ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D279
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.5846 /2013)
23 Aπριλίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146 του Συντάγματος
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
Αιτητής,
-και -
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Αιτητής προσωπικά
Ν.Γρηγορίου, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 22.7.2013 (Παράρτημα 15 στην ένσταση) με την οποία τερματίστηκε η καταβολή σύνταξης ανικανότητας.
Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής:
Ο Αιτητής 52 ετών και ασκούσε το επάγγελμα του οδηγού. Στις 20.10.2005 υπέβαλε αίτηση για σύνταξη αναπηρίας, (Παράρτημα 1), λόγω εργατικού ατυχήματος που υπέστη στις 18.11.2004 και για το οποίο του είχε καταβληθεί επίδομα σωματικής βλάβης από 18.11.2004 μέχρι 17.11.2005. Παράλληλα, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 2.2.2006 (Παράρτημα 2) ισχυριζόμενος ότι το ατύχημα που υπέστη του προκάλεσε ανικανότητα για εργασία. Η εν λόγω αίτηση συνοδευόταν από την ιατρική έκθεση από το θεράποντα ιατρό του, (Παράρτημα 3).
Στις 12.1.2006 ο Αιτητής εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο του Κλάδου Παροχής λόγω Αναπηρίας, το οποίο υπολόγισε τον προσωρινό βαθμό αναπηρίας του λόγω του ατυχήματος του, με βάση τον 6ο πίνακα του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 41/1980 σε 15%. (Η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου είναι το Παράρτημα 4).
Στις 28.2.2006 ο Αιτητής εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο του Κλάδου Ανικανότητας το οποίο γνωμάτευσε ότι είναι ανίκανος να εκτελεί το επάγγελμα του αλλά ικανός για ελαφρά εργασία και συνέστησε επανεξέταση μετά την πάροδο ενός έτους από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο. (Η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου είναι το Παράρτημα 5).
Σημειώνεται ότι βαθμός αναπηρίας 15% αντιστοιχεί σε καταβολή εφάπαξ ποσού, ενώ έγκριση σύνταξης ανικανότητας σε ποσοστό 75%, έχει ως αποτέλεσμα την μηνιαία καταβολή σύνταξης. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 61 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 41/1980 που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, πρόσωπο που θεμελιώνει ταυτόχρονα δικαίωμα για δύο ή περισσότερες παροχές, δικαιούται μόνο την παροχή που καταβάλλεται στο μεγαλύτερο ύψος.
Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενέκρινε την αίτηση του Αιτητή για σύνταξη ανικανότητας από 2.1.2006 σε ποσοστό 75%. Ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 10.3.2006 είναι το Παράρτημα 6.
Με επιστολή του ημερομηνίας 17.11.2006 (Παράρτημα 7), ο Αιτητής ζήτησε την επανεξέταση της αίτησης του και την αύξηση του ποσοστού ανικανότητας του λόγω πρόσφατης επέμβασης στην οποία είχε υποβληθεί. Πράγματι, στις 19.12.2006 κλήθηκε σε επανεξέταση από Ορθοπεδικό- Χειρουργικό Συμβούλιο (η έκθεση του, είναι το Παράρτημα 8) το οποίο γνωμάτευσε ότι ο Αιτητής ήταν ικανός για ελαφρά εργασία και τον παρέπεμψε σε Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο στις 30.4.2007 επίσης γνωμάτευσε ότι ο Αιτητής ήταν ικανός για ελαφρά εργασία (Παράρτημα 9).
Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας τις γνωματεύσεις των Ιατρικών Συμβουλίων, συνέχισε την καταβολή στον Αιτητή σύνταξης στο ίδιο ποσοστό και τον ενημέρωσε σχετικά με την επιστολή ημερομηνίας 3.7.2007 (Παράρτημα 10).
Στις 15.9.2008 ο Αιτητής επανεξετάστηκε από Ειδικό Νευροχειρουργό, ο οποίος συνέστησε όπως ο Αιτητής επανεξεταστεί μετά την προσκόμιση μαγνητικής τομογραφίας. Αντίγραφο της ιατρικής έκθεσης είναι το Παράρτημα 11.
Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ειδικού Ιατρού συνέχισε την καταβολή της σύνταξης ανικανότητας στον Αιτητή στο ίδιο ποσοστό και τον ενημέρωσε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 19.9.2008 Παράρτημα 12.
Mε δεδομένο ότι ο βαθμός αναπηρίας του Αιτητή για σκοπούς καταβολής σύνταξης αναπηρίας, είχε καθοριστεί προσωρινά σε 15%, αυτός κλήθηκε σε Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο στις 18.2.2013, (η έκθεση αυτή είναι το Παράρτημα 13) το οποίο υπολόγισε τον οριστικό βαθμό αναπηρίας του Αιτητή λόγω του ατυχήματος του σε 10%, ενώ γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του.
