ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D258
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 495/2013
7 Aπριλίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΟΤΖΙΚΑ,
Αιτητή
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
A. Καραμανώλης, για τον αιτητή
Μ. Θεοκλείτου (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (στο εξής το Υπουργείο) διενεργεί αεροψεκασμούς με λειτουργούς του Τμήματος Δασών από το 1979, καταβάλλοντας στους χειριστές των πτητικών μέσων επιπρόσθετη αμοιβή (επίδομα) η οποία αρχικώς καθορίστηκε στο κατ΄ αποκοπή ποσό των Λ.Κ.3.713 ετησίως για την πραγματοποίηση 150 συνολικά ωρών πτήσεων.
Έρεισμα για την επιπρόσθετη αμοιβή αποτέλεσε το επικίνδυνο της σχετικής εργασίας, το επίπεδο των αμοιβών χειριστών αεροσκαφών ως και οι αξιώσεις των λειτουργών που θα αναλάμβαναν τους αεροψεκασμούς.
Η πιο πάνω πρακτική συνεχίστηκε μέχρι το 1989 οπόταν κρίθηκε σκόπιμη η καταβολή αμοιβής ανά ώρα πτήσης, με αναθεώρηση της συγκεκριμένης αμοιβής κάθε 2-3 χρόνια με βάση τον τιμάριθμο και τις γενικές αυξήσεις μισθών, αλλά και τις αξιώσεις των εκάστοτε χειριστών των αεροσκαφών.
Ο αιτητής, αφού έτυχε σχετικής εκπαίδευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ανέλαβε καθήκοντα χειριστή γεωργικού αεροσκάφους το 1999 και στη συνέχεια απέκτησε και επαγγελματική άδεια χειριστή μετά από εκπαίδευση στην Αγγλία. Με αρχική αμοιβή Λ.Κ.25 ανά ώρα πτήσης για την περίοδο 2001-2002, Λ.Κ.30 για την περίοδο 2003-2005, Λ.Κ.35 για την περίοδο 2006-2007, €65 για την περίοδο 2008-2009 και €68 για την περίοδο 2010-2011.
Το 2011 το Τμήμα Δασών ζήτησε την αναθεώρηση των πιο πάνω αμοιβών αφού στο μεταξύ, στις 15.12.11, ο αιτητής προάχθηκε στη θέση Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄ (Κλίμακα Α12). Δεδομένου δε ότι στα καθήκοντα της θέσης του περιλαμβανόταν και η πραγματοποίηση πτήσεων, αποφασίστηκε στις 26.9.12 από το Τμήμα Δημοσίας Διοίκησης και Προσωπικού (ΤΔΔΠ) ο τερματισμός της καταβολής στον αιτητή επιδόματος ύψους €68 ανά ώρα πτήσης και αντ΄ αυτού αποφασίστηκε η καταβολή σ΄ αυτόν πτητικού επιδόματος στο ύψος του αντίστοιχου των χειριστών του Στρατού, αναδρομικά από 1.1.12.
Με τη λήψη της πιο πάνω απόφασης το ΤΔΔΠ απέστειλε αυθημερόν επιστολή στο Τμήμα Δασών, το οποίο ενημέρωνε ανάλογα.
Ο αιτητής έλαβε γνώση της πιο πάνω επιστολής του ΤΔΔΠ στις 26.2.13 με την κατάσταση μισθοδοσίας που του κοινοποιήθηκε, σύμφωνα με την οποία το επίδομα του καθορίστηκε στις €3.227 το εξάμηνο για 30 ώρες πτήσης και άνω το οποίο αντιστοιχούσε στο πτητικό επίδομα που καταβαλλόταν και στους χειριστές του Στρατού. Σ΄ ότι δε αφορά άλλους χειριστές που δεν κατείχαν τη θέση Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄, το επίδομα παρέμεινε το ίδιο. Δηλαδή €68 ανά ώρα πτήσης για το δεσμοφύλακα που εκτελούσε χρέη χειριστή και €34 ανά ώρα πτήσης για το προσωπικό καμπίνας.
