ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Pavlou Pavlos and Another ν. The Returning Officer & Others (1987) 1 CLR 252
Κακουρής Αδάμος ν. Επάρχου Αμμοχώστου και Άλλης (2004) 1 ΑΑΔ 8
NISHAN ARAKIAN AND OTHERS ν. REPUBLIC (MINISTRY OF FINANCE) (1971) 3 CLR 475
ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 ΑΑΔ 159
Σωκράτους Σωκράτης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 204
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιεζεκίηλ Α. Ιεζεκίηλ (2011) 3 ΑΑΔ 706
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (2011) 3 ΑΑΔ 777
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 111/1985 - Ο περί Δήμων Νόμος του 1985
Ν. 72/1979 - Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος του 1979
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D238
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 749/2012)
3 Απριλίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28 ΚΑΙ 179
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
---------------------------
Αιτητής προσωπικά.
Διονύσης Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: O αιτητής, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση προσωπικά χωρίς την βοήθεια δικηγόρου, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης του Έπαρχου Λεμεσού να τον παύσει από την θέση εκλεγμένου μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου Πάνω Κυβίδων, όπως ανακηρύχθηκε μετά τις Κοινοτικές εκλογές της 18.12.2011.
Ο αιτητής ο οποίος υπηρετεί ως μόνιμος πυροσβέστης εξελέγη σε μια από τις έξι θέσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Πάνω Κυβίδων όπου διέμενε. Μετά από πληροφορίες που λήφθηκαν στο γραφείο Έπαρχου σχετικά με την επαγγελματική ιδιότητα του αιτητή, οι οποίες και διερευνήθηκαν μέσω του Αναπληρωτή Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, o Έπαρχος Λεμεσού αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 16(2)(β) του περί Κοινοτήτων Νόμου, να παύσει τον αιτητή από την θέση Μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου Πάνω Κυβίδων, αφού διατηρεί θέση μόνιμου Πυροσβέστη, γεγονός που αποτελεί ασυμβίβαστο με την θέση Μέλους Κοινοτικού Συμβουλίου.
Εγείρεται προδικαστική ένσταση από την πλευρά των καθ' ων η αίτηση. Η ευπαίδευτη συνήγορος που καταχώρισε την αγόρευση εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση εισηγείται, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, δεν έχει εξουσία να επιληφθεί της υπόθεσης αλλά δικαιοδοσία έχει, βάσει των άρθρων 31 και 39 του Νόμου, το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία εμπίπτει η κοινότητα όπου έλαβε χώρα η προσβαλλόμενη εκλογή ως εκλογοδικείο, αφού με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται θέμα που άπτεται του δικαιώματος του αιτητή να γίνει ή να παραμείνει μέλος Κοινοτικού Συμβουλίου. Προς υποστήριξη της θέσης της έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 423/2002, ημερομηνίας 21.4.2003, στην οποία προβλήθηκε με επιτυχία πανομοιότυπη προδικαστική ένσταση.
