ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Dias United Publishing Co. Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Yπουργού Oικονομικών (1996) 3 ΑΑΔ 550
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Κυριάκου Κώστας και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2004) 3 ΑΑΔ 83
Aντωνίου Aντώνης και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλης (2006) 3 ΑΑΔ 456
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Xατζηγεωργίου Γεώργιος και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 1218
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D142
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1490/2010)
27 Φεβρουαρίου, 2015
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την
Καθ' ης η αίτηση.
Σ. Ανδρέου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («η ΕΔΥ»), ημερομηνίας 13.9.2010, με την οποία ο Κώστας Αγρότης («το ενδιαφερόμενο μέρος») προήχθη στη μόνιμη θέση του Διευθυντή Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής («η επίδικη θέση») αναδρομικά από την 1.12.1997.
Η πλήρωση της επίδικης θέσης έχει μακρύ ιστορικό. Ο αρχικός διορισμός (11.11.1997) του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση προσβλήθηκε με δύο προσφυγές, την υπ' αριθμόν 147/1998 (του Γιώργου Χατζηγεωργίου, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία, και την υπ' αριθμό 151/1998 του αιτητή, οι οποίες συνεκδικάστηκαν και οδήγησαν σε ακυρωτική απόφαση για λόγους που αφορούσαν τον τρόπο αξιολόγησης της επίδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις και την αιτιολογία της κρίσης της ΕΔΥ ότι ένα βασικό προσόν του Γ. Χατζηγεωργίου δεν ήταν ακαδημαϊκής φύσεως (βλ. Χατζηγεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατία (2000) 4(Β) ΑΑΔ 1218).
Ακολούθησε επανεξέταση με κατάληξη τον αναδρομικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, ο οποίος αμφισβητήθηκε με τις προσφυγές αρ. 420/2001 του αιτητή και αρ. 434/2001 μίας άλλης υποψήφιας, της Κατερίνας Περικλέους.
Κατόπιν συνεκδίκασής τους, η μεν 420/2001 απερρίφθη, η δε 434/2001 έγινε αποδεκτή και, ως εκ τούτου, ο διορισμός ακυρώθηκε λόγω διαπιστωθείσας πλάνης της ΕΔΥ αναφορικά με την αξία της αιτήτριας (βλ. Αντώνης Αντωνίου κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 420/2001 κ.ά., ημερομηνίας 12.3.2003).
Η απόφαση εφεσιβλήθηκε με την Α.Ε 3607 του αιτητή και την Α.Ε.3608 του ενδιαφερόμενου μέρους και ενώ, στο μεταξύ, η ΕΔΥ αποφάσισε στις 3.4.2003 την εκ νέου αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, από 1.12.1997. Η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι κακώς και υπό συνθήκες νομικής πλάνης δεν είχε κληθεί ο Γενικός Διευθυντής του αρμόδιου Υπουργείου για σκοπούς σύστασης, αποτέλεσμα που οδήγησε την έφεση του αιτητή σε επιτυχή κατάληξη και την αντίστοιχη του ενδιαφερόμενου μέρους, σε απόρριψη, ως παραμένουσα χωρίς αντικείμενο (βλ. Αντωνίου κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2006) 3 ΑΑΔ 456).
Η παράλειψη της ΕΔΥ να επανεξετάσει το ζήτημα υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης στην πιο πάνω έφεση του αιτητή, προκάλεσε την καταχώρηση νέας προσφυγής, της υπ' αριθμό 404/2007. Η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 15.11.2007, στην εν λόγω προσφυγή παραμερίστηκε, λόγω μη κατάλληλης επίδοσης στο ενδιαφερόμενο μέρος, με τη συμμετοχή του οποίου εν συνεχεία επανεκδικάστηκε η υπόθεση, με θετική και πάλι για τον αιτητή κατάληξη, αφού όπως διαπιστώθηκε στη νέα απόφαση του Δικαστηρίου που δόθηκε στις 12.7.2010, οι καθ' ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν με το δεδικασμένο και δεν έπραξαν οτιδήποτε προς αποκατάσταση της νομιμότητας παρά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος.
Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, «οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν, δηλαδή είχαν υποχρέωση να αποκαταστήσουν τη νομιμότητα, ανακαλώντας την απόφαση τους, ημερ. 3.4.2003 για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην προαναφερόμενη θέση από 1.12.1997, και επανεξετάζοντας τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης με βάση τις παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 3607, δηλαδή με βάση το ότι, κατά την επανεξέταση θα πρέπει να κληθεί και ο Γενικός Διευθυντής του αρμοδίου υπουργείου για σκοπούς υποβολής της σύστασης του (Δέστε τη σελ. 12 της απόφασης ημερ. 7.7.2006 στις Α.Ε. 3607 και 3608)» (βλ. Αντώνης Αντωνίου v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 404/2007, ημερομηνίας 12.7.2010).
Η ΕΔΥ, η σύνθεση της οποίας είχε στο μεταξύ αλλάξει, εξέτασε το ζήτημα στις 2.9.2010, υπό το φως των ευρημάτων της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης και αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφασή της ημερομηνίας 3.4.2003 για την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση και να προβεί σε επανεξέταση της πλήρωσής της, καλώντας το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για σκοπούς συστάσεων.
Επιπρόσθετα, αποφάσισε όπως ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση, η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που έγινε από την ΕΔΥ υπό τη προηγούμενη σύνθεσή της κατά την αρχική πλήρωση της θέσης, καθότι η αξιολόγηση αυτή παρέμεινε άθικτη από την ακυρωτική απόφαση της Προσφυγής αρ. 404/2007 και επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 34 Α(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90 (ως έχει τροποποιηθεί), η προφορική εξέταση που έγινε από την ΕΔΥ κατά την αρχική πλήρωση της θέσης παραμένει ως πραγματικό στοιχείο κρίσης κατά την επανεξέταση.
Κατά την επανεξέταση, η οποία έγινε στις 13.9.2010, η ΕΔΥ, κατά τα προαποφασισθέντα, έλαβε υπόψη την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην αρχική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία ο μεν αιτητής είχε κριθεί ως «Πολύ Καλός», το δε ενδιαφερόμενο μέρος ως «Εξαίρετος» και στη συνέχεια κάλεσε ενώπιόν της το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος και αποχώρησε.
Ακολούθησε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων από την ΕΔΥ, η οποία, με βάση το πραγματικό και νομοθετικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, επέλεξε ως καταλληλότερο το ενδιαφερόμενο μέρος, σημειώνοντας, ότι ο επιλεγείς είχε αξιολογηθεί σε υψηλότερο από όλους τους υποψηφίους επίπεδο κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, διέθετε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας και υπερείχε όλων σε αρχαιότητα, χωρίς να υστερεί του αιτητή σε βαθμολογημένη αξία.
Στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους δόθηκε αναδρομική ισχύς από 1.12.1997.
Αξιώνοντας την ακύρωση της απόφασης για την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, ο αιτητής εγείρει τους ακόλουθους τρεις λόγους:
(α) Η ΕΔΥ κακώς εφάρμοσε το άρθρο 34 Α(3) του Νόμου 1/1990 (όπως εισήχθη με το Νόμο 96(Ι)/2006) το οποίο, όπως ισχυρίζεται, είναι και πρέπει να κηρυχθεί αντισυνταγματικό, ως αντίθετο με την αρχή της ανεξαρτησίας της ΕΔΥ και της διάκρισης των εξουσιών που κατοχυρώνεται στα Άρθρα 124 και 125(1) του Συντάγματος.
(β) Η ΕΔΥ παράνομα θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαία η διενέργεια νέων συνεντεύξεων και ότι μπορούσε να λάβει υπόψη τις συνεντεύξεις της αρχικής διαδικασίας, γιατί αυτές «μολύνθηκαν» από την παράνομη απουσία του Γενικού Διευθυντή.
(γ) Η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου (4) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η κατ' ισχυρισμόν αντισυνταγματικότητα του άρθρου 34Α(3) του Νόμου 1/1990
Η διαδικασία επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ρυθμίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34Α, όπως αυτό εισήχθη στο βασικό Νόμο, με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2006, (Ν.96(Ι)/2006).