Η αντίδραση του αιτητή στη διαφοροποίηση του επιδόματος του εκδηλώθηκε με την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, με την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 26.9.12 βάσει της οποίας για το 2012 του καταβλήθηκε αναδρομικά από 1.1.12 ως επίδομα το συνολικό ποσό των €6.453,02 αντί του ποσού των €15.232 το οποίο, όπως ισχυρίζεται, θα του καταβαλλόταν με βάση τις ώρες πτήσης του.
Η προσφυγή προωθήθηκε στη βάση ότι (α) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ ων η αίτηση, (β) ότι στερείται της δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας, (γ) ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας του άρθρου 28 του Συντάγματος και (δ) ότι παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Σ΄ ότι δε αφορά τους καθ΄ ων η αίτηση, αυτοί υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι καθόλα ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη και ουδείς από τους λόγους ακύρωσης ευσταθεί.
Αναφορικά με τον πρώτο ακυρωτικό λόγο, είναι θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ ων η αίτηση στήριξαν την προσβαλλόμενη απόφαση σε μια σειρά παραγόντων οι οποίοι καταγράφονται στη σχετική εισήγηση της Προϊσταμένης του ΤΔΔΠ ημερ. 18.9.12, που όμως δεν έχουν καμία σχέση με το όλο ζήτημα. Η σχετική εισήγηση, αυτούσια, έχει ως ακολούθως:
«3. Δεδομένου ότι τα πιο πάνω καθήκοντα δεν περιλαμβάνονται στα καθήκοντα της θέσης Δασικού Λειτουργού, και λαμβανομένης υπόψη και της επικινδυνότητας της σχετικής εργασίας, εγκρίθηκε η καταβολή κατ' αποκοπή αμοιβής ανά ώρα πτήσης, η οποία καθιερώθηκε να αναπροσαρμόζεται κάθε δύο χρόνια με βάση τον τιμάριθμο και τις γενικές αυξήσεις.
.....................
6. Ως εκ των πιο πάνω, και λαμβανομένου υπόψη ότι:
α) Στους χειριστές αεροσκαφών του Κυπριακού Στρατού καταβάλλεται πτητικό επίδομα ύψους €3.227 το εξάμηνο για 30 ώρες πτήσεις το εξάμηνο και άνω, ενώ στους χειριστές της Μονάδας Αεροπορικών Επιχειρήσεων της Αστυνομίας €855 για 30 - 59 ώρες, €1.367 για 60 - 89 ώρες και €1.709 για 90 ώρες και άνω1,
β) το ύψος του πτητικού επιδόματος των μελών της Αστυνομίας δεν έχει αναθεωρηθεί από το 1994, ενώ των μελών του Στρατού επανεξετάζεται εφόσον κρίνεται υψηλό,
γ) στην Ελλάδα το ύψος του πτητικού επιδόματος που καταβάλλεται (βλ. συνημμένο Παράρτημα) αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνάρτηση του τύπου του αεροσκάφους/ελικοπτέρου και της επικινδυνότητας των επιχειρήσεων στις οποίες εμπλέκεται,
δ) ο τύπος των αεροσκαφών του Τμήματος Δασών κρίνεται ότι προσομοιάζει με αυτά του Κυπριακού Στρατού (ελικοφόρα), ενώ δεν αμφισβητείται η επικινδυνότητα των επιχειρήσεων αεροπυρόσβεσης,
ε) οι ώρες πτήσης και για τα δύο γεωργικά αεροσκάφη υπολογίζονται να ανέρχονται στις 180 ετησίως για σκοπούς αεροπυρόσβεσης, 100 για αεροψεκασμούς, 50-100 για εκπαίδευση και 15 για αεροφωτογράφιση κ.α., ήτοι στις 345 - 395 ετησίως συνολικά, και
στ) όπως ο Κλάδος Υπαλλήλων Τμήματος Δασών υποστηρίζει με επιστολή του προς το Τμήμα αυτό ημερ. 26.8.2012, στην περίπτωση των μελών του Στρατού και της Αστυνομίας πλείστες πτήσεις αφορούν στην διατήρηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας των επηρεαζομένων και όχι εμπλοκή τους σε πραγματικές επιχειρήσεις (στην περίπτωση τους Έρευνας/ Διάσωσης κ.α.), σε αντίθεση με την περίπτωση των υπαλλήλων του Τμήματος Δασών, γίνεται εισήγηση όπως στον κάτοχο της θέσης Χειριστή Πτητικών Μέσων Α' καταβάλλεται το αντίστοιχο πτητικό επίδομα που καταβάλλεται στους χειριστές του Στρατού, ήτοι €3.227 το εξάμηνο για 30 ώρες πτήσης και άνω, ενώ για τον αποσπασμένο Δεσμοφύλακα που θα εκτελεί χρέη Χειριστή και το προσωπικό καμπίνας οι αμοιβές παραμείνουν ως έχουν, ήτοι €68 και €34 ανά ώρα πτήσης, αντίστοιχα.»