Παράλληλα, ο Αιτητής στις 5.6.2013 εξετάστηκε από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο του Κλάδου Σύνταξης Ανικανότητας, το οποίο συμφώνησε με τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου του Κλάδου Αναπηρίας, ότι, με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, ο Αιτητής είναι ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του. (Η αναλυτική ιατρική έκθεση του Νευροχειρουργικού Ιατρικού Συμβουλίου είναι το Παράρτημα 14).
Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας την πιο πάνω γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου τερμάτισε την καταβολή σύνταξης ανικανότητας προς τον Αιτητή από 1.7.2013 και τον ενημέρωσε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 22.7.2013 (Παράρτημα 15) και συνιστά την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση.
Σημειώνεται ότι λόγω του τερματισμού της σύνταξης ανικανότητας, ο Αιτητής είναι δικαιούχος βοηθήματος αναπηρίας σε ποσοστό 10% με βάση τη γνωμάτευση του αρμόδιου ιατροσυμβουλίου. Ενόψει τούτου, καταβλήθηκε στον Αιτητή το εφάπαξ ποσό που δικαιούται, και ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 13.9.2013, (Παράρτημα 16).
Ο Αιτητης εναντίον της προσβαλλομένης απόφασης ουσιαστικά προβάλλει δύο λόγους ακύρωσης: (1) η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και (2) μη διενέργειας δέουσας έρευνας.
Ο δεύτερος κατά σειρά προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, αυτός της μη διενέργειας δέουσας έρευνας, προηγείται ως προς την ανάγκη εξέτασης του με βάση της αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Μια διοικητική πράξη ή απόφαση πρώτα ελέγχεται στο αν η διοίκηση προέβη σε δέουσα έρευνα και σε συνάρτηση με αυτό, εν πολλοίς, κρίνεται το αν αυτή αιτιολογήθηκε δεόντως η όχι.
Ως προς τη θέση αυτή ο αιτητής συγκεκριμένα προβάλλει ότι τα Ιατρικά Συμβούλια τα οποία συνέστησαν τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας που του καταβαλλόταν, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.
Στο σύγγραμμα ''Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας", έκδ.2002, ο Α. Ν. Λοΐζου, αποτυπώνοντας την κυπριακή νομολογία σε σχέση με την έννοια της δέουσας έρευνας, αναφέρει στις σελίδες 356-357 τα ακόλουθα:
"(ε) Έλλειψη δέουσας έρευνας: Ο λόγος αυτός ακύρωσης συνδέεται με το λόγο πλάνης περί τα πράγματα αλλά στην Κυπριακή νομολογία έτυχε μεταχείρισης και ως ανεξάρτητου λόγου ακύρωσης. Συνδέεται επίσης και με την αιτιολογία διοικητικής πράξης. Η διοίκηση έχει καθήκον να προβεί στη δέουσα έρευνα για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων, να ερμηνεύσει, όπου τούτο είναι αναγκαίο, τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και να τις εφαρμόσει στα γεγονότα και να αποφασίσει. Η έρευνα μπορεί να διεξαχθεί είτε από το ίδιο το αρμόδιο διοικητικό όργανο είτε μέσω άλλου προσώπου ή Αρχής ή Οργάνου. Η τελική όμως εκτίμηση των γεγονότων, η εφαρμογή σ΄ αυτά του νόμου και η λήψη της τελικής απόφασης είναι καθήκον του αρμοδίου οργάνου. Η έκταση της έρευνας είναι σχετική, ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Λόγω ελλιπούς έρευνας διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ως προς την κρινόμενη απόφαση. Το τεκμήριο της νομιμότητας των ευρημάτων της διοίκησης εξασθενεί αν ο αιτητής επιτύχει να θέσει ως πιθανή την ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα. Αν δημιουργηθούν αμφιβολίες στο Δικαστή, αναφορικά με την ορθότητα των ευρημάτων της διοίκησης, η διοικητική πράξη μπορεί να ακυρωθεί αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα. Η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας πρέπει να συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου. Εξ άλλου, η παρουσίαση στοιχείων από έναν αιτητή τα οποία δεν ήσαν ενώπιον της διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προς αντίκρουση του ισχυρισμού του."
Όπως η νομολογία καθορίζει, η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία επί της έρευνας που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, και αυτό ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά., (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189).
Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, ανωτέρω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Αρχικά, αμέσως μετά το εργατικό ατύχημα του αιτητή, στις 12.1.2006, αυτός εξετάστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο του Κλάδου Παροχής λόγω Αναπηρίας, το οποίο υπολόγισε τον προσωρινό βαθμό αναπηρίας του και εγκρίθηκε από το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύνταξη ανικανότητας από 2.1.2006 σε ποσοστό 75%.