Όπως ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 34Α:
«(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η κρίση που αποκόμισαν η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφαση τους, ανεξάρτητα αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεση τους:
Νοείται ότι αν ο λόγος της ακύρωσης αφορά προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, είτε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είτε ενώπιον της Επιτροπής, κατά τρόπο που επηρεάζει την κρίση που αποκόμισαν η Συμβουλευτική Επιτροπή ή η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση, ανάλογα με την περίπτωση, τότε η εν λόγω κρίση δεν λαμβάνεται υπόψη».
Η αιτήτρια, επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 34(8) του Νόμου 1/1990, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικό)(Αρ.3) Νόμο του 2005 (Ν.105(Ι)/2005) και σύμφωνα με το οποίο η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης είναι πλέον υποχρεωτική για την ΕΔΥ, εισηγείται ότι θα έπρεπε στην παρούσα περίπτωση να γίνουν νέες συνεντεύξεις, εφόσον είχε στο μεταξύ αλλάξει η ΕΔΥ, για να έχει στη διάθεσή της, η νέα ΕΔΥ, τη δική της υποκειμενική άποψη, ως ένα εκ του Νόμου, ήτοι του τροποποιηθέντος άρθρου 34(8) επιβεβλημένο στοιχείο κρίσης.
Με δεδομένη την πιο πάνω επιτακτική ανάγκη διενέργειας συνεντεύξεων, συνεχίζει στην εισήγηση της η αιτήτρια, η ρύθμιση του άρθρου 34Α(3), βάση της οποίας λαμβάνεται υπόψη κατά την επανεξέταση, ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος, η κρίση που απεκόμισε η ΕΔΥ από την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης, ανεξάρτητα αν στο μεταξύ επήλθε αλλαγή στη σύνθεση της, παραβιάζει τα Άρθρα 124 (σύσταση και σύνθεση της ΕΔΥ) και 125 (εξουσίες της ΕΔΥ) του Συντάγματος και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η παραβίαση, κατά την αιτήτρια, έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ οι πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις κατοχυρώνουν την ανεξαρτησία της ΕΔΥ έναντι άλλων οργάνων, αλλά και έναντι της ίδιας, δεδομένου ότι η θητεία των μελών της είναι εξαετής, η νομοθετική τροποποίηση με την οποία υποχρεούται να εκλάβει ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος και αναγκαστικά να υιοθετήσει ως δικές της τις κρίσεις της προηγούμενης (υπό διαφορετική σύνθεση) ΕΔΥ, αποστερούμενη τοιουτοτρόπως της απορρέουσας εκ του άρθρου 34(8) εξουσίας της για διενέργεια δικών της συνεντεύξεων, συνιστά επέμβαση στην ανεξαρτησία της και παρακωλύει το έργο της, στο οποίο περιλαμβάνεται και η υποκειμενική (μέσω των συνεντεύξεων) εκτίμηση των υποψηφίων.
Το ενδιαφερόμενο μέρος ήγειρε ότι η αιτήτρια δε νομιμοποιείται να προβάλλει το συγκεκριμένο λόγο, καθότι αυτός δεν είχε συμπεριληφθεί στη Προσφυγή αρ. 110/2008, η οποία αποσύρθηκε στις 5.11.2009 λόγω της ανάκλησης, στο μεταξύ, της επανεξέτασης της πλήρωσης της επίδικης θέσης από τη διοίκηση.
Όπως έχει διευκρινιστεί, η εν λόγω προσφυγή αποσύρθηκε σε πρώιμο στάδιο, πριν την καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων και αφού η εκδίκασή της είχε αναβληθεί κατ' επανάληψη ενόψει της προοπτικής ανάκλησης του αντικειμένου της. Υπό τις περιστάσεις που προεκτέθηκαν, και δεδομένου ότι ακολούθησε η επίδικη επανεξέταση, κατ' εφαρμογή του επίμαχου άρθρου 34Α(3), δεν προκύπτει κώλυμα έγερσης και εξέτασης του σχετικού λόγου.