Ο μοναδικός λόγος καταβολής του συγκεκριμένου επιδόματος τα τελευταία 30 χρόνια, ισχυρίζεται ο αιτητής, είναι η επικινδυνότητα των πτήσεων που οι χειριστές γεωργικών αεροσκαφών του Τμήματος Δασών καλούνται να αντιμετωπίσουν. Συνεπώς η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των προαναφερθέντων παραγόντων είναι εντελώς λανθασμένη.
Η πιο πάνω θέση του αιτητή δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει από το σύνολο των ενώπίον του Δικαστηρίου στοιχείων η επικινδυνότητα της αναφερόμενης εργασίας ήταν μόνο μία από τις παραμέτρους που λήφθηκαν υπόψη για καθορισμό του επιδόματος. Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα που επισυνάπτονται στην γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση ως «Συνημμένο 3» καταδεικνύεται με σαφήνεια ότι τόσο το Τμήμα Δασών όσο και ο Κλάδος Υπαλλήλων του Τμήματος προέτασσαν, πέραν της επικινδυνότητας των πτήσεων, και άλλες παραμέτρους για σκοπούς αύξησης του επιδόματος. Όπως τα έξοδα εκπαίδευσης και απόκτησης/ανανέωσης αδειών του χειριστή, επιπρόσθετα προσόντα, αυξήσεις στο δημόσιο, αλλά και σύγκριση με το πτητικό επίδομα και τη μισθοδοσία των ιπταμένων μελών του Στρατού και της Αστυνομίας. Σχετικές είναι οι επιστολές του Τμήματος Δασών προς το ΤΔΔΠ ημερ. 30.9.03, 9.9.05 και 26.10.07, καθώς και η επιστολή του Κλάδου Υπηρεσιών του Τμήματος Δασών ημερ. 12.10.05.
Επιπρόσθετα από τον πιο πάνω ισχυρισμό, ο αιτητής διατείνεται ότι η διαφοροποίηση του επιδόματος του είναι τρωτή αφενός γιατί οι πτήσεις που θα πραγματοποιούσε θα εξακολουθούσαν να ενέχουν το στοιχείο της επικινδυνότητας και, αφετέρου, τα καθήκοντα των χειριστών αεροσκαφών του Τμήματος Δασών είναι διαφορετικά από τα καθήκοντα των χειριστών αεροσκαφών της Εθνικής Φρουράς, της Αστυνομίας και της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας και επομένως η σύγκριση που έγινε δεν μπορούσε να γίνει. Παραβλέπει όμως, σ΄ ότι αφορά το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού του, ότι σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του υποχρεούται να εκτελεί και πτήσεις για τις οποίες το επίδομα που του καταβάλλεται συνιστά ωφέλημα χωρίς νομική υποχρέωση και, σ΄ ότι αφορά το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του, παραθέτω αυτούσια τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία συμφωνώ.
