ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D154
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 752/2012)
4 Μαρτίου, 2015
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
1. ΣΑΒΒΑ ΒΑΣΙΛΗΣ,
2. ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητές,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για τους Αιτητές.
Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για το Καθ΄ ου η αίτηση.
Δ. Στεφανίδης, για το Ενδ. Μέρος 1.
Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. Καλλιγέρου (κα), για τα Ενδ. Μέρη 2 και 3.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με προκήρυξη το Καθ΄ ου η Αίτηση Πανεπιστήμιο δημοσίευσε τρεις θέσεις Ανώτερου Βοηθού Μηχανογράφησης. Σύμφωνα με τη δημοσίευση αιτήσεις μπορούσαν να υποβάλουν τα μόνιμα μέλη του διοικητικού προσωπικού του Πανεπιστημίου. Μεταξύ των απαιτούμενων προσόντων ήταν και η κατοχή θέσης Βοηθού Μηχανογράφησης στην κλίμακα Α7 σε Τμήμα/Υπηρεσία του Πανεπιστημίου. Υποβλήθηκαν έξι συνολικά αιτήσεις οι οποίες πληρούσαν τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων, των Αιτητών και των Ενδιαφερομένων Μερών. Το Καθ΄ ου η Αίτηση με επιστολές του ημερομηνίας 16.12.2011 κάλεσε τόσο τους Αιτητές όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη σε προφορική συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών (η Επιτροπή). Η Επιτροπή με απόφαση ημερομηνίας 22.12.2011 αποφάσισε την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών στην επίδικη θέση, ενημερώνοντας σχετικά τόσο τα Ενδιαφερόμενα αυτά Μέρη όσο και τους Αιτητές.
Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές αξιώνουν την ακύρωση, ως παράνομης και στερημένης οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, της απόφασης για προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών αντί των ιδίων. Εισηγούνται ότι:
(α) η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο,
(β) η σύνθεση της Επιτροπής πάσχει,
(γ) η ίδια η απόφαση για πλήρωση μίας θέσης Ανώτερου Βοηθού Μηχανογράφησης στην Υπηρεσία Πληροφορικών Συστημάτων αντί δύο ως η σχετική προκήρυξη επίσης πάσχει,
(δ) εσφαλμένα διεξήχθηκε προφορική συνέντευξη,
(ε) δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά,
(στ) η υπό εξέταση απόφαση είναι αναιτιολόγητη και, τέλος,
(ζ) δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις και αδικαιολόγητα παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα των Αιτητών.
Η αντίδικη πλευρά προβάλλει ότι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης ενήργησε νόμιμα και εντός των πλαισίων της ορθής εκτέλεσης των εξουσιών του Καθ΄ ου η Αίτηση, και της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, επιλέγοντας στα πλαίσια νόμιμης διαδικασίας τους καταλληλότερους υποψήφιους.
Θα εξετασθούν με τη σειρά οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης:
(α) Η εισήγηση της πλευράς των Αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο εδράζεται στην επίκληση του άρθρου 6(1)(γ)(ii) του περί Πανεπιστημίου Νόμου, Ν. 144/89. Το υπό αναφορά άρθρο προβλέπει:
«6.-(1) Το Συμβούλιο, αφού τηρηθούν οι διατάξεις του παρόντα Νόμου, ασκεί τις εξουσίες και εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται από τον παρόντα Νόμο ή με βάση τον παρόντα Νόμο, και ειδικότερα-
(α) ...................................
(β) ...................................
(γ) (Ι) .................................
(ΙΙ) έχει εξουσία και αρμοδιότητα να επικυρώνει τους διορισμούς ή τις προαγωγές του διοικητικού προσωπικού του Πανεπιστημίου
(δ) ...................................
(ε) ...................................»
Ηταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τους Αιτητές ότι κατ΄ ακολουθία του πιο πάνω άρθρου και δεδομένου ότι δεν λήφθηκε η έγκριση και επικύρωση από το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, δεν συνετελέσθησαν έγκυρες προαγωγές.
Η εξεταζόμενη προσέγγιση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Ο Ν. 144/89 τροποποιήθηκε με τον Τροποποιητικό Νόμο 127(Ι)/99 διά της προσθήκης του άρθρου 6Α, το οποίο έχει ως εξής:
«6Α. Το Συμβούλιο δύναται να καταρτίζει Επιτροπές από μέλη του στις οποίες μπορεί να μεταβιβάζει, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που κρίνει εκάστοτε σκόπιμο να καθορίσει, οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητες του.»