Επί της ουσίας, οι καθ' ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, απαντούν επικαλούμενοι την αρχή της συνέχειας των συλλογικών διοικητικών οργάνων και το τεκμήριο συνταγματικότητας και υποβάλλουν ότι, εφόσον η συνέντευξη δεν είχε κριθεί ως πάσχουσα από το ακυρωτικό Δικαστήριο, τότε νομίμως μπορούσε αυτή να συνυπολογιστεί, κατά την επανεξέταση, ανεξάρτητα από την αλλαγή που επήλθε στη σύνθεση της ΕΔΥ. Εφόσον, όπως υποστηρίζουν, η κρίση επί των αποτελεσμάτων των συνεντεύξεων, συνεχίζει να ασκείται από το ίδιο όργανο, δηλαδή την ΕΔΥ, χωρίς παρεμβολή και υποκατάσταση της προβλεπόμενης στο Νόμο εξουσίας της από κάποιο άλλο όργανο, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση βρίσκεται εντός συνταγματικού πλαισίου.
Σημειώνεται ότι στη Σάββας Βραχίμης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 369/2010, ημερομηνίας 25.11.2013, την οποία επικαλέστηκαν οι διάδικοι, τέθηκε και απορρίφθηκε παρόμοιος ισχυρισμός, χωρίς να εξεταστεί επί της ουσίας, αλλά πάνω στη βάση της μη νομιμοποίησης της έγερσής του, εφόσον, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, ο εκεί αιτητής συμμετείχε αδιαμαρτύρητα στη διαδικασία προαγωγής κατά την οποία εφαρμόστηκε το άρθρο 34 Α(3).
Παρόλο που και στην παρούσα περίπτωση δεν προκύπτει ότι ο αιτητής είχε προβάλει σε κατάλληλο χρόνο οποιαδήποτε ένσταση ή διάβημα ενώπιον του διοικητικού οργάνου, με την οποία να θέτει εν αμφιβόλω τη συνταγματικότητα της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης, θα προχωρήσω στην ουσιαστική εξέταση του ισχυρισμού, έχοντας υπόψη το νομολογιακό πλαίσιο συζήτησης λόγων αντισυνταγματικότητας.
Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τον έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων, όπως αυτές έχουν τεθεί στην Board for Registration of Archtects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 CLR 640:
(1) Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία». Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
(2) Tα Δικαστήρια ασχολούνται μόνο με τη συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.
(3) Αν είναι δυνατόν τα Δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
(4) Η Δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, με άλλα λόγια τα Δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.»
Στη Dias United Publ. Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550, τονίστηκε ότι, ο συνταγματικός έλεγχος του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν πρέπει να μετατρέπεται σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας και ότι δεν είναι δυνατό διά της κρίσεως του περί αντισυνταγματικότητας ενός Νόμου να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που βρίσκονται έξω και πέραν της βούλησης του νομοθέτη.
Στην παρούσα περίπτωση, δεν έχει δεόντως τεκμηριωθεί η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 34Α(3). Η προσπάθεια της αιτήτριας να συμπλέξει τις πρόνοιες των άρθρων 34Α(3) και 34(8) για να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι η εφαρμογή του πρώτου εξουδετερώνει την επιβεβλημένη από το δεύτερο, υποχρέωση της ΕΔΥ για διεξαγωγή προφορικής εξέτασης, παραγνωρίζει ότι η διάταξη του άρθρου 34Α(3) αφορά διαδικασία επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση και αποσκοπεί ακριβώς να διασώσει την προφορική εξέταση, που ως υποχρεωτικό πλέον, κατά το άρθρο 34(8), στοιχείο της διαδικασίας πλήρωσης θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, λαμβάνεται υπόψη ανεξαρτήτως αλλαγής στη σύνθεσή της. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο ισχυρισμός ότι με την πιο πάνω ρύθμιση πλήττεται η ανεξαρτησία της ΕΔΥ και πολύ περισσότερο η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθίσταται ανεδαφικός.
Εφόσον η αρμοδιότητα τόσο της τέλεσης όσο και της αξιολόγησης των συνεντεύξεων παραμένει σε κάθε περίπτωση στο πεδίο της ΕΔΥ, χωρίς να παρεμβάλλεται άλλο όργανο ή αρχή, το έργο της στάθμισης και επιλογής των υποψηφίων προς το σκοπό της εξεύρεσης του καταλληλότερου, διεξάγεται απρόσκοπτα, διασφαλίζοντας τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία του διορίζοντος οργάνου και την αποκλειστικότητα στην άσκηση του καθήκοντος διορισμού και προαγωγής των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ορίζεται στο Άρθρο 125.1 του Συντάγματος.
Επιπρόσθετα, η θέση της αιτήτριας παραγνωρίζει την αρχή της συνέχειας των διοικητικών οργάνων, οι πράξεις των οποίων παραμένουν έγκυρες στο διοικητικό χώρο, παρά την οποιαδήποτε αλλαγή, η οποία μπορεί να έχει, στο μεταξύ, επέλθει στη σύνθεσή τους, λόγω θανάτου, παύσης, λήξης της προβλεπόμενης θητείας ή αντικατάστασης μελών τους.
Στο σύγγραμμα του Α.Ι. Τάχου, «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 6η Έκδοση, 2000, σελ. 379, αναφέρονται τα εξής:
«Το συλλογικό όργανο στο οποίο επανέρχεται υπόθεση μετά από ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, επιλαμβάνεται με τη νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση που έχει κάθε φορά και όχι μ' αυτήν που είχε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα πράξη (βλ. από τις νεώτερες ΣΕ 1425/1989)»
Μέσα λοιπόν σ' αυτά τα πλαίσια, τυχόν μεταγενέστερη διαφοροποίηση των μελών που απαρτίζουν ένα συλλογικό όργανο, λόγω λήξης της θητείας τους και αντικατάστασής τους με άλλα, κατά νόμο διοριζόμενα, δεν εκμηδενίζει ούτε διαγράφει από μόνη της τις προπαρασκευαστικές πράξεις ή άλλες αποφάσεις και ενέργειες που έλαβαν χώρα διαρκούσης της θητείας τους, όπως συνέβη στη παρούσα υπόθεση.
Εφόσον οι συνεντεύξεις και ειδικότερα η καταγεγραμμένη κρίση που απεκόμισε η ΕΔΥ κατά την αρχική διαδικασία δεν εθίγησαν από την ακυρωτική απόφαση, νόμιμα συνυπολογίστηκαν, με βάση την πρόνοια του άρθρου 34Α(3), ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος, κατά την επανεξέταση, από την ΕΔΥ, έστω και αν η σύνθεση της τελευταίας είχε στο μεταξύ αλλάξει, λόγω λήξης της θητείας των μελών της και διορισμού νέων μελών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Επομένως, η χρήση των εντυπώσεων από τις αρχικές συνεντεύξεις, κατά την επανεξέταση, εκ μέρους της ΕΔΥ, κατ' εφαρμογή του άρθρου 34Α(3) ήταν νόμιμη και δεν προκύπτει ζήτημα παραβίασης των συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων.
Η κατ' ισχυρισμό πεπλανημένη αντίληψη της ΕΔΥ, ότι είχε την ευχέρεια να μη διενεργήσει νέες συνεντεύξεις, παρά το γεγονός ότι οι αρχικές μολύνθηκαν λόγω της απουσίας του Γενικού Διευθυντή.
Με το δεύτερο εγειρόμενο λόγο η αιτήτρια υποστηρίζει ότι κακώς η ΕΔΥ θεώρησε ότι δεν έπασχαν οι παλιές συνεντεύξεις ενώπιον της προηγούμενης ΕΔΥ, ενώ αυτές είχαν μολυνθεί λόγω τη διαπιστωμένης από την Ολομέλεια στην Αντωνίου κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2006) 3 ΑΑΔ 456, παράνομης απουσίας του Γενικού Διευθυντή.
Υπό τις περιστάσεις όφειλε, κατά την άποψη της, η ΕΔΥ να διενεργήσει νέες συνεντεύξεις στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή και όχι να ενεργήσει με βάση το άρθρο 34Α(3), χρησιμοποιώντας τις κρίσεις της ΕΔΥ υπό άλλη σύνθεση, οι οποίες είχαν καταγραφεί στην απουσία του.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν αποτελεί στοιχείο κρίσης, αλλά βοηθητικό παράγοντα στο έργο της ΕΔΥ και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συνδεθεί με την εγκυρότητα των συνεντεύξεων.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας είναι αβάσιμος. Υπενθυμίζεται ότι η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και ότι, όπως έχει νομολογηθεί, σε διαδικασία για την πλήρωση θέσεων της κατηγορίας αυτής, η αξιολόγηση των υποψηφίων από τον Διευθυντή δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής, αλλά βοηθά απλώς στη διαμόρφωση άποψης εκ μέρους του διορίζοντος οργάνου (βλ. Κυριάκου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 ΑΑΔ 83).
