ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Κ. Καλλής, για τους Αιτητές στην προσφυγή 1781/12. Ν. Θεοδώρου, για την Αιτήτρια στην προσφυγή 1849/12. Μ. Στυλιανού (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-03-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΘΩΣ ΠΑΡΙΣΙΝΟΣ κ.α. ν. ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1781/12 και 1849/12, 20/3/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D208

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1781/12 και 1849/12)

 

20 Μαρτίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1781/2012)

 

1.    ΑΘΩΣ ΠΑΡΙΣΙΝΟΣ,

2.    ΠΑΡΙΣΙΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΑΡΙΑ,

3.    ΣΤΡΕΓΓΕΛ ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΕΛΕΝΗ,

4.    ΣΤΡΕΓΓΕΛ ΤΟΜ ΑΝΤΕΡΣ,

Αιτητές,

ν.

 

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

_________________________

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1849/2012)

ΕΡΣΗ ΠΑΡΙΣΙΝΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Κ. Καλλής, για τους Αιτητές στην προσφυγή 1781/12.

Ν. Θεοδώρου, για την Αιτήτρια στην προσφυγή 1849/12.

Μ. Στυλιανού (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

H θεραπεία που ζητείται

Οι Αιτητές και στις δύο συνεκδικαζόμενες προσφυγές ζητούν ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 21.9.2012, με την οποία ανακλήθηκε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με αρ. 434, η οποία αφορούσε σε ακίνητη ιδιοκτησία που τους ανήκε.

 

 

 

Τα γεγονότα

Οι Αιτητές στην προσφυγή 1781/12, μαζί με την Αιτήτρια στην προσφυγή 1849/12, ήταν οι συνιδιοκτήτες του κτήματος με αρ. εγγραφής 06/6110, Τεμ. 1203, Φ/Σχ. 21/61W1, Τμήμα 5, στο Στρόβολο της Επαρχίας Λευκωσίας.  Γύρω στο 1982 υπέβαλαν αίτηση για διαχωρισμό του κτήματός τους σε οικόπεδα.  Πλην όμως ο διαχωρισμός δεν επιτράπηκε, καθότι οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν να δεσμεύσουν το κτήμα για σκοπούς ανέγερσης Δημοτικού Σχολείου.  Με τις διοικητικές πράξεις 595 και 498, ημερ. 22.6.2001 και 17.5.2002 αντίστοιχα, το Υπουργείο Παιδείας απαλλοτρίωσε το πιο πάνω κτήμα των Αιτητών για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας και συγκεκριμένα για την ανέγερση Δημοτικού Σχολείου στην Ενορία Χρυσελεούσα στο Στρόβολο και για τη διαμόρφωση του οδικού δικτύου.  Οι Καθ' ων η αίτηση κατέβαλαν συναφώς στους Αιτητές-ιδιοκτήτες, αποζημίωση ύψους £600.000.

 

Στη συνέχεια διαφάνηκε ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το κτήμα, κατέστη ανέφικτος και οι ιδιοκτήτες ζήτησαν από τους Καθ' ων η αίτηση επιστροφή του κτήματός τους.  Οι Καθ' ων η αίτηση αρνήθηκαν και οι Αιτητές με την προσφυγή 643/07 προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο στις 10.11.2008 τους δικαίωσε, ακυρώνοντας την άρνηση των Καθ' ων η αίτηση να επιστρέψουν το κτήμα.  Μετά την πιο πάνω απόφαση, οι Αιτητές επέστρεψαν στο κράτος το ποσό των £600.000.

 

Μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Υπουργείο Παιδείας με επιστολή του ημερ. 19.1.2009 ζήτησε από το Κτηματολόγιο να προβεί στις αναγκαίες διαδικασίες για επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας και ακολούθως να προχωρήσει «αρχικά τη διαδικασία του φιλικού διακανονισμού με τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες και αν δεν καταστεί εφικτή η απόκτηση του χώρου, τότε να προωθηθεί η απαλλοτρίωσή του.».

 

Περί τις αρχές Αυγούστου του 2009 το Κτηματολόγιο ανταποκρινόμενο στην παράκληση του Υπουργείου Παιδείας, απέστειλε συστημένη επιστολή στους Αιτητές, με την οποία πρόσφερε στον καθένα ξεχωριστά την περιουσία που του ανήκε προς συγκεκριμένη τιμή.