Στη συνέχεια στις 28.2.2006, εξετάζεται από το Ιατρικό Συμβούλιο του Κλάδου Ανικανότητας, το οποίο με γνωμάτευση του έκρινε ότι ο Αιτητής είναι ανίκανος να εκτελεί το επάγγελμα του, αλλά ικανός για ελαφρά εργασία συστήνοντας την επανεξέταση του μετά την πάροδο ενός έτους από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο.
Ακολούθως, κατόπιν αιτήματος του για επανεξέταση της περίπτωσης του και εξ αφορμής της υποβολής του σε χειρουργική επέμβαση στο δεξί γόνατο, στις 19.12.2006 εξετάστηκε από Ορθοπεδικό- Χειρουργικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι ο Αιτητής ήταν ικανός για ελαφρά εργασία, γνωμάτευση την οποία επαναβεβαίωσε το Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, στο οποίο τον παρέπεμψε το Ορθοπεδικό Συμβούλιο. Στο μεταξύ του παρείχετο σύνταξη ανικανότητας όπως αρχικά.
Ακολούθησαν εξετάσεις από Νευροχειρουργό και κατόπιν από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο υπολόγισε τον οριστικό βαθμό αναπηρίας του Αιτητή λόγω του ατυχήματος του σε 10%, ενώ γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του. Και πάλι ο Αιτητης συνέχισε να λαμβάνει κανονικά την επίδικη σύνταξη.
Ο Αιτητής στις 5.6.2013 εξετάστηκε από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο του Κλάδου Σύνταξης Ανικανότητας, το οποίο επαναβεβαίωσε την πιο πάνω γνωμάτευση του πάνω Νευροχειρουργικού Ιατρικού Συμβουλίου, συντάσσοντας αντίστοιχη έκθεση, με βάση την οποία ο Διευθυντής κατέληξε στην προσβαλλομένη απόφαση.
Από όλες τις επίδικες ιατρικές τους εκθέσεις, προκύπτει ότι τα Συμβούλια εξέτασαν δεόντως την περίπτωση του Αιτητή, καταγράφοντας με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους για τους οποίους κάθε φορά κατέληγαν στις συγκεκριμένες γνωματεύσεις, μέχρι την τελική διαπίστωση ότι ο Αιτητης δεν δικαιούται την επίδικη σύνταξη.
Μέρος αυτών των Ιατρικών Εκθέσεων αφορά εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες φαίνεται να δικαιολογούν την τελική θέση. Ο Αιτητης από την πλευρά του, θέτει το ζήτημα αυτό κατά τρόπο γενικό και αόριστο χωρίς να προσδιορίζει τους λόγους για τους οποίους ισχυρίζεται ότι όλα τα Ιατρικά Συμβούλια που τον εξέτασαν δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα της υπόθεσης του.
Θεωρώ συνεπώς ότι ο λόγος αυτός ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει.
Επί του λόγου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη - (Λόγος ακύρωσης 1) ο Αιτητης συγκεκριμένα προβάλλει πάλι κατά τρόπο γενικό (κυρίως στη γραπτή του απάντηση), ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν καταγράφουν όλα τα Ιατρικά Συμβούλια από τα οποία εξετάστηκε, για τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.
Με δεδομένο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και αφού μέσα από τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης διαπιστώνεται ότι οι καθ ων η αίτηση κατέγραψαν και έλαβαν υπόψη με λεπτομέρεια την πορεία των ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε ο Αιτητης από την ημέρα που συνέβηκε το εργατικό ατύχημα μέχρι και την λήψη της επιστολής ημερομηνίας 22.7.2013, με την οποία του κοινοποιήθηκε η απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ότι του τερματίζεται από 1.7.2013 η καταβολή σύνταξης ανικανότητας που λάμβανε, ούτε ο 1ος λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται
Καταληκτικά κρίνεται ότι η Διοίκηση ενέργησε κατόπιν δέουσας έρευνας και με δέουσα αιτιολογία, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της βρίσκεται σε συμφωνία με τα στοιχεία του φάκελου της υπόθεσης, τεκμ.Α, (Βλ. Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Καταδεικνύεται επαρκώς ότι οι καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τις ιατρικές γνωματεύσεις των αρμόδιων Ιατρικών Συμβουλίων, αφού λόγω των πραγματικών περιστατικών που συνιστούσαν τις προϋποθέσεις για την αποδοχή η όχι παροχής της επίδικης σύνταξης απαιτούνται ειδικές επιστημονικές γνώσεις από εξειδικευμένα συμβουλευτικά όργανα.
΄Εχει καταδειχθεί ακόμη ότι η έρευνα που έγινε ήταν η δέουσα, ανεξάρτητα από τον τρόπο και τα μέσα που επέλεξε η Διοίκηση να τη διεξάγει, γεγονός για το όποιο ως προς τούτο το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να υποκαταστήσει το αποφασίζον όργανο. (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503), Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη πράξη επικυρώνεται. ΄Εξοδα €650 ευρώ επιδικάζονται εναντίον του αιτητή.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.