ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D150
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 1504/2011)
3 Mαρτίου, 2015
[ Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΙΩΑΝΝΑ Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΔΥ
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την αιτήτρια.
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Μ. Κωνσταντίνου, για το ενδιαφερόμενο μέρος 1 Δημήτρη Κουτρουκίδη.
Καραχάννα (κα) για Μ. Βορκά, για το ενδιαφερόμενο μέρος 2 Μερόπη Σαμαρά.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 21.9.2011, με την οποία προήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Δημήτρη Κουτρουκίδη και Μερόπη Σαμαρά (τα ΕΜ) στη μόνιμη θέση λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος Α΄, Τμήμα Περιβάλλοντος, από 1.11.2011.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η ΕΔΥ) στις 24.6.2011 συνεδρίασε κατόπιν πρότασης της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, για την πλήρωση δύο κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος Α΄, Τμήμα Περιβάλλοντος (προηγουμένως υπαγόμενες στο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος) και αποφάσισε, επειδή επρόκειτο για θέσεις προαγωγής, να επιληφθεί της πρότασης στην επόμενη συνεδρία της, ώστε να παρουσιαστεί σ΄ αυτήν και ο Διευθυντής Υπηρεσίας Φυσικού Περιβάλλοντος, Τμήμα Περιβάλλοντος (ο Διευθυντής). Έτσι, στις 21.9.2011 σε συνεδρία της η ΕΔΥ, αφού άκουσε τη σύσταση του Διευθυντή, που σύστησε για προαγωγή το ΕΜ Μερόπη Σαμαρά και την αιτήτρια και στη συνέχεια αποχώρησε, λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και όλα τα ενώπιον της στοιχεία, υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με το ΕΜ2 Σαμαρά Μερόπη. Απέστη όμως από τη σύσταση υπέρ της αιτήτριας και επέλεξε αντ΄ αυτής το ΕΜ1 Κουτρουκίδη Δημήτρη, για τους λόγους που εξήγησε και τους επέλεξε ως τους πλέον κατάλληλους για προαγωγή στις επίδικες θέσεις.
Η αιτήτρια επικαλείται αριθμό νομικών ισχυρισμών για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης:
1. Παραγνωρίστηκε από την ΕΔΥ η σύσταση του Διευθυντή υπέρ της χωρίς ειδική αιτιολογία, κατά παράβαση της ισχύουσας νομολογίας. Ενώ η σύσταση ήταν τεκμηριωμένη και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, υποβάλλει η αιτήτρια, η ΕΔΥ δεν την υιοθέτησε. Αντί της συστηθείσας (αιτήτριας) προτίμησε το ΕΜ1 Κουτρουκίδη, χωρίς να δώσει ειδική αιτιολογία. Παρέβλεψε με τον τρόπο αυτό την υπεροχή της στα προσόντα και την αρχαιότητα, ενώ ήταν ισότιμοι στην αξία. Και ενώ, όπως η ίδια υποστηρίζει είναι κάτοχος: (α) Master in Business Administration (MBA Degree), (β) Master of Science in Environmental Management, University of London, και (γ) πτυχίο στην Αρχιτεκτονική Μηχανική ισότιμο με Master αναγνωρισμένων Αγγλοσαξονικών Πανεπιστημίων, σύμφωνα με τη θέση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Ουσιαστικά η αιτήτρια υποβάλλει ότι είναι κάτοχος τριών μεταπτυχιακών τίτλων, οι οποίοι καθορίζουν την υπεροχή της στα προσόντα έναντι των δύο ΕΜ. Ακόμη ότι αναιτιολόγητα και κάτω από έλλειψη δέουσας έρευνας η ΕΔΥ θεώρησε ότι το Master of Science in Marine Sciences του University of California, Santa Cruz, των ΗΠΑ, του ΕΜ1 είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ως τέτοιο λήφθηκε υπόψη υπέρ του ΕΜ1. Το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων καταδεικνύει, υποστηρίζει, ότι η ΕΔΥ δεν έδωσε πειστική ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση της σύστασης υπέρ της και την επιλογή του ΕΜ1, που δεν συστήθηκε από το Διευθυντή.
Τόσο η δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση όσο και ο δικηγόρος του ΕΜ1, απορρίπτουν τον πιο πάνω ισχυρισμό της αιτήτριας, υποστηρίζοντας ότι η ΕΔΥ παραγνωρίζοντας τη σύσταση υπέρ της αιτήτριας και επιλέγοντας το ΕΜ1 που δεν συστήθηκε, έδωσε πειστική ειδική αιτιολογία.
