ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 196
Mούστρας Mατθαίος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 70
Φράγκου Στέφανος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270
Zίζιρου Λουκία και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 631
Mohammad Reza ZahmatKesh ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλης (2006) 3 ΑΑΔ 376
Έπαυλις Kομήτης Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342
Soliman Khalid Balla Al Taab ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2010) 3 ΑΑΔ 87
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D285
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 744/2013)
24 Απριλίου, 2015
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
YAMNGOUEI LILIANE BABETTE,
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Βρ. Χατζηχάννας, για την Αιτήτρια.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η
Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 4.9.2009. Στις 10.9.2009 υπέβαλε αίτηση ασύλου. Κλήθηκε σε δύο συνεντεύξεις ενώπιον αρμοδίων Λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου, στις 17.8.2011 και 6.2.2012. Ακολούθως, ετοιμάστηκε έκθεση ημερομηνίας 14.3.2012 από τον αρμόδιο Λειτουργό και ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 16.3.2012. Στις 11.4.2012 καταχωρήθηκε διοικητική προσφυγή η οποία, μετά από ετοιμασία σχετικής έκθεσης από αρμόδιο Λειτουργό, απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 24.2.2013. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης, η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 15.3.2013, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση και οι οποιεσδήποτε ενδιάμεσες ή προπαρασκευαστικές αποφάσεις ή ενέργειες: (α) Παραβιάζουν τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, αναφορικά με τη νομική κατάσταση των προσφύγων, την Οδηγία 2004/83/ΕΚ για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών και των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, την Οδηγία 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη-μέλη χορηγούν ή ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τις πρόνοιες των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2009. (β) Είναι το αποτέλεσμα πλάνης περί το Νόμο και περί τα πράγματα. (γ) Είναι αναιτιολόγητες και/ή η αιτιολογία πάσχει και είναι ελλιπής. (δ) Στερούνται δέουσας έρευνας. (ε) Λήφθηκαν κατόπιν παραβίασης του περί Προσφύγων Νόμου. (στ) Παραβιάζουν τις διατάξεις του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.
Αναφορικά με τον λόγο (α) ακύρωσης, αποτελεί βασική θέση της αιτήτριας ότι ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε ως αναξιόπιστη δε βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία και πληροφορίες, αλλά στην προσωπική και υποκειμενική κρίση του αρμόδιου Λειτουργού. Τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αναθεωρητική Αρχή ενήργησαν κατά παράβαση του εγχειριδίου και του άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου. Ο αρμόδιος Λειτουργός, αναφέρει ο συνήγορος της αιτήτριας στην αγόρευση του, δεν έδωσε το ευεργέτημα της αμφιβολίας στην αιτήτρια. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά στο κάθε στοιχείο που δόθηκε από την αιτήτρια, για να καταλήξει ο συνήγορος ότι λανθασμένα αυτή κρίθηκε αναξιόπιστη.
Από την άλλη, η θέση της καθ΄ης η αίτηση είναι ότι, τόσο η Υπηρεσία Ασύλου, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, στήριξαν την απόφασή τους στο γεγονός ότι η αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της.
Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από το Καμερούν και είναι Χριστιανή ως προς το θρήσκευμα, κατά την υποβολή της αίτησης για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ήταν οι γονείς της. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, οι γονείς είναι μουσουλμάνοι ενώ η ίδια χριστιανή. Ο πατέρας της ήθελε να την υποβάλει σε ακρωτηριασμό των γεννητικών της οργάνων και δεν αποδεχόταν το γεγονός ότι η ίδια ήταν χριστιανή.