«Το ιπτάμενο προσωπικό του Στρατού και της Αστυνομίας αποτελούν τις μόνες κατηγορίες προσωπικού που λαμβάνουν τέτοιο επίδομα, λόγω του στοιχείου της επικινδυνότητας που συνεπάγεται η πραγματοποίηση πτήσεων, και το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη / χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον καθορισμό του πτητικού επιδόματος του Αιτητή. Τα δεδομένα της περίπτωσης της Αστυνομίας και του Στρατού είναι γνωστά στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αφού το Τμήμα αυτό είναι αρμόδιο να καθορίζει τους όρους απασχόλησης τους, περιλαμβανομένου του πτητικού επιδόματος τους. Εξάλλου, τέτοια σύγκριση με τη μισθοδοσία και τα επιδόματα των εν λόγω κατηγοριών προσωπικού προέτασσε κατά καιρούς και το Τμήμα Δασών και ο Κλάδος Υπαλλήλων Τμήματος Δασών προς ικανοποίηση των σχετικών αιτημάτων τους για αναθεώρηση της αμοιβής που διδόταν στον Αιτητή. Ενδεικτικά παραπέμπω στην επιστολή του Τμήματος Δασών προς το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ημερομηνίας 30.9.2003, παράγραφος (η), και στην επιστολή του Κλάδου Υπαλλήλων Τμήματος Δασών προς το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ημερομηνίας 12.10.2005 (και τα δύο αυτά έγγραφα είναι μέρος της δέσμης εγγράφων που επισυνάπτονται στην παρούσα αγόρευση ως Συνημμένο 3). Επισυνάπτεται επίσης, ως Συνημμένο 4 στην παρούσα, επιστολή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού προς το Τμήμα Δασών, που σχετίζεται με τη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης Χειριστή Πτητικών Μέσων Α' (δηλαδή, τη θέση που σήμερα κατέχει ο Αιτητής).
Περαιτέρω, με βάση την πρακτική που ακολουθείται, η επιδοματική πολιτική που εφαρμόζουν άλλες χώρες, και ιδιαίτερα η Ελλάδα, λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς καθορισμού της επιδοματικής πολιτικής στην Κύπρο, ενώ λόγω ακριβώς των διαφορών στο σύστημα αμοιβών μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας, δεν υιοθετείται ως έχει. Στην περίπτωση του πτητικού επιδόματος των ιπτάμενων μελών του Στρατού και της Αστυνομίας, λαμβάνεται υπόψη η αντίστοιχη πολιτική που ακολουθείται στην Ελλάδα (σημειώνεται ότι τα μέλη της Ελληνικής Αστυνομίας εντάσσονται, για σκοπούς πτητικού επιδόματος, σε αντίστοιχες κατηγορίες που εντάσσονται τα μέλη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων), μετά και από επιδίωξη μάλιστα των ίδιων των επηρεαζομένων, ενώ στην περίπτωση του πτητικού επιδόματος του Αιτητή, λήφθηκε υπόψη μετά και της ενημέρωσης που το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού έτυχε από το Τμήμα Δασών κατά το στάδιο της εξέτασης του θέματος (βλ. επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Δασών με αρ. φακ. 02.17.007.01 και ημερομηνία 2.5.2012 - μέρος των εγγράφων που επισυνάπτονται ως Συνημμένο 3 στην παρούσα αγόρευση) ότι στην Ελλάδα η αεροπυρόσβεση διενεργείται από τον ιδιωτικό τομέα και την Πολεμική Αεροπορία.
Επίσης, όπως προκύπτει από το Σημείωμα της Προϊσταμένης του Τομέα, Διοίκησης και Προσωπικού | ημερομηνίας 18.9.2012, (Παράρτημα 3 στην Ένσταση των Καθ'ων η Αίτηση), με το οποίο εγκρίθηκε το πτητικό επίδομα του Αιτητή, στην Ελλάδα τα πυροσβεστικά αεροσκάφη εντάσσονται, για τους σκοπούς του πτητικού επιδόματος, στην ίδια κατηγορία με επιθετικά ελικόπτερα (βλ. Κατηγορία Β1-Β2-Β3-Β4 - σελ. 1502 της Εφημερίδας της Ελληνικής Δημοκρατίας), ενώ συναφώς σημειώνεται ότι ο Κυπριακός Στρατός διαθέτει επιθετικά ελικόπτερα. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι, όπως σχετικά τέθηκε υπόψη του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού από το Υπουργείο Άμυνας τον Ιούνιο του 2011, στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος των ιπτάμενων μελών της Αστυνομίας για εξίσωση του πτητικού επιδόματος τους με το πτητικό επίδομα των μελών του Στρατού, ο Κυπριακός Στρατός διαθέτει στρατιωτικά αεροσκάφη με στρατιωτικό εξοπλισμό, για τα οποία η επιχειρησιακή εκμετάλλευση αλλά και η εκπαίδευση του προσωπικού γίνεται κάτω από επικίνδυνες συνθήκες. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω των διαφορών του στόλου αεροσκαφών Ελλάδας και Κύπρου (εύρος / τύποι, επιχειρήσεις στις οποίες εμπλέκονται), δεν υιοθετούνται όλες εκείνες οι διαβαθμίσεις στο ύψος του επιδόματος που εφαρμόζει η Ελλάδα.
