ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D217
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1526/2012
26 Μαρτίου 2015
(Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΡΤΕΛΛΑ
Αιτητή
και
1. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
Καθ΄ ων η αίτηση.
_____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή.
Μ. Δαμιανού (κα) για Χριστοφίδης, Σαμψών & Σία, για τους καθ΄ων η αίτηση.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Τα σχέδια υπηρεσίας του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (ΚΟΑ) προβλέπουν για θέση Πρώτου Λειτουργού ΚΟΑ, καθορίζοντας Καθήκοντα και Ευθύνες, μεταξύ των οποίων να προΐσταται ενός ή περισσοτέρων τομέων ευθύνης του ΚΟΑ. Πέραν του σχεδίου υπηρεσίας, υφίσταται και οργανόγραμμα (οργανωτική δομή και στελέχωση) το οποίο έχει εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Στο οργανόγραμμα αυτό τίθεται στην κορυφή το Διοικητικό Συμβούλιο, ακολουθεί ο Γενικός Διευθυντής, στον οποίο υπάγονται τρεις βασικοί τομείς (τομέας αθλητισμού, τομέας αθλητικών χώρων και τομέας οικονομικών) και ένας Αν. Διοικητικός Λειτουργός. Η πυραμίδα επεκτείνεται προς τα κάτω με διάφορες άλλες υποδιαιρέσεις. Στον Τομέα Αθλητικών Χώρων περιλαμβάνονται ως υποτομείς οι Αθλητικοί Χώροι και οι Τεχνικές Υπηρεσίες.
Ο αιτητής προσελήφθη ως Πρώτος Λειτουργός ΚΟΑ και είχε αναλάβει ως υπεύθυνος του Τομέα Αθλητικών Χώρων. Ο Γενικός Διευθυντής του ΚΟΑ όμως, με επιστολή του ημερομηνίας 6.8.2012, κοινοποίησε στον αιτητή την απόφασή του για μετακίνηση της διαχείρισης των αθλητικών χώρων από το Τμήμα του στον κλάδο οικονομικής διαχείρισης
Ο αιτητής θεώρησε ότι η παραπάνω ενέργεια, που έγινε αναρμοδίως, συνιστούσε αυθαίρετο υποβιβασμό του από τη θέση Πρώτου Λειτουργού ΚΟΑ, Τμήμα Αθλητικών Χώρων, σε θέση Προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών και αφαίρεση από τα νόμιμα καθήκοντά του κατά τρόπο αντίθετο προς το σχέδιο υπηρεσίας και την οργανωτική δομή της στελέχωσης του ΚΟΑ. Αυτή είναι και η ουσία της παρούσας προσφυγής στην οποία προβάλλεται περαιτέρω η θέση ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν ενήργησε με σκοπό την εξυπηρέτηση των πραγματικών αναγκών και των συμφερόντων του ΚΟΑ, αλλά με αλλότριο σκοπό, και με τρόπο ώστε να μειώσει και να υποσκάψει ειδικά τον αιτητή. Ειδικότερα, ο αιτητής επικαλέστηκε αναρμοδιότητα, έλλειψη δέουσας έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας και ότι η πράξη ήταν τιμωρητική, μειωτική και εκδικητική προς τον αιτητή.
Η άλλη πλευρά απάντησε κατ΄αρχάς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, εφόσον δεν διαφοροποίησε ούτε επηρέασε το καθεστώς εργοδότησης του αιτητή, αλλά εσωτερικό διοικητικό μέτρο. Επί του ιδίου ισχυρισμού τέθηκε κατ΄ουσίαν και θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος, εφόσον ο αιτητής συνεχίζει μέχρι σήμερα να προΐσταται του Τμήματός του χωρίς οποιοδήποτε επηρεασμό που θα μπορούσε να τον νομιμοποιήσει στην παρούσα αίτηση. Εάν τα ζητήματα αυτά απαντηθούν κατά τρόπο θετικό για τους καθ΄ων η αίτηση, τότε θα προκρίνεται η τύχη της αίτησης. Γι΄αυτό και θα εξεταστούν πρώτα.
Η σχετική αρχή δικαίου διατυπώθηκε από τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τριανταφυλλίδη ως εξής στην υπόθεση Yiallourou v. Republic (1976) 3 CLR 214: «Αn administrative measure of internal nature does not amount to an executory act.» Επρόκειτο για περίπτωση εσωτερικής, υπηρεσιακά, μετακίνησης της αιτήτριας, η οποία, παρά το ότι εξυπάκουε διαφορετική εργασία και ώρες εργασίας, κρίθηκε ότι συνιστούσε απλώς διοικητικό μέτρο εσωτερικής φύσεως, λαμβανομένου υπόψιν, ιδιαιτέρως, ότι η νέα της εργασία ενέπιπτε στα καθήκοντα του σχεδίου υπηρεσίας και δεν αλλοίωνε την υπηρεσιακή της κατάσταση (status). Όπως ελέχθη από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), στην Costea v. Republic (1983) 3 CLR 115, οι αλλαγές στη θέση ενός υπαλλήλου συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη μόνο εάν επηρεάζουν το status του κατά τρόπο αντικειμενικό και όχι με βάση το κατά πόσο ο ίδιος ο υπάλληλος αισθάνεται ότι αδικείται.