Όπως έχει νομολογηθεί, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου, νοουμένου ότι η απόκλιση αιτιολογείται επαρκώς. Ειδική αιτιολογία συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, η παράθεση πειστικών λόγων που να αντισταθμίζουν τη σύσταση. Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, 171:
«Στην Επιτροπή αναγνωρίζεται η δυνατότητα απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου, νοουμένου ότι η απόκλιση αιτιολογείται επαρκώς (Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267). Ειδική αιτιολογία συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, η παράθεση πειστικών λόγων που να αντισταθμίζουν τη σύσταση (Σπανός ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Όπως επισημαίνεται και στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά., ανωτέρω, η σταθερή και διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζει τη δυνατότητα παραγνώρισης όταν παρέχεται από το διορίζον όργανο πειστική ειδική αιτιολογία. Δηλαδή, θα πρέπει να δίδονται πειστικοί ή ειδικοί λόγοι για την επιλογή συγκεκριμένου υποψήφιου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα ή τη σύσταση του προϊσταμένου. Οι λόγοι δε αυτοί θα πρέπει να φαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης και δεν μπορούν να συνάγονται από τα πρακτικά.»
Η δε βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399).
Προκύπτει ξεκάθαρα από τη σύσταση του Διευθυντή, ότι ο τελευταίος προσμέτρησε υπέρ της αιτήτριας την ηλικιακή αρχαιότητα, θεωρώντας κατά τα άλλα ότι στην αξία και στα προσόντα οι υποψήφιοι ήταν ισότιμοι.
Παράλληλα η ΕΔΥ επιλέγοντας αντί της αιτήτριας που συστήθηκε, το ΕΜ1, αιτιολόγησε την απόφαση της, τονίζοντας ότι ναι μεν υστερεί οριακά έναντι της στην αρχαιότητα, η οποία ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης τους, υπερτερεί όμως σε προσόντα, αφού κατέχει δύο μεταπτυχιακά διπλώματα επιπέδου Master (Master of Science in Environmental Technology και Master of Science in Marine Science) ενώ η συστηνόμενη αιτήτρια κατέχει ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master (Master of Science in Environmental Management).
2. Επειδή η αιτήτρια έθεσε θέμα προσόντων και συγκεκριμένα ότι αυτή υπερέχει του ΕΜ1, καθότι κατέχει δύο μεταπτυχιακά σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, τα οποία κάτω από πλάνη περί τα πράγματα ή και υπό έλλειψη δέουσας έρευνας, δεν λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ, θεωρώ χρήσιμο να το εξετάσω κατά προτεραιότητα.
Η αιτήτρια επισυνάπτει στη γραπτή της αγόρευση ως παράρτημα «Χ», αντίγραφο Master in Business Administration του Cyprus International Institute of Management, με ημερομηνία 18.5.2004, παραπέμποντας, λανθασμένα, στο ερυθρό 30. Υποδεικνύει ότι αυτό είναι αντίγραφο του MBA, εφόσον ο αριθμός παραπέμπει σε πρακτικό συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 22.9.2004. Από προσωπική έρευνα στο φάκελο της αιτήτριας αρ. 30279, διαπιστώνω ότι αυτό δεν ήταν καταχωρημένο κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αντιθέτως, προκύπτει ότι για πρώτη φορά η αιτήτρια ενημέρωσε την ΕΔΥ για την κατοχή του, με επιστολή της ημερ. 31.12.2012, ένα χρόνο δηλαδή περίπου μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης (βλ. ερυθρό 64 και 65 στο φάκελο). Το μόνο έγγραφο που υπήρχε στο φάκελο κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι η βεβαίωση του CIIM ημερ. 11.12.2002 (βλ. ερυθρό 15), που συνόδευε την αίτηση της αιτήτριας για διορισμό στη θέση λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος και την υπέβαλε στην ΕΔΥ στις 14.12.2002.