Σημειώνεται τέλος ότι το όριο των 30 ωρών πτήσεως που ισχύει για σκοπούς καταβολής σε ιπτάμενα μέλη του Στρατού του πτητικού επιδόματος ανά εξάμηνο που εγκρίθηκε στην περίπτωση του Αιτητή αποτελεί το σχετικό κατώτατο όριο, και όχι, κατ' ανάγκην, τον πραγματικό αριθμό ωρών πτήσεως τους ή/και το μέσο όρο των ωρών πτήσεών τους (εξ' ου και αναφέρεται στο Σημείωμα της 18.9.2012 (Παράρτημα 3 στην Ένσταση) «30 ώρες πτήσεις το εξάμηνο και άνω»), ενώ τίθεται λαμβανομένου υπόψη ότι αυτοί ενδέχεται, για διάφορους λόγους, να μην πραγματοποιούν πτήσεις, οπότε και δεν λαμβάνουν οποιοδήποτε επίδομα.»
Έρεισμα για το δεύτερο λόγο ακύρωσης - ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας - αποτελούν οι ίδιες αιτιάσεις που προωθήθηκαν προς υποστήριξη του πρώτου ακυρωτικού λόγου. Προβάλλεται συναφώς ο ισχυρισμός ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν διερεύνησαν επαρκώς τα δεδομένα του αιτητή σε σχέση με τα δεδομένα της Εθνικής Φρουράς, της Αστυνομίας και της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί και όσα καταγράφονται πιο πάνω κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης αντικρούουν και τον υπό αναφορά λόγο. Τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη καταγράφονται ρητά στην επιστολή της Προϊσταμένης του ΤΔΔΠ ημερ. 18.9.12, τα οποία παρέχουν επαρκή βάση για τον καθορισμό του ύψους του επιδόματος που θα του παραχωρείτο και ως εκ τούτου η έρευνα που έγινε για έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν επαρκής.
Ο τρίτος λόγος ακύρωσης - ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας του άρθρου 28 του Συντάγματος - προωθήθηκε με δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος, ότι η εξίσωση του επιδόματος του με το επίδομα που καταβάλλεται στους χειριστές αεροσκαφών της Εθνικής Φρουράς είναι τρωτή εφόσον πρόκειται για δύο ανομοιογενείς καταστάσεις και, ο δεύτερος, τον θέτει σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το Δεσμοφύλακα ο οποίος εκτελεί χρέη χειριστή αεροσκαφών με επίδομα €68 ανά ώρα.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 28 του Συντάγματος έχει αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων της κυπριακής νομολογίας. Έχει δε νομολογηθεί ότι ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28(1) δεν αναφέρεται σε ακριβή αριθμητική ισότητα αλλά διασφαλίζει μόνο κατά των αυθαιρέτων διαφοροποιήσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων (βλ. μεταξύ άλλων, Argyris Mikrommatis and the Republic (Minister of Finance and Another) 2 R.S.C.C. 125, 131, Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1965) 3 C.L.R. 107, Republic v. Arakian and others (1972) 3 C.L.R. 294, 299 και Antoniades & Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641).
Σχετική με το ίδιο θέμα είναι και η υπόθεση που επικαλέστηκε η ευπαίδευτη, συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, η Σωτηριάδης ν. Θεοφύλακτου κα (2002) 3 Α.Α.Δ. 56 από την οποία και παρέθεσε εκτενές απόσπασμα. Στις σελ. 64 και 65 διαβάζουμε τα εξής:
«Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125).
Στην υπόθεση Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294, έχουν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:
(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση «πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων» (Υπόθεση 1273/65 του ΣΤ.Ε.).
(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - «αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων» (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).
(3) Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ' όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ» αυτών» (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).
(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται «επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας» (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).
Αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.»