Κατά την πρώτη συνέντευξη η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της, που ήταν χριστιανή στο θρήσκευμα, απεβίωσε τον Ιούνιο του 2009. Μετά το θάνατο της, ο πατέρας της και η οικογένεια του ήθελαν να υποστεί κλειτοριδεκτομή και, παράλληλα, να την εξαναγκάσουν σε γάμο με άγνωστο πολύ μεγαλύτερο της άντρα. Η ίδια ανέφερε τις απειλές στις αστυνομικές αρχές της χώρας της, στο Κοινοβούλιο και στο Σύνδεσμο Γυναικών στην Yaounde (Association of Women in Yaounde). Ισχυρίστηκε, όμως, ότι δεν μπορούσαν να την βοηθήσουν, επειδή αυτό είναι έθιμο και όλες οι γυναίκες της επαρχίας της στην Founban στο δυτικό Καμερούν, σύμφωνα με την Μουσουλμανική θρησκεία, πρέπει να υποβληθούν σε κλειτοριδεκτομή. Κατ΄εκείνο το χρόνο, η ίδια ήταν έγκυος και ο σύντροφός της ήταν αυτός που τη βοήθησε να απευθυνθεί στις αστυνομικές αρχές. Δήλωσε, επίσης, ότι κανένας δεν την είχε παρενοχλήσει ή κακοποιήσει και ότι οι κυβερνητικές αρχές της χώρας της θα της επιτρέψουν να επανέλθει στη χώρα καταγωγής της. Όμως, σε τέτοια περίπτωση, θα αντιμετωπίσει προβλήματα με τον πατέρα της.
Η αιτήτρια έδωσε και δεύτερη συνέντευξη, η οποία έγινε από γυναίκα Λειτουργό, το περιεχόμενο της οποίας επισυνάπτεται στην ένσταση και το οποίο έτυχε αξιολόγησης.
Η αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη ως προς τον πυρήνα του αιτήματος της. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι δεν έλαβε καμία βοήθεια από τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, αυτός κρίθηκε ανεπαρκής, εφόσον σκοπός αυτών των οργανώσεων είναι η αποτροπή τέτοιων πρακτικών. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι όταν αποτάθηκε στην αστυνομία δεν της παρασχέθηκε βοήθεια, σύμφωνα με την επίσημη πληροφόρηση για τη χώρα καταγωγής της, αναφέρεται ότι παρέχεται ψυχολογική στήριξη στα θύματα που καταλήγουν στον αστυνομικό σταθμό, αν και κρίθηκε ότι αυτό από μόνο του δεν αναιρεί τον ισχυρισμό της αιτήτριας. Εξεταζόμενο όμως υπό το σύνολο των ισχυρισμών της δε θα μπορούσε να ενισχύσει το αίτημα της. Επίσης, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι ο πατέρας της όντας φανατικός μουσουλμάνος, νυμφέφθηκε μία χριστιανή και έδειξε ανοχή ως προς το γεγονός ότι και η κόρη του έγινε χριστιανή, κρίθηκε ανορθόδοξος, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η αληθοφάνειά του. Περαιτέρω, κατά την δευτεροβάθμια εξέταση, εντοπίστηκαν κάποιες αντιφάσεις και ασάφειες στις οποίες υπέπεσε η αιτήτρια κατά την δεύτερη συνέντευξή της. Όταν ρωτήθηκε από την Λειτουργό με ποιο τρόπο την βοήθησαν οι οργανώσεις, η αιτήτρια απάντησε ότι συνέτειναν στο να σταματήσει ο ακρωτηριασμός. Στη συνέχεια όμως, όπως και κατά την πρώτη της συνέντευξη, δήλωσε ότι οι οργανώσεις αυτές δεν την βοήθησαν, χρησιμοποιώντας τη δικαιολογία ότι η παράδοση είναι μουσουλμανική, με αποτέλεσμα να πλήττεται η αξιοπιστία της στον πυρήνα του αιτήματός της. Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της πρώτης συνέντευξης, η αιτήτρια είχε ισχυριστεί ότι απευθύνθηκε για βοήθεια στο Κοινοβούλιο, κάτι που δεν ανέφερε κατά τη δεύτερη συνέντευξη.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της για αναγκαστικό προσηλυτισμό της στο μωαμεθανισμό, αυτός κρίθηκε αναξιόπιστος, απόρροια των αντιφάσεων στις οποίες υπέπεσε σε συσχετισμό με τους ισχυρισμούς που προέβαλε στην αίτησή της, όπου ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω των γονέων της που είναι μουσουλμάνοι, ενώ η ίδια είναι χριστιανή. Κατά τη συνέντευξη της, όμως, δήλωσε ότι η μητέρα της ήταν χριστιανή και την προστάτευε μέχρι το θάνατο της στις 4.6.2009, ημερομηνία προγενέστερη της υποβολής της αίτησης. Όταν ερωτήθηκε για την αντίφαση, ανέφερε ότι στην αίτηση αναφερόταν στον πατέρα της και την οικογένειά του και ότι δε ρωτήθηκε για τη μητέρα της, με αποτέλεσμα η αντίφαση να παραμένει και η απάντησή της να κριθεί ανεπαρκής. Επίσης, αντιπαραβλήθηκε με το γεγονός ότι μετά το θάνατο της μητέρας της συνέχισε να ζει στην Yaounde μέχρι και την αναχώρηση της από το λιμάνι της Yaounde και ότι συνέχισε να εργάζεται μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα. Το Καμερούν, σύμφωνα με επίσημες πηγές, παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων στην ευρύτερη περιοχή.
