ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D257
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 483/2013
7 Aπριλίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΛΙΜΝΑΤΙΤΗ
ΑΙΤΗΤΗ
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ.
______
A. Kαραμανώλης, για τον Αιτητή
Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση να προάξουν στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία από 4.1.13 τα ενδιαφερόμενα μέρη Δημήτρη Κατσίφλη και Νίκο Λογγίνο (ΕΜ1 και 2 αντίστοιχα), αντί του ιδίου.
Τα ουσιώδη γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση έχουν σε συντομία ως ακολούθως:
Οι προαγωγές έγιναν με βάση τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π.214/2004, όπως τροποποιήθηκαν, στο εξής οι Κανονισμοί). Προς τούτο ορίστηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως τριμελής Επιτροπή Αξιολόγησης (στο εξής η Επιτροπή), η οποία ακολουθώντας τη διαδικασία του Κανονισμού 7 ετοίμασε κατάλογο όλων των υποψηφίων για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας τον οποίο και υπέβαλε, μαζί με τα έγγραφα αξιολόγησης, στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων.
Η Επιτροπή Ενστάσεων αφού εξέτασε όλες τις υποβληθείσες ενστάσεις, μεταξύ των οποίων και την ένσταση του ΕΜ2 που παραπονείτο για τη συνολική του βαθμολογία (56.20 μονάδες) που δεν έγινε αποδεκτή, κατάρτισε κατάλογο με τη σειρά βαθμολογίας και των 12 υποψηφίων για προαγωγή - αριθμός τετραπλάσιος των κενών θέσεων ως ο Κανονισμός 7(7) - τον οποίο και υπέβαλε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσης.
Στον προαναφερθέντα κατάλογο το ΕΜ1 ήταν τρίτο στη σειρά με συνολική βαθμολογία 57.60 μονάδες, το ΕΜ2 πέμπτο με 56.20 μονάδες και ο αιτητής έβδομος με 55.90 μονάδες.
Όλοι οι υποψήφιοι του καταλόγου κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσης (στο εξής το Συμβούλιο), αλλά προσήλθαν μόνο οι επτά από τους δώδεκα. Με ανώτατο όριο βαθμολογίας τις 7 μονάδες και με βαθμολόγηση 0.50 μονάδες για κάθε ένα από τα κριτήρια της ικανότητας έκφρασης, αυτοπεποίθησης - αυτοελέγχου, εμφάνισης και εντύπωσης ως προς την κρίση του κάθε υποψηφίου, ενώ για έκαστο από τα κριτήρια γνώσης πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων η βαθμολόγηση ήταν 2,5 μονάδες.
Το Συμβούλιο αφού συνυπολόγισε τη βαθμολογία της Επιτροπής, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την εξέταση των ενστάσεων και τη βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης, κατάρτισε «Τελικό Πίνακα», με τα στοιχεία όλων των υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας. Με βάση την τελική βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσης ο αιτητής κατετάγη στην 7η θέση με 59,00 μονάδες, ενώ τα ΕΜ κατέλαβαν την 3η και 2η θέση συγκεντρώνοντας 62,10 και 62,20 μονάδες, αντίστοιχα.
Ο Τελικός Πίνακας, μαζί με τη σχετική έκθεση του Συμβουλίου και όλα τα σχετικά έγγραφα, υποβλήθηκε στον Αρχηγό της Αστυνομίας ο οποίος, αφού έλαβε υπόψη στο σύνολό τους όλα τα στοιχεία των υποψηφίων σύμφωνα με τον Καν. 9(7) των Κανονισμών, τις εκθέσεις και αξιολογήσεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου, τις πρόνοιες του Άρθρου 17 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, (Ν.73(1)/2004) όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής ο Νόμος), ως επίσης και τις πρόνοιες του Καν.3 των Κανονισμών και αφού, όπως σημείωσε, ακολούθησε πιστά τη σειρά επιτυχίας καθώς και την αρχαιότητα σε περίπτωση ισοβαθμίας υποψηφίων, αποφάσισε την προαγωγή των ΕΜ.