Όπως εντοπίζεται από τα σχετικά πρακτικά της 117ης Συνεδρίας του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερομηνίας 19 Ιουλίου 2004, το Συμβούλιο αποφάσισε τη σύσταση ολιγομελών επιτροπών από μέλη του, οι οποίες, ως πιο ευέλικτες και πιο αποτελεσματικές, θα έχουν αποφασιστικές αρμοδιότητες και οι αποφάσεις τους θα είναι άμεσα εκτελεστές. Μεταξύ των επιτροπών που συστάθηκαν ήταν και η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών, η οποία ασχολείται με θέματα διοικητικού προσωπικού, όπως, σχέδια υπηρεσίας, όρους απασχόλησης, διορισμούς, προαγωγές, μισθολογικές τοποθετήσεις, επικυρώσεις διορισμών, επιδόματα και ωφελήματα, άδειες άνευ απολαβών, γενικές αρχές που διέπουν τις ώρες εργασίας και άλλα συναφή θέματα. Μεταγενέστερα, όπως εντοπίζεται στα πρακτικά της 151ης Συνεδρίας του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερομηνίας 8 Ιουλίου 2008, το Συμβούλιο ενέκρινε τη σύνθεση, τις αρμοδιότητες και τους όρους λειτουργίας της πιο πάνω Επιτροπής, σημειώνοντας ότι οι αποφάσεις της είναι άμεσα και αμέσως εκτελεστές και προβλέποντας ότι εάν οι αποφάσεις της Επιτροπής δεν είναι ομόφωνες παραπέμπονται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου για έγκριση.
Ως απόρροια των πιο πάνω και κατ΄ ακολουθία των εξουσιών που το Συμβούλιο μεταβίβασε στην Επιτροπή στη βάση του άρθρου 6Α του πιο πάνω Νόμου, η υπό αναφορά Επιτροπή είχε κατά πάντα ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση χρόνο αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται των ζητημάτων που αφορούσαν προαγωγή διοικητικού προσωπικού και να λαμβάνει τελικές και δεσμευτικές αποφάσεις. Συνεπώς δεν εντοπίζεται ο,τιδήποτε μεμπτό και ο σχετικός λόγος ακύρωσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
(β) Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Αιτητών που καλύπτει τη θέση περί παράνομης σύνθεσης της Επιτροπής έχει ως υπόβαθρο τη συμμετοχή στη σύνθεσή της ως Προέδρου του καθηγητή Μάριου Μαυρονικόλα και ως Μέλους του καθηγητή Αθανάσιου Γαγάτση. Είναι η σχετική θέση ότι ο μεν πρώτος ως προϊστάμενος του Ενδιαφερομένου Μέρους 2, ο δε δεύτερος ως προϊστάμενος του Ενδιαφερομένου Μέρους 3, όφειλαν να μην συμμετάσχουν στη διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων, η δε συμμετοχή τους κατέστησε μεροληπτική την απόφαση επιλογής.
Διεφάνη στην πορεία των διευκρινίσεων ότι το υπόβαθρο γεγονότων επί των οποίων εδράστηκε ο υπό εξέταση λόγος ακύρωσης δεν ήταν στέρεο. Παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα δεν ήταν άμεσα προϊστάμενοι των Ενδιαφερομένων Μερών 2 και 3. Ούτε και τεκμηριώθηκε οποιαδήποτε σχέση ιδιάζουσας μορφής, τέτοια που να οδηγεί σε υποψία έστω παραγωγής μεροληπτικής απόφασης. Υπό τα δεδομένα αυτά και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν έχει περιθώρια επιτυχίας και ως μετέωρος απορρίπτεται.
