ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. A. Ζερβού (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γ-Ε., για τους καθ΄ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-03-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο LANITIS DEVELOPMENT LIMITED ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 806/2012, 26/3/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D223

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                                                                                                                              Υπόθεση Αρ.   806/2012

 

26 Μαρτίου 2015

 

(Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

LANITIS DEVELOPMENT LIMITED

Αιτητές

                                        και

                              ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                              ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

                                                                      Καθ΄ ων η αίτηση.

_____________________

 

          Κ. Κακουλλή (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για

              τους αιτητές.

A.   Ζερβού (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας,  εκ μέρους του Γ-Ε., για τους καθ΄ων η αίτηση.

______________________

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στις 3.3.2003 οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας για 48 οικιστικές μονάδες (πρώτη αίτηση).  Αφού μεσολάβησε επιτυχώς μια αίτηση για αύξηση του συντελεστή δόμησης στις 15.9.2004 (δεύτερη αίτηση), στις 10.10.2005 επί τη βάσει της πρώτης και δεύτερης αίτησης δόθηκε πολεοδομική άδεια για την ανέγερση 46 μονάδων αντί 48.

 

Στις 26.10.2005 οι αιτητές υπέβαλαν νέα αίτηση για πολεοδομική άδεια (τρίτη αίτηση) για την ανέγερση δύο οικιστικών μονάδων.  Είναι η θέση τους, που δεν έχει αμφισβητηθεί, ότι επρόκειτο για τις δύο μονάδες για τις οποίες δεν είχε, ως άνω, εκδοθεί η πολεοδομική άδεια επί τη βάσει της πρώτης και δεύτερης αίτησης.  Η πολεοδομική άδεια για τις δύο αυτές μονάδες εκδόθηκε στις 11.4.2006.

 

Οι πρώτες 46 μονάδες δεν θεωρήθηκαν ότι αποτελούσαν αντικείμενα φορολογητέων συναλλαγών υποκείμενων σε ΦΠΑ, επειδή η αίτηση γι΄αυτές είχε κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη πριν την 1.5.2004 που ήταν ο ουσιώδης χρόνος με βάση τα άρθρα 1(β)(i) και 4 του 8ου Παραρτήματος των περί Φόρων Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 2000-2012.  Αντίθετα οι άλλες δύο μονάδες, επειδή η τρίτη αίτηση κατατέθηκε στις 26.10.2005, θεωρήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι αφορούσαν φορολογητέες συναλλαγές.  Οι παραπάνω πρόνοιες έχουν ως ακολούθως:

 

«1.  Οι ακόλουθες συναλλαγές είναι εξαιρούμενες συναλλαγές:

.......

(β)  παράδοση ακίνητης ιδιοκτησίας εξαιρουμένων των πιο κάτω συναλλαγών:

 

      (i)  μεταβίβαση κτιρίων ή τμημάτων τους και του οικοπέδου που μεταβιβάζεται μαζί με αυτά ή και εξ΄αδιαιρέτου ιδανικής μερίδας επ΄αυτών εφόσον πραγματοποιείται πριν από την πρώτη εγκατάσταση σ΄αυτά.

 

.....

 

4. (α)  Οι διατάξεις των παραγράφων 1(β)(ι) και (ιι), 2 και 3 του παρόντος Παραρτήματος δεν εφαρμόζονται για τα κτίρια για τα οποία έχει κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη αίτηση έκδοσης πολεοδομικής άδειας πριν την 1 Μαΐου 2004.

 

......»

 

Είναι η θέση των αιτητών, που δεν αμφισβητήθηκε, ότι η τρίτη αίτηση υποβλήθηκε με τα ίδια ακριβώς αρχιτεκτονικά σχέδια ως η πρώτη αίτηση, τα οποία και χωροθετήθηκαν στο ίδιο τεμάχιο και στον ίδιο χώρο.  Επρόκειτο για ταυτόσημη ανάπτυξη με την αρχική.  Κατ΄ουσίαν η κατάθεση της τρίτης αίτησης αποτελούσε ζήτημα τυπικό.

 