Η απόφαση εγκρίθηκε από τον Υπουργό και δημοσιεύθηκε στις «Εβδομαδιαίες Διαταγές» της Αστυνομίας ημερ. 7.1.2013.
Ο αιτητής αντέδρασε στην προαγωγή των ΕΜ με την παρούσα προσφυγή, την οποία προώθησε στη βάση τεσσάρων λόγων ακύρωσης. Ότι δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση (α) είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα ακαδημαϊκά του προσόντα, (β) είναι αντίθετη με τους Κανονισμούς και τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), (γ) όλες οι προπαρασκευαστικές πράξεις είναι αντίθετες με τις διατάξεις των άρθρων 4, 13, 17 και 54 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν.73(1)/2004) και (δ) η απόφαση του Υπουργού είναι αναιτιολόγητη. Όπως δε γίνεται αντιληπτό, οι καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξαν την ορθότητα και νομιμότητα της απόφασης και οι εκατέρωθεν θέσεις επί των υπό συζήτηση λόγων ακύρωσης θα εκτεθούν, στο βαθμό και κατά την έκταση που απαιτείται, στο κατάλληλο στάδιο.
Με τον πρώτο ακυρωτικό λόγο, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο, αλλά και ο Αρχηγός της Αστυνομίας, παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους τα ακαδημαϊκά του προσόντα με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να στερείται της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Παραπονείται συναφώς ότι, παρόλο που υπερέχει των ΕΜ σε ακαδημαϊκά προσόντα και η Επιτροπή του απέδωσε γι΄ αυτά 6 μονάδες, εν αντιθέσει με τα ΕΜ που έλαβαν 0 και 4 μονάδες αντίστοιχα, εντούτοις η Επιτροπή παρέλειψε να σημειώσει την εν λόγω υπεροχή του στα σχετικά έντυπα αξιολόγησης. Το ίδιο δε έπραξαν τόσο το Συμβούλιο όσο και ο Αρχηγός της Αστυνομίας καθότι το μεν Συμβούλιο προχώρησε στη βαθμολογία του χωρίς να ερευνήσει τα προσόντα των υποψηφίων, ο δε Αρχηγός δεν αναφέρθηκε καθόλου σ΄ αυτά. Η υπό αναφορά παράλειψη, υπέβαλε, ισοδυναμεί με παραγνώριση των προσόντων του.
Και τα τρία παράπονα σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, δεν ευσταθούν.
Όπως ορθά επισημαίνει ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, αναδρομή στα σχετικά έντυπα της Επιτροπής (Παράρτημα Ε της ένστασης) καταδεικνύει ξεκάθαρα ότι τόσο τα προσόντα του αιτητή όσο και τα αντίστοιχα των ΕΜ λήφθηκαν δεόντως υπόψη. Μάλιστα στην τελευταία σελίδα του εντύπου αξιολόγησης κάθε υποψηφίου, η Επιτροπή παραθέτει πλήρη και επαρκή αιτιολογία αναφορικά με την απόφαση της, περιλαμβανομένης και της βαθμολόγησης των ακαδημαϊκών προσόντων των υποψηφίων. Ειδικά για τη βαθμολόγηση των ακαδημαϊκών προσόντων του αιτητή επισημαίνει «. για τη βαθμολόγηση του υποψηφίου στο Στοιχείο (ΙV. Aκαδημαϊκά Προσόντα), η Επιτροπή εξέτασε τους τίτλους σπουδών (a) Bachelor of Civil Engineering)) και (β) Master of Civil Engineering του Catholic University of America και ομόφωνα αποφάσισε ότι οι πιο πάνω τίτλοι σπουδών τηρούν τις προϋποθέσεις που καταγράφονται στο πρακτικό της Επιτροπής για το θέμα αυτό. Από τη μελέτη των αναλυτικών καταστάσεων μαθημάτων (transcript) που υποβλήθηκαν από τον αξιολογούμενο, οι οποίες επισυνάπτονται, κρίνεται ότι για το (α) τα 25 από τα 29 μαθήματα και για το (β) τα 7 από τα 11 μαθήματα, θεωρούνται