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές δεν μπορεί να γίνει λόγος για άνιση μεταχείριση του αιτητή, σ΄ ότι αφορά την ισότητα στο επίδομα που λαμβάνει με τους χειριστές αεροσκαφών της ΕΦ και της Αστυνομίας, καθότι το στοιχείο της επικινδυνότητας που συνεπάγεται η πραγματοποίηση πτήσεων είναι κοινό σε όλους τους χειριστές αεροσκαφών και επομένως το επίδομα που λαμβάνουν οι εν λόγω χειριστές ήταν σχετικό και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον καθορισμό του πτητικού επιδόματος του αιτητή. Αναφορικά δε με το δεύτερο παράπονο του ότι το επίδομα που λαμβάνει ο Δεσμοφύλακας παρέμεινε το ίδιο, είναι αρκετό να παρατηρηθεί ότι υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ των καθηκόντων του Δεσμοφύλακα και των δικών του καθηκόντων η οποία εντοπίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας των δύο θέσεων. Δηλαδή σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Δεσμοφύλακα δεν περιλαμβάνεται η πραγματοποίηση πτήσεων, σε αντίθεση με το Σχέδιο Υπηρεσίας του αιτητή που περιλαμβάνεται.
Παρέμεινε προς εξέταση ο τελευταίος λόγος ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης του άρθρου 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/1999, όπως τροποποιήθηκε). Ισχυρίζεται επί του προκειμένου ότι για 40 και πλέον χρόνια οι χειριστές αεροσκαφών του Τμήματος Δασών ελάμβαναν επίδομα ανά ώρα πτήσης και όταν ο ίδιος υπέβαλε αίτηση για τη θέση του Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄ γνώριζε για το εν λόγω επίδομα και ουδέποτε οι καθ΄ ων η αίτηση τον άφησαν να πιστεύει ότι υπήρχε πιθανότητα διαφοροποίησής του. Η συμπεριφορά αυτή των καθ΄ ων η αίτηση, ισχυρίστηκε, παραβιάζει κατάφορα τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και ενόψει τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει.
Δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε αυτή η εισήγηση. Όπως διευκρινίστηκε στη Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, η αρχή της καλής πίστης αποβλέπει στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει, όμως, την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται στο διοικητικό όργανο.
Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το ΤΔΔΠ πληροφόρησε το Τμήμα Δασών από τον Ιανουάριο του 2010 - πριν δηλαδή από την πλήρωση της θέσης Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄ στην οποία προάχθηκε ο αιτητής - ότι η καταβολή πτητικού επιδόματος του χειριστή γεωργικού αεροσκάφους θα επανεξεταζόταν. Αυτό ενόψει και της συμπερίληψης του καθήκοντος διενέργειας πτήσεων στα Σχέδια Υπηρεσίας των νεοδημιουργηθεισών θέσεων στη δομή του Τμήματος Δασών με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού (Αρ.4) Νόμο του 2009, Ν. 53(ΙΙ)/2009), στις οποίες περιλαμβάνεται η θέση του Χειριστή Πτητικών Μέσων Α΄(Κλίμακα Α12ii) στην οποία διορίστηκε ο Αιτητής. Δεν τροποποίησαν, δηλαδή, το ύψος του ποσού οι καθ΄ ων η αίτηση από τη μία μέρα στην άλλη, κακόπιστα και χωρίς αποχρώντα λόγο. Η επιπλέον αμοιβή που καταβαλλόταν στον αιτητή επειδή εκτελούσε πτήσεις/καθήκοντα πέραν των καθηκόντων της προηγούμενης του θέσης (ως καθορίζοντο στο σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας - Παράρτημα 1 στην ένσταση), ήταν εύλογο και καθόλα νόμιμο να αναθεωρηθεί/τροποποιηθεί, με το διορισμό του Αιτητή σε οργανική θέση ή οποία περιλάμβανε πλέον ως μέρος των θεσμοθετημένων καθηκόντων της, την εκτέλεση πτήσεων. Η εκτέλεση αυτών των καθηκόντων λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό της μισθολογικής κλίμακας της νεοδημιουργηθείσας θέσης. Τυχόν απόδοση στον Αιτητή επιπλέον αμοιβής για τα καθήκοντα που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του, δεν είναι νοητή. Ούτε και είναι εύλογο να αναμένει κανείς ότι θα αμείβεται με ποσά επιπλέον των όσων αναφέρονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, για να εκτελεί τα καθήκοντα του που προνοούνται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει, με €1.200 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