 

Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες κορυφώθηκαν σε νέα απαλλοτρίωση του κτήματος, με συμφωνημένη αποζημίωση το ποσό των €5.000.000.  Οι σχετικές Γνωστοποιήσεις Απαλλοτρίωσης και Διατάγματα Απαλλοτρίωσης δημοσιεύθηκαν στις 28.5.2010 και 3.9.2010 και φέρουν αριθμό ΑΔΠ 434 και ΑΔΠ 736 αντίστοιχα.  Στις 27.12.2010 οι Αιτητές  αποδέχθηκαν την προσφορά της αποζημίωσης των €5.000.000 και υπέγραψαν τα σχετικά έντυπα αποδοχής.

 

Μέχρι τον Ιούλιο του 2011 οι Καθ' ων η αίτηση δεν είχαν καταβάλει στους Αιτητές την αποζημίωση των €5.000.000, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αναγκαστούν να καταχωρήσουν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αγωγή 5071/11 εναντίον των Καθ' ων η αίτηση, με την οποία αξίωναν το ποσό της αποζημίωσης.  Το Δικαστήριο αποδεχόμενο αίτηση για συνοπτική απόφαση, εξέδωσε στις 10.2.2012 απόφαση υπέρ των Αιτητών για το ποσό των €5.000.000 πλέον τόκο προς 9% ετησίως, από 25.5.2010, μέχρι εξόφλησης.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση δεν κατέβαλαν το ποσό της απόφασης, με αποτέλεσμα στις 20.3.2012 οι Αιτητές να εκδώσουν ένταλμα για εκποίηση της κινητής περιουσίας των Καθ' ων η αίτηση.  Στις 8.6.2012 επιδότης του Δικαστηρίου, επισκέφθηκε τα γραφεία της Νομικής Υπηρεσίας για εκτέλεση του πιο πάνω εντάλματος.  Εκείνη την ημέρα ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, μετά από συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών, επικοινώνησε με το δικηγόρο των Αιτητών και συμφωνήθηκε όπως καταβληθεί στους Αιτητές το ποσό του €1.000.000 και οι τελευταίοι να αποσύρουν το ένταλμα εκποίησης.  Δεν υλοποιήθηκε όμως η συμφωνία, παρά την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δύο πλευρών. 

 

Στις 27.7.2012 το Κτηματολόγιο, με επιστολή του προς το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ζήτησε όπως προωθηθεί προς δημοσίευση ανάκληση, λόγω του ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έπαυσε να ισχύει και το ακίνητο δεν ήταν πλέον απαραίτητο για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.  Τελικά στις 21.9.2012 οι Καθ' ων η αίτηση δημοσίευσαν Διάταγμα Ανάκλησης των Διαταγμάτων Απαλλοτρίωσης.  Μεταξύ άλλων, το Διάταγμα Ανάκλησης (ΑΔΠ 603) αναφέρει τα εξής αναφορικά με τους λόγους ανάκλησης:-

«Και επειδή σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, δεν καταβλήθηκε ή κατατέθηκε αποζημίωση σε σχέση με την απαλλοτρίωση που αναφέρεται πιο πάνω.

 

Και επειδή η Απαλλοτριώνουσα Αρχή θεωρεί την ακίνητη ιδιοκτησία που περιγράφεται στον Πίνακα του διατάγματος αυτού, η οποία αφορά το σύνολο της ακίνητης ιδιοκτησίας που περιγράφεται στη γνωστοποίηση αρ. 434 ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονται στη γνωστοποίηση αρ. 434.

 

Για τους λόγους αυτούς, ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, ασκώντας τις εξουσίες που χορηγούνται στο Υπουργικό Συμβούλιο από το άρθρο 7 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, και που η άσκησή τους ανατέθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο σ' αυτόν, με το παρόν ανακαλεί τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με αρ. 434 και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης αρ. 736 για όσο μέρος αυτά αφορούν την ακίνητη ιδιοκτησία που περιγράφεται στον Πίνακα του διατάγματος αυτού.»

 

Είναι αυτό το διάταγμα που οι Αιτητές προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή.  Ισχυρίζονται ότι η ανάκληση στοχεύει αποκλειστικά στην αποφυγή της πληρωμής της αποζημίωσης που έχει επιδικαστεί από το Δικαστήριο, με απώτερο στόχο να καταστήσει τη δικαστική απόφαση αναποτελεσματική, κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου.