(γ) Στη σχετική προκήρυξη των θέσεων (παράρτημα 1 στην ΄Ενσταση) αναφέρεται: «Γίνονται δεκτές αιτήσεις για την πλήρωση τριών (3) κενών θέσεων Ανώτερου Βοηθού Μηχανογράφησης δύο εκ των οποίων στην Υπηρεσία Πληροφορικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ..». Στην Υπηρεσία αυτή υπηρετούσαν οι Αιτητές και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 υπηρετούσε στο Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρου και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής. Είναι η σχετική εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τους Αιτητές ότι οι δύο εκ των τριών επίδικων θέσεων ήταν ανοικτές προς διεκδίκηση από πρόσωπα που υπηρετούσαν στην Υπηρεσία Πληροφορικών Συστημάτων με βάση την εξειδικευμένη πείρα που είχαν στον τομέα αυτό και, συνεπώς, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 3 δεν μπορούσαν να θεωρηθούν κατάλληλα προσοντούχα για τις δύο αυτές θέσεις, αφού δεν ήταν κάτοχοι της ειδικής πείρας που απαιτείτο στην Υπηρεσία Πληροφορικών Συστημάτων. Προεκτείνοντας έθεσε ότι το Καθ΄ ου η Αίτηση με την προκήρυξη των επίδικων θέσεων αυτοδεσμεύθηκε ξεκάθαρα ότι οι δύο εκ των τριών επίδικων θέσεων έπρεπε να πληρωθούν για τις ξεχωριστές και εξειδικευμένες ανάγκες και απαιτήσεις της Υπηρεσίας Πληροφορικών Συστημάτων. Αντί αυτού και χωρίς καμιά ειδική αιτιολογία πληρώθηκε μόνο μια θέση στην Υπηρεσία Πληροφορικών Συστημάτων με το διορισμό του Ενδιαφερομένου Μέρους 1, το δε Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 προήχθη στη θέση Ανώτερου Βοηθού Μηχανογράφησης στο Τμήμα Πληροφορικής και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 στη θέση Ανώτερου Βοηθού Μηχανογράφησης στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής.
Η αντίθετη προσέγγιση του Καθ΄ ου η Αίτηση και των Ενδιαφερομένων Μερών 2 και 3 περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι μεταξύ των απαιτούμενων προσόντων για διεκδίκηση των επίδικων θέσεων ήταν η κατοχή από τους υποψηφίους της θέσης Βοηθού Μηχανογράφησης στην Κλίμακα Α7 σε Τμήμα/Υπηρεσία του Πανεπιστημίου. Συνεπώς, ήταν η προέκταση των θέσεών τους, τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης όπως καθορίζονταν στην προκήρυξη ήταν κοινά και οι υποψήφιοι ήταν όλοι Βοηθοί Μηχανογράφησης τοποθετημένοι στην κλίμακα Α7 σε διάφορα Τμήματα ή Υπηρεσίες του Πανεπιστημίου. Επομένως ήταν δυνατή και η τοποθέτηση οποιουδήποτε υποψηφίου σε οιονδήποτε τμήμα ή τομέα ή κλάδο και δεν ήταν δεδομένο ότι οι θέσεις θα αφορούσαν αποκλειστικά στην Υπηρεσία Πληροφορικών Συστημάτων.
Με όλο το σεβασμό προς την πιο πάνω θέση του Καθ΄ ου η Αίτηση και των Ενδιαφερομένων Μερών, το εξεταζόμενο ζήτημα δεν τίθεται στη βάση κατοχής των προσόντων εκ μέρους των υποψηφίων, αλλά στην πλήρωση συγκεκριμένων θέσεων σε καθορισμένη Υπηρεσία του Πανεπιστημίου. Την Υπηρεσία Πληροφορικών Συστημάτων. Η σαφέστατη διατύπωση της προκήρυξης, όχι μόνο δέσμευε το Καθ΄ ου η Αίτηση Πανεπιστήμιο, αλλά και δημιουργούσε την υποχρέωση παροχής εξήγησης για τη διαφοροποίηση που ακολούθησε. Ιδιαίτερα, δεδομένου ότι και οι δύο Αιτητές υπηρετούσαν για πάρα πολλά χρόνια στη συγκεκριμένη Υπηρεσία Πληροφορικών Συστημάτων, στοιχείο που τους προσέδιδε εξειδικευμένη πείρα και δημιουργούσε την ανάγκη παροχής ιδιαίτερης αιτιολογίας και επεξήγησης εκ μέρους της Επιτροπής. Στην υπό κρίση περίπτωση η χωρίς αποχρώντα λόγο παράκαμψη της προκήρυξης, παραβίαζε τις αρχές της χρηστής διοίκησης σε σχέση με τη συμπεριφορά του διορίζοντος οργάνου, της καλής πίστης που θα πρέπει να διέπει την κάθε πράξη διοικητικού οργάνου, αλλά και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη έναντι ασυνεπούς ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης. Η Επιτροπή, μεταβάλλοντας το υπό αναφορά μέρος της προκήρυξης όφειλε τουλάχιστον να αιτιολογήσει τη νέα προσέγγισή της, επιβεβαιώνοντας ότι προωθούσε το γενικότερο δημόσιο συμφέρον.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω η μεταβολή στον καταμερισμό των τριών επίδικων θέσεων, κατά παράβαση των όσων η προκήρυξη διαλάμβανε, καθιστά άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση.