Προκύπτει ξεκάθαρα από την πιο πάνω βεβαίωση ότι τότε (10.12.2012), η αιτήτρια δεν συμπλήρωσε όλες τις απαιτήσεις για απόκτηση του ΜΒΑ. Χρειαζόταν ακόμα να υποβάλει το "final project" της, νοουμένου ότι αυτό θα τύγχανε της έγκρισης ("successful") του Πανεπιστημιακού Ιδρύματος CIIM. Συνεπώς, απορρίπτεται η θέση της αιτήτριας ότι η βεβαίωση καταδεικνύει ότι ήταν κάτοχος του ΜΒΑ, αφού, όπως υποβάλλει, αρκεί κάποιος να συμπληρώσει τη διαδικασία απόκτησης του τίτλου για να μπορεί να ληφθεί υπόψη το προσόν, χωρίς να εξαρτάται η κατοχή του προσόντος από το τυπικό στοιχείο, που είναι η απονομή του τίτλου μετά τη σχετική τελετή. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι η αιτήτρια δεν είχε ολοκληρώσει το ΜΒΑ της. Η αιτήτρια, φαίνεται τελικά, να υπέβαλε επιτυχώς το πιο πάνω "final project" και να απέκτησε το ΜΒΑ στις 18.5.2004.
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ενώπιον της ΕΔΥ ήταν μόνο η βεβαίωση του 2002 η οποία όπως προανέφερα δεν δήλωνε κατοχή από την αιτήτρια ΜΒΑ.
Επιπρόσθετα, είναι αξιοσημείωτο ότι η αιτήτρια στην επιστολή της ημερ. 3.1.2011 προς την ΕΔΥ με τίτλο «Ενημέρωση Προσωπικού Φακέλου - Κατάθεση Πιστοποιητικών», με σκοπό την ενημέρωση του προσωπικού της φακέλου, δεν κατέγραψε το ΜΒΑ της από το CIIM. η Επιτροπή δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση ή να ζητήσει από την αιτήτρια να τα παρουσιάσει ή να διεξάγει οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα ως προς τα προσόντα που τυχόν κατείχε και τα οποία δεν ήσαν ενώπιόν της (Michanicos v. The Republic (1976) 3 C.L.R. 237, 246, Hadjiantoni v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1145, 1152 και Φωτίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2622, 2628).
Η αιτήτρια προβάλλει ως λόγο ακύρωσης ότι η ΕΔΥ κάτω από πλάνη δεν της πίστωσε ως μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, το δίπλωμα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Αρχιτέκτονα Μηχανικού. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία: περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999-2003, ΚΔΠ 172/99 ως τροποποιήθηκε με ΚΔΠ 594/2003. Παραπέμπω σχετικά στον Καν.3(4), όπως τροποποιήθηκε:
«(4) Για τη χορήγηση ισοτιμίας και ισοτιμίας και αντιστοιχίας πρώτου καταληκτικού τίτλου μπορεί να γίνει προσθετική συνεκτίμηση διαφορετικών τίτλων σπουδών.
Νοείται ότι οι κάτοχοι τίτλων σπουδών που εκδίδονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, τα οποία λειτουργούν-
(ι) Σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε
(ιι) σε χώρες με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία συνδέεται με διμερή συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης τίτλων σπουδών,
Και τα οποία χορηγούν τίτλους δευτέρου επιπέδου, χωρίς ενδιάμεσο πρώτο καταληκτικό τίτλο, μπορούν να τύχουν και αναγνώρισης του τίτλου τους ως ισότιμου ή ισότιμου και αντίστοιχου «πτυχίου» σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως «μεταπτυχιακού διπλώματος επιπέδου MASTER».»
Προκύπτει από την ανωτέρω επιφύλαξη, ότι οι τίτλοι μπορούν να τύχουν αναγνώρισης ως βασικό και ως μεταπτυχιακό δίπλωμα. Το ΚΥΣΑΤΣ όμως δεν υποχρεούται να προχωρήσει σε αναγνώριση, αλλά «δύναται» να το πράξει. Εφόσον η αιτήτρια δεν είχε αποταθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως έπραξε μεταγενέστερα, προς το ΚΥΣΑΤΣ, για αναγνώριση, το ζήτημα λήγει εδώ (Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 247, 252-253). Από τη στιγμή που δεν υπήρχε ενώπιον της ΕΔΥ πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ ότι το δίπλωμα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που κατείχε η αιτήτρια, αποτελεί και βασικό και μεταπτυχιακό, η ΕΔΥ όφειλε να χειριστεί αυτό το δίπλωμα ως βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα με το οποίο η αιτήτρια διορίστηκε στη Δημόσια Υπηρεσία, όπως και έπραξε.