Ο σκοπός του νόμου, εισηγήθηκε η ευπαίδευτη δικηγόρος των αιτητών, ήταν να αποθαρρύνει την υποβολή βιαστικών και μη τεκμηριωμένων αιτήσεων που θα υποβάλλονταν πριν την 1.5.2004 απλώς και μόνο για να αποφευχθεί η καταβολή ΦΠΑ.  Παρέπεμψε σχετικώς σε νομολογία, στην οποία η έννοια του όρου «κατάθεση δεόντως συμπληρωμένης αίτησης» αντικρίστηκε τελολογικά και τέθηκε ως κριτήριο το κατά πόσον η τελική ανάπτυξη ήταν ριζικά διαφορετική από την αίτηση, ως το στοιχείο εκείνο που υποδηλώνει το βεβιασμένο και το ατεκμηρίωτο της αίτησης με σκοπό την αποφυγή του ΦΠΑ.  Διαφορετική προσέγγιση χωρεί στις περιπτώσεις όπου η διαφοροποίηση αφορά σε μικρής έκτασης τροποποίηση, οπότε θα πρέπει να θεωρείται ότι η αρχική αίτηση ήδη «έχει κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη» πριν τον κρίσιμο χρόνο. (Chaps Property Developers Limited v. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 1270/2008, ημερ. 26.10.2010, Panicos Genethliou Developments Limited ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 102/2009, ημερ. 28.1.2011, DNP Property Developers Limited ν. Εφόρου ΦΠΑ, Υπόθ. Αρ. 1599/2008, ημερ. 20.4.2011, Sforzesco Holdings Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 611/2011, ημερ. 12.3.013).

 

Άλλο ζήτημα που ήγειραν οι αιτητές σχετίζεται με το γεγονός πως δεν χρέωσαν τους πελάτες τους που αγόρασαν τις δύο επίδικες κατοικίες με ΦΠΑ.  Η μία κατοικία πωλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2003, πριν να θεσπιστεί καν η σχετική πρόνοια, η δε πώληση της άλλης έγινε τον Ιούνιο του 2005, 4 μήνες προτού η Πολεοδομία ζητήσει κατάθεση αίτησης για νέα πολεοδομική άδεια για τις κατοικίες αυτές. 

 

Κατά συνέπεια οι αιτητές δεν υπέβαλαν και δεν εισέπραξαν ΦΠΑ επί των κατοικιών και δεν είναι δυνατή τώρα πλέον η εκ των υστέρων είσπραξη του.  Τέτοια στάση της διοίκησης είναι ασυνεπής, αντιφατική, παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη απέναντί της.  Η διοίκηση δεν είχε δικαίωμα, υπό τέτοιες περιστάσεις, συνεχίζει η εισήγηση, να αγνοήσει την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε με βάση τη δικαιολογημένη ερμηνεία που έδωσε ο φορολογούμενος στο νόμο.  Τέλος, η ευπαίδευτη δικηγόρος των αιτητών έθεσε, με την αγόρευσή της, το εξής ζήτημα:

 

«Εγείρεται όμως ακόμα ένα ζήτημα που άπτεται της χρηστής διοίκησης.  Ο Καθ΄ου η Αίτηση επιτρέπει στους Αιτητές να διεκδικήσουν το ποσό του φόρου εισροών που κατέβαλαν επί της κατασκευής των δυο επίδικων κατοικιών.  Εντούτοις εξαιρεί από το δικαίωμα διεκδίκησης όχι μόνο το ποσό που αφορά εξαιρούμενες πωλήσεις (δηλαδή ποσά που εισπράχθηκαν πριν την 1 Μαΐου 2004), αλλά και ποσά που εισπράχθηκαν μετά την 1 Μαΐου 2004 αλλά πριν την 1 Μαρτίου 2005 επειδή ο Καθ΄ου η Αίτηση δεν μπορούσε να εκδώσει βεβαίωση φόρου λόγω του περιορισμού των έξι χρόνων που επιβάλλει το άρθρο 50 των περί ΦΠΑ νόμων του 2000!!  Σχετική είναι η έκθεση ελέγχου (σελ. 32 του Παραρτήματος 7 της ένστασης, δεύτερη παράγραφος και ο Πίνακας 2 αυτού (σελ. 46) όπου βλέπουμε να αφαιρείται το ποσό των €35.798,50 που συνιστά πληρωμές πριν την 1.3.2005 οι οποίες δεν είναι εξαιρούμενες πλην όμως ο Έφορος αδυνατεί να φορολογήσει λόγω της δικής του ολιγωρίας!!

 

Το γεγονός όμως ότι ο Καθ΄ου η Αίτηση δεν μπορούσε να εκδώσει βεβαίωση φόρου για την περίοδο 1 Μαΐου 2004 μέχρι 31 Μαρτίου 2005 οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε δική του ολιγωρία και αδικαιολόγητη καθυστέρηση.  Ο Καθ΄ου η Αίτηση γνώριζε για τις εν λόγω συναλλαγές από τον Ιανουάριο του 2007 και είχε καταλήξει σε θέση αναφορικά με τον φορολογικό χειρισμό τους χωρίς να τις γνωστοποιήσει σε κανένα από τον Φεβρουάριο του 2007.  Συνεπώς δεν μπορεί να τιμωρούνται οι Αιτητές λόγω της αδικαιολόγητης καθυστέρησης του Καθ΄ου η αίτηση με αδικαιολόγητο περιορισμό ποσού φόρου εισροών.»