Αντίθετη είναι η θέση του αιτητή, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το υπό εξέταση ζήτημα δεν αφορά στη διαδικασία εκλογής του, ώστε να άπτεται της αρμοδιότητας του Επάρχου ως Εφόρου εκλογής, αλλά σε απόφαση οργάνου που άσκησε διοικητική λειτουργία και λήφθηκε μετά την ολοκλήρωση της εκλογής και ανακήρυξης του αιτητή ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου. Συνεπώς η προσφυγή του ορθά καταχωρήθηκε βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Εξέτασα την ίδια προδικαστική ένσταση στην Μιχαήλ Πολυβίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 20/2012, ημερομηνίας 24.10.2013, και την απέρριψα με το εξής σκεπτικό, το οποίο υιοθετώ αυτούσιο:
«Με όλο το σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω με το σκεπτικό της Νεοφύτου (ανωτέρω). Τα άρθρα 31 και 39 του Νόμου προνοούν για ανάλογη εφαρμογή του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου, Ν.72/79 και για την εκδίκαση εκλογικών αιτήσεων από το Επαρχιακό Δικαστήριο ως Εκλογοδικείο δυνάμει του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981, σε ότι αφορά όμως αιτήσεις για ακύρωση εκλογής και εκλογικά δικαιώματα. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στα θέματα εκλογικών αιτήσεων, ούτε αφορά κώλυμα ή προσόν εκλογιμότητας και προαποκλεισμό υποψηφίου, ώστε να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου. Αφορά σε ασυμβίβαστο για τη θέση μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου, θέμα που ανέκυψε μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας και τη δημοσίευση των εκλογικών αποτελεσμάτων και που οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης από τους καθ' ων η αίτηση, εκτός του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου θα μπορούσε να ανακύψει αρμοδιότητα του Εφόρου Εκλογών που θα ενέπιπτε στη δικαιοδοσία Εκλογοδικείου. Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά υποθέσεων πολύ πιο προσφάτων από τη Νεοφύτου, στις οποίες η διοίκηση θεώρησε ότι οι αιτητές δεν μπορούσαν να είναι ή να συνεχίσουν να είναι κοινοτάρχες ή μέλη κοινοτικού συμβουλίου, στη βάση πάντοτε του άρθρου 16(2) του Νόμου, ανέλαβε δικαιοδοσία ακυρώνοντας μάλιστα τη σχετική απόφαση της διοίκησης (Βλ. Υπόθ. Αρ. 1498/2009 Πάμπακας ν. Δημοκρατίας ημερ. 19.9.2011, Υπόθ. Αρ. 445/2008 Τρύφωνος ν. Δημοκρατία ημερ. 6.11.2009, Υπόθ. Αρ. 1342/2008 Ιεζεκιήλ ν. Δημοκρατίας, ημερ. 15.10.2008 και Αναθεωρητική Έφεση 152/2008 Δημοκρατία ν. Ιεζεκιήλ (2011) 3Β Α.Α.Δ. 706). Κρίνεται λοιπόν πως η παρούσα περίπτωση δεν εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως Εκλογοδικείου. Επομένως, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της προσφυγής».
Επί της ουσίας της προσφυγής, ο αιτητής διατείνεται ότι η απόφαση που ελήφθη στην βάση του περί Κοινοτήτων Νόμου είναι αντισυνταγματική και ότι προσκρούει στην θεμελιωμένη στο άρθρο 28 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Παραθέτει τα άρθρα 41, 59 και 70 που καθιστούν το αξίωμα υψηλών αξιωματούχων του κράτους (Προέδρου της Δημοκρατίας, Υπουργών και βουλευτών) ασυμβίβαστο προς το δημοτικό αξίωμα ή θέση και άλλων φορέων εκτελεστικής εξουσίας, επισημαίνοντας κατ΄ αντιδιαστολή ότι καμία ρητή διάταξη του Συντάγματος δεν υπάρχει σε ότι αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους που να περιορίζει τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Tο Άρθρο 16(2)(β) του Νόμου στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει προβλέπει τα εξής:
«Δεν μπορεί να διατελεί κοινοτάρχης ή μέλος του Συμβουλίου πρόσωπο το οποίο κατέχει θέση στη δημόσια ή εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας, στην Αστυνομική δύναμη, στο στρατό της Δημοκρατίας και σε Οργανισμό Δημόσιου Δικαίου.»
Το ότι η θέση των μελών Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβουλίων συνεπάγεται την άσκηση πολιτειακής εξουσίας είναι αδιαμφισβήτητο. Τα Δημοτικά και τα Κοινοτικά Συμβούλια ασκούν εκτελεστική εξουσία σε τοπικό επίπεδο ενώ ταυτόχρονα έχουν και δευτερογενή νομοθετική εξουσία.
Το πνεύμα του Συντάγματος, σε συνάρτηση με ρητές διατάξεις του και τα όσα αυτές συνεπάγονται, διασφαλίζει τη διάκριση της πολιτειακής ή πολιτικής εξουσίας από τη μια και της δημόσιας λειτουργίας από την άλλη.