 

Οι λόγοι ακυρότητας

Οι Αιτητές προβάλλουν τέσσερις κοινούς λόγους ακυρότητας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση:- (1) παραβιάζει τις αρχές που διέπουν την ανάκληση απαλλοτριώσεων και ειδικώς την ανάκληση απαλλοτρίωσης η οποία ήταν το αποτέλεσμα διευθέτησης μεταξύ των διαδίκων και συνιστά κατάχρηση εξουσίας, (2) παραβιάζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος, τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, συνιστά αντιφατική συμπεριφορά, (3) παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και (4) είναι προϊόν αλλότριων σκοπών και επιδιώξεων και περαιτέρω παραβιάζει το άρθρο 121(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, αφού ο σκοπός της ανάκλησης είναι η παρεμπόδιση της εκτέλεσης του εντάλματος κινητής περιουσίας.

 

Η κατάληξη

Αφετηρία για εξέταση του θέματος, θα πρέπει να αποτελέσει το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι.-

«23.5 Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, ή απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ' όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.»

 

Με βάση την πιο πάνω ρητή πρόνοια του Συντάγματος, σε περίπτωση που μέσα σε τρία χρόνια από την απαλλοτρίωση ακίνητης περιουσίας διαφανεί ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε η περιουσία δεν είναι πλέον εφικτός, η απαλλοτριούσα Αρχή έχει νομική υποχρέωση που δημιουργείται κατ' εφαρμογή του Συντάγματος, να προσφέρει την ακίνητη περιουσία στον ιδιοκτήτη της.  Το Σύνταγμα δίδει το δικαίωμα στον ιδιοκτήτη, εντός τριών μηνών, να αποδεχθεί η όχι την προσφορά.  Εάν αποδεχθεί την προσφορά, η ιδιοκτησία επιστρέφεται αμέσως μετά την επιστροφή από τον ιδιοκτήτη του τιμήματος της απαλλοτρίωσης.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω συνταγματική υποχρέωση, ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμος του 1962 (Ν. 15/62), παρέχει στην απαλλοτριούσα αρχή το δικαίωμα ανάκλησης Διαταγμάτων Απαλλοτρίωσης.  Συγκεκριμένα το άρθρο 7(1) του Νόμου προβλέπει ότι:-

 

 

«7.-(1) Καθ' οιονδήποτε χρόνον μετά την δημοσίευσιν γνωστοποιήσεως απαλλοτριώσεως και προ της πληρωμής ή καταθέσεως της αποζημιώσεως ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω, η απαλλοτριούσα αρχή δύναται διά διατάγματος δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, ν' ανακαλέση την τοιαύτην γνωστοποίησιν και παν δημοσιευθέν σχετικόν διάταγμα, είτε γενικώς είτε ειδικώς αναφορικώς προς την εν τούτω αναφερομένην ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας· επί τούτω η επομένη της τοιαύτης γνωστοποιήσεως ή διατάγματος απαλλοτριώσεως διαδικασία ατονεί, και η απαλλοτρίωσις λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα είτε γενικώς είτε αναλόγως της περιπτώσεως, αναφορικώς προς την τοιαύτην ειδικήν ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας.»

 

Η διακριτική ευχέρεια που δίνεται στην απαλλοτριούσα αρχή δυνάμει του άρθρου 7(1) του Νόμου, έχει τύχει ανάλυσης από τη νομολογία μας.  Όπως έχει επεξηγηθεί, η εξουσία ανάκλησης απαλλοτρίωσης «δεν είναι απόλυτη αλλά διακριτική».  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ηρακλείδης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 518 «η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται κατά τρόπο ορθό λαμβανομένων υπόψη του πνεύματος του νόμου και των προϋποθέσεων που θέτουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου» (βλ. επίσης Michaelides and another v. The Attorney-General of the Republic (1984) 3B CLR 1596 και Vayianos and another v. The Municipality of Larnaca (1988) 3B CLR 1386).

 

Το άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) ο οποίος κωδικοποιεί τις αρχές του διοικητικού δικαίου, σε ό,τι αφορά την ανάκληση διοικητικών πράξεων, προβλέπει τα εξής:-

«54.-(1) Τηρουμένων των πιο κάτω εδαφίων, θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη διοίκηση μετά πάροδο εύλογου χρόνου πράξης της έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις. Η ύπαρξη του εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.