(δ) Ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνήγορου για τους Αιτητές περί εσφαλμένης διεξαγωγής προφορικής συνέντευξης εδράσθηκε στη θέση ότι διενεργήθη τέτοια συνέντευξη κατά παράβαση του Κανονισμού 9(3)(4) της ΚΔΠ 162/90, όπου προβλέπεται ότι η προαγωγή των υπαλλήλων αποφασίζεται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα και λαμβανομένου δεόντως υπόψη του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Συναφώς, ήταν η προέκταση της εξεταζόμενης θέσης ότι η παρείσφρηση προφορικής συνέντευξης ως στοιχείου κρίσης για προαγωγή, ήταν παράνομη και συνιστούσε εξωγενή παράγοντα που οδηγεί σε πλημμέλεια στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου.
Στην ίδια την προκήρυξη της θέσης προβλεπόταν ότι οι υποψήφιοι θα εξετασθούν προφορικά σε ημερομηνία που θα καθοριζόταν αργότερα. Περί τούτου ενημερώθηκαν σχετικά όλοι οι υποψήφιοι και κλήθηκαν σε προφορική εξέταση. Η κλήση υποψηφίων σε προφορική εξέταση που δεν προβλέπεται από το Νόμο, θεωρείται από τη νομολογία ως επιτρεπτή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και ως ορθή και επιτρεπτή μέθοδος αξιολόγησης της αξίας των υποψηφίων και σε κάποιο βαθμό διακρίβωσης των προσόντων τους (Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδης (1990) 3 ΑΑΔ 4316). Συνεπώς, ορθά έλαβε χώραν η προφορική εξέταση και τίποτα το μεμπτό δεν τεκμηριώθηκε.
(ε) και (στ) Οι λόγοι ακύρωσης που κινούνται γύρω από την προσέγγιση ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά, ούτε ίσο μέτρο κρίσης και ότι η υπό εξέταση απόφαση είναι αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα πλάνης, συμπλέκονται και θα εξετασθούν σε μία ενότητα.
Στο παράρτημα 4 της ΄Ενστασης αποτυπώνεται η πορεία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης από την Επιτροπή. Προηγήθηκε η προφορική εξέταση των υποψηφίων, όπου ο κάθε υποψήφιος κλήθηκε να παρουσιάσει την υποψηφιότητά του και ακολούθως τα Μέλη της Επιτροπής υπέβαλαν αριθμό ερωτήσεων, με ιδιαίτερη έμφαση σε τεχνικά θέματα που αφορούν τα καθήκοντα της θέσης και τα απαιτούμενα προσόντα όπως αυτά καθορίζονται στη σχετική προκήρυξη. Ακολούθως έλαβε χώραν η αξιολόγηση ενός εκάστου των υποψηφίων, η οποία και οδήγησε στην απόφαση, η οποία παρατίθεται αυτολεξεί:
«ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Επιτροπή αφού αξιολόγησε όλους τους υποψήφιους με βάση τα κριτήρια Αξία, Προσόντα και Αρχαιότητα, σταθμίζοντας αυτά, και αφού έλαβε υπόψη την επίδοση των υποψηφίων στην Προφορική Εξέταση και αξιολόγησε την προσωπικότητα των υποψηφίων μέσω αυτής, αποφασίζει ομόφωνα ότι ο κος Κώστας Ιωάννου, η κα Μαρία Τσολάκη και η κα Ιωσήφ Γεωργία υπερέχουν έναντι των συνυποψήφιων τους και συνακόλουθα αποφασίζει ομόφωνα την προαγωγή αυτών στη θέση του Ανώτερου Βοηθού Μηχανογράφησης.
Αναφορικά με τον κο Ιωάννου, η Επιτροπή έκρινε ότι ο κος Ιωάννου υπερέχει έκδηλα της κας Σταύρου σε Αρχαιότητα (6 χρόνια και 3 μήνες). Επίσης ο κος Ιωάννου υπερέχει ελαφρώς της κας Σταύρου σε Αξία (0,05 μονάδες), ενώ με τους λοιπούς υποψηφίους κατέχει τον ίδιο βαθμό σε Αξία. Περαιτέρω, ο κος Ιωάννου υπερέχει του κου Χαραλάμπους σε Προσόντα.
Αναφορικά με την κα Τσολάκη, η Επιτροπή έκρινε ότι η κα Τσολάκη υπερέχει της συνυποψήφιάς της κας Σταύρου σε Αρχαιότητα (1 χρόνο και 5 μήνες). Παρόλο που η κα Σταύρου κατέχει το προσόν Πτυχίου Πληροφορικής από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το προσόν GCE Ordinary Level στην Αγγλική Γλώσσα, λόγω του ότι η κα Τσολάκη κατέχει άλλα προσόντα, δηλαδή 2 πιστοποιητικά LCCI και πιστοποιητικό γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, αλλά έχει και 1 χρόνο και 5 μήνες διαφορά αρχαιότητας από την κα Σταύρου, η Επιτροπή κρίνει ότι η κα Σταύρου δεν υπερέχει για τον λόγο αυτό από την κα Τσολάκη, της οποίας η σημαντική πείρα και τα άλλα προσόντα (όπως καταγράφονται ανωτέρω και στον Πίνακα Κριτηρίων Αξιολόγησης) την καθιστούν καταλληλότερη για τη θέση έναντι των συνυποψηφίων της. Η διαφορά της κας Σταύρου σε Αξία (0,22 μονάδες) έναντι της κας Τσολάκη δεν είναι αρκετή για να ανατρέψει την υπεροχή της κας Τσολάκη στα άλλα κριτήρια. Σε σχέση με τους συνυποψηφίους της κο Σάββα και κο Χαραλάμπους, η κα Τσολάκη υπερέχει έκδηλα σε Προσόντα, ενώ η υπεροχή των δύο συνυποψήφιων σε Αρχαιότητα και Αξία δεν είναι αρκετή για να ανατρέψει την υπεροχή της κας Τσολάκη σε Προσόντα.
Αναφορικά με την κα Ιωσήφ, η Επιτροπή έκρινε ότι η κα Ιωσήφ υπερέχει έκδηλα σε Προσόντα των συνυποψηφίων της, κυρίων Σάββα και Χαραλάμπους, ενώ η υπεροχή των δύο αυτών συνυποψήφιων σε Αρχαιότητα δεν είναι αρκετή για να ανατρέψει την υπεροχή της κας Ιωσήφ σε προσόντα. Επιπλέον η κα Ιωσήφ υπερέχει έναντι της κας Σταύρου σε Αρχαιότητα (1 χρόνο και 5 μήνες) και ελαφρώς σε Αξία (0,05 μονάδες). Παρόλο που η κα Σταύρου κατέχει το προσόν Πτυχίου Πληροφορικής από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το προσόν GCE Ordinary Level στην Αγγλική Γλώσσα, λόγω του ότι η κα Ιωσήφ κατέχει άλλα προσόντα δηλαδή GCE Ordinary Level στα Μαθηματικά, αλλά έχει και 1 χρόνο και 5 μήνες διαφορά αρχαιότητας από την κα Σταύρου, η Επιτροπή κρίνει ότι η κα Σταύρου δεν υπερέχει για το λόγο αυτό από την κα Ιωσήφ, της οποίας η σημαντική πείρα και τα άλλα προσόντα (όπως καταγράφονται ανωτέρω και στον Πίνακα Κριτηρίων Αξιολόγησης) την καθιστούν καταλληλότερη για τη θέση έναντι των συνυποψηφίων.»
Εύκολα εντοπίζεται από το περιεχόμενο της πιο πάνω απόφασης η απουσία ίσου μέτρου κρίσης και αντιμετώπισης, αλλά και η παρείσφρηση πλάνης. Επεξηγώ:
Η Επιτροπή, όπως εντοπίζεται στο παράρτημα 4 της ΄Ενστασης, αξιολογώντας τους υποψηφίους μετά την προφορική εξέταση κατέληξε ως προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 ότι «πέραν των απαιτούμενων προσόντων δεν κατέχει πρόσθετα συναφή προσόντα». Σε σχέση με τον πρώτο Αιτητή ήταν η ανάλογη κατάληξη της Επιτροπής ότι «πέραν των απαιτούμενων προσόντων κατέχει τα ακόλουθα πρόσθετα συναφή προσόντα: Electronic Engineering Technology - Pennco Tech School of Electronics (21.03.1993) - 1 year course (USA)». Αναφορικά δε με τον δεύτερο Αιτητή «δεν κατέχει, πέραν των απαιτούμενων προσόντων, πρόσθετα συναφή προσόντα». Παρά ταύτα στην τελική απόφασή της και συγκρίνοντας μεταξύ υποψηφίων, η Επιτροπή κατέληξε, τελώντας προφανώς υπό πλάνη, ότι «ο κος Ιωάννου υπερέχει του κου Χαραλάμπους σε προσόντα». Παραλείποντας δε να τηρήσει ίσο μέτρο αξιολόγησης, σε καμία αναφορά προβαίνει, ούτε και αξιολογεί κατά αντιπαραβολή, σε σχέση με τον Αιτητή Σάββα, στον οποίο αναγνώρισε την κατοχή πρόσθετων συναφών προσόντων. Ακολούθως, και ενώ η αρχαιότητα του Ενδιαφερομένου Μέρους Ιωάννου αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την Επιτροπή προκειμένου να κριθεί έκδηλη υπεροχή του έναντι άλλου υποψηφίου, η αρχαιότητα των Αιτητών δεν λήφθηκε υπόψη σε αναφορά με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 3. Σε σχέση με τα συγκεκριμένα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα, η Επιτροπή - προβαίνοντας σε συγκριτικούς ακροβατισμούς, και παραλείποντας να τηρήσει ίσο μέτρο αξιολόγησης - συγκρίνοντάς τα με κάποιους από τους υποψηφίους έκρινε ότι η αρχαιότητά τους τα καθιστούσε καταλληλότερα για τις επίδικες θέσεις και συγκρίνοντας τα με κάποιους άλλους υποψηφίους, τους Αιτητές, προέβαλε ως αποφασιστικό παράγοντα τα προσόντα, παραβλέποντας την αρχαιότητα αλλά και τη μικρή υπεροχή σε αξία. Πέραν της εντοπισθείσας άνισης μεταχείρισης, υπάρχει και περαιτέρω στοιχείο στην απόφαση της Επιτροπής που την καθιστά έκθετη σε ακύρωση. Είναι η αδικαιολόγητη βαρύτητα που προσέδωσε στα προσόντα των Ενδιαφερομένων Μερών σε σχέση με αυτά που κατείχαν οι Αιτητές και οι υπόλοιποι υποψήφιοι. Χωρίς καμιά έρευνα και αιτιολογία δεν επεξηγείται για ποιο λόγο κάποια επιπρόσθετα προσόντα των Ενδιαφερομένων Μερών (πιστοποιητικά LCCI, πιστοποιητικά γνώσης της αγγλικής γλώσσας και GCE Ordinary Level στα Μαθηματικά), είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και με βάση ποια δεδομένα υπερτερούσαν της αρχαιότητας. Η Επιτροπή δεν εξέτασε, όπως είχε αρμοδιότητα να πράξει, κατά πόσο τα συγκεκριμένα πιστοποιητικά θα μπορούσαν να συσχετισθούν με τα καθήκοντα ή τις ευθύνες της θέσης και, υπό το φως της βαρύτητας αυτής, ποια γενικότερη εικόνα των υποψηφίων διαμόρφωναν. Η επίδικη λοιπόν πράξη και για τον λόγο αυτό είναι τρωτή.
(ζ) Η εξέταση του τελευταίου λόγου ακύρωσης, της θέσης δηλαδή ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις, καθίσταται αχρείαστη και στερείται πλέον υπόβαθρου με δεδομένη την κατάληξη του Δικαστηρίου στους λόγους ακύρωσης (ε) και (στ).
Τέλος, είναι ορθή η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Καθ΄ ου η Αίτηση και των Ενδιαφερομένων Μερών, σύμφωνα με την οποία, επέμβαση του Δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου τεκμηριώνεται από τον Αιτητή, ο οποίος έχει και το βάρος, ότι υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί. Ακριβώς γιατί μόνο σε τέτοια περίπτωση το διορίζον όργανο θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Είναι όμως βασική νομολογιακή αρχή (Δημοκρατία κα ν. Λαούρη κα (2006) 3 ΑΑΔ 52) ότι ζήτημα απόδειξης έκδηλης υπεροχής έναντι του επιλεγέντος υπεισέρχεται και προϋποθέτει ότι ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία στην πορεία επιλογής. Στην υπό κρίση περίπτωση και για τους λόγους που έχουν ήδη παρατεθεί, η νομιμότητα έχει παραβιαστεί. Συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης απόδειξης έκδηλης υπεροχής.
Καταληκτικά η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, επιδικάζονται προς όφελος των Αιτητών και εις βάρος του Καθ΄ ου η Αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμία διαταγή για έξοδα αναφορικά με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.