Η συνταγματικότητα του εν λόγω άρθρου κρίθηκε στην Αναφορά 5/2010, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2011) 3 Α.Α.Δ. 777, στην οποία αφού έγινε παραπομπή στην Κακουρής ν. Επάρχου Αμμοχώστου κ.α. (2004)1 ΑΑΔ 8, λέχθηκαν τα εξής:
«Η υπόθεση Κακουρής συνιστά ισχυρό έρεισμα για τις θέσεις του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα ως προς το ασυμβίβαστο της παράλληλης άσκησης πολιτικής και διοικητικής εξουσίας. Όπως παρατήρησε και ο Πρόεδρος Πικής, η Παύλου παρέχει περαιτέρω έρεισμα. Και αυτή η υπόθεση, επίσης σε σχέση με εκλογικές αιτήσεις, αφορούσε το υφιστάμενο Άρθρο 16(2)(β). Οι δύο αιτητές, εκλεγέντες δημοτικοί σύμβουλοι, ήσαν ο ένας υπάλληλος του Ρ.Ι.Κ. (οργανισμού δημοσίου δικαίου, ο οποίος δυνάμει του Άρθρου 124 του Συντάγματος αποτελεί μέρος της δημόσιας υπηρεσίας), και ο άλλος [*792] δημόσιος υπάλληλος. Οι εκλογικές αιτήσεις τους αφορούσαν την άρνηση του Εφόρου να τους επιτρέψει να αναλάβουν το αξίωμα στο οποίο είχαν εκλεγεί χωρίς να παραιτηθούν. Οι εκλογικές αιτήσεις απορρίφθησαν ομοφώνως. Ο Πρόεδρος Τριανταφυλλίδης, με την απόφαση του οποίου συμφώνησε ο Δικαστής Λώρης, και επί των ακολούθων και ο Δικαστής Μαλαχτός, απέρριψε την εισήγηση ότι το Άρθρο 16(2)(β) παραβίαζε το Άρθρο 28 του Συντάγματος, εφ' όσον (σελ. 259):
«οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες δεν είναι αντισυνταγματικές ως συνεπαγόμενες άνιση μεταχείρηση των αιτητών κατά παράβαση του Άρθρου 28, διότι, κατά την γνώμη μου, προβαίνουν σε νομοθετικές διαφοροποιήσεις και ταξινομήσεις, που είναι εύλογες ενόψει της φύσεως των θέσεων, που κατέχουν οι αιτητές και της φύσεως του αξιώματος του Δημοτικού Συμβουλίου.»
Προφανής είναι στην αναφορά αυτή η εγγενής διάκριση μεταξύ διοικητικής και πολιτικής εξουσίας, και δη ως εκ «της φύσεως των θέσεων». Στα ίδια πλαίσια εκφράσθηκε και ο Δικαστής Στυλιανίδης, παρατηρώντας ότι (σελ. 267):
«Έχοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις ευθύνες των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των οργανισμών δημοσίου δικαίου και την εξουσία, τα καθήκοντα και ευθύνες του δημοτικού συμβούλου, ευρίσκω ότι η διαφοροποίηση που προβλέπει το Άρθρο 16(2)(β) δεν αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισότητας γιατί είναι αντικειμενικά και εύλογα δικαιολογημένη.»
Ο Δικαστής Πικής ήταν ακόμα πιο σαφής, τονίζοντας τη θεμελιακή διάσταση του θέματος (σελ. 272-273):
«Προτού επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε το Άρθρο 28 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το Άρθρο 16(2)(β) του Νόμου 111/85 περί Δήμων, δικαιολογείται αναφορά στη δομή του Κυπριακού Συντάγματος που παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να ερμηνευθεί το Άρθρο 28, όπως και κάθε άλλο άρθρο του Συντάγματος. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας κάμνει διαχωρισμό μεταξύ της Πολιτικής Εξουσίας και της Διοικήσεως, διαχωρισμός ο οποίος απαντάται θεσμικά σε όλα τα επίπεδα διακυβερνήσεως της χώρας. Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών φορέων πολιτειακής εξουσίας επισημάνθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Φραγκουλίδης (Αρ.2) ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 676, και χαρακτηρίστηκε σαν σημαντική πτυχή του Συντάγματος.