(2) Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

(3) Η ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμη και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

(4) Επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοσή της ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοσή της.

(5) Η, με βάση τα εδάφια (3) και (4), ανάκληση ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ.

(6) Οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο.»   

 

 

 Με βάση τις πιο πάνω αρχές, οι Καθ' ων η αίτηση, από τη στιγμή που κατέληξαν ότι το ακίνητο δεν ήταν πλέον απαραίτητο για σκοπούς δημόσιας ωφελείας, με αποτέλεσμα ο σκοπός να μην είναι πλέον εφικτός, όφειλαν, με βάση τη συνταγματική τους υποχρέωση, να επιστρέψουν το κτήμα στους πρώην ιδιοκτήτες του.  Επέλεξαν τη μέθοδο ανάκλησης του διατάγματος απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του Νόμου 15/62.

 

Με τους λόγους ακυρότητας, τίθεται υπό αμφισβήτηση όχι μόνο η εξουσία των Καθ' ων η αίτηση να ανακαλέσουν, αλλά και ο τρόπος άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας.

Με τους δύο πρώτους λόγους ακυρότητας, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν την ανάκληση απαλλοτριώσεων και ειδικώς της ανάκλησης απαλλοτρίωσης, η οποία ήταν το αποτέλεσμα διευθέτησης.  Επίσης παραπονούνται για κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές, με αναφορά στη Ηρακλείδης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α., ανωτέρω, εισηγήθηκε ότι δεν επιτρέπεται η ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά τη συμπλήρωση της σχετικής διαδικασίας με διευθέτηση γιατί με τη μονομερή πράξη ανάκλησης ανατρέπονται τα νομικά δικαιώματα που δημιουργήθηκαν υπέρ του διοικουμένου.  Σύμφωνα με τον κ. Καλλή, στην προκειμένη περίπτωση «η ανάκληση δεν αποσκοπεί απλώς στην καταστρατήγηση της δικαστικής διαδικασίας για την επιδίκαση της αποζημίωσης, αλλά σαφώς αποσκοπεί στην ακύρωση της απόφασης με την οποία είχε επιδικαστεί η αποζημίωση».

 

Ως προς το δεύτερο λόγο ακυρότητας, ο συνήγορος των Αιτητών έκαμε αναφορά στα άρθρα 50 και 51 του Ν. 158(Ι)/99, τα οποία αφορούν στην αρχή της χρηστής διοίκησης και στο καθήκον της διοίκησης να αποφεύγει σε κάθε περίπτωση ανεπιεικείς και άδικες λύσεις και να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό και κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί το διοικούμενο.  Στην προκειμένη περίπτωση, ανέφερε ο κ. Καλλής, η επίδικη ανάκληση είχε ως αποτέλεσμα να επιστρέφεται στους Αιτητές κτήμα με μηδαμινή αξία, ενώ η αξία του είχε συμφωνηθεί στα €5.000.000.  Περαιτέρω οι Αιτητές είχαν το δικαίωμα να αξιοποιήσουν το κτήμα τους για οικιστική ανάπτυξη, ενώ κατά την ανάκληση το κτήμα παρέμεινε ενταγμένο για δημόσια χρήση, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημιά.

 

Οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρότητας δεν ευσταθούν.  Σύμφωνα με τη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166, είναι διαρκής η υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, όπως συνεχής είναι και η υποχρέωση για επιστροφή του κτήματος, όταν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός.  Στην προκειμένη περίπτωση, παρά τις αρχικές προσπάθειες της διοίκησης το 2001 να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό που το απαλλοτρίωσε, αυτό δεν κατέστη εφικτό.  Ως αποτέλεσμα, αναγκάστηκε, μετά από προσφυγή των Αιτητών, να το επιστρέψει το 2008.  Ξαναδοκίμασε όμως το 2010, εκδίδοντας δεύτερο διάταγμα απαλλοτρίωσης.  Όμως, μετά από πάροδο δύο περίπου ετών, διεφάνη ότι το κτήμα δεν ήταν αναγκαίο πλέον για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε και την 21.9.2012 εκδόθηκε Διάταγμα Ανάκλησης.  Δεν βλέπω οτιδήποτε το μεμπτό.  Αντίθετα, θεωρώ ότι ήταν συνταγματική υποχρέωση της διοίκησης, εφόσον το κτήμα δεν ήταν πλέον αναγκαίο, να ανακαλέσει το διάταγμα, ώστε το κτήμα να επιστραφεί στους ιδιοκτήτες του.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση είχε υποχρέωση να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου.  Δεν έχω εντοπίσει κακοπιστία εκ μέρους της διοίκησης.  Η ανάκληση επήλθε μέσα σε δύο περίπου χρόνια από τη δεύτερη απαλλοτρίωση και επομένως δεν παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε ο παράγοντας χρόνος να έχει σημασία, όπως είχε στην Ηρακλείδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, στην οποία παρήλθαν πέντε χρόνια από της γνωστοποίησης και απαλλοτρίωσης και τριάμισι χρόνια από την ημερομηνία που συμφωνήθηκε η αποζημίωση.  Η ανάκληση έγινε καθότι η διοίκηση, μετά από αναθεώρηση των αναγκών της, έκρινε ότι το κτήμα δεν ήταν πλέον αναγκαίο.  Φαίνεται όμως από τα συμφραζόμενα στους φακέλους ότι η οικονομική αδυναμία του κράτους, ως αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής κρίσης που επήλθε στην Κύπρο, ήταν παράγοντας που επίσης συνέβαλε στην ανάκληση της πράξης.  Όμως, είτε ο πρώτος, είτε και οι δύο παράγοντες μαζί, δεν αλλοιώνουν τη νομική θεώρηση των πραγμάτων, εφόσον το κράτος έχει συνεχή συνταγματική υποχρέωση να επιστρέψει το κτήμα, σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Υπό τις περιστάσεις, η ανάκληση του διατάγματος και η επιστροφή του κτήματος ήταν η μόνη λύση που εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, το οποίο σε κάθε περίπτωση προέχει.  Εν πάση περιπτώσει, εάν προκύπτει οποιαδήποτε ζημιά σε περίπτωση που η ζώνη του κτήματος δεν αλλάξει, όπως φαίνεται να υπόσχονται οι Καθ' ων η αίτηση, οι Αιτητές δεν εμποδίζονται από του να διεκδικήσουν δικαστικά αποζημιώσεις.

 

Έρχομαι τώρα στο θέμα της ανάκλησης μετά από διευθέτηση, που αποτελεί την αιχμή του δόρατος των επιχειρημάτων του δικηγόρου των Αιτητών.  Η σημασία της αρχής που συζητήθηκε στην υπόθεση Michaelides v. The Attorney-General, ανωτέρω και Vayianos and another v. The Municipality of Larnaca, ανωτέρω, με αναφορά στα όσα αναφέρονται στο Σύγγραμμα Κυριακόπουλος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η Έκδοση, Τόμος 3, σελ. 388, αποβλέπει στο να ελέγξει τη διοίκηση στο να ανακαλεί διάταγμα απαλλοτρίωσης με γνώμονα μόνο το οικονομικό συμφέρον της απαλλοτριούσας αρχής, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η νομική κατάσταση δικαιωμάτων που δημιουργήθηκαν προς όφελος του διοικουμένου.  Στην ουσία επανερχόμαστε στην υποχρέωση της διοίκησης σε περίπτωση ανάκλησης να συμμορφώνεται με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, ώστε να αποφεύγονται αυθαίρετες πράξεις και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, αφού η διοίκηση στην ουσία δεν είχε άλλη επιλογή από του να ανακαλέσει το διάταγμα απαλλοτρίωσης.  Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η διοίκηση ανακάλεσε την πράξη, με μοναδικό σκοπό να αποφύγει τη δικαστική απόφαση εις βάρος της.  Μπορεί η καταβολή του ποσού της απόφασης να ήταν πιεστική ανάγκη στους Καθ' ων η αίτηση, αλλά, όπως έχω εξηγήσει, δεν ήταν η μοναδική αιτία που ώθησε τη διοίκηση να ανακαλέσει, ώστε το κτήμα να επιστραφεί στους Αιτητές.  Εδώ θα πρέπει να αναφέρω ότι ακόμα και ο ίδιος ο Αιτητής 1 στην προσφυγή 1781/2012 σε επιστολή του ημερ. 6.7.2012 ζητούσε είτε να του καταβληθεί το ποσό της αποζημίωσης, είτε να του επιστραφεί το κτήμα του.