Με βάση την ανωτέρω ανάλυση σχετικά με τα προσόντα της αιτήτριας, διαπιστώνω ότι η αμέλεια της ή και η παράλειψη της να ενημερώσει την ΕΔΥ σχετικά με την απόκτηση ΜΒΑ και η μη απόκτηση εγκαίρως από το ΚΥΣΑΤΣ πιστοποιητικού αναφορικά με το δίπλωμα της του Μετσόβειου Πολιτεχνείου, είναι καταλυτική για την παρούσα υπόθεση.
Η αιτήτρια προχωρεί ακόμη ένα βήμα και υποβάλλει ότι το μεταπτυχιακό του ΕΜ1, Master of Science in Marine Science δεν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, γι΄ αυτό και δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη από την ΕΔΥ. Θεωρώ ότι και αυτή η θέση της αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί. Η επίδικη θέση αφορά το φυσικό περιβάλλον και αυτό προφανώς καλύπτει τόσο τη ξηρά όσο και τη θάλασσα. Συνεπώς ορθά κρίθηκε ως σχετικό. Εξ άλλου, όπως έχει νομολογηθεί, ο προσδιορισμός της καταλληλότητας ενός προσόντος ανήκει στη διακριτική ευχέρεα της ΕΔΥ.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η αιτήτρια συστήθηκε για προαγωγή για το μόνο λόγο ότι υπερείχε σε αρχαιότητα από πλευράς ηλικίας έναντι των άλλων υποψηφίων και φυσικά και του ΕΜ1. Σύμφωνα όμως με την ισχύουσα νομολογία, η αρχαιότητα επιμετράται μόνο στην περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, την αξία και τα προσόντα. (Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Η αρχαιότητα άλλωστε λόγω διαφοράς στην ηλικία είναι συμβολική και όχι ουσιαστική (Αλευρά κ.α. ν. Ηρακλέους κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85).
Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι ορθά η ΕΔΥ παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας, γιατί αυτή ήταν πεπλανημένη και συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων. Θεωρώ ότι η αναφορά της ΕΔΥ στα εν λόγω στοιχεία, αποδίδει νομότυπα το λόγο για τη μη υιοθέτηση της σύστασης του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας, εξειδικεύοντας επαρκώς το λόγο για τον οποίο προτίμησε το ΕΜ αντί της αιτήτριας. Με την εμπεριστατωμένη ανάλυση των επιπρόσθετων προσόντων της αιτήτριας, των σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης, απορρίπτεται και ο ισχυρισμός της ότι η ΕΔΥ ενήργησε κάτω από πλάνη ή και έλλειψη δέουσας έρευνας.
Παραμένει προς εξέταση ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η ΕΔΥ δεν τήρησε ενιαίο μέτρο κρίσης μεταξύ των υποψηφίων, για προαγωγή στην επίδικη θέση. Το ζήτημα βασικά εντοπίζεται ως προς την αρχαιότητα των υποψηφίων. Συγκεκριμένα, υποβάλλει πως μεταξύ της και του ΕΜ2 Σαμαρά μέτρησε η ηλικιακή αρχαιότητα, ενώ αυτό δεν ίσχυσε μεταξύ της και του ΕΜ1, για την οποία η καθ΄ ης θεώρησε ότι είχε υπέρτερα προσόντα, ενώ δεν έλαβε υπόψη την υπεροχή της στην αρχαιότητα και την υπέρ της σύσταση.
Συγκρίνοντας το ΕΜ1 με την αιτήτρια, η ΕΔΥ ορθώς παραγνώρισε την οριακή υπεροχή της αιτήτριας σε ηλικιακή αρχαιότητα (δύο χρόνια περίπου) γιατί έκρινε ότι το ΕΜ1 υπερείχε σε προσόντα. Παράλληλα, συγκρίνοντας το ΕΜ2 με την αιτήτρια η ΕΔΥ έκρινε ότι οι δύο αυτές υποψήφιες ήταν ίσες και σε αξία και σε προσόντα και συνεπώς το μόνο που ήγειρε την πλάστιγγα υπέρ του ΕΜ2, ήταν η οριακή υπεροχή της σε ηλικιακή αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας. Δεν διαπιστώνω καμιά αντίφαση. Στην περίπτωση του ΕΜ1 επικράτησε η υπεροχή του σε προσόντα έναντι της ηλικιακής αρχαιότητας της αιτήτριας, ενώ στην περίπτωση του ΕΜ2 επικράτησε η υπεροχή της αιτήτριας σε ηλικιακή αρχαιότητα, εφόσον κατά τα άλλα ήταν ίση με την αιτήτρια.
Για όλους και για τον καθένα ξεχωριστά τους λόγους που έχω παραθέσει η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