Ο κ. Ευσταθίου εισηγήθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι άσχετος ο συνταγματικός διαχωρισμός της πολιτικής εξουσίας από τη Διοίκηση, επειδή το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου δε συνεπάγεται άσκηση πολιτικής εξουσίας.
...................................................................................................
Κατά την εκτίμηση μου, πολιτικό είναι κάθε αξίωμα που συνεπάγεται πρωτογενώς την άσκηση κρατικής εξουσίας. Οι αρμοδιότητες των Δήμων, οργάνων τοπικής αυτοδιοικήσεως, συνεπάγονται της άσκησης εκτελεστικής εξουσίας (βλέπε Μέρος VII -ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΔΗΜΩΝ), και νομοθετικής εξουσίας με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου (Άρθρο 87 του Νόμου 111/85). Τον πολιτικό χαρακτήρα του αξιώματος καθιστούν ακόμα πιο έντονο οι πρόνοιες της νομοθεσίας που διέπουν την εκλογή δημοτικών συμβούλων, που καθιερώνουν το αναλογικό σύστημα εκλογής με βάση κατεξοχή κομματικούς συνδυασμούς (βλέπε Άρθρο 30(1) - Νόμος 111/85).»
Και κατέληξε ότι (σελ. 274):
«Η διάκριση η οποία γίνεται με το Άρθρο 16(2)(β) όχι μόνο δεν προσβάλλει τις αρχές της ισότητας, που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 28, αλλά συνάδει και με το πνεύμα του Συντάγματος που υιοθετεί το διαχωρισμό της πολιτικής εξουσίας υπό τη Διοίκηση, δευτερογενή φορέα της ασκήσεως εκτελεστικής εξουσίας»
.................................................................................................
Ο Κούρρης, Δ., συμφώνησε.
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η απόφαση του Δικαστή Κούρρη ο οποίος, συμφωνώντας με τις προηγούμενες αποφάσεις, παρατήρησε περαιτέρω (σελ. 276):
«Αρκεί να λεχθεί ότι τα μέλη των Δημοτικών Επιτροπών συμμετέχουν στην πολιτική και ασκούν πολιτική εξουσία και τα καθήκοντά τους ως δημοσίων υπαλλήλων δυνατόν να συγκρούονται με τα καθήκοντα του μέλους Δημοτικών Επιτροπών, πράγμα που αντιβαίνει στην αρχή της χρηστής διοικήσεως.»
Οι αποφάσεις Κακουρής και Παύλου δεν θα ήταν δυνατό να απολυθούν με την απλή παρατήρηση ότι αφορούσαν την κρίση της συνταγματικότητας από την «άλλη» πλευρά εκείνης που εγείρεται εδώ. Αν και ασφαλώς το θέμα ηγέρθη σε συνάρτηση με τη συνταγματικότητα της απαγόρευσης της διπλής ιδιότητας, οι ρητές όσο και οι ευρύτερες διαστάσεις των λεχθέντων υπερβαίνουν το πλαίσιο εκείνο και σαφώς συναρτούν το θέμα προς το ασυμβίβαστο πολιτικής και διοικητικής εξουσίας.
...................................................................................................
Η διάκριση και το ασυμβίβαστο μεταξύ πολιτικής και διοικητικής εξουσίας επαναβεβαιώθηκε από την πενταμελή Ολομέλεια, σύντομα μετά την υπόθεση Κωνσταντινίδη, στην υπόθεση Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1997)3 Α.Α.Δ 204. Όπως το έθεσε ο Δικαστής Νικολαΐδης, με την απόφαση του οποίου συμφώνησαν οι Δικαστές Δημητριάδης και Χατζητσαγγάρης, ενώ και ο Πρόεδρος Πικής και ο Δικαστής Νικολάου κατέληξαν με χωριστές αποφάσεις στο ίδιο αποτέλεσμα (σελ. 209-210):
«Η διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας, διάκριση που πηγάζει από σειρά συνταγματικών διατάξεων που διαχωρίζουν το λειτουργικό πεδίο των φορέων της πολιτικής εξουσίας από εκείνο της διοικητικής λειτουργίας, αναγνωρίστηκε από τη νομολογία επανειλημμένα. Η διάκριση σκιαγραφείται στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Δημήτρη Κωνσταντινίδη (Αρ. 1)(1996)3 Α.Α.Δ. 206. Στην απόφαση αυτή γίνεται αναφορά τόσο στις διατάξεις των Άρθρων 179.2 και 146.1 του Συντάγματος που αντανακλούν τη διάκριση, όσο και στη φιλοσοφία και αναγκαιότητα της διάκρισης. Αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας καθιερώνει τη διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας.