 

Η άλλη πλευρά δεν αμφισβήτησε τα γεγονότα.  Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε, όμως, ότι αφ΄ης στιγμής οι αποφάσεις της πολεοδομικής αρχής δεν προσεβλήθησαν δια προσφυγής, ανεξάρτητα από τον οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο δεν δόθηκε άδεια για τις δύο κατοικίες και απαιτήθηκε η υποβολή της τρίτης αίτησης, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η τρίτη αίτηση έχει κατατεθεί μετά την 1.5.2004.  Τούτο, σε συνάρτηση με τη ρητή πρόνοια του νόμου ότι οι εξαιρούμενες συναλλαγές προϋποθέτουν κατάθεση δεόντως συμπληρωμένης αίτησης πριν την 1.5.2005.  Συνεπώς, συνεχίζει η εισήγηση, ο Έφορος ΦΠΑ ήταν δεσμευμένος να εφαρμόσει το νόμο και να μην χειριστεί μια αίτηση που υποβλήθηκε μετά την 1.5.2004  ως εάν να ήταν αίτηση που υποβλήθηκε πριν την 1.5.2004.  Παρέπεμψε ως προς τούτο στο ακόλουθο απόσπασμα από την προαναφερθείσα απόφαση DNP Property Developers Ltd:

 

«Στην περίπτωση μας οι παραδόσεις ακινήτων οι οποίες είχαν οδηγήσει στην επιβολή της επίδικης φορολογίας αφορούσαν και ακίνητα που είχαν ανεγερθεί δυνάμει της αίτησης για πολεοδομική άδεια, με αριθμό ΠΑΦ 1162/2005, η οποία υποβλήθηκε στις 12/7/2005, ήτοι ένα και πλέον χρόνο μετά τις 30/4/2004. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν η υποβληθείσα στις 30/4/2004 αίτηση να θέτει εντός της εμβέλειας της και τη μεταγενεστέρως υποβληθείσα αίτηση; Και πώς είναι δυνατόν αίτηση που υποβλήθηκε μετά τις 30/4/2004 να ενταχθεί εντός των προνοιών του Νόμου;»

 

 

 

Κατά τ΄ άλλα, οι προαναφερθείσες αποφάσεις δεν είναι σχετικές, συνέχισε η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας, εφόσον διαφοροποιούνται ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα τους σε βαθμό που να μην μπορούν να προσφέρουν καθοδήγηση.  Τούτο γιατί αφορούσαν περιπτώσεις στις οποίες υποβλήθηκε, αρχικώς, αίτηση πριν από την 1.5.2004 και σε μεταγενέστερο χρόνο τροποποιητική αίτηση, έτσι ώστε το ζητούμενο να ήταν το κατά πόσο οι αιτήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν πριν και οι οποίες μεταγενεστέρως τροποποιήθηκαν, μπορούσαν ακόμα να θεωρηθούν ότι κατά τον χρόνο υποβολής τους ήταν δεόντως συμπληρωμένες. 

 

Εν προκειμένω, συνέχισε η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας, η επίμαχη αίτηση κατατέθηκε στις 26.10.2005.  Αυτή αποτέλεσε το έρεισμα για έκδοση της πολεοδομικής άδειας για τις δύο κατοικίες και όχι η πρώτη αίτηση, η απόρριψη της οποίας, ως προς τις δύο κατοικίες, δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της εκδίκασης της παρούσας προσφυγής που αποσκοπεί στην ακύρωση άλλης πράξης (Λάρκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 804, Καλαϊτζής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 554 και Νεοφύτου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 435).  Ο Έφορος ΦΠΑ είχε νομική υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 158(Ι)/1999 να αναγνωρίσει ως ισχυρές και εφαρμοστέες τις πράξεις άλλων διοικητικών οργάνων, αν αυτές έχουν τα εξωτερικά γνωρίσματα εγκύρων πράξεων.

 

Ως προς το παράπονο των αιτητών ότι πώλησαν τις δύο κατοικίες στο παρελθόν υπό περιστάσεις που να μην μπορούν να επιβάλουν πλέον ΦΠΑ, η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέδειξε ότι σύμφωνα με το άρθρο 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (Ν. 90/1972), απαγορεύεται η έναρξη οποιασδήποτε ανάπτυξης ακίνητης ιδιοκτησίας χωρίς προηγούμενη άδεια της Πολεοδομικής Αρχής, εξουσιοδοτούσας την ανάπτυξη αυτή.  Παρά ταύτα οι αιτητές όχι μόνο κατασκεύασαν τις επίδικες κατοικίες αλλά και τις πώλησαν πριν την εξασφάλιση σχετικής πολεοδομικής άδειας.  Δεν νομιμοποιούνται, ως εκ τούτου, να επικαλούνται τις αρχές της χρηστής διοίκησης και την αρχή της καλής πίστης.