 

Η παρούσα υπόθεση όπως έχω ήδη αναφέρει, διαφοροποιείται από την Ηρακλείδης, ανωτέρω, καθότι εκεί διαπιστώθηκε μεγάλη καθυστέρηση στην ανάκληση, γεγονός που κρίθηκε ότι έθετε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης εκτός των ορίων της χρηστής διοίκησης.  Διαφοροποιείται επίσης και η υπόθεση Vayianos, ανωτέρω, καθότι εκεί κρίθηκε ότι ο σκοπός της ανάκλησης ήταν η αποφυγή πληρωμής της αποζημίωσης επειδή το επαρχιακό δικαστήριο κατά τον καθορισμό της εύλογης αποζημίωσης, καθόρισε την αποζημίωση σε £7 ανά τετραγωνικό μέτρο αντί σε £5 το τετραγωνικό μέτρο που είχε προτείνει η διοίκηση.  Κρίθηκε ότι η καθυστέρηση της ανάκλησης μέχρι την έκδοση της απόφασης, παραβίαζε τη χρηστή διοίκηση.  Όμως, εκεί δεν υπήρχε αλλαγή περιστάσεων, όπως υπάρχει στην παρούσα περίπτωση (αναθεώρηση αναγκών της διοίκησης και μεγάλη οικονομική αδυναμία του κράτους να καταβάλει το ποσό της αποζημίωσης).

 

Η παρούσα υπόθεση μάλλον εμπίπτει στο λόγο της υπόθεσης Michaelides v. The Attorney-General of the Republic, ανωτέρω, στην οποία η διοίκηση λόγω της τουρκικής εισβολής και της κατάστασης που περιήλθε το κράτος, αναγκάστηκε να ανακαλέσει διάταγμα απαλλοτρίωσης στον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας.  Η Ολομέλεια επιβεβαιώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι η διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μέσα στο πνεύμα του νόμου και σύμφωνα με τις αρχές της δίκαιης δίκης.  Έκρινε ότι μετά τα γεγονότα του 1974 η ανάκληση έγινε με απώτερο στόχο την εξυπηρέτηση τόσο του δημοσίου συμφέροντος, όσο και του οικονομικού συμφέροντος του κράτους και το οποίο δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι ενεργούσε αυθαίρετα.

 

Παρόμοιες περιστάσεις ισχύουν και στην υπό εκδίκαση προσφυγή.  Το κράτος, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, περιήλθε σε δυσχερή οικονομική θέση και αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τις προτεραιότητές του.  Ταυτόχρονα διαπίστωσε ότι η υλοποίηση του έργου δεν ήταν πλέον αναγκαία, λόγω διαφοροποίησης των αναγκών του.  Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν έχω πειστεί ότι υπήρχε οποιαδήποτε αυθαιρεσία ή κακοπιστία εκ μέρους του κράτους ή παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.  Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε αν το κράτος επιχειρούσε με την ανάκληση να αποκομίσει οικονομικό όφελος κάτι που δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση.  Αντίθετα, θα έλεγα ότι υπό τις περιστάσεις, η ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης ήταν επιβεβλημένη, ενόψει των ρητών συνταγματικών προνοιών που περιλαμβάνονται στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος.

 

Ως προς τον τρίτο και τέταρτο λόγο ακυρότητας, δεν έχω πειστεί ότι παραβιάζεται η σχετική αρχή της διάκρισης των εξουσιών, εφόσον το ίδιο το Σύνταγμα και ο Νόμος 15/62 παρέχει στην απαλλοτριούσα αρχή το δικαίωμα ανάκλησης διαταγμάτων απαλλοτρίωσης.  Στο βαθμό που επηρεάζεται η ισχύς οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, αυτό θα επιλυθεί μέσω των δικαστηρίων εάν και όταν προκύψει ανάγκη.  Ούτε συμφωνώ ότι η ανάκληση ήταν το προϊόν αλλότριων σκοπών και επιδιώξεων.  Όπως έχω ήδη εξηγήσει, η ανάκληση δεν επήλθε για να αποτρέψει την εκτέλεση νόμιμου εντάλματος, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, αλλά για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο