ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D134
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2039/2012)
25 Φεβρουαρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΑ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Αρ. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια γεννήθηκε στις 4.9.1958 και διορίστηκε στη μόνιμη θέση Βοηθού Γραφείου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών στις 8.11.1985. Αποφοίτησε από το Β΄ Γυμνάσιο Λεμεσού το 1976 και σύμφωνα με τον Πίνακα που είχε ενώπιον της η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (εφεξής «η Ε.Δ.Υ.»), παρακολούθησε μαθήματα στο English Tutorial Center κατά τα έτη 1977-1978.
Στις 22.1.2010, η Ε.Δ.Υ., μετά από σύσταση της Διευθύντριας του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, προήγαγε τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Βοηθού Γραφείου Α΄ από τις 15.12.2009. Η αιτήτρια προσέβαλε την προαγωγή με την υπ΄ αρ. προσφυγή 165/2010 πετυχαίνουσα ακυρωτικό αποτέλεσμα στις 18.5.2012. Το Ανώτατο Δικαστήριο, (Κληρίδης, Δ.), ασχολήθηκε με δύο από τους λόγους ακύρωσης που ουσιαστικά συνδέονται και αφορούν τη μη αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας σε συνάρτηση με τη λανθασμένη και πάσχουσα επί του σημείου αυτού σύσταση της Διευθύντριας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η τότε σύσταση της Διευθύντριας ότι τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη δεν υστερούσαν σε προσόντα έναντι άλλων υποψηφίων, αποτελούσε ισοπεδωτική αναφορά εφόσον από τον προσωπικό της φάκελο η αιτήτρια κατείχε αριθμό πρόσθετων προσόντων στα οποία όμως καμιά αναφορά δεν έγινε ούτε από την Διευθύντρια, ούτε στη συνέχεια από την Ε.Δ.Υ. Το ορθό ήταν σύμφωνα με το Δικαστήριο και κατά πάγια νομολογία να καθορισθεί αρχικά η σχετικότητα των προσόντων με τα καθήκοντα της θέσης και στη συνέχεια να εξεταστεί η βαρύτητα που θα απέδιδε σ΄ αυτά το διοικητικό όργανο. Αυτή η λανθασμένη αντιμετώπιση των προσόντων της αιτήτριας από τη Διευθύντρια και κατ΄ επέκταση την Ε.Δ.Υ. αποτέλεσε και το πρόβλημα εφόσον τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν ηλικιακά και μόνο αρχαιότερα από την αιτήτρια, στην οποία αρχαιότητα δόθηκε έμφαση ώστε να προαχθούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατά λανθασμένη όμως στάθμιση του κριτηρίου της αρχαιότητας με αυτή των προσόντων.
Κατά την επανεξέταση κλήθηκε η Διευθύντρια να υποβάλει εκ νέου τις συστάσεις της υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης. Η Διευθύντρια, αφού αναφέρθηκε στην ίση αξία μεταξύ των υποψηφίων, έχοντας όλοι καθόλα εξαίρετες υπηρεσιακές εκθέσεις κατά τη διάρκεια των πέντε προηγουμένων ετών, συνέχισε ως εξής:
«Όσον αφορά στα προσόντα και στην υποχρέωσή μου να τα σχολιάσω, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή με αρ. 165/2010, παρατηρώ ότι η υποψήφια Ιωάννου (Χατζηγεωργίου) Έλενα, Αιτήτρια στην εν λόγω Προσφυγή, παρακολούθησε μαθήματα στο English Tutorial Centre για ένα έτος και πως τόσο αυτή όσο και ορισμένοι άλλοι υποψήφιοι παρακολούθησαν διάφορα προγράμματα, τα οποία όμως, είναι στο σύνολό τους, βασικού επιπέδου και, επομένως, δεν μπόρεσα να αποδώσω σε αυτά βαρύτητα.
Όσον αφορά στην αρχαιότητα, οι συστηνόμενοι προηγούνται όλων, λόγω ημερομηνίας γέννησης, η οποία αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένων των πιο πάνω.»
Η Ε.Δ.Υ. ακολούθησε τη σύσταση της Διευθύντριας ως προς την προαγωγή των δύο ενδιαφερομένων μερών, θεωρώντας ότι οι τελευταίοι ήταν ίσοι σε αξία με την αιτήτρια, προηγούνταν σε αρχαιότητα, έστω συμβολική λόγω ημερομηνίας γέννησης, και, διέθεταν την υπέρ τους σύσταση της Διευθύντριας. Σε σχέση με τα προσόντα, η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε στην προσβαλλόμενη απόφαση της, τα ακόλουθα:
«Τέλος, όσον αφορά στα προσόντα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η Ιωάννου (Χατζηγεωργίου) Έλενα παρακολούθησε μαθήματα διάρκειας ενός έτους στο English Tutorial Centre, κατά τα οποία φαίνεται ότι παρακάθισε και πέτυχε σε εξετάσεις στη Στενογραφία και στην Ελληνική και Αγγλική Δακτυλογραφία και πως τόσο αυτή όσο και ορισμένοι άλλοι υποψήφιοι παρακολούθησαν διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα, ελάχιστης διάρκειας. Τα προσόντα αυτά, όμως, στο σύνολο τους, είναι βασικού επιπέδου και, επομένως, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδώσει σε αυτά βαρύτητα για σκοπούς προαγωγής.»
Η αιτήτρια επαναφέρει ζήτημα ως προς τον λανθασμένο τρόπο, κατά παράβαση μάλιστα του δεδικασμένου αυτή τη φορά, με τον οποίο τόσο η Διευθύντρια, όσο και η Ε.Δ.Υ., αναφέρθηκαν στα πρόσθετα της προσόντα. Ενώ το ακυρωτικό Δικαστήριο κατέγραψε επτά προσόντα, η Διευθύντρια και η Ε.Δ.Υ., αναφέρθηκαν μόνο στις γραμματειακές σπουδές της στο English Tutorial Centre και γενικά σε προγράμματα, παραλείποντας έτσι να εξειδικεύσουν τα υπόλοιπα προσόντα για τα οποία δεν αποφασίστηκε η σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της θέσης ώστε να ακολουθήσει η απόδοση της αρμόζουσας βαρύτητας. Με το να καταγραφεί από τη Διευθύντρια και την Ε.Δ.Υ. ότι τα προσόντα αυτά ήταν «βασικού επιπέδου», παραβιάστηκε το δεδικασμένο εφόσον δεν κρίθηκε η σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης με αποτέλεσμα να μην αξιολογηθούν ορθά στο σύνολο των κριτηρίων. Ως εκ τούτου, η σύσταση της Διευθύντριας έπασχε και πάλι, συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων, η δε Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό πλάνη ακολουθώντας ή υιοθετώντας άνευ ετέρου τη σύσταση της Διευθύντριας.
Αντίθετη είναι η θέση τόσο της Ε.Δ.Υ., όσο και του ενδιαφερομένου μέρους Κυριάκου Κτωρίδη, ο οποίος εμφανίσθηκε στη διαδικασία, σε αντίθεση με το έτερο ενδιαφερόμενο μέρος, Ευθυμία Κωνσταντίνου. Θεωρούν ότι ορθά η Διευθύντρια και η Ε.Δ.Υ. προέβηκαν στην επανεξέταση χωρίς να παραβιασθεί το δεδικασμένο εφόσον έγινε η δέουσα αναφορά στα προσόντα της αιτήτριας δίδοντας επαρκή αιτιολογία γιατί αυτά δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υπέρ της έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Καθώς κρίθηκε, η αιτήτρια παρακολούθησε τα μαθήματα διάρκειας ενός έτους στο English Tutorial Center κατά τη διάρκεια του οποίου φαίνεται να είχε παρακαθίσει και πετύχει σε εξετάσεις στη Στενογραφία και την Ελληνική και την Αγγλική δακτυλογραφία, ενώ τα υπόλοιπα εκπαιδευτικά προγράμματα ήταν ελάχιστης διάρκειας και βασικού επιπέδου ώστε να μην μπορούσε να αποδοθεί σ΄ αυτά «... βαρύτητα για σκοπούς προαγωγής.».
Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, Παράρτημα 5 στην ένσταση, έχει ως απαιτούμενα προσόντα την 16ετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Βοηθού Γραφείου, από την οποία τέσσερα τουλάχιστον χρόνια να είναι στην κλίμακα Α5 και την απαίτηση για ακεραιότητα χαρακτήρα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία. Η αιτήτρια, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, έχει τα ακόλουθα προσόντα:
«● Επιτυχία στις εξετάσεις για τις Γενικές Διατάξεις.
● Πιστοποιητικό Pitman´s Examination Institute, Typing-Elementary.
● Επιτυχία στις εξετάσεις του Υπουργείου Παιδείας στην Ελληνική Δακτυλογραφία.
● Επιτυχία στις εξετάσεις του Υπουργείου Παιδείας στην Ελληνική Στενογραφία.
● Επιτυχία στις εξετάσεις Αγγλικής Δακτυλογραφίας LCC.
● Γραμματειακές σπουδές ενός έτους (1977-1978) στο English Tutorial Centre.
● Παρακολούθηση Προγράμματος Κέντρου Παραγωγικότητας Κύπρου στην Ηλεκτρονική Επεξεργασία Κειμένου.»
Το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Κωνσταντίνου έχει, πέραν της επιτυχίας στις Γενικές Διατάξεις και πιστοποιητικό σπουδών Intermediate της Σχολής Λογιστών Κύπρου. Η Κωνσταντίνου γεννήθηκε στις 13.11.1954, είναι απόφοιτος του Εμπορικού και Οικονομικού Λυκείου Λευκωσίας το 1972 και διορίστηκε Βοηθός Γραφείου, όπως και η αιτήτρια, στις 8.11.1985.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. Κτωρίδης γεννήθηκε την 1.12.1957, είναι απόφοιτος της Τεχνικής και Οικονομικής Σχολής Λευκωσίας Φρειδερίκου το 1976 και διορίστηκε και αυτός την ίδια ημέρα ως Βοηθός Γραφείου στις 8.11.1985. Πέτυχε στις Γενικές Διατάξεις το 1988.
Το ουσιώδες ερώτημα που προκύπτει τελικώς προς επίλυση είναι κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου ή η Διευθύντρια και μετέπειτα η Ε.Δ.Υ., ενήργησαν με γνώμονα και στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος. Το ζητούμενο είναι βεβαίως κατά την επανεξέταση ως ακόλουθο ακυρωτικής απόφασης, να υπάρχει συμμόρφωση από το διοικητικό όργανο ώστε να αίρεται η διαπιστωθείσα πλημμέλεια με αποτέλεσμα η νέα διοικητική πράξη να είναι απογυμνωμένη από το προηγουμένως διαπιστωθέν πρόβλημα, (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 511 και Ιωσηφίδης ν. Δαβερώνα (2002) 3 Α.Α.Δ. 141). Ως είναι γνωστό η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και μόνο και όχι εφ΄ όλης της ύλης, (Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης (2002) 3 Α.Α.Δ. 61 και Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230). Στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625, τονίστηκε η αντιστοιχία των αρχών του δεδικασμένου στο αστικό, με αυτές του διοικητικού δικαίου. Και επί ακυρωτικής απόφασης, με τη δέσμευση να προέρχεται από την κρίση επί της ουσίας της διαφοράς και την επίλυση των επιδίκων θεμάτων. Η επανεξέταση γίνεται βεβαίως στη βάση των πραγματικών και νομικών δεδομένων που υφίστατο κατά το χρόνο έκδοσης της πρώτης πράξης. Σχετικό και το άρθρο 59(2) των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Στην προκείμενη περίπτωση, αναμφίβολα τόσο η Διευθύντρια, όσο και η ίδια η Ε.Δ.Υ., θα μπορούσαν λεκτικά να αποτύπωναν καλύτερα και πιο ολοκληρωμένα την ακολουθία του δεδικασμένου και τους λόγους προτίμησης εκ δευτέρου των δύο ενδιαφερομένων μερών. Αν και υπολείπεται του ιδεατού η καταγραφή του σκεπτικού τους, εν τούτοις αντικειμενικά δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η απόφαση τους πάσχει νομολογιακά. Η κρίση της Ε.Δ.Υ., ήταν τελικά επιτρεπτή εντός της εύλογης διακριτικής της ευχέρειας. Τηρήθηκε το δεδικασμένο που προέκυψε από την ακυρωτική απόφαση. Ενώ κατά την πρώτη και εκ των υστέρων ακυρωθείσα απόφαση της Ε.Δ.Υ., η Διευθύντρια απλώς γενίκευσε το θέμα των προσόντων επισημαίνοντας ότι οι υπό αυτής συστηθέντες δεν υστερούσαν σε προσόντα, έναντι των υπολοίπων, τώρα προέβηκε σε ειδική μνεία των προσόντων της αιτήτριας. Όπως το έθεσε αποτελούσε πλέον «υποχρέωση» της να σχολιάσει τα προσόντα σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση. Είχε λοιπόν, και ορθά, πλήρη αντίληψη του λόγου ακύρωσης με αναφορά στα προσόντα και μνημόνευσε προς τούτο την παρακολούθηση μαθημάτων για ένα χρόνο στο English Tutorial Centre. Η Ε.Δ.Υ. προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω σημειώνοντας ότι κατά τη διάρκεια του έτους αυτού, η αιτήτρια «φαίνεται να παρακάθισε και πέτυχε σε εξετάσεις στη Στενογραφία και στην Ελληνική και Αγγλική Δακτυλογραφία.». Αυτό πράγματι εξάγεται αβίαστα από τον Πίνακα προσόντων που είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ. (μέρος του Παραρτήματος 4 στην ένσταση), εφόσον τα πιστοποιητικά επιτυχίας στη Ελληνική Δακτυλογραφία (35 λ.τ.λ.), στην Αγγλική Δακτυλογραφία (Elementary 25 λ.τ.λ.) και στη Στενογραφία (60 λ.τ.λ.), λήφθηκαν το 1978, αναμφίβολα κατά τη διάρκεια και ως αποτέλεσμα της φοίτησης της στο English Tutorial Centre το 1977-1978. Παρατηρείται δε ότι στη στήλη των ακαδημαϊκών προσόντων, αναφέρεται απλώς η φοίτηση στο ως άνω κέντρο, και στη στήλη «άλλα προσόντα», τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά. Αυτό είχε ορθά μνημονεύσει η Διευθύντρια και η Ε.Δ.Υ., εφόσον η αναφορά ήταν στην «παρακολούθηση» μαθημάτων για ένα έτος στο English Tutorial Centre. Δεν οδήγησε δηλαδή η παρακολούθηση και στην απόκτηση κάποιου ιδιαίτερου τίτλου ή διπλώματος λόγω της φοίτησης, ανεξάρτητα από τα πιστοποιητικά επιτυχίας στα πιο πάνω.
Προκύπτει ότι το σύνολο των προσόντων της αιτήτριας που υπήρχαν στον προσωπικό της φάκελο και ο οποίος είχε τεθεί ενώπιον της Διευθύντριας πριν τη σύσταση, ήταν υπόψη της τελευταίας, όπως βεβαίως και της Ε.Δ.Υ. Περιπλέον ήταν υπόψη βέβαια της Ε.Δ.Υ. και το ακυρωτικό αποτέλεσμα εφόσον ήταν με βάση αυτό το δικαστικό σκεπτικό που έγινε η όλη επανεξέταση. Δεν υπήρχε ανάγκη καταγραφής εκ νέου των προσόντων της αιτήτριας, όπως αυτά μνημονεύθηκαν στην ακυρωτική απόφαση. Κατά το τεκμήριο της κανονικότητας και της νομιμότητας στην παραγωγή της διοικητικής πράξης, θεωρείται ότι όλα τα στοιχεία που ήσαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. λήφθηκαν δεόντως υπόψη έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα, (Kousoulides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438 και Παναγίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 126/1999, ημερ. 21.4.2000).
Παραπονείται η αιτήτρια ότι δεν καταγράφεται πουθενά η θέση της Διευθύντριας και της Ε.Δ.Υ. ως προς τη σχετικότητα των προσόντων. Είναι νομολογημένο ότι το καθήκον του διοικητικού οργάνου είναι πρωτίστως η καταγραφή της εξέτασης των προσόντων από πλευράς σχετικότητας ώστε να ακολουθήσει η απόδοση της βαρύτητας τους. Η κρίση περί της σχετικότητας είναι αναγκαία ώστε να ακολουθήσει η αξιολόγηση, (Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 325, Κοτζιάπασσης ν. Οικονομίδη (2007) 3 Α.Α.Δ. 200, Καφά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 444/2010, ημερ. 12.4.2011, Λαμπρινή Γωγάκη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 488/2013, ημερ. 11.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D513 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 341/2012, ημερ. 29.11.2013). Ο καθορισμός της σχετικότητας δεν αναφέρεται μόνο σε ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά σε οποιουδήποτε είδους προσόντα, (Μιχάλης Καΐσης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 479/2009, ημερ. 22.7.2010).
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η διατύπωση της θέσης της Διευθύντριας και μετέπειτα της Ε.Δ.Υ., δεν ήταν η καλύτερη. Σ΄ αυτό εντάσσεται και το ζήτημα του τρόπου καθορισμού της σχετικότητας των προσόντων. Όμως είναι φανερό ότι με το να μην αποδοθεί σε αυτά βαρύτητα, θεωρήθηκαν όλα ως σχετικά. Διαφορετικά θα καταγραφόταν η αντίθετη θέση. Τα προσόντα της αιτήτριας λήφθηκαν επομένως υπόψη, θεωρούμενα ως σχετικά, αλλά δεν απεδόθη σ΄ αυτά «βαρύτητα για σκοπούς προαγωγής».
Απομένει, επομένως, ο έλεγχος του εύλογου της κρίσης της Ε.Δ.Υ. ως προς την ηλικιακή αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών. Η νομολογία έχει διαχρονικά καθορίσει ότι το κριτήριο της αρχαιότητας αποτελεί θεσμοθετημένο παράγοντα που αν και έχει ατονήσει εν τούτοις παραμένει εκ του νόμου ένα από τα ουσιώδη κριτήρια και πρέπει να λαμβάνεται, όπου πρέπει, υπόψη (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Η αρχαιότητα μπορεί να είναι συμβολική, αλλά και πάλι λαμβάνεται υπόψη ως ένα διαφοροποιητικό στοιχείο κρίσης, όπως άλλωστε προνοεί ρητά το άρθρο 49(7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990. Το εδάφιο (7) ορίζει τον τρόπο καθορισμού της αρχαιότητας σε περίπτωση όπου η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, οπότε «η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων.».
Αυτή η συμβολική ηλικιακή αρχαιότητα ως ένα αντικειμενικό διαφοροποιητικό στοιχείο, αποτελεί ένα εύλογο και πρακτικό τρόπο αντιμετώπισης υποψηφίων που κατά πάντα τα υπόλοιπα δεδομένα είναι απολύτως ίσοι. Είναι σ΄ αυτή την περίπτωση που η ηλικιακή αρχαιότητα αποκτά τη δική της σημασία ώστε το διοικητικό όργανο ενεργώντας επί προαγωγών να έχει ένα υπόβαθρο επιλογής που το καθορίζει ο ίδιος ο Νόμος. Η νομολογία άλλωστε αναγνωρίζει έστω και αυτή τη συμβολική αρχαιότητα (είναι λάθος να χαρακτηρίζεται ως μηδενική, εφόσον νόμιμα μπορεί να ληφθεί υπόψη), ως ένα στοιχείο που μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ ενός υποψηφίου, (Μαρία Μιτσίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 415/2010, ημερ. 21.2.2012, Στεφανίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1207/2009, ημερ. 15.2.2013, Αλευρά ν. Ηρακλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 85, Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585, Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105 και Δημήτρης Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2076/2012, ημερ. 22.12.2014), ECLI:CY:AD:2014:D988. Ενεργώντας σ΄ αυτή τη βάση η Ε.Δ.Υ. αποφασίζει εύλογα και εντός της διακριτικής της ευχέρειας.
Εδώ, ήδη κρίθηκε ότι δεν παραβιάστηκε το δεδικασμένο. Επομένως, η σύσταση της Διευθύντριας δεν ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, όπως διατείνεται η αιτήτρια. Με δοσμένη την ορθότητα της σύστασης χωρίς να υπάρχει εκ μέρους της Διευθύντριας οποιαδήποτε πλάνη, η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός της εύλογης διακριτικής της ευχέρειας λαμβάνοντας τη σύσταση υπόψη που είναι ένα ουσιώδες στοιχείο κρίσης υπέρ ενός υποψηφίου, (Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 390, Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 163). Η σύσταση εδώ δεν συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων ώστε να αποδοθεί σ΄ αυτή μηδενική βαρύτητα, ως η εισήγηση της αιτήτριας, στη βάση της νομολογίας, (Τριανταφυλλίδη ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429 και Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).
Η Ε.Δ.Υ. είχε να κρίνει υποψηφίους ίσους ως προς την αξία, με προσόντα που δεν κρίθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο να δίνουν προβάδισμα στην αιτήτρια, η οποία δεν είχε υπέρ της τη σύσταση της Διευθύντριας, αλλά και έπετο σε ηλικιακή τουλάχιστον αρχαιότητα των δύο ενδιαφερομένων μερών κατά τέσσερα και σχεδόν ένα έτος, αντίστοιχα. Όπως λέχθηκε στη Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341:
«Εν πάση δε περιπτώσει, δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και πως, ως θέμα κάποιας γενικής αρχής, είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων η όποια βαρύτητα ορισμένου στοιχείου κρίσης. Αυτή δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών και κρίσης στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (Βλ. συναφώς την απόφαση στην Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275) η οποία, προερχόμενη από τη διοίκηση, ελέγχεται ως προς το εύλογό της και όχι με γνώμονα το κατά πόσο ορισμένη υπεροχή, σε ορισμένο τομέα, θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή του επιλεγομένου.»
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