Κυρίως όμως, η θέση της αιτήτριας αντιστρατεύεται τις αρχές που διέπουν την επανεξέταση και το ακυρωτικό δεδικασμένο, σύμφωνα με τις οποίες, αυτό καλύπτει μόνο το λόγο για τον οποίο ακυρώθηκε η πράξη και δεν εκτείνεται σε άλλα ζητήματα. Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. Κατ' επέκταση, ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα (Βλ. Παπαδόπουλος v. Oργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 AAΔ 608, Nαζίρης v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 ΑΑΔ 38).
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως λέχθηκε, οι προφορικές συνεντεύξεις παρέμειναν άθικτες από την ακυρωτική απόφαση. Η διασύνδεσή τους με την απουσία του Γενικού Διευθυντή, η οποία αποδοκιμάστηκε από το ακυρωτικό Δικαστήριο, αποτελώντας αυτοτελή λόγο ακύρωσης, είναι αβάσιμη. Αποδοχή της θέσης της αιτήτριας, ότι η απουσία του επηρέασε τη νομιμότητα των συνεντεύξεων, θα συνιστούσε απαράδεκτη διεύρυνση του δεδικασμένου σε στάδια και στοιχεία της διαδικασίας που δεν είχαν θιγεί από τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης.
Συνακόλουθα, και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων.
Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ο αιτητής υποστηρίζει ότι η ΕΔΥ δεν προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα για να διαπιστώσει το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την προβλεπόμενη στην παράγραφο (4) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, «άριστη γνώση της Ελληνικής γλώσσας».
Οι καθ'ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος ενίστανται στην έγερση του πιο πάνω ισχυρισμού, υποστηρίζοντας ότι αυτός είχε εγκαταλειφθεί σε προηγούμενη προσφυγή του αιτητή (βλ. Χατζηγεωργίου κ.ά v. Δημοκρατίας (2000) 4(Β) ΑΑΔ 1218), με αποτέλεσμα να καλύπτεται τώρα από το παραχθέν δεδικασμένο και να υφίσταται κώλυμα επαναφοράς του προς εξέταση.
Πράγματι, στη Χατζηγεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (πιο πάνω), στη σελ. 1222 της απόφασης, αναφέρονται τα εξής: «Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει τίποτε άλλο σε σχέση με την προσφυγή 151/98. Όπως διευκρινίστηκε, οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν για άλλους λόγους ακυρώσεως, δεν θα προωθούνταν».
Η εγκατάλειψη από τον αιτητή των υπολοίπων λόγων, συμπεριλαμβανομένων και εισηγήσεων αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, είχε επισημανθεί και στην απόφαση του Εφετείου στην Αντωνίου κ.ά v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (πάνω), όπου τονίστηκαν τα ακόλουθα, στις σελ. 462 - 464:
«Κρίνουμε ορθότερο όπως εξετάσουμε πρώτα το δεύτερο λόγο έφεσης που ουσιαστικά αφορά ισχυρισμό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας.
..................................
Σημειώνουμε επίσης ότι στην προσφυγή 151/98 δεν είχε εγερθεί ως λόγος ακυρότητας θέμα μη κατοχής των προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος Κώστα Αγρότη. Αντίθετα είχε δηλωθεί ότι εγκαταλείπονται όλοι οι λόγοι ακύρωσης εκτός από το λόγο για τον οποίο ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Κώστα Αγρότη, όπως αναφέραμε με λεπτομέρεια πιο πάνω. Επομένως κρίνουμε ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο να επαναφέρει με τη νέα του προσφυγή (420/2001) αυτό το νομικό λόγο που ρητά εγκατέλειψε στην πρώτη του προσφυγή».
Όπως τονίστηκε στις επί του θέματος αυθεντίες Παπαδόπουλος v. Oργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 και Ναζίρης v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 ΑΑΔ 38, δεν είναι δυνατή η επανάληψη και η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως, ούτε είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί.
Υπό τις περιστάσεις, η έγερση και εξέταση του συγκεκριμένου λόγου σε αυτό το στάδιο, δεν είναι δυνατή.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη πράξη επικυρώνεται, με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