Η αρχή αυτή ισχύει ακόμα και σε περίπτωση που η ανάθεση καθηκόντων άλλης θέσης προϋποθέτει αυξημένες ευθύνες (Κόκκαλου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 2007). Ισχύει, επίσης και όταν αφαιρούνται καθήκοντα από τον υπάλληλο, όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Ζύγκας ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 3327, όπου ο αιτητής ισχυρίσθηκε ότι επηρεαζόταν η υπηρεσιακή του κατάσταση διότι μειώθηκε η εξουσία του σε ουσιώδη δραστηριότητα του Τμήματος Γεωργίας και του αφαιρέθηκε η δυνατότητα να διαμορφώνει την πολιτική του Υπουργείου Γεωργίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο, όμως, έκρινε, στα πλαίσια της παραπάνω αρχής, ότι επρόκειτο περί ανάθεσης καθηκόντων για την εύρυθμη λειτουργία του Υπουργείου, που συνιστούσε εσωτερικό διοικητικό μέτρο, μη υποκείμενο σε αναθεωρητικό έλεγχο.
Εν προκειμένω, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο οργανόγραμμα, το οποίο εισηγήθηκε ότι αποτελεί δεσμευτική κανονιστική πράξη εφόσον ενεκρίθη από το Υπουργικό Συμβούλιο. Παρέπεμψε δε στην υπόθεση Γεώργιος Μ. Σάββα ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 1396/2008, 5.10.2010 και στην υπόθεση Μενέλαος Ιεροδιακόνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 1042/2011, 8.10.2013.
Στην υπόθεση Σάββα κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει προαγωγή που είχε γίνει στα πλαίσια διαφορετικού πυλώνα ανέλιξης από εκείνο στον οποίο ο ίδιος ανήκε, όπως οι πυλώνες ανέλιξης διαμορφώθηκαν με οργανόγραμμα το οποίο είχε εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα διάφορα σχέδια υπηρεσίας θα πρέπει να διαβάζονται και να ερμηνεύονται με βάση το οργανόγραμμα, διαφορετικά η όλη ιδέα των πυλώνων και ο διαχωρισμός των υπαλλήλων στις διάφορες κατηγορίες στις οποίες θα είχαν διαφορετική ανέλιξη δεν θα είχε πλέον σημασία και λόγο ύπαρξης.
Στην υπόθεση Ιεροδιακόνου, με βάση παρόμοια γεγονότα, ελέχθη ότι, από τη στιγμή που το οργανόγραμμα εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και μάλιστα με την έγκριση των συντεχνιών, τούτο ήταν δεσμευτικό για αμφότερες τις πλευρές.
Ως προς τη νομική φύση ενός οργανογράμματος και ειδικότερα ως προς το κατά πόσον αποτελεί κανονιστική πράξη, σχετικές είναι οι υποθέσεις Ανθίμου ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών, Υπόθεση Αρ. 577/1998, 16.12.1999 και Ταπακούδης κ.α. ν. Δήμου Πάφου (2003) 4 ΑΑΔ 963, όπου το οργανόγραμμα δεν θεωρήθηκε εκτελεστή διοικητική πράξη, στις οποίες, όμως, δεν προκύπτει ότι το οργανόγραμμα είχε εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Εν προκειμένω, αφού ζητήθηκε από κοινού το επανάνοιγμα της υπόθεσης, παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο η πρόταση που είχε καταθέσει το Υπουργείο Παιδείας στις 22.11.1999 στο Υπουργικό Συμβούλιο με θέμα «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών του ΚΟΑ». Εκεί αναφέρεται ότι ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με τη Συντεχνία Υπαλλήλων του ΚΟΑ, υπογράφτηκε συμφωνία στα πλαίσια της οποίας συμφωνήθηκε η οργανωτική δομή και στελέχωση του Οργανισμού, οπότε ο Υπουργός Παιδείας ανάλαβε να παρουσιάσει το θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο προς έγκριση της νέας δομής και στελέχωσης. Αναφέρεται στη σχετική πρόταση ότι η μέση ετήσια μακροπρόθεσμη συνολική δαπάνη θα αυξηθεί με αναφορά σε συγκεκριμένα ποσά. Είναι φανερό ότι η έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο είχε την έννοια της συγκατάθεσης σε ότι αφορά την οικονομική πτυχή της συμφωνίας.
Στις υποθέσεις Σάββα και Ιεροδιακόνου το οργανόγραμμα εξετάστηκε υπό το πρίσμα των πυλώνων ανέλιξης που δημιούργησε και του αντίστοιχου διαχωρισμού των υπαλλήλων, σε συνάρτηση με το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος όσων είχαν ενταχθεί σε διαφορετικό πυλώνα ανέλιξης.
Η ειδικότερη αυτή πτυχή όμως, δεν αναιρεί τη γενική και βασική αντίληψη, ως άνω, της νομολογίας, με βάση την οποία καθοριστικό κριτήριο είναι η επενέργεια της διαφοροποίησης στο οργανόγραμμα επί της υπηρεσιακής κατάστασης του εργαζομένου.
Εν προκειμένω, ο αιτητής αισθάνεται ότι υπέστη μείωση σε τέτοιο βαθμό ώστε να προσλαμβάνει την επίδικη απόφαση ως πειθαρχική τιμωρία. Όμως, η υπηρεσιακή του κατάσταση δεν έχει επηρεασθεί. Παραμένει, όπως όταν διορίστηκε, Πρώτος Λειτουργός ΚΟΑ, χωρίς οποιεσδήποτε δυσμενείς αλλαγές στους όρους υπηρεσίας του και σε ότι θα μπορούσε να συνθέσει το status του. Προσομοιάζει η περίπτωσή του με την περίπτωση της υπόθεσης Ζύγκας. Ακολουθώντας την ίδια προσέγγιση, θεωρώ ότι η αφαίρεση καθηκόντων από τον αιτητή δεν ισοδυναμεί με διοικητική πράξη, αλλά ήταν εσωτερικό διοικητικό μέτρο για το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει στοιχειοθετηθεί επηρεασμός τέτοιος που να στοιχειοθετούσε έννομο συμφέρον.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π