Τα σημεία αναξιοπιστίας που διαπιστώθηκαν τόσο κατά την πρωτοβάθμια όσο και κατά την δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος για διεθνή προστασία, κρίθηκε ότι πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία της στον πυρήνα του αιτήματός της.
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, αναφέρεται: «Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει όμως να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος.
Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους».
Το άρθρο 196 του Εγχειριδίου του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το οποίο επικαλείται η αιτήτρια προνοεί ως ακολούθως:
«196. Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου το βάρος απόδειξης φέρει το πρόσωπο που προβάλλει τη σχετική αξίωση. Συχνά πάντως ο αιτών ενδέχεται να μην έχει τη δυνατότητα να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με έγγραφα ή άλλου είδους αποδεικτικά μέσα, ενώ οι περιπτώσεις όπου ο αιτών μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα για όλους του ισχυρισμούς του, είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.»
Στην παρούσα περίπτωση ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε αποδεκτό το αίτημα της αιτήτριας δεν ήταν ο επικαλούμενος αλλά, όπως ρητά επισημαίνεται, τόσο στην εισήγηση όσο και στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της αιτήτριας και της αξιοπιστίας των υπ΄ αυτής λεγομένων, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών, οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Δε δόθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας στην αιτήτρια, ακριβώς λόγω του ότι κρίθηκε αναξιόπιστη. Όπως δε τονίστηκε στην υπόθεση Μohammad Reza Zahmatkesh v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 376, «το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε επανεκτίμηση των γεγονότων και να υποκαταστήσει την κρίση της αρμόδιας αρχής με τη δικη του. Ο έλεγχος μας περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της πράξης».
Στην παρούσα περίπτωση θεωρώ ότι τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αναθεωρητική Αρχή προέβη σε δέουσα και επαρκή υπό τις περιστάσεις έρευνα και έλαβε απόφαση καλή τη πίστη.
Σύμφωνα με το (β) λόγο ακύρωσης, η απόφαση λήφθηκε με πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα. Αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι η καθ΄ ης η αίτηση περιέπεσε σε πλάνη η οποία είναι εμφανής στην ίδια την απόφαση και από την έρευνα του λειτουργού ότι δεν είναι δυνατό ο πατέρας της αιτήτριας που είναι μουσουλμάνος να παντρεύεται χριστιανή ενώ, δεν υπάρχει απόδειξη ότι ο πατέρας της δεν παντρεύτηκε χριστιανή. Η συνήγορος της καθ΄ ης η αίτηση στην αγόρευσή της, αντικρούοντας τη θέση, εισηγείται ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας είναι γενικοί και αόριστοι και δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης.
Αποτελεί θέση της νομολογίας ότι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί δεν είναι αρκετοί για να αποσείσουν το βάρος που έχει ένας αιτητής σε προσφυγή (βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 196, Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 631, Μούστρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 70).
Για να υπάρξει πλάνη περί τα πράγματα, σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 268, απαιτείται «ανυπαρξία των εφ΄ων η πράξις ερείδεται πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων:2134(52) διαπιστουμένη άνευ του στοιχείου της υποκειμενικής κρίσεως: 1089(46). Δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα οσάκις η Διοίκησις εκτιμά κατ΄ουσίαν διάφορα, και αντιφατικά στοιχεία, ων η στάθμισης δύναται κατ΄αρχήν να οδηγεί και εις το συμπέρασμα εις ο ήχθη η Διοίκησις. Τοιαύτη εκτίμησις δεν ελέγχεται κατ΄ουσίαν εν τη ακυρωτική δίκη (βλ. και 1474(56))».
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γαλανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 43 «Η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο πραγματικό γεγονός δεν συνεπάγεται ακυρότητα αυτομάτως. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση».
Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν η έρευνα είναι επαρκής, ούτε προχωρεί σε δική του αξιολόγηση και εκτίμηση των πρωτογενών γεγονότων (Soliman v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2010) 3 ΑΑΔ 87). Προβαίνει μόνο σε έλεγχο της νομιμότητας της πράξης, κατά την οποίαν όμως, εξετάζονται οι λόγοι απόρριψης μιας αιτήσεως και, επίσης, εξετάζεται κατά πόσο υπήρξε πλάνη λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας ως προς τα γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Δε θεωρώ ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρξε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που η αιτήτρια είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων αρχών. Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 19 Α του περί Προσφύγων Νόμου και ελλειπής ή ανύπαρκτη αιτιολογία.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Δεν υπήρξε, εισηγείται ο συνήγορος της αιτήτριας στην αγόρευση του, καμία διευκρίνιση, είτε στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, είτε σ΄αυτή της Αναθεωρητικής Αρχής για πιο λόγο η αιτήτρια δεν πληρεί τις πρόνοιες του άρθρου 19 Α του περί Προσφύγων Νόμου, με την αναφορά να είναι μόνο λεκτική.
Παρατηρώ ότι η Αναθεωρητική Αρχή κάνει ρητά αναφορά στη δυνατότητα παροχής συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 Α και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου. Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει αξιόπιστα δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή ότι η αιτιολογία της πάσχει, επίσης δεν ευσταθεί.
Σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999) και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτιολογία μιας απόφασης θα πρέπει να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και τη νομική βάση στην οποία υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270).
Στην παρούσα υπόθεση η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής εξετάζει όλους του λόγους που επικαλέστηκε η αιτήτρια εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ένα προς ένα, τους αναλύει και τους απορρίπτει αιτιολογώντας επαρκώς με ειδικές απαντήσεις, την κρίση της επί των εγερθέντων σημείων.
Αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ΄αντίθεση προς το Νόμο χωρίς τη δέουσα ή με ελλιπή έρευνα. Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η εισήγηση της αιτήτριας στηρίζεται κυρίως στο ότι δεν εξετάστηκε το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε αποκτήσει ένα παιδί στην Κύπρο, το οποίο είναι Κύπρια υπήκοος και σε περίπτωση που δεν της παραχωρηθεί άσυλο θα πρέπει να αναχωρήσει από την Κύπρο και το παιδί της. Η πλευρά της καθ΄ ης η αίτηση αντιτείνει ότι δεν προεβλήθη τέτοιος ισχυρισμός κατά την προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή και δεν μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει λόγους που εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή.
Το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης εξετάζει τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής. Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της καθ΄ ης και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο (βλ. Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342).
Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία το Δικαστήριο περιορίζεται μόνο στον έλεγχο του κατά πόσο το αρμόδιο διοικητικό όργανο διεξήγαγε επαρκή και δέουσα έρευνα για εξακρίβωση των πραγματικών στοιχείων και κατά πόσον ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Στην προκείμενη περίπτωση, θεωρώ ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και κατόπιν εκτίμησης του συνόλου των ουσιωδών γεγονότων. Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε μεμπτότητα που θα δικαιολογούσε τη Δικαστική παρέμβαση.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται. Τα έξοδα της υπόθεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Κ. Σταματίου,
/ΧΤΘ Δ.