 

Αναφορικά με το τελευταίο ζήτημα που ήγειραν, ως άνω, οι αιτητές, η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας απάντησε ότι ο φόρος εκροών σύμφωνα με το άρθρο 21 των περί Φόρων Προστιθέμενης Αξίας Νόμων, δεν αφορά τις φορολογικές περιόδους που αφορούσε ο επίδικος φορολογικός έλεγχος, ήτοι τις φορολογικές περιόδους 1.3.2005- 31.8.2006.  Ο Έφορος δεν μπορούσε να προβεί στα πλαίσια της υπό εξέταση διοικητικής πράξης σε έκπτωση φόρου εισροών για περίοδο πέραν του χρόνου που αφορά η επίδικη βεβαίωση.  Αυτό όμως, εξήγησε, δεν σημαίνει ότι ο Έφορος δεν αναγνωρίζει στους αιτητές δικαίωμα να διεκδικήσουν αυτή την έκπτωση, την οποία όμως δεν έχουν διεκδικήσει.  Μπορούν όμως, ακόμα και σήμερα, υποβάλλοντας διορθωμένους λογαριασμούς να τη διεκδικήσουν.  Αλλά στην παρούσα διαδικασία ο Έφορος δεν μπορούσε να δώσει έκπτωση γι΄αυτή την περίοδο, εφόσον ήταν προγενέστερη του ελέγχου και άρα εκτός του ορισμένου χρόνου.

 

Η εξουσία του Εφόρου καθορίζεται κατά δέσμιο τρόπο από τις πρόνοιες του άρθρου 4(α) του Νόμου, με τέτοιο τρόπο ώστε εξαιρούμενη συναλλαγή να μπορούσε να θεωρήσει εκείνη την περίπτωση για την οποία είχε κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη αίτηση έκδοσης πολεοδομικής άδειας πριν την 1.5.2004.  Εν προκειμένω, η αίτηση για πολεοδομική άδεια υπεβλήθη σε χρόνο μεταγενέστερο, στις 26.10.2005.  Ο Έφορος όμως, ενεργών ως άνω στα πλαίσια δέσμιας αρμοδιότητας, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα εξωτερικά αυτά γνωρίσματα και να υπεισέλθει στην ουσία και στο δίκαιο, όπως το εισηγούνται οι αιτητές, του πράγματος.  Αν έπραττε τούτο, κατ΄ουσίαν θα προέβαινε σε αναθεώρηση των προηγούμενων ενεργειών της Πολεοδομίας, τις οποίες όμως οι αιτητές δεν προσέβαλαν στο Δικαστήριο, παράγωντας έτσι τεκμήριο νομιμότητας.  Συμφωνώ, συνεπώς, ως εκ τούτου με τη σχετική εισήγηση της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση προσθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας όπως έχει υιοθετηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γιάννης Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 345:

 

«Κατά γενικήν αρχήν του δημοσίου δικαίου, αι διοικητικαί αρχαί υποχρεούνται να αναγνωρίζωσιν ως ισχυράς και ως τοιαύτας να εφαρμόζωσι τας πράξεις ετέρων διοικητικών αρχών, εφ΄όσον εξωτερικώς φέρουσιν τα κατά νόμον γνωρίσματα εγκύρων πράξεων: 1255(52), παρεμπίπτουσα δε αμφισβήτησις του κύρους αυτών μεταγενεστέρως (εκ μέρους διοικητικής αρχής) δεν είναι επιτρεπτή: 1396(52). (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 157-158.»

 

Αλλά και ως προς το ζήτημα της πώλησης των δύο κατοικιών υπό περιστάσεις που οι αιτητές δεν επέβαλαν ΦΠΑ αποδέχομαι την εισήγηση της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση, εφόσον προκύπτει ότι οι αιτητές ενήργησαν κατ΄ουσίαν ιδίω κινδύνω.

 

Το τελευταίο ζήτημα που τέθηκε μέσα από τις αγορεύσεις δεν είχε τεθεί στο δικόγραφο της αίτησης.  Η ευπαίδευτη δικηγόρος των αιτητών εισηγήθηκε ότι πρόκειται για ενέργεια των καθ΄ων η αίτηση που κατ΄ανάγκην συμπροσβάλλεται.  Με το δέοντα σεβασμό η δική μου αντίληψη είναι ότι θα έπρεπε το ζήτημα να δικογραφηθεί.  Εν πάση περιπτώσει, για τους λόγους που εξήγησε η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, δεν φαίνεται να υπάρχει και να μπορούσε να εγερθεί στα πλαίσια της παρούσας διοικητικής πράξης τέτοιο ζήτημα.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1300 υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον των αιτητών.

 

 

 

                                                            Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΚΧ¨Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο