφωθεί προς οιονδήποτε των όρων της αδείας κατόπιν γραπτής προειδοποιήσεως ή προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών.»
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (1999) 4(Β) ΑΑΔ 1415, 1423, «Η αναφορά σε κύριο επάγγελμα δεν μου φαίνεται να υποδηλώνει κατ΄ ανάγκη την πλήρη απασχόληση. Θα μπορούσε να περιλάβει και τη μερική απασχόληση εφόσον δεν υπήρχε ταυτόχρονα και άλλη που να αποτελούσε το κύριο επάγγελμα. Επιβάλλεται όμως να είναι το κύριο επάγγελμα. Ώστε να μην καταπονείται ο εκπαιδευτής με το άλλο κύριο επάγγελμα. Το οποίο, καθώς θα ήταν φυσικό να αναμένετο, θα τον αποδυνάμωνε και του στερούσε τη δυνατότητα να εκτελέσει με την απαραίτητη επάρκεια το έργο του ως εκπαιδευτή. Με προφανείς νομίζω τις επιπτώσεις στην ασφάλεια του κοινού από τυχόν αδυναμία του εκπαιδευτή. Ο αιτητής στερήθηκε της άδειας του όχι εξ αιτίας του ότι δεν απασχολείτο ως εκπαιδευτής παρά μόνο μερικώς αλλά διότι είχε ως κύριο επάγγελμα άλλο και όχι εκείνο του εκπαιδευτή.»
Το βάρος να πείσει την αρμόδια Aρχή ως προς το κύριο επάγγελμά του ευρίσκεται στους ώμους του αιτητή.
Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι οι διοικητικές πράξεις πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες (άρθρο 26 του Ν. 158(Ι)/1999).
Στις υπό κρίση υποθέσεις οι σχετικές επιστολές που απεστάλησαν (οι οποίες είναι πανομοιότυπες) αναφέρουν ως ακολούθως όσον αφορά το αιτιολογικό της απόφασης:
«(α) Η ανανέωση της άδειας εξάσκησης επαγγέλματος εκπαιδευτή οδηγών με αριθμό 001727 και ημερ. λήξης 5/4/2013 κατά την έκδοση της στις 6 Απριλίου 2012, είναι άκυρη επειδή αυτή εκδόθηκε στη βάση ελλιπών/λανθασμένων στοιχείων. Συγκεκριμένα, η βεβαίωση από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων που συνυποβάλατε μαζί με την αίτηση σας, θεωρείται άκυρη γιατί σύμφωνα με γραπτή ενημέρωση που έλαβα από τις εν λόγω Υπηρεσίες, είστε δηλωμένος ως μισθωτό πρόσωπο στους πιο κάτω εργοδότες:
i. Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Α.Μ.Ε. 549963/1/8411 από 1/7/1999 και έχουν καταβληθεί εισφορές προς όφελος σας μέχρι τον 1/2012.
ii. Ανδρέας Κουκουλλής, Α.Μ.Ε. 529519/1/8553 από 1/9/2007 και έχουν καταβληθεί εισφορές προς όφελος σας μέχρι τον 3/2012.»
Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω επιστολές και από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, ο μεν Πανίκκος Κουκκουλλής φαίνεται να είναι δημόσιος υπάλληλος (Γενικό Λογιστήριο) και ο Γιώργος Κουκκουλλής εργαζόταν στην G. Pavlides & Araouzos Ltd, ως ιδιωτικός υπάλληλος.
Από τα πιο πάνω στοιχεία είναι εμφανές ότι οι αιτητές είχαν άλλη απασχόληση κατά τον επίδικο χρόνο και δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι το κύριο τους επάγγελμα ήταν αυτό του εκπαιδευτή οδηγών.
Συνακόλουθα, καταλήγω ότι η απόφαση για την ανάκληση της άδειας δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ή λανθασμένη αιτιολογία.
Οι προσφυγές απορρίπτονται. Ενόψει της συνεκδίκασης, επιδικάζονται €700 έξοδα εναντίον του κάθε αιτητή. Οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