συναφή με τα αστυνομικά καθήκοντα, και ως εκ τούτου καλύπτεται το 50% τουλάχιστο του συνόλου των μαθημάτων που καθορίστηκε ως κριτήριο για την συνάφεια τους με τα αστυνομικά·καθήκοντα. Πιστώνεται για το (α) με 4 μονάδες ως Πανεπιστημιακός Τίτλος και για το (β) με 2 μονάδες ως Μεταπτυχιακός Τίτλος.» Ανάλογη βεβαίως αιτιολογία παρέχεται και στα έντυπα αξιολόγησης των ΕΜ, πλην όμως σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον Καν. 7 για τη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας κάθε υποψηφίου από την Επιτροπή - πέραν από τα ακαδημαϊκά προσόντα - λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία και/ή κριτήρια που αναφέρονται αναλυτικά στον εν λόγω Κανονισμό. Δηλαδή τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων, τα ατομικά δελτία, οι ετήσιες αξιολόγησης των τελευταίων τεσσάρων ετών κλπ. Είναι στη βάση και των επιπρόσθετων αυτών στοιχείων που διαμορφώθηκε η τελική βαθμολογία του αιτητή από την Επιτροπή, η οποία ήταν χαμηλότερη εκείνης των ΕΜ. Όπως δε ορθά επεσήμαναν οι καθ΄ ων η αίτηση, ο αιτητής ενώ είχε τη δυνατότητα να υποβάλει ένσταση στην Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων (Καν.7(6)) εντούτοις δεν το έπραξε. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι ο αιτητής υστερεί σημαντικά των ΕΜ στις ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων ετών αφού για το έτος 2008 βαθμολογήθηκε με 38/40 μονάδες, το 2009 με 37/40, το 2010 με 29/40 και το 2011 με 38/40, ενώ οι αντίστοιχες του ΕΜ1 ήταν 39/40, 39/40, 40/40, 38/40 και του ΕΜ2 39/40, 37/40, 38/40 και 38/40.
Αναφορικά δε με το δεύτερο παράπονο του αιτητή που αφορά το Συμβούλιο, ότι η βαθμολόγηση των υποψηφίων πάσχει, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο προχώρησε στη βαθμολόγηση των υποψηφίων εφαρμόζοντας πλήρως τον Καν. 9(4) σ΄ ότι αφορά τη βαθμολόγηση τους. Σχετικές είναι οι σελ. 15 και 16 της έκθεσης ως και το δεύτερο πρακτικό του Συμβουλίου που αφορά τον τρόπο αιτιολόγησης της βαθμολογίας των υποψηφίων, από τα οποία προκύπτει η μεθοδολογία που ακολούθησε το Συμβούλιο και συμπληρώνεται με την αιτιολογία που έδωσε ως αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης εκάστου των υποψηφίων. Πρόκειται για διαδικασία που έχει επικροτηθεί από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόσο σε σχέση με τα έντυπα που χρησιμοποιήθηκαν όσο και σε σχέση με τον τρόπο βαθμολόγησης και αιτιολογίας της απόδοσης των υποψηφίων σε μονάδες. Σχετικές είναι οι Νίκος Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 305/04 κ.ά., 31/10/05, Ευριπίδης Παναγιώτου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 454/06, 556/06, 471/06 και 547/06, 30/5/08· Μιχάλης Ανδρόνικου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 241/09, 2/2/10- Μάριος Παπαευριβιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 246/09, 23/2/10, Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Βασούλα Γιαννακού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 251/09 κ.ά., 5/5/11 και Χριστάκης Μηλιδώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 141/07, 14/9/09). Έπεται ότι ούτε αυτό το παράπονο ευσταθεί.
Τώρα, σ΄ ότι αφορά το τρίτο παράπονο που αφορά τον Αρχηγό της Αστυνομίας, στην απόφαση του Αρχηγού (Παράρτημα Κ της ένστασης) αναφέρονται αναλυτικά τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, τα οποία εκθεμελιώνουν το υπό αναφορά παράπονο. Όπως συναφώς καταγράφεται στο εν λόγω παράρτημα, ο Αρχηγός έλαβε υπόψη (α) όλα τα στοιχεία που αφορούν κάθε υποψήφιο σύμφωνα με τον Καν. 9(7), (β) τις σχετικές εκθέσεις/αξιολογήσεις κάθε υποψηφίου από την Επιτροπή, (γ) την αξιολόγηση, βαθμολογία και έκθεση του Συμβουλίου και (δ) τις πρόνοιες του άρθρου 17 του περί Αστυνομίας Νόμου ως και αυτές του Καν.3 και είναι στη βάση αυτών των στοιχείων, ακολουθώντας πιστά τη σειρά επιτυχίας και την αρχαιότητα, που προχώρησε στην απόφαση του για προαγωγή των τριών μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας συμπεριλαμβανομένων και των ΕΜ. Παρατίθενται σχετικά οι πρόνοιες του άρθρου 17(1) του Νόμου σύμφωνα με τις οποίες «Τα μέλη της Αστυνομίας μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου διορίζονται, εγγράφονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού», ως και αυτές του Κ.9(7) που προβλέπει ότι «(7) Ο Πίνακας των συστημένων για προαγωγή μαζί με τα έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης υποβάλλονται από το Συμβούλιο Κρίσης στον Αρχηγό, ο οποίος, αφού λάβει υπόψη στο σύνολο τους όλα τα στοιχεία που αφορούν τον κάθε υποψήφιο, με έγκριση του Υπουργού προβαίνει στις προαγωγές σύμφωνα με το άρθρο 17 του Νόμου: Νοείται ότι, σε περίπτωση μη τήρησης της κατάταξης κατά σειρά επιτυχίας υποψηφίου στον Πίνακα, απαιτείται ειδική αιτιολογία του Αρχηγού.» Όπως δε σημειώνεται στο αιτιολογικό της απόφασης του Αρχηγού λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία των υποψηφίων, περιλαμβανομένων των Εκθέσεων, αξιολογήσεων και βαθμολογιών της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως, τα οποία και συνεκτιμήθηκαν. Γίνεται επίσης αναφορά στις σχετικές κανονιστικές και νομοθετικές διατάξεις, ιδιαίτερα δε στον Κ. 9(7) των Κανονισμών, σύμφωνα με την επιφύλαξη του οποίου απαιτείται ειδική αιτιολογία του Αρχηγού, σε περίπτωση μη τήρησης της κατάταξης κατά σειρά επιτυχίας. Στην παρούσα περίπτωση, η σειρά επιτυχίας ακολουθήθηκε πιστά. Συνεπώς, η απόφαση του Αρχηγού είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Ενόψει των πιο πάνω ο πρώτος ακυρωτικός λόγος δεν ευσταθεί και ακυρώνεται.
Με τον δεύτερο ακυρωτικό λόγο, αυτό που ουσιαστικά εισηγείται ο αιτητής είναι ότι τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησαν επαρκώς και/ή καθόλου την απόδοση των υποψηφίων σε ολόκληρη τη διαδικασία.
Δε με βρίσκει σύμφωνο η θέση του. Τα όσα εκτίθενται πιο πάνω κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης απαντούν και αυτή του τη θέση. Επιπρόσθετα πανομοιότυπος λόγος ακύρωσης προβλήθηκε και στην Σάββα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 373/09 ημερ. 30.12.11, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί και το οποίο με βρίσκει σύμφωνο ως εφαρμοζόμενο πλήρως και στην παρούσα:
«Η διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων ρυθμίζεται από τον Κ. 9(4) των Κανονισμών, ο οποίος απαιτεί καταγραφή της γενικής εντύπωσης και αιτιολογία. Καθορίζονται, επίσης, τα κριτήρια αξιολόγησης και η ανώτατη βαθμολογία για το κάθε ένα από αυτά, η οποία αποτυπώνεται σε ειδικό έντυπο -{«Παράρτημα Β» των Κανονισμών), στο οποίο αποτυπώνεται και η αιτιολογία των επί μέρους στοιχείων αξιολόγησης.
Στην παρούσα περίπτωση, το Συμβούλιο Κρίσεως χρησιμοποίησε το πιο πάνω έντυπο, στο οποίο μεταφέρθηκε ο μέσος όρος των τριών βαθμολογιών (Προέδρου και Μελών) του κάθε κριτηρίου. Για τις ξεχωριστές βαθμολογίες χρησιμοποιήθηκαν βοηθητικά έντυπα, τα οποία, επίσης, επισυνάφθηκαν στο ειδικό έντυπο, το οποίο περιλαμβάνει χωριστά «αιτιολογία προσωπικής συνέντευξης», στην οποία αντικατοπτρίζεται αριθμητικά η βαθμολογία (μέσος όρος) που αποδόθηκε στα έξι κριτήρια του Κ. 9(4)(γ) των Κανονισμών. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε περιγράφεται αναλυτικά στην Έκθεση του Συμβουλίου Κρίσεως, το οποίο, όπως σημειώθηκε, για σκοπούς «ομοιόμορφης, δίκαιης και ίσης μεταχείρισης» των υποψηφίων, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι και τα τρία μέλη του Συμβουλίου θα ετοίμαζαν εκ των προτέρων αριθμό ερωτήσεων για τα θέματα της αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων και ότι η επιλογή της ερώτησης που θα υποβαλλόταν, κατά περίπτωση, θα γινόταν πριν την έναρξη των συνεντεύξεων».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω κρίνω πως ούτε ο δεύτερος ακυρωτικός λόγος ευσταθεί και σ΄ ότι αφορά τον τρίτο, αυτός έχει ως έρεισμα τις ίδιες αιτιάσεις και ως εκ τούτου ούτε αυτός ευσταθεί.
Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης, ο αιτητής εισηγείται πως η απόφαση του Υπουργού είναι αναιτιολόγητη. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός με βρίσκει σύμφωνο. Ο Νόμος δεν απαιτεί ρητή και καταγεγραμμένη αιτιολόγηση της έγκρισης. Όταν η επιλογή βασίζεται σε καλύτερη αξιολόγηση, η έγκριση καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας. Όπως τονίστηκε στην Απέητος & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64:-
"Οι προσωπικοί φάκελοι και όλα τα στοιχεία για τον καθένα υποψήφιο ήταν ενώπιον του Αρχηγού, ο οποίος, με πολλή επιμέλεια, αφού τα διεξήλθε, ετοίμασε τους πίνακες και την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, που υπέβαλε για έγκριση στον Υπουργό.
Ο Υπουργός, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας, στην απουσία μαρτυρίας ή ένδειξης για το αντίθετο, μελέτησε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, που ήταν ικανοποιητικά ή/και επαρκή για το σκοπό της άσκησης της διακριτικής εξουσίας της έγκρισης, και έδωσε την αναγκαία έγκριση - (βλ. Pantelis Th. Michanicos and Another v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 237, 244· Savva v. Republic (1985) 3 C.L.R. 694∙ Κλέαρχος Μιλτιάδους και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 789. 791 και 796 (Απόφαση δόθηκε στις 30 Μαΐου, 19891))."
Επίσης, στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 281 αναφέρθηκε ότι:- (σελ. 284)
«Απορριπτέος είναι, κατ΄ ακολουθία, και άλλος λόγος έφεσης κατά της πρωτόδικης κρίσης ότι η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας και η έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών δεν στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Η επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών και η έγκριση εβασίσθη στην καλύτερη αξιολόγηση τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία και τους σύστησε εφ΄ όσον ήσαν οι πρώτοι τέσσερις σε σειρά κατάταξης. Αναιτιολόγητη θα ήταν μάλλον η παραγνώριση της αξιολόγησης αυτής, ως κατάληξης της προβλεπόμενης στο νόμο διαδικασίας, και η άνευ ετέρου επιλογή άλλων.»
Υπό το φως των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος, με €1.300 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