......................................................................................... .....
Ο διαχωρισμός μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της διοίκησης, διαχωρισμός που απαντάται θεσμικά σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης της χώρας και ο οποίος θεσμοθετείται από το Σύνταγμά μας επισημάνθηκε και στην υπόθεση Παύλος Παύλου και Άλλος ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και Άλλων (1987)1 C.L.R. 252. Το Σύνταγμα απαγορεύει την ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του κράτους (βλ. Charilaos Frangoulides (No. 2) v. Republic, ανωτέρω και Ρ.Ι.Κ. και Άλλοι ν. Χρίστου Καραγιώργη και Άλλων (1991)3 Α.Α.Δ. 159, 179). Βέβαια η διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοίκησης, άνκαι θεωρείται ότι αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί σε συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη με τέτοιο περιεχόμενο (βλέπε απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Δημήτρη Κωνσταντινίδη (Αρ. 1), (ανωτέρω)).»
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στην υπό κρίση υπόθεση που να την διαφοροποιεί από τα πιο πάνω νομολογημένα. Συνεπώς θεωρώ ότι με τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής δεν ανέτρεψε το τεκμήριο της συνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου και, κατ΄ επέκταση, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι νόμιμη και συνταγματική.
Αναφορικά με την ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 6 του Συντάγματος, αυτό διασφαλίζει από τυχόν δυσμενή μεταχείριση/διάκριση «οιανδήποτε εκ των δύο κοινοτήτων ή οιονδήποτε πρόσωπον ως τοιούτον ή υπό την ιδιότητα αυτού ως μέλους κοινότητος.» Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί αναφορικά με το παράπονο του αιτητή, το οποίο εστιάζεται σε δυσμενή διάκριση προσώπου, πως το σχετικό μέρος του Άρθρου 6 καλύπτεται από και εμπεριέχεται στο Άρθρο 28(1) του Συντάγματος (βλ. Nishan Arakian and others v. The Republic of Cyprus (1971)3 C.L.R. 475), το οποίο έχει ήδη συζητηθεί ανωτέρω.
Ο αιτητής επίσης επικαλείται αόριστα και χωρίς την ανάλογη τεκμηρίωση που απαιτείται για έγερση λόγου αντισυνταγματικότητας, ότι το επίμαχο άρθρο προσκρούει στο άρθρο 25 του Συντάγματος (δικαίωμα εργασίας). Στο ίδιο το άρθρο προβλέπονται, στην παρ. 2, οι ακόλουθες εξαιρέσεις/περιορισμοί:
«2. Η άσκησις του δικαιώματος τούτου δύναται να υπαχθή εις τους υπό του νόμου τιθεμένους όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις, αναφερομένους αποκλειστικώς εις τα συνήθως απαιτούμενα διά την άσκησιν οιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα ή οίτινες είναι απαραίτητοι μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του Συντάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον ή προς το δημόσιον συμφέρον υπό τον όρον ότι διατυπώσεις, όροι και περιορισμοί δεν θα τίθενται διά νόμου κατ΄ επίκλησιν του δημοσίου συμφέροντος εφ΄ όσον είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα εκατέρας κοινότητος.»
Το «ασυμβίβαστο» που επιβάλλει το επίμαχο άρθρο του Νόμου αποτελεί απαραίτητο όρο ή/και περιορισμό προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος αλλά και της συνταγματικής τάξης (αρχή της διάκρισης των εξουσιών), όπως αναλυτικά αναφέρθηκε πιο πάνω. Συνεπώς, εμπίπτει στους προνοούμενους στην παρ. 2 του Άρθρου 25 θεμιτούς και συνταγματικούς περιορισμούς.
Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου